1. Βιογραφικό
Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Γιαν Βαρβάτς ή Βόρβατς ή Ιβάν Αντρέγεβιτς Βαρβάτσι) γεννήθηκε το 17431 στα Ψαρά. Πατέρας του ήταν ο Αιγαιοπελαγίτης καραβοκύρης Ανδρέας Λεοντής και μητέρα του η Μαρού ή Μαρία, αγνώστου επωνύμου. Το επώνυμό του προέρχεται από την κοινολεκτούμενη ονομασία του αρπακτικού πουλιού ιέραξ οξύπτερος. Υπήρξε ολιγογράμματος και μάλλον αυτοδίδακτος. Η επαγγελματική άνδρωση και κοινωνική ωρίμανσή του συσχετίζεται με το καθεστώς της μακρόχρονης μαθητείας και θητείας του στη ναυτοσύνη, το θαλάσσιο εμπόριο και την κερδοφόρο πειρατεία. 2. Συμμετοχή στον πόλεμο 1768-1774 Ορόσημο στο βίο του Βαρβάκη αποτελεί η πρόσδεσή του στο ρωσικό σχέδιο επιχειρήσεων στο Αιγαίο και η επακόλουθη εθελοντική του κατάταξη στο ρωσικό στόλο. Με το καταδρομικό του συνέπραξε στη ναυμαχία του Τσεσμέ (26 Ιουνίου 1770), λαμβάνοντας για το λόγο αυτό το βαθμό του υπολοχαγού (21 Οκτωβρίου 1772). Στη διάρκεια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1768-1774) πήρε μέρος σε αρκετές θαλάσσιες επιχειρήσεις και ναυτικές συγκρούσεις. Έδρασε στην πολιορκία της Βηρυτού, στην πολιορκία της Πάτρας, στον κόλπο της Ναυπάκτου ενταγμένος στη δύναμη της μοίρας του Βοϊνόβιτς και στην από θαλάσσης έφοδο των φρουρίων Στάνκο και Μποντρούμ. Με τη λήξη του πολέμου και την ισχύ των όρων της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ο καραβοκύρης, κουρσάρος και ταυτόχρονα βαθμούχος του ρωσικού στόλου αποφάσισε τη συνέχιση της υπηρεσίας του υπό τη ρωσική σημαία και τη μετοικεσία του στη Ρωσία. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να συμπεριληφθεί στο διακηρυγμένο από τις ρωσικές αρχές καθεστώς των προστατευομένων. Την επιζητούμενη προστασία τού την παρείχε, με τη θερμή προσωπική υποστήριξή του, ο πληρεξούσιος πρεσβευτής της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πρίγκιπας Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν, ο οποίος είχε συνομολογήσει τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και αργότερα του Ιασίου (1791). Ο Ρέπνιν φρόντισε να οργανωθεί με δωροδοκία η απελευθέρωση του Βαρβάκη από τη φυλακή του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο). Τον εφοδίασε με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και με κάθε μυστικότητα τον φυγάδευσε, επιβιβάζοντάς τον σε ρωσικό εμπορικό πλοίο για τη Ρωσία.
3. Η μετοικεσία στη Ρωσία Το καλοκαίρι του 1775 ο Ιωάννης Βαρβάκης αποβιβάστηκε στο Χατζήμπεη (Οδησσός), από όπου το Σεπτέμβρη συνέχισε το πολυήμερο κοπιαστικό ταξίδι μέχρι τον τελικό του προορισμό, την Αγία Πετρούπολη. Αρχές του 1776 βρέθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας μαζί του ιδιόχειρη συστατική επιστολή από το Ρέπνιν, και επιδίωξε να συναντήσει τον παραλήπτη της, δηλαδή το Νικήτα Ιβάνοβιτς Πάνιν, διπλωμάτη και αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής κατά την εποχή αυτή, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και παιδαγωγός του Παύλου, γιου της Αικατερίνης Β΄. Ο Πάνιν πληροφορήθηκε από την επιστολή του Ρέπνιν για τη διακεκριμένη δράση και μαχητικότητα που είχε επιδείξει ο Βαρβάκης στο Αρχιπέλαγος, αλλά και για την ισχυρή βούλησή του να συνεχίσει τη στρατιωτική υπηρεσία στη Ρωσία.
Με τη μεσολάβηση του Πάνιν, ο Βαρβάκης ήρθε σε επαφή με τον πανίσχυρο Ποτέμκιν. Εκείνος του πρότεινε, στη βάση αμοιβαίου οφέλους, να μεταβεί στο Αστραχάν, που προβλεπόταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και σε ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Με γνώμονα τις προκαταρκτικές συζητήσεις ο Ποτέμκιν έκρινε σκόπιμο να παρουσιάσει το Βαρβάκη, σύμφωνα με την εθιμοταξία, ενώπιον της αυτοκράτειρας. Το αποτέλεσμα της ακρόασης, συνηγορούσης και της γνώμης του Ποτέμκιν, υπήρξε θετικότατο για το Βαρβάκη, καθώς έλαβε από την Αικατερίνη, ως επιβράβευση για τη δράση του και αποζημίωση για