Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πετσενέγοι

Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (30/7/2008)

Για παραπομπή: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Πετσενέγοι», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10660>

Πετσενέγοι (15/11/2011 v.1) Pechenegs (15/11/2011 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Οι Πετσενέγοι, που στα βυζαντινά κείμενα ονομάζονται και Πατζινάκοι ή Πατζινακίτες, από την τουρκικής ρίζας ονομασία Pečenek με την οποία αυτοπροσδιορίζονταν, αποτελούν έναν από τους πολλούς νομαδικούς ασιατικούς λαούς, που στη διάρκεια του Μεσαίωνα μετακινήθηκαν από την κεντρική Ασία στις παρυφές της ανατολικής Ευρώπης και βρέθηκαν σε επαφή με το παραδουνάβιο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο λαός αυτός για όσο διάστημα βρισκόταν στο προσκήνιο διατήρησε το νομαδικό τρόπο ζωής και τη φυλετική οργάνωση. Οι διακριτές φυλές που τον συναποτελούσαν διατηρούσαν ιδιαίτερη ηγεσία και για το λόγο αυτό δεν συγκροτήθηκε ενιαίο κράτος στα εδάφη που είχαν καταλάβει, ενώ και ο διπλωματικός χειρισμός τους από βυζαντινής πλευράς ήταν δύσκολος, λόγω της πολυδιάσπασης της εξουσίας που τους διέκρινε. Ως προς τη θρησκευτική ταυτότητα των Πετσενέγων, η πλειονότητά τους φαίνεται πως διατήρησε τις παγανιστικές δοξασίες, αν και παραδίδεται ότι τμήματά τους εκχριστιανίστηκαν ή εξισλαμίστηκαν. Η γλώσσα τους κατατάσσεται στην οικογένεια των τουρκικών γλωσσών.1

Η άφιξή τους στην παρευξείνια περιοχή, δηλαδή στις στέπες της νότιας Ρωσίας και Ουκρανίας, πραγματοποιείται τον 9ο αιώνα, ενώ η ένταξή τους στο προσκήνιο της βυζαντινής ιστορίας συντελείται κατά το τέλος του 9ου και αρχές του 10ου αιώνα, στο πλαίσιο της βυζαντινοβουλγαρικής σύγκρουσης την εποχή του τσάρου Συμεών, όταν περαιτέρω επέκτασή τους τους φέρνει στα βόρεια του Δούναβη. Για την ακρίβεια, η τελευταία αυτή μετακίνηση των Πετσενέγων πραγματοποιείται το 895-896 έπειτα από πρόσκληση του Συμεών, προκειμένου να εκδιώξουν τους συμμάχους τότε του Βυζαντίου Ούγγρους (ή Μαγυάρους), επίσης νομαδικό ασιατικό λαό που είχε πρόσφατα αφιχθεί στην ίδια περιοχή.2 Αυτή η μετακίνηση των Πετσενέγων προκάλεσε την εκτόπιση των Ούγγρων στην κεντροευρωπαϊκή περιοχή που στο εξής εξελίχθηκε στο κράτος της Ουγγαρίας, ενώ στο χώρο παρουσίας και ελέγχου των Πετσενέγων προστέθηκε και η χώρα βόρεια του Δούναβη (το νότιο τμήμα της σημερινής Ρουμανίας).

