Σινώπη (Αρχαιότητα)

1. Ανθρωπογεωγραφία

1.1. Γεωγραφική τοποθέτηση

Η Σινώπη ταυτίζεται με τη σύγχρονη πόλη Sinop, η οποία είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Sinop στα βόρεια παράλια της Τουρκίας. Η Σινώπη χτίστηκε στο ακρωτήριο που βρίσκεται δυτικά των εκβολών του ποταμού Άλυος και σχεδόν απέναντι από τη χερσόνησο της Κριμαίας. Η επιλογή αυτής της τοποθεσίας από τους αρχαίους Έλληνες αποίκους δεν ήταν τυχαία. Εκτός από το ιδιαίτερα ήπιο κλίμα της, σε σύγκριση με άλλες περιοχές του Ευξείνου Πόντου,1 η Σινώπη διέθετε τα καλύτερα φυσικά λιμάνια2 στις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου και αποτελούσε ένα φυσικό και ασφαλές σημείο αναφοράς για τα πλοία που ταξίδευαν κατά μήκος αυτών των ακτών.

1.2. Ετυμολογία τοπωνυμίου

Σύμφωνα με τις πηγές, η Σινώπη πήρε το όνομά της από τη νύμφη Σινώπη, την οποία ο Απόλλωνας απήγαγε και, στη συνέχεια, έκρυψε στην περιοχή. Η νύμφη ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού της Βοιωτίας. Σύμφωνα με τον Εύμελο όμως, πατέρας της νύμφης Σινώπης ήταν ο ποταμός Ασωπός, που βρισκόταν μεταξύ της Σικυώνας και της Κορίνθου.3

1.3. Χρόνος ίδρυσης

Η εξακρίβωση του χρόνου ίδρυσης της Σινώπης είναι ιδιαίτερα σημαντική, μια και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ίδρυση πολλών άλλων αποικιών-πόλεων στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Αν και οι πηγές μάς δίνουν αντιφατικές πληροφορίες, καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονται στην περιοχή, τα αρχαιολογικά ευρήματα βοηθούν όλο και περισσότερο στην κατανόηση του χρόνου ίδρυσης και της ιστορίας της πόλης. Έως το 2004 τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδήλωναν ότι η ελληνική αποικία της Σινώπης ιδρύθηκε το β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ.4

1.4. Δημογραφικά – Εθνολογικά στοιχεία

Η Σινώπη ιδρύθηκε από Έλληνες, στην περιοχή όμως ζούσαν ήδη γηγενείς πληθυσμοί. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Κιμμέριοι είχαν ήδη ιδρύσει μια αποικία στη χερσόνησο όπου αργότερα χτίστηκε η πόλη.5 Αυτό υποστηρίζεται και από την έλλειψη ελληνικών αρχαιολογικών ευρημάτων στις ανασκαφές που έγιναν σε καταυλισμό έξω από τα ελληνιστικά τείχη της πόλης στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου.6 Καθώς η κυριότερη πηγή πλουτισμού για τους Σινωπείς ήταν η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της περιοχής και το εμπόριο, είναι αναμενόμενο ότι θα είχαν επαφές με τους γηγενείς πληθυσμούς. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, οι Παφλαγόνες είχαν μόνιμους αντιπροσώπους στη Σινώπη, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό του αρχηγού τους, βοηθώντας την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου.7 Είναι επίσης αναμενόμενο ότι πολλοί γηγενείς κάτοικοι εξελληνίστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, είτε γιατί έρχονταν σε τακτική επαφή με τους Έλληνες είτε γιατί επέλεξαν να ζουν στη Σινώπη. Γενικά, ο πληθυσμός της Σινώπης αυξήθηκε αρκετά σύντομα, ώστε η πόλη να έχει τη δυνατότητα να ιδρύσει αποικίες στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου.8