τις υλικές απώλειες που είχε υποστεί εξαιτίας του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, χίλια τσερβόντσι,2 το δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία. Αργότερα παρέλαβε και το πολεμικό του δίπλωμα, υπογεγραμμένο από την Αικατερίνη, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1776. Κορυφαία παράμετρος των συζητήσεων με τον Ποτέμκιν υπήρξε η μύησή του στο μυστικό σχέδιο της Κασπίας και η εμπιστευτική ανάθεση στο πρόσωπό του τμήματος της εκτέλεσης, καθήκον άκρως τιμητικό τόσο για τους ευγενείς όσο και για τους προερχόμενους από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. 4. Μετάβαση στο Αστραχάν Το χειμώνα του 1776 ο Βαρβάκης βρέθηκε προσωρινά εγκατεστημένος στο Κερτς (Κριμαία), όπου κατέπλευσε από τα ελληνικά ύδατα το καράβι του «Άγιος Νικόλαος», το οποίο με την έγκριση της αυτοκράτειρας εξαγοράστηκε από το κράτος έναντι ποσού 5.000 ρουβλιών. Εν συνεχεία έλαβε το εξοπλισμένο με δύο κανόνια πλοίο «Αετός» με πολεμοφόδια, έναν κανονιέρη και ένα ναύτη και αναχώρησε για το Αστραχάν. Αργότερα, το Μάιο του 1779 ναυπηγήθηκε για το Βαρβάκη πολεμικό πλοίο, πιστό αντίγραφο του «Αγίου Νικολάου», το οποίο κόστισε στο δημόσιο ταμείο 5.920 ρούβλια. Τότε ο Βαρβάκης παρέδωσε τον «Αετό» στο ναυαρχείο του Κερτς και επέστρεψε στο Αστραχάν. Η επιλογή του Αστραχάν ως τόπου μόνιμης εγκατάστασης του Ιωάννη Βαρβάκη δεν υπαγορεύτηκε μόνο από τις ατομικές του προσδοκίες –πράγματι, η εποχή και η περιοχή άφηναν περιθώριο για κέρδος λόγω της μεγάλης ανάγκης σε πλοία και θαλασσινούς–, αλλά συναρτήθηκε με τους σημαντικούς στόχους της ρωσικής πολιτικής για ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με την Ασία. Η Αικατερίνη θεωρούσε πως η ένωση της Μαύρης Θάλασσας με την Κασπία και των δύο μαζί με τη Βόρεια Θάλασσα, καθώς και η διοχέτευση του μεγάλης κλίμακας εμπορίου της Κίνας και των Ανατολικών Ινδιών μέσω της Ταταρίας, θα σήμαιναν εξύψωση της Ρωσίας στο επίπεδο δύναμης ακόμα πιο ισχυρής ανάμεσα στα λοιπά κράτη της Ευρώπης και της Ασίας. Την εποχή αυτή η Κασπία είχε αναδειχθεί σε νευραλγικό, από άποψη γεωστρατηγικών συμφερόντων, τόπο για τη Ρωσία: ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και η αγγλογαλλική σύγκρουση επέβαλαν σε πολλές χώρες να αναζητήσουν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία μέσω Περσίας, η οποία παρέμενε πολιτικά ασταθής καθώς σπαρασσόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους και κατά συνέπεια η εξουσία του σάχη ήταν ανίσχυρη. Όμως, επειδή η Ρωσία σταθερά επιδίωκε να στρέψει το εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών μέσω Κασπίας στο Βόλγα και εν συνεχεία στην Πετρούπολη, υπήρχε ανάγκη για έμπειρα πολεμικά και εμποροναυτικά στελέχη. Για την περίσταση αυτή επιλέχθηκε ο Α.Β. Σουβόροφ, που επιφορτίστηκε να χαρτογραφήσει τις χερσαίες παράκτιες οδούς και να αναδιοργανώσει τον πολεμικό στολίσκο της Κασπίας. Ως καταλληλότερος συνεργάτης του ορίστηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης. Η έλευση, αρχές φθινοπώρου 1776, του Βαρβάκη στο Αστραχάν προετοιμάστηκε από τον Ποτέμκιν, ο οποίος ως γενικός στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Νεορωσίας φρόντισε ώστε ο κυβερνήτης του Αστραχάν Ι.Β. Γιάκομπι να λάβει τα διοριστήρια έγγραφα και να ενημερωθεί για την επικείμενη άφιξη. Την άφιξη του Βαρβάκη τη γνώριζε και ο Ρώσος πρόξενος στην Περσία Γκέοργκ Μερκ, ο οποίος βάσει οδηγιών του Κολεγίου του Εμπορίου όφειλε να στηρίζει τους σημαίνοντες υπό ρωσική σκέπη κεφαλαιούχους, να ενισχύει την εδραίωση του διαμετακομιστικού εμπορίου, την τήρηση των διμερών εμπορικών συμφωνιών, να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται χρήσιμες εμπορικές πληροφορίες, καθώς όλα αυτά προσπόριζαν μεγάλα κέρδη τόσο στο κράτος όσο και στους ιδιώτες επιχειρηματίες. 