1. Εισαγωγικά
Αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματικής κουλτούρας των Ελλήνων εμπόρων και επιχειρηματιών της διασποράς ήταν οι πάσης φύσεως δωρεές, προ και μετά θάνατον, είτε προς το γενέθλιο τόπο είτε προς τον τόπο υποδοχής. Κληροδοτήματα και ευεργετικές πρακτικές αποκαλύπτουν τα πνευματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά του επιχειρηματία, καταγράφουν τις εθνικές και τοπικές ιδιαιτερότητες και συνθέτουν τον κοινωνικό του ρόλο, ένα ρόλο που φέρνει στο προσκήνιο τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή του οικονομικού πρωταγωνιστή και της επιχείρησής του στα κοινωνικά δρώμενα και αφήνει να φανούν οι πολιτισμικές και πολιτικές αντιλήψεις που διέπουν την κοινωνική του συμπεριφορά.
Η πληθώρα των περιπτώσεων κοινωνικής αγαθοεργίας των Ελλήνων επιχειρηματιών που έδρασαν στη νότια Ρωσία, από τα μέσα του 17ου αιώνα ως τη Ρωσική επανάσταση, επιβάλλουν την ειδολογική κατάταξη και ερμηνεία του ευεργετικού φαινομένου με βάση τέσσερις προτεινόμενες συνιστώσες: τον τόπο προέλευσης, την περίοδο της εγκατάστασης, τον τόπο υποδοχής και την κοινωνική διαφοροποίηση.
2. Συνιστώσες του ευεργετικού φαινομένου
2.1. Τόπος προέλευσης
Ο τόπος προέλευσης συνιστά ένα σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των ευεργετικών πρακτικών. Δύο παραδείγματα, η Ήπειρος και η Χίος αποτελούν αφορμές για δύο διαφορετικές μεταναστευτικές διαδρομές και κληροδοτικές πρακτικές. Οι Ηπειρώτες έμποροι, σημαντικό κομμάτι της ελληνικής διασποράς κατά την πρώτη ιδίως περίοδο, προέρχονται από τον ορεινό και άγονο τουρκοκρατούμενο χώρο, ακολουθούν τους δρόμους του χερσαίου εμπορίου δια μέσου των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης και καταλήγουν σε μεγάλες πόλεις της ρωσικής ενδοχώρας, τη Νίζνα, το Κίεβο ή τη Μόσχα. Εκκινούν με ελάχιστα κεφάλαια και συσσωρεύουν αργά πλούτο, διακρίνονται για τη λιτότητα και το μετρημένο του βίου, ελάχιστοι επισκέπτονται το γενέθλιο τόπο κατά τη διάρκεια των χρόνων της απουσίας τους. Είναι συνήθως άγαμοι και πεθαίνουν χωρίς να αφήσουν απογόνους. Συχνά κληροδοτούν το σύνολο της περιουσίας τους στις κοινότητες του τόπου προέλευσης. Επιδεικνύουν έντονο αλληλέγγυο και κοινοτικό πνεύμα και εκδηλώνουν ιδιαίτερη πρόνοια για τη διάδοση της εκπαίδευσης και των γραμμάτων στον υπό οθωμανική κυριαρχία ηπειρωτικό χώρο.
Μια διαφορετική περίπτωση συνιστούν οι Χιώτες, που μεταναστεύουν, συνήθως μετά την καταστροφή της Χίου από ένα νησί με ισχυρή εμπορική και ναυτιλιακή παράδοση, συχνά με ικανό κεφάλαιο, εγκαθίστανται στα λιμάνια της νότιας Ρωσίας και εγγράφονται στην πρώτη τάξη των εμπόρων. Ασχολούνται με το σιτεμπόριο και την πλοιοκτησία. Διαθέτουν ήδη ισχυρά δίκτυα συγγένειας και εμπορικών σχέσεων με τα ευρωπαϊκά λιμάνια, και κινητοποιούν αυτά τα δίκτυα για να επιτύχουν την επέκταση των επιχειρήσεών τους. Υιοθετούν τη ρωσική υπηκοότητα και παντρεύονται με άλλες ισχυρές Χιώτικες οικογένειες. Κληροδοτούν μικρά ποσά στο γενέθλιο τόπο και διανέμουν τις μεγάλες εμπορικές περιουσίες τους στους απογόνους.
