αρύβαλλος, ο
Αρωματοδόχο αγγείο σφαιρικού σχήματος.
|
εγχυτρισμός, ο
Απόθεση των οστών ενός εκλιπόντος προσώπου σε μεγάλο αγγείο κλειστού σχήματος εν είδει ταφής.
|
κιβωτιόσχημος τάφος, ο
Τάφος παραλληλόγραμμου σχήματος με εσωτερική επένδυση από λίθινες ή πλίνθινες πλάκες.
|
λακκοειδής τάφος, ο
Χώρος απόθεσης ενός ή περισσότερων νεκρών αποτελούμενος από ένα λάκκο, απλό ή αρχιτεκτονικά διαμορφωμένο, όπου τοποθετούνταν η σορός μαζί με τα όποια συνοδευτικά κτερίσματα.
|
λήκυθος, η
Βασικό ελαιοδόχο αγγείο, στενόστομο, με μία κάθετη λαβή. Υπάρχουν αρκετοί τύποι του σχήματος αυτού. Τον 5ο αι. π.Χ. επικρατούν οι λήκυθοι κύριου και δευτερεύοντος τύπου. Συχνά απαντά και η λεγόμενη αρυβαλλοειδής λήκυθος με φουσκωτό και κάπως πεπιεσμένο σώμα. Οι λευκές λήκυθοι προορίζονταν αποκλειστικά για ταφική χρήση.
|
μελαμβαφή αγγεία, τα
Αγγεία ποικίλων σχημάτων με χαρακτηριστική σκουρόχρωμη επιφάνεια, κατά κανόνα απλά κοσμημένα με εγχάρακτα ή εμπίεστα μοτίβα.
|
πελίκη, η
Παραλλαγή του αμφορέα. Πρωτοεμφανίζεται το 520 π.Χ. Διαθέτει ωοειδές σώμα, χαμηλό λαιμό με παχύ χείλος που προεξέχει, λαβές κάθετες στο σώμα και χαμηλή βάση-πόδι. Λόγω της ευστάθειάς του, οι έμποροι αποθήκευαν στο αγγείο αυτό πολύτιμα έλαια που διέθεταν προς πώληση.
|
πυξίδα, η
Μικρό αγγείο με κάλυμμα, για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων η καλλυντικών ουσιών. Μέσα σε αυτό οι γυναίκες έβαζαν πούδρα για τον καλλωπισμό τους ή φύλασσαν τα κοσμήματά τους. Δεν έχει λαβές, εκτός από τη σκυφοειδή πυξίδα της Σικελίας.
|
στλεγγίδα, η
Καμπύλο εργαλείο από μέταλλο με μία λαβή, που χρησιμοποιούν οι αθλητές για να καθαρίζουν το σώμα τους από τον ιδρώτα και τη σκόνη μετά την άθληση.
|