5. Μυστική δραστηριότητα Οι ενέργειες του Ιωάννη Βαρβάκη, ιδίως τα πρώτα χρόνια (1776-1782) διαμονής του στο Αστραχάν, δεν περιορίστηκαν μόνο στη φροντίδα και οργάνωση «ατομικών» επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, το κερδοφόρο εμπόριο στην Περσία και τα παρακάσπιά της υποτελή χανάτα, αλλά αποτελούν συγκαλυμμένη όψη και συνέχεια της θεσμικά επιβεβλημένης υπηρεσίας του προς το πρόσωπο της αυτοκράτειρας και κατά συνέπεια προς το ρωσικό κράτος. Ο Βαρβάκης διεκπεραίωνε αρκετές αποστολές απολύτως σχετιζόμενες με τομείς της μυστικής διπλωματίας και της εμπορικής-στρατιωτικοπολιτικής κατασκοπείας, κινούμενος αποτελεσματικά με την κάλυψη της έντονης επιχειρηματικής κινητικότητας. Ήδη από το 1778 έπλεε στην Κασπία, ταχύτατα αποδείχθηκε άψογος γνώστης των νότιων ακτών της αλλά και των περσικών διαλέκτων, ενώ τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά πλοία του έμπαιναν στα περισσότερα περσικά λιμάνια. Καθώς στη χώρα, 61 χρόνια μετά τη δολοφονία του σάχη Ναδέρ (1747), συνέχιζε να βασιλεύει πλήρης αταξία, ο Βαρβάκης με αριστοτεχνική δεινότητα οικοδομούσε και συντηρούσε εξισορροπημένα σχέσεις εμπιστοσύνης με τους αλληλοσπαρασσόμενους για τη διεκδίκηση της κεντρικής εξουσίας τοπάρχες. Απότοκο των ικανοτήτων του υπήρξε και η εστεμμένη με επιτυχία επιχείρηση (1778) εξαγοράς «του Ρώσου αιχμαλώτου Μακάρ Ρομανόφ, γιου του Λάπτεβ, από την επαρχία της Βιάτσκα», ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους «οφθαλμούς» του στην περσική χώρα. Τον Απρίλιο του 1779 από το λιμάνι του Αστραχάν απέπλευσε για την Περσία ένα εμπορικό πλοίο, κυβερνήτης του οποίου ορίστηκε ο «Έλληνας απόστρατος καπετάνιος Βαρβάκης». Με εντολή της ρωσικής αρχής «μεταφέρει εργατικό προσωπικό, φορτίο προς διενέργεια εμπορίου, 6 πούτια3 πυρίτιδα για πυροβόλα όπλα» και την ετήσια χρηματαποστολή για το ρωσικό προξενείο στο Ρεστ. Με το τέλος του 1779 και εξαιτίας των αιματηρών ταραχών που ξέσπασαν στο Ρεστ, με το επακόλουθο πογκρόμ και την ολοσχερή πυρπόληση του προξενείου, ανατέθηκε στο Βαρβάκη η επιχείρηση απεγκλωβισμού του Ρώσου προξένου Ιβάν Βανσλόβ μαζί με όλο το διπλωματικό προσωπικό και η διάσωση των αρχείων. Ο Βαρβάκης κατόρθωσε να μεταφέρει ανθρώπους και προξενικό αρχείο με το ίδιο καράβι στο Αστραχάν.
Όταν το Νοέμβρη του 1780 διορίστηκε ο νέος πρόξενος της Ρωσίας στην Περσία Ιβάν Βασίλεβιτς Τουμάνοφσκι, δεξί του χέρι τοποθετήθηκε «αόρατα» ο Ιωάννης Βαρβάκης. Εφοδιασμένος με ρωσικό διαβατήριο, ο «εμποροκαραβοκύρης» Βαρβάκης μαζί με τον «εργάτη του και ταριχευτή ιχθύων» ανθυπολοχαγό-πηδαλιούχο Βασίλι Σιζόφ κατάφερε κάτω από τη μύτη των Περσών να εκτελέσει το επίπονο έργο της ακριβούς και επιστημονικής βυθομέτρησης των ακτών. Επίσης, επωμίστηκε την ανιχνευτική διερεύνηση των περσικών ακτών για τον εντοπισμό υπήνεμου σημείου, ασφαλούς, απροσπέλαστου από επιδρομές ορεσίβιων ή θαλάσσιων ληστών, ώστε βάσει των τεκμηριωμένων υποδείξεών του να δυνηθεί το Κολέγιο Εμπορίου στην Πετρούπολη να επιλέξει τον προσφορότερο τόπο για την οικιστική εγκατάσταση της ρωσικής διπλωματικής αρχής μαζί με τον ελλιμενισμό φρουρούμενων εμπορικών πλοίων. Απώτερος σκοπός ήταν η διενέργεια ασφαλούς εμπορίου υπό την προστασία νηοπομπής. Μάλιστα ο Βαρβάκης πρότεινε ως καταλληλότερο το Αστραμπάντ (σημερινό Γκοργκάν). Ο Βαρβάκης, καθώς από το 1776 γνώριζε για το απόρρητο σχέδιο του Ποτέμκιν που απέβλεπε στη δημιουργία φακτορίας,4 «χωρίς τυμπανοκρουσίες» συνεργαζόταν στενότατα με τους Σουβόροφ και Τουμάνοφσκι. Με άκρα συνωμοτικότητα οργάνωνε και συντόνιζε τα δίκτυα πληροφόρησης, τα οποία επιτυχώς εξακτίνωνε μεταξύ αλλογενών, κυρίως Αρμένιων, Ινδών και Τατάρων εμπόρων που εμπορεύονταν στα περσικά εδάφη. Ως γνώστης πολλών παραμέτρων των περσικών υποθέσεων προλείαινε το έδαφος και καλλιεργούσε περαιτέρω κλίμα εμπιστοσύνης, άλλοτε ειρηνεύοντας και άλλοτε υποδαυλίζοντας τις τοπικές έχθρες, με μοναδικό σκοπό