1. Εισαγωγή
Οι σχέσεις μεταξύ των αρχαίων πόλεων του Εύξεινου Πόντου και των περιχώρων τους αρχίζουν από τη στιγμή που οι αρχαίοι Έλληνες αποικιστές καταφθάνουν στα παράλια της θάλασσας αυτής και ιδρύονται οι πρώτες μόνιμες ελληνικές εγκαταστάσεις.1 Οι σχέσεις λοιπόν αυτές βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από τον αρχαίο ελληνικό αποικισμό και την ίδρυση των αποικιών σε θέσεις τις οποίες συνήθως οι αρχαίοι συγγραφείς ονομάζουν «βαρβαρικές». Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια του ελληνικού αποικισμού (από τα μέσα δηλαδή του 7ου αι. π.Χ. μέχρι τα τέλη του 6ου, αλλά και στον 5ο αι. π.Χ.) οι σχέσεις και οι επαφές ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες και τους γηγενείς κατοίκους έπαιξαν καταλυτικό ρόλο2 στη μελλοντική κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανάπτυξη των επιμέρους περιοχών του Εύξεινου Πόντου.3 2. Ίδρυση αποικιών
Σύμφωνα με τις πηγές, η αποικιακή πολιτική των αρχαίων Ελλήνων στη Μεσόγειο (κυρίως) και στον Εύξεινο Πόντο είχε εδραιώσει ορισμένους κανόνες που αφορούσαν την ίδρυση των ελληνικών εγκαταστάσεων σε ξένη γη και έβρισκαν εφαρμογή στις περισσότερες περιπτώσεις. Κυρίως πρόκειται για έναν οχυρωματικό περίβολο (τείχος) που έπρεπε να περιτρέχει τον οικισμό, παρέχοντας προστασία και ασφάλεια στους κατοίκους. Στη συνέχεια, οι τελευταίοι είχαν τη δυνατότητα να τεμαχίσουν σε κλήρους και να διαμοιράσουν μεταξύ τους την αγροτική έκταση του οικισμού, η οποία εκτεινόταν εκτός των τειχών και ενίοτε άρχιζε κατευθείαν από τα τείχη. Αφού ολοκληρωνόταν και αυτή η διαδικασία, οι κάτοικοι του οικισμού ξεχώριζαν ένα κομμάτι γης μέσα στον ίδιο τον οικισμό τους με σκοπό την ανέγερση ακρόπολης και την ίδρυση τεμενών αφιερωμένων σε διάφορους θεούς.4 Σε επιμέρους γεωγραφικές ζώνες αυτή η διαδικασία υπέστη τροποποιήσεις, ανάλογες πάντοτε με το χαρακτήρα των τοπικών συνθηκών και με τις ιδιαιτερότητες της αποικιακής πολιτικής από την πλευρά της εκάστοτε μητρόπολης. Σε αρκετές περιπτώσεις η ίδρυση μιας αποικίας γινόταν σε τοποθεσίες που κατοικούνταν από γηγενείς φυλές και αποτελούσαν μέρος της επικράτειας του κράτους των φυλών αυτών. Ωστόσο, οι αρχαίοι Έλληνες επέλεγαν να εγκατασταθούν και σε περιοχές όπου κατά τις μαρτυρίες (γραπτές και αρχαιολογικές) δεν έχει διαπιστωθεί προγενέστερη κατοίκηση. Ειδικότερα για τον Εύξεινο Πόντο μπορεί κανείς να διακρίνει και τις δύο αυτές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η άφιξη των αποίκων από την Ελλάδα οδήγησε στη σύναψη είτε ειρηνικών είτε εχθρικών σχέσεων με τους αυτόχθονες. Αρκεί μία σύντομη ματιά στο υπάρχον υλικό για να διαπιστωθεί αυτή η πολυμορφία. Για παράδειγμα, όπως είναι γνωστό, ο αποικισμός των θρακικών ακτών του Αιγαίου χαρακτηρίζεται από έντονη αντίσταση εκ μέρους των θρακικών φυλών.5 Ίσως η αντίδραση των Θρακών εδώ να οφείλεται στην προσπάθεια των ελληνικών πόλεων να διευρύνουν τις αγροτικές εκτάσεις τους με στόχο την αύξηση των καλλιεργειών και της παραγωγής για τη σίτιση του αυξανόμενου πληθυσμού των πόλεων αυτών. Κάτι τέτοιο προφανώς θα προκάλεσε τη μείωση των ελεύθερων γαιών που μέχρι τότε μπορούσαν να ανήκουν στις θρακικές φυλές.6 Στη δυτική παραλία του Εύξεινου Πόντου οι σχέσεις Θρακών και Ελλήνων μεταναστών φαίνεται πως ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Στην περιοχή αυτή (αλλά και σε ολόκληρο τον Εύξεινο Πόντο) οι άποικοι κατά την ίδρυση των πόλεών τους επέλεξαν σημεία τα οποία είχαν φυσική οχύρωση, και συνεπώς η πρόσβαση από την ενδοχώρα ήταν δυσχερής έως και αδύνατη. Αυτό το γεγονός και μόνο μπορεί να αποτελεί αποδεικτική μαρτυρία ότι οι άποικοι λάμβαναν τα μέτρα τους για ενδεχόμενες επιδρομές από την πλευρά των γηγενών. Δυστυχώς όμως οι γραπτές μαρτυρίες για εχθρική συμπεριφορά και διάθεση των Θρακών εναντίον των νεοϊδρυθεισών ελληνικών πόλεων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για την περίπτωση της Θράκης του Αιγαίου. Στο δυτικό Πόντο τα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν τον εν γένει ειρηνικό και φιλικό χαρακτήρα της εγκατάστασης των Μιλησίων σε τέτοιο βαθμό ώστε