2.2. Περίοδος εγκατάστασης
Σημαντικός παράγων που διαφοροποιεί τις ευεργετικές πρακτικές είναι η χρονική περίοδος σε σχέση με τη γέννηση και εγκαθίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Τα σημαντικότερα κληροδοτήματα προέρχονται από την πρώτη γενιά των παροίκων, που αποβίωσαν με τον πόθο να δουν ελεύθερη τη γενέτειρά τους και επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια στην ίδρυση εκκλησιών, στα σχολεία, στην απελευθέρωση αιχμαλώτων, στην υποδομή των κοινοτήτων και την πληρωμή των φορολογικών υποχρεώσεων των ραγιάδων. Τοπικοί θεσμοί ήταν οι αποδέκτες των κληροδοτημάτων, ενώ συνήθως το κεφάλαιο επενδυόταν σε ρωσικές τράπεζες και ο ευεργετούμενος λάμβανε το ετήσιο μέρισμα ή την ετήσια απόδοση του κεφαλαίου.
Μια δεύτερη περίοδος εναρμονίζεται με τα πρώτα βήματα του ανεξάρτητου κράτους ως το 1870. Πολλά κληροδοτήματα απευθύνονταν στο εθνικό κέντρο και υποστήριζαν θεσμούς πανελλήνιας σημασίας, όπως το Πανεπιστήμιο, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, τη Ριζάρειο Ακαδημία κ.λπ. Μετά το 1870 η ευεργεσία προς το κράτος μειώνεται, καθώς τα οικονομικά ενδιαφέροντα της διασποράς για επικερδείς επενδύσεις στην ελληνική αγορά αυξάνονται, αρκετά ομογενειακά κεφάλαια επενδύονται σε επιχειρήσεις της Ελλάδας, ενώ συχνά το κράτος αποδεικνύεται ανίκανο να διαχειριστεί επιτυχώς τα κληροδοτήματα των αποδήμων. Νέα έκρηξη, αλλά σε πολύ μικρότερα ποσοστά ευεργεσιών απ’ ό,τι προσέφερε η μετανάστευση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έχουμε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων υπέρ του εθνικού στόλου.
2.3. Τόπος υποδοχής
Τρίτη παράμετρο ερμηνείας του ευεργετικού φαινομένου αποτελούν ο τόπος υποδοχής και οι τοπικές συνθήκες που διαμόρφωναν τον τρόπο ζωής της παροικίας και τις ευεργετικές πρακτικές. Η Οδησσός ως πρώτο λιμάνι υποδοχής παροίκων που επιδόθηκαν κυρίως στο σιτεμπόριο ανέπτυξε ισχυρή κοινοτική οργάνωση, εκπαιδευτική και καλλιτεχνική κίνηση. Η υποχώρηση του ισχυρού ελληνικού στοιχείου μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) και η παρακμή στην κοινοτική οργάνωση και διοίκηση, ο αριστοκρατικός χαρακτήρας των κοινοτικών οργανώσεων και θεσμών οδηγούσε στην αποσιώπηση της ταξικής διαφοροποίησης, στη σύγκρουση συμφερόντων και μείωνε το ευεργετικό ήθος. Η αφομοίωση της κυρίαρχης τάξης των Ελλήνων επιχειρηματιών από τη ρωσική αριστοκρατία, η απώλεια της μητρικής ελληνικής γλώσσας και η μετάβαση από την εμπορική δραστηριότητα στην τάξη των εισοδηματιών μείωνε το ενδιαφέρον τους για τα κοινοτικά ζητήματα και τη βελτίωση της θέσης των μη προνομιούχων Ελλήνων παροίκων. Η συμπεριφορά και η νοοτροπία τους ήταν μάλλον κοσμοπολίτικη, αριστοκρατική παρά εθνικά προσανατολισμένη. Κατά την περίοδο αυτή μειώθηκε το ενδιαφέρον για τους ελληνικούς εκπαιδευτικούς θεσμούς που συντηρούνταν από κληροδοτήματα και εισφορές, σημαντικότερα από τα οποία ήταν η Ελληνεμπορική σχολή και το Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο. Διαφορετική συγκρότηση είχαν οι Έλληνες πάροικοι του Ταϊγανίου, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν κυρίως μέσα από τους τοπικούς θεσμούς και τις οργανώσεις χωρίς να είναι οι θεσμοί αυτοί εθνοτικά προσδιορισμένοι. Χαρακτηριστικό των Ελλήνων επιχειρηματιών του Ταϊγανίου, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από το νησιωτικό χώρο του Ιονίου και του Αιγαίου, ήταν η υποστήριξη έργων κοινωνικής αγαθοεργίας με αποδέκτη το σύνολο των πολιτών. Σημαντικά ευεργετήματα απευθύνονταν στη δημοτική διοίκηση για έργα καλλωπισμού, υποδομής και πολιτισμού, όπως η Εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η μονή Ιεροσολύμων (κληροδότημα Α. Βαρβάκη), η πέτρινη σκάλα που οδηγεί στην παραθαλάσσια προκυμαία (κληροδότημα Γ. Τυπάλδου), το ναυτικό-εμπορικό γυμνάσιο, ο Ερυθρός Σταυρός κ.λπ. Ωστόσο, δεν υπήρξε μνεία για ίδρυση ελληνικού σχολείου και για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας με αποτέλεσμα πολλοί από τους Έλληνες πάροικους να απολέσουν γρήγορα την ελληνική τους ταυτότητα. Στο Ροστόφ, τρίτο λιμάνι παροικιακής εγκατάστασης οι Έλληνες προέρχονταν από το γειτονικό Ταϊγάνιο και από την περιοχή του Πόντου. Η ελληνική εκκλησία χτίστηκε το 1907 και το μεικτό ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε από κληροδότημα των Κεφαλλήνων αδελφών Θεοφάνους.