πάντα την ωφέλεια των ρωσικών συμφερόντων. Εξουσιοδοτημένος από το Σουβόροφ προέβη σε εμπιστευτικές συνομιλίες με τον Γκανταέτ Χαν, βολιδοσκοπώντας τις διαθέσεις του και το ενδεχόμενο καταφυγής του στη Ρωσία, ώστε την κατάλληλη στιγμή να επανακάμψει και με την ισχύ των όπλων και της ρωσικής πολιτικής να «εγκατασταθεί» στην κεντρική εξουσία της Περσίας. Ο Σουβόροφ προσποριζόταν τις εγκυρότερες πληροφορίες από το Βαρβάκη, γεγονός που δεν παραλείπει να υποσημειώνει στις αναφορές του προς τον εμπνευστή της ανατολικής πολιτικής και κοινό τους προϊστάμενο Ποτέμκιν. Όταν όμως ο Βαρβάκης, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Περσία, χωρίς να ενημερώσει τον Σουβόροβ, αναχώρησε εσπευσμένα στην Πετρούπολη (1780), όπου τον κάλεσε ο Ποτέμκιν, ο στρατηλάτης αισθάνθηκε παραγκωνισμένος. Τούτο διατύπωσε ευθέως σε επιστολή του προς τον Π.Ι. Τουρτσάνινοβ, που εκτελούσε χρέη γραμματέως του Ποτέμκιν, αποκαλώντας μάλιστα τον Ιωάννη Βαρβάκη με ανάμεικτο τόνο πικρίας και ειρωνείας «πρώτο υπουργό».5 Η έλευση του Βαρβάκη στην Πετρούπολη (1780) είχε αποκλειστικό αντικείμενο την ενεργοποίηση της τελικής φάσης του σχεδίου της μυστικής ναυτικής αποστολής που αφορούσε την κάθοδο στολίσκου στην Κασπία. Ο Βαρβάκης συναντήθηκε με τον Ποτέμκιν, τον κόμη Ιβάν Γκριγκόρεβιτς Τσερνισόβ, που διηύθυνε το Κολέγιο του Ναυαρχείου και στου οποίου το ιδιωτικό μέγαρο-κατοικία πραγματοποιήθηκαν όλες οι μυστικές συζητήσεις για τις τελικές λεπτομέρειες του σχεδίου, και τον αντιπλοίαρχο Μάρκο Ιβάνοβιτς Βοϊνόβιτς, ο οποίος ορίστηκε διοικητής του στολίσκου της Κασπίας. Ο Μαυροβούνιος και πρώην υπήκοος της Βενετίας κόμης Βοϊνόβιτς ήταν παλαιός γνώριμος του Βαρβάκη από τα χρόνια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου. Ο δε αδελφός του Ιβάν Βοϊνόβιτς συμμετείχε μαζί με το Βαρβάκη στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Την 11η Ιουνίου 1781 στο Αστραχάν κατήλθε ο στολίσκος υπό το Μάρκο Βοϊνόβιτς και μαζί επέστρεψε ο Βαρβάκης, που ήδη έχει οριστεί επίσημος διερμηνέας της αποστολής, καθώς γνώριζε τουρκικά και περσικά. Στη δύναμη του στολίσκου συνενώθηκαν ενισχυτικά και τα δέκα ημιπολεμικά-εμπορικά πλοία του Βαρβάκη, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί με πόρους του δημόσιου ταμείου και εκτός των πολεμοφοδίων μετέφεραν και μεγάλα φορτία σιδήρου για τη διενέργεια εμπορίου με τους Πέρσες. Για την έναρξη της ναυτικής επιχείρησης ο Ποτέμκιν επέβαλε πλήρη μυστικότητα και τις τελικές λεπτομέρειες γνώριζαν μόνο οι Βοϊνόβιτς και Βαρβάκης. Ούτε καν ο Σουβόροφ –του οποίου ο Ποτέμκιν αναγνώριζε μεν τη στρατιωτική ιδιοφυΐα αλλά αμφισβητούσε τη διπλωματική του ευελιξία– δεν είχε ενημερωθεί. Μάλιστα ο Βαρβάκης συστηματικά τον παραπληροφορούσε και ο στρατηλάτης όχι μόνο δε γνώριζε την ακριβή ημερομηνία εκκίνησης αλλά αντιθέτως θεωρούσε ότι η αποστολή είχε αναβληθεί. Όταν το πρωί της 29ης Ιουνίου 1781 δόθηκε το σύνθημα του απόπλου και ο στολίσκος βγήκε στη θάλασσα με κατεύθυνση το Μπακού, ο Σουβόροφ αισθάνθηκε το λιγότερο έκπληκτος και βαθύτατα προσβεβλημένος καθώς θεωρούσε ότι τούτη η μεταχείριση οφειλόταν στις μηχανορραφίες των ξένων που υπηρετούν το ρωσικό κράτος. Ο ρόλος του Βαρβάκη στη μυστική θαλάσσια αποστολή του 1780 υπήρξε κομβικός: Πλοήγησε με ασφάλεια το στολίσκο, οργάνωσε εν πλω ναυτικούς ελιγμούς και ασκήσεις κανονιοβολισμών, καθοδήγησε την επιστημονική ομάδα που ασχολούνταν με την επιτόπια διόρθωση των παλαιών αγγλικών χαρτών, τις βυθομετρήσεις, τις υδρολογικές έρευνες, την παρατήρηση και περιγραφή της χλωρίδας και της πανίδας. Επίσης υπέδειξε τα σημεία στα οποία είχε εντοπίσει πετρελαιοφόρα κοιτάσματα (το περιζήτητο για τους Ρώσους «μαύρο βούτυρο» των Τουρκμένων) και οζοκηρίτη (ορυκτό που μοιάζει με κερί) και, τέλος, οδήγησε τον Βοϊνόβιτς μέχρι τον κόλπο του Αστραμπάντ. Ο Βαρβάκης υποστήριζε, βάσει των προηγούμενων