για συγκεκριμένες θέσεις ενίοτε οι ερευνητές να κάνουν λόγο για συνεργασία μεταξύ αποικιστών και γηγενών.7 Γίνεται δηλαδή λόγος για ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον από τη μία πλευρά των αποίκων και από την άλλη της τοπικής αριστοκρατικής ελίτ, η οποία προσέβλεπε στον περαιτέρω πλουτισμό της μέσω των συναλλαγών με τους νέους κατοίκους από την Ιωνία.8 Ως γνωστόν, αρκετές και ενδιαφέρουσες αναφορές σε παρεμφερή συνεργασία μεταξύ αρχαίων Ελλήνων αποικιστών και αυτόχθονων λαών που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου μπορεί κάποιος να τις βρει σε πολλούς αρχαίους συγγραφείς.9 Στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, για παράδειγμα στην Ίστρια, παρατηρούμε ότι ενώ πριν από την ίδρυση του οικισμού αυτού η παράλια περιοχή ήταν ακατοίκητη, με την άφιξη και την εγκατάσταση των πρώτων αποίκων από την Ιωνία έρχονται να κατοικήσουν και οι γηγενείς σε δικό τους οικισμό, γεγονός που άλλη μία φορά αποδεικνύει την ειρηνική συμβίωση και το έντονο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων κατά την Αρχαϊκή εποχή.10 Ίσως η εμμονή των αρχαίων Ελλήνων να εδραιώσουν εμπορικές σχέσεις με γηγενείς –όχι μόνο της παράλιας ζώνης, αλλά και της ενδοχώρας– τους οδηγούσε σε μία πολιτική φιλίας και συνύπαρξης, η οποία εφαρμόστηκε με επιτυχία και σε πολλά άλλα σημεία της Μεσογείου, όπως για παράδειγμα στην Ιβηρική χερσόνησο,11 στην περιοχή του Εμπορίου12 και της Μασσαλίας.13 Ο ρόλος του συμποσίου μεταξύ μεταναστών και γηγενών ήταν καθοριστικός.14 Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα στις αγροτικές εκτάσεις των ελληνικών πόλεων του δυτικού Πόντου, που σήμερα βρίσκονται στη βουλγαρική ακτή, δεν είναι τόσο προχωρημένη όσο των πόλεων που έχουν ιδρυθεί για παράδειγμα στα ρουμανικά παράλια. Έτσι, ενώ για τους Βουλγάρους αρχαιολόγους το θέμα βρίσκεται προς το παρόν υπό ανάπτυξη και επεξεργασία,15 οι Ρουμάνοι συνάδελφοί τους έχουν προχωρήσει πάρα πολύ στο συγκεκριμένο τομέα.16 Στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου δε διαπιστώνεται σήμερα πρώιμη ελληνική εγκατάσταση (στον 7ο αι. π.Χ.),17 προφανώς λόγω της σθεναρής αντίστασης των γηγενών, ενώ η μόνιμη ελληνική παρουσία εκκινεί πιθανότατα γύρω στο μεταίχμιο του 7ου και 6ου αι. π.Χ.18 Πάντως, όσον αφορά τον οικισμό του Ochamchire (Γυηνός;) οι υπάρχουσες ενδείξεις φανερώνουν την ειρηνική εγκατάσταση των Ελλήνων στον ομώνυμο κόλπο. Πιθανολογείται ότι ο γηγενής πληθυσμός από την πρώτη κιόλας στιγμή συνεργάστηκε και συγκατοίκησε με τους μετανάστες στο νεοσύστατο ελληνικό οικισμό.19 Στη νότια παραλία η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει προχωρήσει αρκετά ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε όποιες ελληνοβαρβαρικές επαφές κατά τη διάρκεια της αποικιακής δραστηριότητας. Εντούτοις, είναι πλέον γεγονός ότι η πρώτη μιλησιακή εγκατάσταση της Σινώπης στον ισθμό του Boztepe χρονολογείται γύρω στο τελευταίο τρίτο του 7ου αι. π.Χ.20 Κατά την άποψη των αρχαιολόγων, ο βασικότερος λόγος για τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στο νότιο Πόντο πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ήταν η δυναμική παρουσία των αρχαίων Κιμμερίων στην περιοχή αυτή.21 Από το εάν χτίζονταν στον οικισμό εξαρχής οχυρωματικά τείχη ή άλλα οχυρωματικά έργα για προστασία οι μελετητές είθισται να οδηγούνται στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων ήταν τεταμένες ή ειρηνικές και φιλικές. Εάν δηλαδή σε έναν οικισμό έχουν βρεθεί λείψανα οχυρωματικού περιβόλου συγχρόνου της χρονολογίας ίδρυσής του, είναι δεδομένη η εχθρική διάθεση των γηγενών έναντι των αποίκων, οι οποίοι έχτισαν το τείχος για να προστατεύσουν τον οικισμό τους από επιδρομές. Στο παράδειγμα του βόρειου τμήματος του Εύξεινου Πόντου οι σχέσεις των αποίκων και των λαών που κατοικούσαν ή ήταν νομάδες φαίνεται, κατά τη σύμφωνη γνώμη όλων των ερευνητών, ότι αρχικά ήταν επίσης φιλικές και ειρηνικές.22 Και αυτό διότι στις αρχαίες ελληνικές εγκαταστάσεις δεν έχουν προς το παρόν ανακαλυφθεί οχυρωματικά έργα, ιδίως κατά τις πρώτες δεκαετίες από την ίδρυση των ελληνικών αποικιών (από το 590 π.Χ.), όπως για παράδειγμα της Ολβίας, του Παντικαπαίου, του Μυρμηκίου, των Κήπων κ.ά.23 Σήμερα, στην επιστήμη είναι αποδεκτή η θέση ότι κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των πρώτων ελληνικών εγκαταστάσεων οι σκυθικές φυλές ήταν προφανώς απασχολημένες με τη δημιουργία των δικών τους οικισμών στην περιοχή αυτή. Κατά πάσα πιθανότητα στο γεγονός αυτό να οφείλεται η σπουδαιότερη αιτία για την ειρηνική εγκατάσταση των Ελλήνων μεταναστών στον Κιμμέριο Βόσπορο.24