2. Ιστορία

Σύμφωνα με ορισμένες αρχαίες πηγές, η πόλη ιδρύθηκε από το Θεσσαλό Αυτόλυκο, το σύντροφο του Ηρακλή κατά τη διάρκεια της Αργοναυτικής Εκστρατείας, τον οποίο οι κάτοικοι της Σινώπης τιμούσαν ως ήρωα.9 Αυτή η παράδοση υποστηρίζει ότι οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στην περιοχή πριν από την Ομηρική περίοδο.10 Σύμφωνα με άλλες πηγές, η πόλη ιδρύθηκε από τον Αβρόδοντα ή Άβρο,11 ο οποίος πιθανόν να καταγόταν από τη Μίλητο.12 Εξάλλου, οι αρχαίες πηγές τείνουν να συμφωνούν ότι η Σινώπη ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους.13 Μπορεί όμως ο Αβρόδοντας να καταγόταν από το Άργος και να είχε ζήσει στην Κόρινθο.14 Αν και δεν έχουμε αρχαιολογικές αποδείξεις ή αξιόπιστες πηγές που να συνδέουν την Κόρινθο με την ίδρυση της Σινώπης, ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς της Κολχίδας Αιήτης είχε κορινθιακή καταγωγή,15 στοιχείο που φανερώνει τη σχέση μεταξύ της Κορίνθου και της περιοχής του Ευξείνου Πόντου.

Η Σινώπη, όπως και άλλες πόλεις στα νότια παράλια του Ευξείνου,16 εμφανίζεται με δύο ημερομηνίες ίδρυσης, στα μέσα του 8ου και στο β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. Όμως, τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι η πόλη ιδρύθηκε το β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ., πιθανόν το 632/631 π.Χ., όπως αναφέρει και ο Ευσέβιος. Συγκεκριμένα, δεν έχουν βρεθεί κτίσματα, αλλά μόνο κεραμικά σκεύη από εκείνη την εποχή. Θεωρείται πιθανόν ότι η αρχική αποικία είχε ιδρυθεί κοντά στην ακρόπολη της Σινώπης, η οποία δεν έχει ανασκαφεί πλήρως, καθώς στο μέρος αυτό λειτουργούσαν φυλακές υψίστης ασφαλείας έως το 1998. Αυτά τα λιγοστά ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι Σινωπείς, κατά το β΄ μισό του 7ου και κατά τον 6ο αι. π.Χ., ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχουν αποδείξεις για εκτενείς αγροτικές δραστηριότητες στην ενδοχώρα της Σινώπης εκείνη τη χρονική περίοδο.17

Κατά τον 5ο και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., η Σινώπη αναπτύχθηκε σημαντικά. Δυστυχώς, οι πηγές μάς δίνουν περιορισμένες πληροφορίες για αυτή την περίοδο. Γνωρίζουμε όμως ότι το 430 π.Χ. ο Περικλής και ο Λάμαχος ανέτρεψαν τον τύραννο της Σινώπης Τιμησίλαο.18 Μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, 600 Αθηναίοι πήγαν έποικοι στη Σινώπη, γεγονός που υποστηρίζεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, ανασκαφές έδειξαν ότι γύρω στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η πόλη επεκτάθηκε σημαντικά με την κατασκευή νέων σπιτιών,19 ενώ πολλές επιτύμβιες στήλες του 5ου και 4ου αι. π.Χ. δηλώνουν την αθηναϊκή καταγωγή των νεκρών.20 Η άνθηση της πόλης γίνεται φανερή και από τις αποικιακές της δραστηριότητες στα ανατολικά παράλια του Πόντου. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα,21 η Σινώπη ίδρυσε την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα και την Κερασούντα. Αυτές οι πόλεις πλήρωναν ετήσιο φόρο στη Σινώπη με αντάλλαγμα την προστασία της από εξωτερικές απειλές.22 Παράλληλα, οι Σινωπείς επέκτειναν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου, όπου ανασκαφές έφεραν στο φως σημαντικό αριθμό σινωπικών αγγείων πρώιμης τεχνοτροπίας και άλλα κεραμικά αντικείμενα.23

Γύρω στο 360 π.Χ., η δύναμη της Σινώπης είχε εξασθενήσει. Ο σατράπης της Καππαδοκίας Δατάμης επιτέθηκε εναντίον της και θα την είχε καταλάβει, αλλά διατάχθηκε να σταματήσει την επίθεση από τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β΄.24 Τελικά, ο Δατάμης μάλλον συνήψε συμμαχία με τους Σινωπείς, γεγονός που αποτυπώθηκε σε μια σειρά από νομίσματα εκείνης της περιόδου, τα οποία φέρουν την επιγραφή ΔΑΤΑΜ.25 Λίγες δεκαετίες αργότερα γνωρίζουμε ότι η Σινώπη είχε στείλει πρέσβεις στην Περσέπολη, προκειμένου να συναντήσουν τον Πέρση βασιλιά. Όμως, έμειναν έκπληκτοι όταν, αντί του Δαρείου Γ΄, βρέθηκαν μπροστά στο Μεγάλο Αλέξανδρο.26 Γενικά, οι περιορισμένες πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα δε μας επιτρέπουν να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για την ιστορία της Σινώπης κατά τον 4ο και 3ο αι. π.Χ.