2. Σχέσεις με το Βυζάντιο

Οι Βυζαντινοί πέτυχαν να προσεταιριστούν τους Πετσενέγους εναντίον των Βουλγάρων το 917.3 Η συγκεκριμένη περίπτωση σύμπραξης δεν απέδωσε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα για το Βυζάντιο κατά την εξέλιξη του πολέμου εναντίον του Συμεών, εγκαινίασε όμως την πολιτική προσεταιρισμού των πατζινακικών φύλων και διατήρησης φιλικών σχέσεων με αυτά, που αποτέλεσε έκτοτε σταθερό σημείο της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής κατά το 10ο αιώνα αναφορικά με τις υποθέσεις του βόρειου συνόρου. Λόγω του νομαδικού τρόπου ζωής τους και των αντίστοιχων παραδόσεων των Πετσενέγων, οι σχέσεις τους με τους γειτονικούς λαούς δεν ήταν ομαλές και διακρίνονταν από τη συνεχή ροπή των Πετσενέγων προς τις ληστρικές επιδρομές εναντίον των γειτόνων τους. Η παρουσία τους στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ δυνάμεων που οι Βυζαντινοί θεωρούσαν δυνάμει απειλητικές, όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η ρωσική ηγεμονία του Κιέβου, και με τις οποίες οι σχέσεις τους ήταν γενικά εχθρικές, τους καθιστούσε υπολογίσιμο εξισορροπητικό παράγοντα για την εξυπηρέτηση των βυζαντινών συμφερόντων στη βόρεια παρευξείνια περιοχή, την ασφάλεια του βυζαντινού βόρειου συνόρου και των αυτοκρατορικών κτήσεων στην Κριμαία. Η παραπάνω αντίληψη εκτίθεται αναλυτικά στο διπλωματικό εγχειρίδιο που είναι γνωστό με την ονομασία De Administrando Imperio και που αποδίδεται γενικά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Αρκετά κεφάλαια του κειμένου αυτού είναι αφιερωμένα στους Πετσενέγους και περιέχουν οδηγίες για τον τρόπο διπλωματικής προσέγγισής τους, η οποία αποσκοπούσε όχι μόνο στην επιδίωξη χρησιμοποίησής τους εναντίον άλλων αντίπαλων δυνάμεων, αλλά και στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ αυτών και της βυζαντινής Χερσώνας (το κέντρο των βυζαντινών κτήσεων στην Κριμαία).4

Η κατάσταση άλλαξε τον 11ο αιώνα, μετά το 1018, όταν η εξάλειψη του βουλγαρικού κράτους και η ενσωμάτωση των εδαφών του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έφερε το βυζαντινό σύνορο στο Δούναβη, με αποτέλεσμα η βυζαντινή επικράτεια να γειτνιάζει πλέον άμεσα με το χώρο παρουσίας των Πετσενέγων. Σύντομα άρχισαν οι επιδρομές τους σε βυζαντινά εδάφη, οι οποίες οξύνθηκαν από τα μέσα του αιώνα και εξής, με συνέπεια οι Πετσενέγοι να εξελιχθούν στην πλέον υπολογίσιμη απειλή για το Βυζάντιο στα Βαλκάνια. Οι εκάστοτε προσπάθειες στρατιωτικής αντιμετώπισής τους έφεραν φτωχά αποτελέσματα, ενώ εφαρμόστηκε και πολιτική προσεταιρισμού ορισμένων από τις πατζινακικές φυλές, στις οποίες δόθηκε ως τόπος εγκατάστασης η παραμεθόρια περιοχή νότια του Δούναβη με αντάλλαγμα την ένταξή τους στις στρατιωτικές δομές του Βυζαντίου και την εκ μέρους τους προστασία του συνόρου, εκτός άλλων και από τις ομογενείς φυλές τους που βρίσκονταν πέραν αυτού. Και αυτή η μέθοδος όμως δεν απέδωσε μακροπρόθεσμα.5

Τελικά, η αναχαίτιση του πατζινακικού κινδύνου επιτεύχθηκε στην περίοδο της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), όταν οι Βυζαντινοί πέτυχαν να προσεταιριστούν προσωρινά άλλο νομαδικό λαό, πρόσφατα αφιχθέντα στην παρευξείνια περιοχή, τους Κουμάνους, και να τους στρέψουν εναντίον των Πετσενέγων. Η εξασθένηση των Πετσενέγων, λόγω των εναντίον τους κουμανικών επιθέσεων, κατέστησε τελικά δυνατή τη στρατιωτική συντριβή τους από το Βυζάντιο το 1122. Έκτοτε οι Πετσενέγοι εξαφανίζονται από το ιστορικό προσκήνιο, αφού όσοι απέμειναν αφομοιώθηκαν είτε από τους Κουμάνους είτε από τους Ούγγρους.

1. Pritsak, O., “The Pečenegs. A Case of Social and Economic Transformation”, Archivum Eurasiae Medii Aevi 1 (1975), σελ. 4-29 [= Pritsak, O., Studies in Medieval Eurasian History (London: Variorum Reprints, 1981), αρ. Χ].

2. Ζακυθηνός, Δ.Α., Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071 (Αθήνα 1972), σελ. 268.

3. Ζακυθηνός, Δ.Α., Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071 (Αθήνα 1972), σελ. 272.

4. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. – Jenkins, R.J.H. (επιμ.), Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (CFHB 1, Washington DC 1967), σελ. 48-57, 64-65, 166-171.

5. Ζακυθηνός, Δ.Α., Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071 (Αθήνα 1972), σελ. 500-504· Stephenson, P., Byzantium's Balkan Frontier. A Political Study of the Northern Balkans, 900-1204 (Cambridge 2000), σελ. 81-100.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>