3. Πόλη και χώρα
Ως παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση της Θεοδοσίας, όπου, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, γίνεται φανερό ότι η αγροτική χώρα της πόλης αυτής άρχισε να κατοικείται από Σκύθες και αντιπροσώπους του επονομαζόμενου Kizil-Koba πολιτισμού (δηλαδή των Ταύρων της νοτιοδυτικής Κριμαίας) κατά τα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.Χ., δηλαδή έπειτα από την άφιξη και την εγκατάσταση των Ελλήνων αποίκων.25 Στη διεργασία αυτή της άφιξης σκυθικών και ταυρικών πληθυσμών στη χώρα της πόλης της Θεοδοσίας φαίνεται πως καταλυτικό ρόλο έπαιξε η ίδρυση της ίδιας της πόλης.26 Η ίδια εικόνα φαίνεται ότι επικρατούσε και στην περιοχή του κάτω ρου των ποταμών Δνειπέρου και Μπουγκ (Βορυσθένους και Υπάνιος αντίστοιχα κατά την Αρχαιότητα), όπου αργότερα χτίστηκε από Μιλήσιους αποίκους η πόλη της Ολβίας. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, δεν πρέπει να υπήρχε κανένας βαρβαρικός οικισμός εδώ τη στιγμή της άφιξης Ελλήνων αποίκων.27 Οι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι οι Ολβιοπολίτες (δηλαδή οι κάτοικοι της Ολβίας) δεν έζησαν ποτέ σε κοντινή απόσταση από οποιονδήποτε βαρβαρικό οικισμό, με εξαίρεση τους αρκετά απομακρυσμένους σκυθικούς οικισμούς στην περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Δνειπέρου κατά την Ελληνιστική εποχή, καθώς και τους οικισμούς του πολιτισμού Tcherniakhov στην περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Μπουγκ. Οι τελευταίοι οικισμοί άρχισαν να εμφανίζονται σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα της Ολβίας είχε ήδη περιέλθει σε παρακμή. Παράλληλα πιστεύεται ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να τεκμηριώνει την άποψη ότι στην περιοχή αυτή μπορούσαν να κατοικούν νομαδικές βαρβαρικές φυλές.28 Γενικότερα, η ζωή στη χώρα της Ολβίας βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την ίδια την πόλη. Η άνοδος και η πτώση της είχαν φυσικό επακόλουθο την ανάπτυξη και την παρακμή της χώρας αντίστοιχα.29 Ειδικότερα για τη χώρα της Ολβίας οι ανασκαφείς ξεχωρίζουν τρεις βασικές περιόδους ανάπτυξής της. Η πρώτη περίοδος εκκινεί το β΄ τέταρτο του 6ου αι. και καταλήγει στο α΄ τρίτο του 5ου αι. π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή εμφανίζεται η πόλη της Ολβίας, δημιουργείται το κράτος της πόλης και παράλληλα αναπτύσσεται η αστικοποίησή της. Μέχρι το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. η Ολβία καθίσταται στο μέσο της αγροτικής της χώρας, ενώ έως το 470-460 π.Χ. η χώρα της πόλης γνωρίζει τη μέγιστη άνθησή της με την ίδρυση περίπου 110 οικισμών.30 Η δεύτερη περίοδος ανάπτυξης της χώρας της Ολβίας επέρχεται στα Πρώιμα Κλασικά χρόνια και χαρακτηρίζεται από σύντομη διάρκεια, μέχρι δηλαδή περίπου τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Η τρίτη περίοδος ξεκινά αμέσως μετά τη λήξη της προηγουμένης και διαρκεί έως την εκστρατεία του Ζωπυρίωνος (331 π.Χ.). Είναι μια εποχή μέγιστης ακμής της πόλης, αλλά η ανάπτυξη της ίδιας της αγροτικής χώρας δεν έχει την ένταση της Αρχαϊκής περιόδου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καταστροφές που υπέστησαν οι οικισμοί που είχαν χτιστεί κατά την Αρχαϊκή περίοδο οφείλονταν στη δράση του στρατεύματος του Ζωπυρίωνος, του διοικητή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.31 Τέλος, για μια άλλη περιοχή, αυτή τη φορά στην ανατολική άκρη της Κριμαϊκής χερσονήσου όπου χτίστηκε η πόλη του Νυμφαίου, δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις που να συνηγορούν στην παρουσία των Σκυθών,32 