Κατά το β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ., η Σινώπη συνέχιζε να θεωρείται σημαντική πόλη λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Όποιος την είχε υπό την κυριαρχία του μπορούσε να ελέγχει το εμπόριο των νότιων ακτών του Ευξείνου Πόντου και να εκμεταλλεύεται τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους ο Μιθριδάτης Β΄ επιχείρησε να την κατακτήσει το 220 π.Χ. Ίσως και να τα είχε καταφέρει, αλλά οι κάτοικοι της Ρόδου βοήθησαν τους Σινωπείς, προσφέροντάς τους σημαντική οικονομική ενίσχυση.27

Το 183 π.Χ. ο Φαρνάκης Α΄ κατέκτησε την πόλη.28 Οι κάτοικοι της Ρόδου προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν στους Ρωμαίους συμμάχους τους για αυτό το γεγονός, αλλά η Ρώμη δεν απάντησε στη διαμαρτυρία τους. Η Σινώπη εντάχθηκε στο βασίλειο των Μιθριδατών, έγινε η πρωτεύουσά του και το μέρος όπου γεννήθηκε ο Μιθριδάτης ΣΤ΄.29 Ως πρωτεύουσα του Μιθριδατικού βασιλείου, κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων είχε ταχθεί υπέρ του Μιθριδάτη ΣΤ΄.

Στον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο, το 70 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος πολιόρκησε την πόλη, την κατέλαβε και σκότωσε τη φρουρά που είχε τοποθετήσει εκεί ο Μιθριδάτης ΣΤ΄. Όμως, όχι μόνο δεν τιμώρησε τους Σινωπείς, αλλά έδωσε στην πόλη την ελευθερία και την αυτονομία της.30 Αν και από εκείνη την περίοδο η Σινώπη εντάχθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για ένα χρονικό διάστημα, οι Ρωμαίοι παραχώρησαν τη διοίκησή της στο Φαρνάκη Β΄. Ο Φαρνάκης πρέπει να απομακρύνθηκε λίγο πριν από το 47 π.Χ., καθώς τότε ο Ιούλιος Καίσαρας επανίδρυσε την πόλη ως ρωμαϊκή αποικία με την ονομασία Colonia Julia Felix Sinope.31

Ως πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η σημασία της Σινώπης στην πολιτική και οικονομική ζωή των νότιων ακτών του Ευξείνου Πόντου αναζωπυρώθηκε. Αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι, μαζί με την Τραπεζούντα, ήταν η πιο πιθανή βάση του επονομαζόμενου ρωμαϊκού ποντικού στόλου (classis Pontica), από τα μισά του 1ου έως και τον 3ο αι. μ.Χ.32 Επίσης, όπως μαρτυρούν οι πηγές, είχε αρκετή οικονομική ευμάρεια, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει το χτίσιμο υδρευτικών καναλιών που θα έφερναν στην πόλη καθαρό νερό από απόσταση περίπου 25 χλμ.33 Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι, ως ρωμαϊκή αποικία (colonia), οι νομισματικές κοπές εκείνης της περιόδου έφεραν επιγραφές στα λατινικά.34

3. Οικονομία

Η αλιεία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Σινώπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος αλιεία δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο ψάρεμα, αλλά και στη ναυπηγία των ψαράδικων πλοίων, καθώς και στα επαγγέλματα που ήταν συνδεδεμένα με την κατασκευή διχτυών, το πάστωμα και τη συσκευασία των ψαριών. Οι πηγές αναφέρουν ότι η πόλη επωφελούνταν ιδιαίτερα από την αλιεία της παλαμίδας.35 Τα ψάρια παστώνονταν, εξάγονταν και πωλούνταν, συχνά σε αρκετά υψηλές τιμές.36 O Αιλιανός περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο στις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου ψάρευαν το μαυροθαλασσίτικο τόνο με δίχτυα.37 Αν και αναφέρει ονομαστικά μόνο την Αμάστριδα και την Ηράκλεια, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και οι Σινωπείς ακολουθούσαν τις ίδιες μεθόδους αλιείας τόνου, έστω και αν τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο εντυπωσιακά όσο στις άλλες δύο πόλεις.38 Επίσης, στις κεντρικές και νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου, οι κέφαλοι39 ήταν ακόμα ένα ψάρι που η αλιεία του μπορούσε να αποφέρει πολλά έσοδα.