ανιχνευτικών αυτοψιών του, τόσο τη γεωγραφική καταλληλότητα του τόπου όσο και την πολιτική, καθώς είχε εξασφαλίσει από το Αστραμπάντ προκαταρκτική συμφωνία υποβοήθησης των Ρώσων ώστε να εγκαταστήσουν την εμπορική τους φακτορία. Καθώς ο Βοϊνόβιτς ετοιμαζόταν να αρχίσει επίσημες πια συνομιλίες με το χαν του Αστραμπάντ Αγά Μαχμέντ, προέκυψε ότι αυτός βρισκόταν στο Ισπαχάν σε πολεμική εκστρατεία εναντίον του χαν Αλή Μουράτ. Τότε στάλθηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης εφοδιασμένος με επίσημα έγγραφα, προς αναζήτηση του χαν του Αστραμπάντ, τον οποίο και εντόπισε στρατοπεδευμένο κοντά στην πόλη Κασμπίν. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν για τη ρωσική πλευρά ικανοποιητικό, καθώς ο Βαρβάκης το Σεπτέμβρη επέστρεψε στο Αστραμπάντ κομίζοντας στο Βοϊνόβιτς το γραπτό μήνυμα του χαν, στο οποίο διατύπωνε τη θέλησή του για συνομολόγηση συμφώνου φιλίας με τη Ρωσία και την παραχώρηση τμήματος του κόλπου του Αστραμπάντ στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Ο Μάρκος Βοϊνόβιτς σε αγαστή συνεργασία με το Βαρβάκη προέβη στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών: κοντά στην ακτή οικοδομομήθηκαν στρατώνες, λουτρά, φούρνοι, λοιμοκαθαρτήριο-λαζαρέτο και αποθήκες, τα οποία περιτοιχίστηκαν απο οχυρωματικά αναχώματα και τάφρους, χτίστηκαν πυροβολεία, διαμορφώθηκε αποβάθρα. Με τα έργα αυτά ο τόπος ταχύτατα αναδείχθηκε σε σφίζοντα εμπορικό κόμβο. Ο Βοϊνόβιτς ενημέρωσε το Αστραχάν και την Πετρούπολη για την εκπληκτική πρόοδο των εργασιών και την ευόδωση του σχεδίου ζητώντας να επιτραπεί η ανάρτηση της ρωσικής σημαίας στη φακτορία. Όμως το πολύμοχθο, πολυδάπανο εγχείρημα θα έχει τραγική κατάληξη, διότι ο Αγά Μαχμέντ Χαν υπαναχώρησε από τις υποσχέσεις του και, με εντολή του, ισχυρή στρατιωτική δύναμη επιτέθηκε και αιχμαλώτισε το Βοϊνόβιτς με 50 Ρώσους αξιωματούχους, στρατιώτες και «εμπόρους», διατάζοντας παράλληλα την εκ βάθρων κατεδάφιση των οικοδομημάτων, τον απόπλου του στολίσκου και την ολική εκκένωση και εγκατάλειψη του τόπου. Ο Βαρβάκης έσωσε την τιμή της Ρωσίας καθώς ανέλαβε να απελευθερώσει το Βοϊνόβιτς και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Χρησιμοποιώντας συνδυαστικά διαπροσωπικές σχέσεις, εμπιστευτικές συνομιλίες και πρακτικές δωροδοκίας, το παράτολμο εγχείρημα του Βαρβάκη είχε επιτυχή κατάληξη: Την 1η Ιανουαρίου 1782 επέστρεψε με τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους στο Αστραμπάντ, όπου εκείνες τις ημέρες έχει φθάσει από την Πετρούπολη και η άδεια για την ύψωση της σημαίας στη φακτορία που εν τω μεταξύ είχε διαλυθεί. Την 8η Ιουλίου 1782 ο στολίσκος, εν τέλει, αγκυροβόλησε στο Αστραχάν. Ο Βοϊνόβιτς επέστρεψε στην Πετρούπολη. Παρά το γεγονός της ανεπιτυχούς κατάληξης του σχεδίου του Ποτέμκιν, έτυχε επιβράβευσης από την Αικατερίνη και συνέχισε την ανοδική καριέρα του στο ρωσικό στόλο. Η καίρια σύμπραξη του Ιωάννη Βαρβάκη στη στρατιωτική αποστολή του 1781/1782, στην οποία «χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προφορικές συνομιλίες με τους Πέρσες κυριάρχους», αναγνωρίστηκε με εύφημο μνεία και προαγωγή στο στρατιωτικό αξίωμα όγδοης τάξης, με βαθμό «σεκούντ μαγιόρ» (δεύτερος ταγματάρχης). 6. Βαρβάκης και Περσικοί πόλεμοι (1796-1797, 1804-1805, 1811) Με την πάροδο 15 χρόνων από την «ατυχή» έκβαση της μυστικής αποστολής, η Αικατερίνη κήρυξε πόλεμο στην Περσία (Ιανουάριος 1796) με πρόσχημα την «προσβολή» που είχε υποστεί ο Βοϊνόβιτς. Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η εισβολή των Περσών στη Γεωργία, την οποία η Ρωσία θεωρούσε προστατευόμενη χώρα. Ο Βαρβάκης στο μεσοδιάστημα αυτό εδραίωσε το εμπόριό του στην Περσία, τηρώντας σχολαστικά τους υφιστάμενους κανονισμούς, ενώ ουδόλως είχε απομακρυνθεί από την προσεκτική παρακολούθηση των περσικών υποθέσεων. Στη νέα πολιτικοστρατιωτική κατάσταση έγινε ο έμπιστος βοηθός και μυστικοσύμβουλος του Βαλεριάν Ζούμποφ, νεότατου αρχιστράτηγου των ρωσικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Περσίας, τον οποίο μάλιστα και φιλοξενούσε στην οικία του. Για τις ανάγκες του πολέμου στην Περσία ο Βαρβάκης έκλεισε συμφωνία με το κράτος, στο οποίο εκμίσθωνε 10 εξοπλισμένα φορτηγά πλοία για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσίας προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες επισιτισμού 35.000 στρατιωτών. Από την επιχείρηση αυτή ο Βαρβάκης υπέστη σοβαρή οικονομική ζημία εξαιτίας του θανάτου της Αικατερίνης (1796) και της επακόλουθης απόσυρσης των στρατευμάτων (1797) από το διάδοχο και γιο της Παύλο. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των επακόλουθων ρωσοπερσικών συγκρούσεων (1804-1813) ο Βαρβάκης κατόρθωσε να εξισορροπήσει τις οικονομικές απώλειες, καθώς ανέλαβε, βάσει νέων συμφωνιών με τις κρατικές αρχές, την τροφοδοσία σε πολεμοφόδια και διάφορα είδη επισιτισμού. 7. Επιχειρήσεις – Οικογένεια – Ευεργεσίες Η σταδιοδρομία του Ιωάννη Βαρβάκη στο στερέωμα του ρωσικού θαλάσσιου και χερσαίου εμπορίου οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία, στις ευκαιρίες λόγω των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και στην ευφυή αξιοποίηση προσωπικών ικανοτήτων και εμπορικών-ναυτικών επιδεξιοτήτων, που απέδωσαν πολλαπλασιαστικά καθώς συνδυάστηκαν με τα σχέδια του κράτους. Τόσο κατά τη διάρκεια όσο και με τη λήξη της αποστολής του 1781-1782, ο Βαρβάκης αδιάλειπτα και συστηματικά ασχολήθηκε και διηύθυνε τις επιχειρηματικές υποθέσεις του, οι οποίες σχετίζονται με την ενοικίαση αμπελώνων, την εμπορία κρασιού και την απόσταξη οινοπνευματωδών (ρακί, βότκα), την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες-ποτάμιες μεταφορές (ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων) και, τέλος, τις πασίγνωστες αλιευτικές επιχειρήσεις σε ιδιόκτητους ή παραχωρημένους ή μισθωμένους ιχθυοτόπους, τη συστηματοποιημένη παραγωγή, συντήρηση, τυποποίηση, εμπορία του χαβιαριού και ταριχευτών ειδών. Η επιτυχημένη οργάνωση δικτύων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου (Ρωσία, Τουρκία, Περσία, Μεσόγειος) των προϊόντων αυτών υπήρξε σημαντική πηγή κερδοφορίας. Ο Ιωάννης Βαρβάκης από το 1789 έλαβε ισόβια προσωπική ρωσική υπηκοότητα, τα προνόμια της οποίας απόλαυσε και ο πολυμελής οικογενειακός του περίγυρος. Την οικογένεια του Βαρβάκη αποτελούσαν συνολικά από τον πρώτο γάμο δύο τέκνα, που είχαν γεννηθεί στα Ψαρά, και ακόμα τρία από δεύτερο γάμο, τα οποία γεννήθηκαν στο Αστραχάν, ενώ από τον τρίτο γάμο δεν είχε παιδιά. Αν και με το θάνατο της Αικατερίνης έπαψε να είναι υπόχρεος προσωπικής υπηρεσίας προς το θρόνο, εξακολούθησε με ζήλο και προσήλωση να υπηρετεί πιστά το ρωσικό κράτος. Για τις σπουδαίες εκδουλεύσεις του έλαβε υψηλές υλικές, συμβολικές ανταμοιβές και τιμητικές κοινωνικές διακρίσεις (1807: παράσημο του Ισαποστόλου Βλαδίμηρου Δ΄ τάξης, 1810: αυλικός σύμβουλος, 1810: ιππότης του παρασήμου Αγίας Άννης Β΄ τάξης, κληρονομικό τίτλο ευγενείας και οικόσημο). Επιδόθηκε στην ανάληψη πληθώρας κοινωφελών έργων με τα οποία, όπως είναι ευρύτατα γνωστό, έμεινε στην ιστορία ως μαικήνας της Ρωσίας και μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας. Με δικό του κληροδότημα ανεγέρθηκαν στην Αθήνα το Βαρβάκειο Λύκειο και η Βαρβάκειος Αγορά. Το συνολικό ύψος των χρημάτων που διέθεσε για τη Ρωσία ανέρχεται στα 3.500.000 ρούβλια και για την Ελλάδα 1.500.000 ρούβλια. Με το εύρος και την πολυμορφία των έργων ευποιίας αποδείχθηκε «προθυμότατος εις το να πράξη τα συμφέροντα της βασιλείας», δηλαδή να συμβάλει αποτελεσματικά στην ενίσχυση των κοινωνικών, εκπαιδευτικών και θρησκευτικών αναγκών του κράτους. Η αγαθοποιός δραστηριότητα του Ιωάννη Βαρβάκη στο Αστραχάν και το Ταϊγάνιο (έργα δημόσιας ωφέλειας, κοινωνικής πρόνοιας, εκκλησιαστικής, εκπαιδευτικής-μορφωτικής