αν και ορισμένοι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι το ζήτημα για το ενδεχόμενο ενός προελληνικού οικισμού στη θέση του αρχαίου Νυμφαίου δεν είναι δυνατό να απαντηθεί οριστικά.33 Η εκμετάλλευση των αγροτικών εκτάσεων εγγύς της πόλης του Νυμφαίου αρχίζει ευθύς αμέσως με την ίδρυση του οικισμού.34 Παραμένοντας στην Κριμαϊκή χερσόνησο, η περίπτωση της Ταυρικής χερσονήσου παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η αγροτική της χώρα έπαιζε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα σημαντικότερα γεγονότα όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής ζωής της χερσονήσου κατά την Κλασική και Ελληνιστική εποχή διαδραματίστηκαν στη χώρα της πόλης και βρίσκονταν σε άμεση εξάρτηση από αυτή.35 Είναι πολύ χαρακτηριστική η διάκριση που κάνουν οι αρχαιολόγοι σε εγγύς και άπω αγροτική χώρα της χερσονήσου.36 Η απουσία Σκυθών στην περιοχή των στεπών της νότιας Ουκρανίας κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί ελάχιστοι σκυθικοί τάφοι.37 Είναι αλήθεια ότι προς το παρόν για την περιοχή της Κριμαίας υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις στη διάθεσή μας για να θεωρήσουμε ότι κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. δεν υπήρχε βαρβαρικός πληθυσμός.38 Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλο ένα, εξίσου πολύ σοβαρό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι στις στέπες της νότιας Ουκρανίας, και ιδίως στην περιοχή του κάτω ρου των ποταμών Δνειπέρου και Μπουγκ, δεν πρέπει να υπήρχε κάποιος οικισμός γηγενών καθ’ όλη τη διάρκεια τουλάχιστον της αποικιακής δραστηριότητας των αρχαίων Ελλήνων στην περιοχή αυτή. Ενώ φαίνεται ότι στη νότια Ουκρανία η δασοστέπα ήταν έρημη από γηγενείς οικισμούς, βορειότερα από τη ζώνη των στεπών –και μάλιστα σε πολύ μακρινή απόσταση από την παράλια περιοχή όπου φιλοξενούνταν οι ελληνικές αποικίες– οι άποικοι ανακάλυψαν οικισμούς αυτόχθονων κατοίκων και από την πρώτη κιόλας στιγμή της επαφής τους έχουμε σήμερα πλείστες αρχαιολογικές αποδείξεις ότι συνεργάστηκαν και ανέπτυξαν εμπορικές και φιλικές σχέσεις στον 7ο και τον 6ο αι. π.Χ.39 Τέτοιοι οικισμοί είναι για παράδειγμα το Nemirovo, το Belsk, το Matronino, το Trakhtemirov, το Pastyrskoye, το Kamenskoye, το Zhabotin III και το Sharpovskoye. Αυτό το στοιχείο μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εάν υπήρχαν οικισμοί στην εγγύτερη ζώνη της στέπας, αφενός οι αρχαίοι Έλληνες του κάτω ρου του ποταμού Δνειπέρου δε θα ήταν αναγκασμένοι να ανέλθουν προς τα βόρεια μέρη (σε απόσταση 400-600 χλμ.) για να βρουν μόνιμους κατοίκους και να συνάψουν σχέσεις μαζί τους και αφετέρου φανερώνεται η ζωτική σημασία που είχε για τους Έλληνες μετανάστες η επικοινωνία με εντόπιους λαούς. Αναπτύσσοντας την τελευταία σκέψη οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η παρουσία αυτόχθονων λαών μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή της εγκατάστασης των μεταναστών40 αλλά, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τα ήδη αναφερθέντα στοιχεία, ήταν και σε θέση να επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη της μελλοντικής πόλης.41 Οι άποικοι, ερχόμενοι από τη μητρόπολη, γνώριζαν πάρα πολύ καλά ότι δίχως την παρουσία αυτόχθονων λαών είναι αδύνατη η ανάπτυξη της αποικίας τους (μελλοντικής πόλης-κράτους). Μέχρι τώρα έγινε αναφορά ως επί το πλείστον στην πρώιμη περίοδο των ελληνικών πόλεων από την έναρξη του αποικισμού μέχρι περίπου τα τέλη του 6ου αι. και τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., οπότε και αρχίζει η άνοδος όλων των μεγάλων πόλεων του Εύξεινου Πόντου, όπως η Ίστρια, η Ολβία, το Παντικάπαιο, οι Κήποι, η Απολλωνία, λίγο αργότερα η Ηράκλεια, η Ταυρική χερσόνησος κ.