Η Σινώπη, και ιδιαίτερα η ενδοχώρα της, ήταν ονομαστή για την ποσότητα και την ποιότητα της ξυλείας της. Τα έλατα, τα σφεντάμια και οι βελανιδιές της περιοχής ήταν ονομαστά ως τα πλέον κατάλληλα ξύλα για την κατασκευή πλοίων.40 Σύμφωνα με το Θεόφραστο μάλιστα, ήταν πολύ ανώτερα από τα ανάλογα δέντρα που υπήρχαν στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου.41 Αυτό είχε αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ιδιαίτερα η ναυπηγία στην περιοχή, ήδη από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.42

Σύμφωνα με το Στράβωνα, στην περιοχή της Σινώπης, σε αντίθεση με άλλες περιοχές στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, υπήρχαν ελαιόδεντρα.43 Είναι πιθανόν ότι το ελαιόλαδο ήταν ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της πόλης, όπως μαρτυρά το πλήθος σινωπικών αμφορέων που έχει βρεθεί στις βόρειες και δυτικές ακτές του Ευξείνου Πόντου.44

Ένα από τα πλέον εξαγώγιμα προϊόντα της Σινώπης, για το οποίο είχε ένα είδος μονοπωλίου, ήταν η επονομαζόμενη σινωπική βαφή.45 Επρόκειτο για μια κόκκινη βαφή, η οποία χρησιμοποιούνταν στη ζωγραφική από τους καλύτερους Έλληνες ζωγράφους,46 στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό47 και στην ιατρική.48 Η κατασκευή δρόμων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο έφερε το τέλος του σινωπικού μονοπωλίου και η σινωπική βαφή έφτανε στο μεσογειακό κόσμο μέσω Εφέσου.49

4. Θρησκεία

Όντας ελληνική αποικία, είναι αναμενόμενο ότι στη Σινώπη λατρεύονταν οι Έλληνες θεοί. Είναι επίσης εύλογο ότι από τη στιγμή που οι Μιθριδάτες, οι οποίοι ήταν περήφανοι για την περσική καταγωγή τους, την έκαναν πρωτεύουσα του βασιλείου τους, θα υπήρχαν στη πόλη και στην ευρύτερη περιοχή ιερά προς τιμήν περσικών θεοτήτων.

Σύμφωνα με τον Τάκιτο, στη Σινώπη υπήρχε ιερό προς τιμήν του θεού Σεράπιδος και της θεάς Ίσιδος.50 Όταν στην Αίγυπτο βασίλευε ο Πτολεμαίος Α΄, το άγαλμα του Σεράπιδος μεταφέρθηκε από τη Σινώπη στην Αίγυπτο. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι μετά τη μεταφορά του αγάλματος στη θέση του ιερού χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ιερού προς τιμήν του Σεράπιδος στη Σινώπη, έστω και αν δεν είναι τόσο μεγαλοπρεπής όσο αναφέρει ο Τάκιτος.51

5. Οικοδομήματα

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η Σινώπη χτίστηκε στο ακρωτήριο που βρίσκεται δυτικά των εκβολών του ποταμού Άλυος και σχεδόν απέναντι από τη χερσόνησο της Κριμαίας. Το ακρωτήριο έχει έκταση 20x20 χλμ. και χωρίζεται σε δύο μέρη, τα οποία ενώνει ένας στενότερος ισθμός. Οι Έλληνες άποικοι εκμεταλλεύτηκαν τα φυσικά λιμάνια που σχηματίζονταν λόγω της ιδιαιτερότητας της γεωγραφίας της περιοχής και έχτισαν τη Σινώπη σε αυτόν ακριβώς τον ισθμό.52 Είναι επίσης γνωστό ότι κοντά στην πόλη υπήρχε άλλο ένα λιμάνι, το οποίο χρησιμοποίησαν οι Μύριοι κατά το ταξίδι της επιστροφής τους.53