υποδομής) συμβάδισε και συντονίστηκε με την οικονομική, κοινωνική και θρησκευτική πολιτική του ρωσικού κράτους, συνέβαλε στην επικράτηση της ρωσικής ισχύος στις εν λόγω περιοχές ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε ως επιβολή ηθικού καθήκοντος, επαύξησε το προσωπικό κύρος, κραταίωσε την κοινωνική θέση και ενίσχυσε τις ατομικές και οικογενειακές στρατηγικές του. 8. Κοινωνικές σχέσεις Ο Ιωάννης Βαρβάκης κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης διαμονής του στο Αστραχάν (1776-1815) ανέπτυξε, πέραν των κοινωνικών σχέσεων, επικερδείς οικονομικές συναλλαγές με ισχυρούς ευγενείς γαιοκτήμονες, διοικητικούς ή στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι έμπιστοι της Αικατερίνης αδελφοί Ζούμποφ, οι πρίγκιπες Ντολγκορούκοφ, οι πρίγκιπες Κουράκιν, ο κόμης Βοροντσόφ. Μάλιστα η μεσολάβηση ορισμένων εξ αυτών είχε αρκετές φορές ενισχύσει τη δανειοληπτική ικανότητα του Βαρβάκη από το δημόσιο ταμείο καθώς και την ευνοϊκή διευθέτηση ιδιοκτησιακών υποθέσεών του στη γερουσία ή στο κυβερνείο. Τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα ο εμπορικός κόσμος του Αστραχάν βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του. Στις τρεις τάξεις των εμπόρων είναι εγγεγραμμένες 427 οικογένειες (1.189 άνδρες και 63 γυναίκες) με κεφάλαια 1.091.791 ρούβλια. Στην πρώτη τάξη των εμπόρων (απαιτούμενο διαθέσιμο κεφάλαιο 20.000 ρούβλια), που αποτελούν το 17% του συνόλου, αριθμούνται 9 οικογένειες (40 άτομα), που συγκροτούν την ομάδα των υπηκόων της Ρωσίας και στην οποία συγκαταλέγεται ο Ιωάννης Βαρβάκης μαζί με μέλη της οικογένειάς του. Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στα κατώτερα πολυεθνικά κοινωνικά στρώματα (Ρώσοι, Αρμένιοι, Τάταροι, Καλμίκοι, Τουρκμένοι, Καζάχοι), τα οποία συνέχιζαν μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα με συνεχή μεταναστευτικά κύματα να εποικίζουν την περιοχή. Μέσω προσωπικών επαφών, επαγγελματικών σχέσεων, κοινωνικών συμβάσεων και πολύπλευρων φιλανθρωπικών παρεμβάσεων ασκούσε σημαντική επιρροή στις πολυπληθείς ομάδες εργατών και χωρικών σχισματικών-παλαιόπιστων Ρώσων που ήταν εγκατεστημένοι στο Αστραχάν και την ευρύτερη περιοχή. Τούτο λειτούργησε άκρως υποστηρικτικά για την εφαρμογή της πολιτικής προσηλυτισμού που εκπορευόταν από το κράτος και την εκκλησία και αναμφίβολα ενίσχυσε καταλυτικά τη δράση που είχαν αναλάβει προς αυτή την κατεύθυνση ο αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου Νικηφόρος Θεοτόκης και ο διάδοχός του Πλάτων Λιουμπάρσκι. Η παρουσία του Ιωάννη Βαρβάκη στο δημόσιο κοινωνικό βίο ήταν δραστήρια, ισχυρή, πολυδιάστατη και βρήκε εκτεταμένη αποδοχή και αναγνώριση από τους συγχρόνους του. Στις κοινωνικές του συναναστροφές υπήρξε χαρισματικός, με πανθομολογούμενη απήχηση στον αστικό και αγροτικό περίγυρο. Τον διέκρινε εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης και προσαρμοστικότητας στα ετερογενή περιβάλλοντα της σύνθετης εθνολογικά πληθυσμιακής διαστρωμάτωσης της πόλης, που περιλάμβανε εκπροσώπους από το περιβάλλον των εμπόρων, των επαγγελματιών, των τεχνιτών, των εργατών, των κρατικών υπαλλήλων, των δημόσιων λειτουργών, των στρατιωτικών και των ευγενών. Στον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών του συγκαταλέγονται σημαίνοντες στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί ιεράρχες διάφορων δογμάτων, οικονομικοί παράγοντες, επιστήμονες και λόγιοι. Φιλία τον συνέδεσε με τους λόγιους αρχιεπισκόπους Αστραχανίου Νικηφόρο Θεοτόκη, Πλάτωνα Λιουμπάρσκι, Αναστάσιο Μπρατανόφσκι, τον κυβερνήτη και γόνο παλαιού αριστοκρατικού γένους της Πετρούπολης Μιχαήλ Ζούμποφ, τον Ιταλό υπήκοο Αυστρίας Αλέξανδρο Ντίγκμπι, αρχιτέκτονα του σχεδίου της πόλης και πολλών δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων, και το βαθύπλουτο και φιλάνθρωπο αλλά και σταθερό