ά. Συνήθως, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ανάπτυξη του συστήματος «πόλης-χώρας» αναφέρεται η περίπτωση του Βυζαντίου και της Ηράκλειας, καθώς και η περίπτωση του βασιλείου του Βοσπόρου. Στον αρχαίο συγγραφέα Αθήναιο42 διαβάζουμε ότι για την πόλη του Βυζαντίου οι γηγενείς Βιθυνοί είναι ό,τι και οι είλωτες για τους Λακεδαιμονίους. Στα χρόνια του Πολυβίου αναφέρεται μία κατηγορία ενός εξαρτημένου από την πόλη του Βυζαντίου πληθυσμού, που ονομάζεται «λαοί».43 Περνώντας στην περίπτωση της Ηράκλειας Ποντικής μπορούμε εύκολα να πληροφορηθούμε από τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα ότι οι κάτοικοι της πόλης αυτής είχαν μετατρέψει τους γηγενείς Μαριανδυνούς σε είλωτες44 και μάλιστα οι Έλληνες μπορούσαν να τους πωλούν στα όρια της επικράτειάς τους. Ο ίδιος γεωγράφος λίγο παρακάτω προβαίνει σε έναν παραλληλισμό της κατάστασης στην Ηράκλεια με αυτή που επικρατούσε στην Κρήτη με τους Μνώες και στη Θεσσαλία με τους Πενέστες. Σύμφωνα με την άποψη των σύγχρονων ιστορικών, οι σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες αποίκους της Ηράκλειας και τους Μαριανδυνούς χαρακτηρίζονταν από τη βίαιη επιβολή των αποίκων στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Η επιβολή αυτή ήταν αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής της Ηράκλειας στην προσπάθειά της να διευρύνει τα όριά της.45 Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη που αμφισβητεί το ενδεχόμενο αυτής της βίαιης υποταγής των Μαριανδυνών από τους Έλληνες και μάλιστα ενίοτε γίνεται λόγος ακόμα και για συμφωνία μεταξύ των πολιτών της Ηράκλειας και της αριστοκρατίας των Μαριανδυνών, βάσει της οποίας ρυθμίζονταν οι σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και στον ντόπιο πληθυσμό.46 Επιπλέον παράδειγμα του συστήματος «πόλη-χώρα» θα μπορούσε να αποτελέσει και το βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου, στο οποίο οι σχέσεις των Ελλήνων και των αυτόχθονων κατοίκων είχαν κάπως διαφορετική κατεύθυνση. Αυτό οφειλόταν στον περιορισμένο αριθμό των εκτάσεων γης και στην πυκνότητα των ιδρυθέντων οικισμών τόσο εκατέρωθεν των οχθών του Κιμμέριου Βοσπόρου, όσο και στην ενδοχώρα, σε βάρος του «βαρβαρικού» πληθυσμού που κατοικούσε εκεί. Η επέκταση της αγροτικής χώρας των ελληνικών πόλεων του βασιλείου του Κιμμέριου Βοσπόρου οδήγησε στην ένωση των πόλεων αυτών (ίσως και εξαιτίας της πίεσης των Σκυθών).47 Η ένωση αυτή είχε κατάληξη την ίδρυση του εν λόγω βασιλείου κατά το έτος 480 π.Χ. από τη δυναστεία των Αρχαιανακτιδών με πρωτεύουσα την έδρα των δυναστών, το Παντικάπαιο.48 Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω αναφερθέντα στοιχεία για το σύστημα που ονομάζεται στην επιστήμη «πόλη-χώρα», μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει την ποικιλία και την πολυμορφία των χαρακτηριστικών αυτού του συστήματος από περιοχή σε περιοχή, όπου και αν έφθασαν οι αρχαίοι Έλληνες αποικιστές, και ειδικότερα στον Εύξεινο Πόντο. Κοινός παρονομαστής σε όλες τις περιπτώσεις είναι το γεγονός ότι η ίδρυση κάθε νέας ελληνικής εγκατάστασης έπρεπε απαραίτητα να συνοδεύεται από τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση της αγροτικής χώρας, των εκτάσεων δηλαδή της γης που θα εξασφάλιζαν στους κατοίκους μετανάστες ένα πολύ βασικό κατά τον Αριστοτέλη αγαθό για την ομαλή διαβίωσή τους μακριά από την πατρίδα: την αυτάρκεια, η οποία στη συνέχεια θα οδηγούσε στην ευμάρεια της πόλης. Οι εκτάσεις αυτές ίσως να μην ήταν πάντοτε ελεύθερες και έτσι οι άποικοι να αναγκάζονταν είτε σε βιαιότητες εις βάρος των γηγενών είτε σε συμβιβαστικές λύσεις, το οποίο είναι και το πιο σύνηθες για την περίπτωση του Εύξεινου Πόντου. Με την οικονομική ανάπτυξη και τη συνακόλουθη αύξηση του πληθυσμού των παρευξείνιων πόλεων, οι αγροτικές εκτάσεις έπρεπε να διευρυνθούν ούτως ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες όλων των πολιτών και του (διεθνούς κυρίως) εμπορίου. Όπως είδαμε, ως επί το πλείστον από τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. και μετά, η ευρεία επέκταση των ορίων της χώρας των πόλεων σε ολόκληρο τον Εύξεινο Πόντο –ειδικότερα στα βόρεια, ανατολικά και δυτικά– προκάλεσε την όξυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και αυτόχθονων λαών, οι οποίοι πιεσμένοι από επήλυδες λαούς (όπως οι Σαρμάτες που άρχισαν να καταφθάνουν στα βόρεια της Σκυθίας από την Κεντρική Ασία στο μεταίχμιο 4ου και 3ου αι. π.