Σύμφωνα με την περιγραφή του Στράβωνα, κατά τον 1ο αι. μ.Χ., η πόλη ήταν οχυρωμένη, διέθετε λιμάνια, δρόμους, κήπους, προάστια (πιθανόν με όμορφες και πλούσιες βίλες), γυμναστήριο και αγορά.54 Από τις επιστολές του Πλινίου του Νεότερου γνωρίζουμε ότι χτίστηκε υδραγωγείο και κανάλια τα οποία μετέφεραν στην πόλη καθαρό νερό από απόσταση περίπου 25 χλμ.55 Επίσης, επιγραφικές πηγές μαρτυρούν ότι στη Σινώπη υπήρχε ρωμαϊκό αμφιθέατρο.56

Αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι η αστική περιοχή της Σινώπης αναπτύχθηκε σημαντικά όταν ήταν τμήμα του Μιθριδατικού βασιλείου. Συγκεκριμένα, ανακαλύφτηκαν σπίτια εκείνης της περιόδου σχεδόν σε όλη την περιοχή μέσα από τα τείχη που διασώζονται μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα με τη θάλασσα βρέθηκε μια σειρά από μεγαλύτερες κατοικίες.57 Η άνθηση της πόλης εκείνη την περίοδο διαφαίνεται και από τα περίπου 50 νεκρικά μνημεία με κιονοστοιχίες και άλλα με πλούσια διακόσμηση, όπως ένα ζεύγος από λιοντάρια που ορμούν στο θύμα τους, τα οποία βρέθηκαν στο νεκροταφείο του Kum-kapi.58

Επίσης, ανασκαφές κοντά στο ανατολικό τείχος έχουν φέρει στο φως τα θεμέλια ενός μικρού ναού από την Ελληνιστική περίοδο.59




1. Στράβ. 2.1.15-16.

2. Στράβ. 12.3.11· Πολύβ. 4.56.

3. Εύμελος F5, F451 (F. Jacoby)· Απολλ. Ρ., Αργον. 2.946-947· Σχολ. Απολλ. Ρ. 2.946.54c· Διόδ. Σιν. 4.72.

4. Doonan, O., “Sinope”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1380-1381.

5. Ηρ. 4.12.2.

6. Doonan, O., “Sinope”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea, Archaeological Institute of Northern Greece (Thessaloniki 2003), σελ. 1381.

7. Ξεν., Αν. 6.1.15.

8. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Αν. 4.8.22), η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα και η Κερασούντα ήταν αποικίες της Σινώπης.

9. Ψευδ.-Σκύμν. 945· Στράβ. 12.3.11· Ανώνυμος, Περίπλ. Ε.Π. 22.

10. Όμ., Ιλ. Κ.267· Οδ. τ.392-466· Burket, W., Homo Necans. The Anthropology of Ancient Greek Sacrificial Ritual and Myth (London 1983), σελ. 131.

11. Ψευδ.-Σκύμν. 947· RE 7.2, στήλη 2155.

12. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο (Περίπλ. Ε.Π. 22), ο Αβρόδοντας καταγόταν από τη Μίλητο, αλλά ο Drews θεωρεί ότι το όνομά του δεν έχει ιωνικές ρίζες [Drews, R., “The earliest Greek settlements on the Black Sea”, JHS 45 (1976), σελ. 25-26].

13. Στράβ. 12.3.11· Διόδ. Σιν. 14.31.2· Ψευδ.-Σκύμν. 995-996.

14. RE 2.1, στήλη 461.

15. Επιμενίδης 457F11 (F. Jacoby)· Διόφαντος 805F1 (F. Jacoby).

16. Για παράδειγμα, η Αμισός: Ψευδ.-Σκύμν. 917-918, Στράβ. 12.3.14, η Κύζικος: RE 12.1 (1924), στήλες 228-233, βλ. λ. Kyzikos (Ruge), η Ηράκλεια: Στράβ. 12.3.4.

17. Akurgal, E., “Sinop Kazilari / Die Ausgrabungen von Sinope”, rk Arkeoloji Dergesi 6.1 (1956), σελ. 47-61·Boysal, Y., Über die älteren nde von Sinope und die Kolonizationsfragem Archäologischer Anzeiger (AA 1959), σελ. 8-20· Doonan, O., “Sinope”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea, Achaeological Institute of Northern Greece (Thessaloniki 2003), σελ. 1381-1382.

18. Πλούτ., Περ. 20.