συνεταίρο του σε αρκετές επιχειρήσεις μεγαλέμπορο Πέτρο Σαπόζνικοφ, κάτοχο εντυπωσιακής αυτοδίδακτης μόρφωσης, φιλότεχνο με εξαιρετική συλλογή έργων ζωγραφικής, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και η πασίγνωστη σήμερα Μαντόνα Μπενουά του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε στενότατος φίλος του Δημητρίου Αγάθη, απόφοιτου των πανεπιστημίων Πίζας και Πάδοβας και μέλους των φερώνυμων Ακαδημιών, ο οποίος υπηρετούσε ως διευθυντής του Γενικού Δημόσιου Σχολείου. Ο Αγάθης διέθετε ουμανιστική παιδεία, οξυμμένη κοινωνική προβληματική και χρημάτισε διακεκριμένο μέλος του κλειστού προοδευτικού πνευματικού κύκλου «Φίλοι της ανθρωπότητας», στον οποίο συμμετείχαν κρατικοί, στρατιωτικοί αξιωματούχοι και έμποροι επηρεασμένοι από τα κηρύγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η στενή ανάμειξη του Ιωάννη Βαρβάκη με τους «Φίλους της ανθρωπότητας» συντέλεσε αποφασιστικά στην ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου και στην ιδεολογική του συγκρότηση. Εκτός από τους ομοεθνείς Νικηφόρο Θεοτόκη, Δημήτριο Αγάθη και Θεόδωρο Λεονάρδο, σημαντική ήταν η πνευματική επιρροή φωτισμένων προσωπικοτήτων, όπως ο διευθυντής των ταχυδρομείων του κυβερνείου και δραστήριος μαρτινιστής Φεντόρ Κλιούτσαρεφ, ο αυλικός σύμβουλος, οπαδός του Νόβικοβ, που είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία στο Αρχιπέλαγος, Ιβάν Ροβίνσκι και ο επόπτης δημόσιας εκπαίδευσης του κυβερνείου, κραταιός βιβλιόφιλος και βολταιριστής Ιβάν Τουλίνσκι. 9. Ιδεολογία Η ζύμωση του Βαρβάκη με τα καλλιεργημένα κοινωνικά-μορφωτικά περιβάλλοντα και τον κύκλο των τεκτόνων συνέτεινε στην εγκόλπωση της ιδέας και πρακτικής για τον κοινωνικό αλτρουισμό, στο ενδιαφέρον για την ατομική-συλλογική διαφωτιστική αναβάθμιση μέσω της παιδείας, του θεάτρου, της μουσικής και της τέχνης. Έγινε κοινωνός φλεγόντων κοινωνικών, φιλοσοφικών, πολιτειολογικών ζητημάτων και εξοπλίστηκε συνειδησιακά για δραστικότερη ανάμειξη σε θέματα ηθικού-θρησκευτικού πατριωτικού καθήκοντος, κοινωνικής χειραφέτησης για τη θετή πατρίδα και συμμετοχής στην πολύμοχθη προετοιμασία της ελληνικής εθνικής συγκρότησης. 10. Η μετοικεσία στο Ταϊγάνιο και η επιστροφή στην Ελλάδα Το 1815 ο Ιωάννης Βαρβάκης μετοίκησε πλαισιωμένος από μέλη της οικογένειάς του στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής. Η εγκατάσταση του Βαρβάκη στο Ταϊγάνιο, ένα από τα θαλερότερα κέντρα της συντεταγμένης παρουσίας της ελληνικής διασποράς στη νότια Ρωσία, υπαγορεύτηκε από ζητήματα που αφορούσαν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των οικογενειακών επιχειρήσεων, την κατάσταση της υγείας και –κυρίως– τη μύησή του στα πατριωτικά σχέδια και τις δραστηριότητες της φανερής Φιλομούσου Εταιρείας, της μυστικής Φιλικής Εταιρείας και της διαδόχου της Φιλανθρωπικής Εταιρείας. Η οικονομική εισφορά του Ιωάννη Βαρβάκη για την υποστήριξη των διαφωτιστικών και εκπαιδευτικών αναγκών του έθνους και για την παροχή των αναγκαίων εφοδίων σε οπλισμό, πυρομαχικά, εξοπλισμό πλοίων, τροφοδοσία και επισιτισμό των αγωνιζομένων στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα υπήρξε απαράμιλλα μεγαλειώδης. Ο Ιωάννης Βαρβάκης, όντας πολιτικά πεπειραμένος και άριστα ενήμερος για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση, κατήλθε (1824) στην επαναστατημένη Ελλάδα αποσκοπώντας όχι μόνο με αφειδώλευτες ευεργεσίες να υποστηρίξει τον Αγώνα αλλά και να συμβάλει στη διευθέτηση της εσωτερικής διαμάχης που έλαβε μορφή εμφύλιας πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης. Η παρέμβασή του στις εξελίξεις με τη συγκεκριμένη πρόταση υπέρ του Ιωάννη Καποδίστρια δεν έτυχε ανταπόκρισης. Ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στη Ρωσία, όμως εξαιτίας της βεβαρυμένης υγείας του πέθανε, τη 12η Ιανουαρίου 1825, σε ηλικία 82 ετών, στη Ζάκυνθο, όπου και ετάφη. |