Χ.) ένιωθαν ανασφαλείς σε έναν ολοένα εντεινόμενο ασφυκτικό κλοιό περιορισμένης δράσης και ελευθερίας. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι από τη διεξοδική μελέτη του συστήματος «πόλη-χώρα», τόσο σε ειδικό επίπεδο (δηλαδή ξεχωριστά για καθεμία περιοχή), όσο και σε γενικευμένη μορφή (δηλαδή σε ένα επίπεδο συγκριτικής μελέτης των επιμέρους περιοχών), μπορούμε να οδηγηθούμε σε πάρα πολύ σοβαρά και καίρια συμπεράσματα σε θέματα που άπτονται των ελληνοβαρβαρικών σχέσεων, της οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων, καθώς επίσης και της πολιτικής ζωής, η οποία βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων. |
1. Брашинский, И.Б. – Щеглов, А.Н., “Некоторые проблемы греческой колонизации”, στο Problems of Greek colonization of the Northern and Eastern Black Sea littoral, Materials of the 1st All-Union Symposium of the Ancient History of the Black Sea littoral, Tskhaltubo 1977 (Tbilisi 1979), σελ. 41. 2. Кругликова, И.Т., Сельское хозяйство Боспора (Москва 1985), σελ. 249. 3. Kalojanov, S., “Les colonies grecques de la cote Thrace et le système Polis-Chora”, στο Thracia Pontica III. Troisième Symposium International, “Les Thraces et les colonies grecques, VII – V s. av. n.e.”, Sozopol, 6-12 octobre 1985 (Sofia 1986), σελ. 9. 4. Яйленко, В.П., Греческая колонизация VII-III вв. до н.э. По данным эпиграфических источников (Москва 1982), σελ. 83-121. 5. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση των Αβδήρων. 6. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos. Penetration, Early Establishment, and the Problem of the “Emporion” Revisited (British Archaeological Reports International Series 1394, Oxford 2005), σελ. 122-123, 128-129, με παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία. 7. Avram, A., “Histria”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 290· Manuçu-Adameşteanu, M., “Orgame”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 367-368· Nedev, D. – Panayotova, K., “Apollonia Pontica. End of the 7th-1st centuries B.C.”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 100-101, 109· Minchev, A., “Odessos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 218. 8. Ορισμένοι μελετητές κάνουν εδώ λόγο για τη θαλασσοκρατία των Θρακών στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. και πιστεύουν σε προαποικιακές επαφές: Minchev, A., “Odessos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 215. 9. Morel, J.-P., “Phocaean Colonisation”, στο Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), Greek Colonization. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas I (Leiden-Boston 2006), σελ. 365-366, 375, 388-389. 10. Avram, A., “Histria”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 292· Avram, A., “The Territories of Istros and Kallatis”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 63. Παρεμφερής είναι η εικόνα που παρουσιάζει και η περιοχή της Οργάμης. Βλ. Manuçu-Adameşteanu, M., “Orgame”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 352-353. 11. Dominguez, A.J., “Greeks in the Iberian Peninsula”, στο Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), Greek Colonization. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas I (Leiden-Boston 2006), σελ. 434-435, 448. 12. Dominguez Monedero, A.J., “Греки в Иберии и контакты с туземным миром”, στο Vestnik Drevney Istorii (VDI) 4 (Москва 2005), σελ. 99. 13. Morel, J.-P., “Phocaean Colonisation”, στο Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), Greek Colonization. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas I (Leiden-Boston 2006), σελ. 388-389. 14. D’Agostino, B., “The First Greeks in Italy”, στο Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), Greek Colonization. An Account of Greek Colonies and Other Settlements Overseas I (Leiden-Boston 2006), σελ. 215-217. 15. Για παράδειγμα βλ. την περίπτωση της Διονυσόπολης: Damyanov, M., “Dionysopolis, its territory and neighbours in the pre-roman times”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (British Archaeological Reports International Series 1675 τόμ. 1, Oxford 2007), σελ. 15-21. 