19. Akurgal, E. – Budde, L., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Sinope”, Turk Tarihi Kurumu 5.14 (Ankara 1956), σελ. 215-216.

20. French, D., “Sinopean Notes 1”, Epigrafica Anatolica 18 (1990), σελ. 45-64.

21. Ξεν., Αν. 4.8.22.

22. Ξεν., Αν. 5.5.7-10.

23. Fedoseev, N., “Classification des timbres astynomiques de Sinope”, στο Garlan, E. (επιμ.), Production et Commerce des amphores anciennes en Mer Noire (Aix en Provence 1999), σελ. 27-48.

24. Πολύαιν., Στρατηγ. 7.21.

25. Langella, A., “Sinope, Datame e la Persia”, Dialoghi di Archeologia 7.2 (1989), σελ. 93-107.

26. Αρρ., Αν. 3.24.4.

27. Πολύβ. 4.56.

28. Πολύβ. 23.9· Στράβ. 12.3.11.

29. Στράβ. 12.3.11.

30. Αππιανός, Μιθριδ. 83· Πλούτ., Λούκουλλος, 18.

31. Στράβ. 12.3.11· Plin., Επ., 10.90-91· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, τόμ. 1 (New York  1975), σελ. 414-415.

32. Στράβ. 12.3.11· Speidel, M.P.M. – French, D.H., “Bithynian troops in the kingdom of the Bosporus”, Epigraphica Anatolica 6 (1985), σελ. 100· French, D.H., “Classis Pontica”, Epigraphica Anatolica 4 (1984), σελ. 58-59.

33. Plinius Caecilius Secundus, Epistulae, 10.90.

34. Head, B.V., Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics (Oxford 1911), σελ. 509.

35. Στράβ. 7.6.2, 12.3.11· Αιλ. 4.9, 9.59, 15.10.

36. Plinius Caecilius Secundus, HN 9.18· Διόδ. Σ. 37.3.5.

37. Αιλ. 15.3.

38. Αιλ. 15.5· Πλ., ΦΙ 9.18.

39. Αθήν., Δειπν. 3.118c, 7.307b.

40. Στράβ. 12.3.12· Θεόφρ. 4.5.5.

41. Θεόφρ. 4.5.3.

42. Πολύαιν., Στρατηγ. 7.21.2.5· Robinson, D., “Ancient Sinope”, American Journal of Philology 27 (1906), σελ. 25-153, 245-279.

43. Στράβ. 2.1.15, 12.3.12.

44. Monachov, S., “Les amphores de Sinope”, Anatolia Antiqua 2 (1993), σελ. 107-132.

45. Plinius Caecilius Secundus, HN 35.15· Στράβ. 12.10.

46. Plinius Caecilius Secundus, HN 35.32.

47. Vitr. 7.7· Plinius Caecilius Secundus, HN 35.15.

48. Plinius Caecilius Secundus, HN 35.11.

49. Στράβ. 12.10. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι ο Robert ανέφερε ότι σινωπικός κρόκος, από τον οποίο γίνεται η βαφή, εξαγόταν από τη Σινώπη έως και το 1855. Robert, L., Noms Indigènes dans l’Asie-Mineure Greco-romaine (1er partie) (Paris 1963), σελ. 182.

50. Tac., Hist. 4.83-84.

51. Akurgal, E. – Budde, L., “Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Sinope”, Turk Tarihi Kurumu 5.14 (Ankara 1956· Budde, L., “Kurzer vorläufiger Bericht über die Grabungen in Sinope der Kampagnen 1051-1953”, Türk Arkeoloji Dergesi 6.2 (1956), σελ. 5-10.

52. Στράβ. 12.3.11· Πολύβ. 4.56.

53. Ξεν., Αν. 6.1.15.

54. Στράβ. 12.3.11.

55. Plinius Caecilius Secundus, Epistulae, 10.90.

56. CIG 4157· IGR 3.95.

57. Budde, L., “Kurzer vorläufiger Bericht über die Grabungen in Sinope der Kampagnen 1051-1953”, Türk Arkeoloji Dergesi 6.2 (1956), σελ. 5-10.

58. French, D., “Sinopean Notes 1”, Epigrafica Anatolica 18 (1990), σελ. 45-64.

59. Doonan, O., “Sinope”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea, Archaeological Institute of Northern Greece (Thessaloniki 2003), σελ. 1382.