16. Για παράδειγμα βλ. την περίπτωση της Καλλάτιδος: Avram, A., “Kallatis”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (British Archaeological Reports International Series 1675, τόμ. I, Oxford 2007), σελ. 246-249. 17. Αναφορά στο ζήτημα της ελληνικής εγκατάστασης στον ανατολικό Εύξεινο Πόντο υπάρχει στο Gabelia, A.N., “Dioscourias”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.216-1.224· Lordkipanizde, O.D., “Dioscourias”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.313-1.321. 18. Gabelia, A.N., “Dioscourias”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.220· Lordkipanidze, O.D., “Dioscourias”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.312 κ.ε. Αντίθετη άποψη κατέθεσε η Болтунова, А.И., “Эллинские апойкии и местное население Колхиды”, στο Problems of Greek colonization of the Northern and Eastern Black Sea littoral, Materials of the 1st All-Union Symposium of the Ancient History of the Black Sea littoral,Tskhaltubo 1977 (Tbilisi 1979), σελ. 265. Επίσης, Воронов, Ю.Н., “Некоторые проблемы социальной истории Северной Колхиды в эпоху греческой колонизации”, στο Problems of Greek colonization of the Northern and Eastern Black Sea littoral, Materials of the 1st All-Union Symposium of the Ancient History of the Black Sea littoral,Tskhaltubo 1977 (Tbilisi 1979), σελ. 274-275. 19. Kvirkvelia, G., “Gyenos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.287-1.288. 20. Doonan, O., “Sinope”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.381-1.382· Doonan, O., “Exploring Community in the Hinterland of a Black Sea Port”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 52. 21. Atasoy, S., “Amisos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.338-1.339. 22. Kryzhytskyy, S.D. – Krapivina, V.V. – Lejpunskaja, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia – Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 399· Maslennikov, A.A., “The Development of Graeco-Barbarian Contacts in the Chora of the European Bosporos (Sixth-First Centuries), στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks. Cultural Interactions in Scythia, Athens, and the Early Roman Empire (sixth century BC-first century AD) (University of Exeter Press 2005), σελ. 156· Kulikov, A.V., “Akra and its Chora”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea II (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 1.035-1.037. 23. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos. Penetration, Early Establishment, and the Problem of the “Emporion” Revisited (British Archaeological Reports International Series 1394, Oxford 2005), σελ. 24-29. 24. Koshelenko, G.A. – Kouznetsov, V.D., “Greek Colonization of the Bosporus”, στο Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), The Greek Colonisation of the Black Sea Area. Historical Interpretation of Archaeology (Stuttgart 1998), σελ. 262. 25. Katyushin, Ye.A., “Theodosia”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 660-669. 26. Gavrilov, A.V., “Theodosia and its Chora in Antiquity”, Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 261. 27. Лапин, В.В., Греческая колонизация Северного Причерноморья (Kiev 1966), σελ. 234-235. 28. Kryzhickij, S.D., “The Rural Environ of Olbia. Some Problems of Current Importance”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 107-108. 29. Kryzhytskyy, S.D. – Krapivina, V.A., “Olbian Chora”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 512-513. 30. Kryzhytskyy, S.D. – Krapivina, V.A., “Olbian Chora”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 513. 31. Kryzhytskyy, S.D. – Krapivina, V.A., “Olbian Chora”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 516-517. 32. Zinko, V.N., “The Chora of Nymphaion (6th century BC-6th century AC)”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 290. 33. Sokolova, O.Yu., “Nymphaeum”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea ΙΙ (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 766. Επίσης βλ. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos. Penetration, Early Establishment, and the Problem of the “Emporion” Revisited (British Archaeological Reports International Series 1394, Oxford 2005), σελ. 26. 34. Sokolova, O.Yu., “Nymphaeum”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea ΙΙ (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 767. 35. Zolotarev, M.I., “Chersonesus Tauricus”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 610-618. 36. Lantsov, S.B. – Uzhentzev, V.B., “Distant Chora of Taurian Chersonesus and the City of Kalos Limen”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (British Archaeological Reports International Series 1675, τόμ. II, Oxford 2007), σελ. 677-705. Επίσης βλ. Chtcheglov, A., Polis et Chora. Cité et territoire dans le Pont-Euxin (Annales Littéraires de l’Université de Besançon 476, Paris 1992), σελ. 77-278, και Nikolaenko, G.M., “The Chora of Tauric Chersonesos and the Cadastre of the 4th-2nd Century BC”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora. Black Sea Region in a Comparative Perspective. Black Sea Studies 4 (The Danish National Research Foundation’s Centre for Black Sea Studies, Aarhus University Press 2006), σελ. 151-171. 37. Murzin, V.Yu., “Key points in Scythian History”, στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks. Cultural Interactions in Scythia, Athens, and the Early Roman Empire (sixth century BC – first century AD) (University of Exeter Press 2005), σελ. 34· Maslennikov, A.A., “The Development of Graeco-Barbarian Contacts in the Chora of the European Bosporos (Sixth – First Centuries)”, στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks. Cultural Interactions in Scythia, Athens, and the Early Roman Empire (sixth century BC – first century AD) (University of Exeter Press 2005), σελ. 156. 38. Maslennikov, A.A., “The Development of Graeco-Barbarian Contacts in the Chora of the European Bosporos (Sixth – First Centuries)”, στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks. Cultural Interactions in Scythia, Athens, and the Early Roman Empire (sixth century BC – first century AD) (University of Exeter Press 2005), σελ. 155. 39. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos. Penetration, Early Establishment, and the Problem of the “Emporion” Revisited (British Archaeological Reports International Series 1394, Oxford 2005), σελ. 3-74. 40. Савеля, О.Я., “О греко-варварских взаимоотношениях в юго-западном Крыму в VI-IV вв. до н.э.”, στο Problems of Greek colonization of the Northern and Eastern Black Sea littoral, Materials of the 1st All-Union Symposium of the Ancient History of the Black Sea littoral, Tskhaltubo 1977 (Tbilisi 1979), σελ. 167. 41. Марченко, К.К., “Взаимодействие эллинских и варварских элементов на территории Нижнего Побужья в VII-V вв. до н.э.”, στο Problems of Greek colonization of the Northern and Eastern Black Sea littoral, Materials of the 1st All-Union Symposium of the Ancient History of the Black Sea littoral, Tskhaltubo 1977 (Tbilisi 1979), σελ. 130-133. 42. Αθήν. VI.271. 43. Πολύβ. IV.52.7. 44. Στράβ. XII.3.4. 45. Burstein, S., Outpost of Hellenism. The Emergence of Heraclea on the Black Sea (University of California Publications, Berkeley – Los Angeles – London 1976), σελ. 28-30. 46. Kalojanov, S., “Les colonies grecques de la cote Thrace et le système Polis-Chora”, στο Thracia Pontica III. Troisième Symposium International, “Les Thraces et les colonies grecques, VII – V s. av. n.e.”, Sozopol, 6-12 octobre 1985 (Sofia 1986), σελ. 12-13. 47. Vinogradov, Yu.A. – Butyagin, A.M. – Vakthina, M.Yu., “Myrmekion-Porthmeus. Two 'small' towns of ancient Bosporos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece, 4, τόμ. ΙΙ, Thessaloniki 2003), σελ. 811. 48. Tolstikov, V.P., “Panticapaeum. The Capital City of the Kingdom of Cimmerian Bosporos in the Light of New Archaeological Studies”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea ΙΙ (Publications of the Archaeological Institute of Northern Greece 4, Thessaloniki 2003), σελ. 722. |