2.4. Κοινωνική διαφοροποίηση των επιχειρηματιών
Η ταξική διαφοροποίηση και οι κοινωνικές αποστάσεις που χωρίζουν τους Έλληνες επιχειρηματίες αποτελεί ένα επιπλέον κριτήριο που επηρεάζει τις ευεργετικές τους πρακτικές. Η ομοιογενής εικόνα για το εμπορικό σώμα καταρρίπτεται όταν συγκρίνουμε τα οικονομικά μεγέθη των επιχειρηματιών, που επιβάλλουν και τα αντίστοιχα κοινωνικά όρια. Μεταξύ των μεγιστάνων του σιτεμπορίου που ανήκαν στην πρώτη τάξη και του Εμμανουήλ Ξάνθου, για παράδειγμα, που ύστερα από σκληρή εργασία και επίπονες προσπάθειες κατάφερε να συμπεριληφθεί στην τρίτη εμπορική τάξη, οι κοινωνικές οριοθετήσεις είναι σαφείς. Ήταν επόμενο οι πρώτοι να συχνάζουν στο ρωσικό αριστοκρατικό περιβάλλον και να έλκονται από τις διεθνείς οικονομικές ελίτ, ενώ ο τελευταίος να συναναστρέφεται τους ομοεθνείς του και τη μεσαία εμπορική τάξη. Οι κοινωνικές αποστάσεις και διαβαθμίσεις επηρέαζαν τις ευεργετικές πρακτικές και ξεσήκωναν αντιδράσεις από τη μεσαία τάξη που στιγμάτιζε την προκλητική συμπεριφορά των προυχόντων της κοινότητας, πολλοί από τους οποίους είχαν αυξημένα προνόμια στους κοινοτικούς θεσμούς. Το 1847, λόγου χάριν, με αφορμή τη σύσταση της Ελληνικής Φιλοπτώχου Αδελφότητας της Οδησσού, έγινε έντονη κριτική για την παραχώρηση δικαιώματος έξι ψήφων στους ευεργέτες της εταιρείας. Οι πλούσιοι ομογενείς κατηγορήθηκαν για αδράνεια και για κωλυσιεργία στην ίδρυση σωματείου περίθαλψης των πτωχών ναυτών και των βιοπαλαιστών της πόλης και για μειωμένο ενδιαφέρον για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών θεσμών.
Ενώ στο κέντρο της κοινωνικής πρακτικής των παροίκων της πρώτης γενιάς βρισκόταν η εκκλησία, η κοινότητα και η εκπαιδευτική δραστηριότητα, οι απόγονοί τους κινήθηκαν περισσότερο προς την ενσωμάτωση στο ρωσικό κοινωνικό κατεστημένο. Εκπαιδεύτηκαν σε ρωσικά σχολεία, απόκτησαν τίτλους ευγενείας και έδειχναν μικρό ενδιαφέρον για τις εθνικές υποθέσεις. Έκφραση αυτής της απομάκρυνσης ήταν και το σχέδιο της ανέγερσης χωριστής εκκλησίας, για να οριοθετήσουν τις αποστάσεις τους από τη μεσαία τάξη που συσπειρωνόταν γύρω από το ναό της Αγίας Τριάδας.
3. Συμπεράσματα
Στην περίπτωση της επιχειρηματικής διασποράς στη Ρωσία η κοινωνική αγαθοεργία έγινε το όχημα για τη διεύρυνση της κοινωνικής της βάσης, την απόκτηση σεβασμού και εκτίμησης από τους ομοεθνείς και την τοπική κοινωνία, παράγοντες που ήταν ιδιαίτερα υπολογίσιμοι για όσους ανταγωνίζονταν επαγγελματικά σε ξένο και ορισμένες περιπτώσεις εχθρικό περιβάλλον. Η κοινωνική διάσταση του ρόλου του επιχειρηματία την οποία ανέπτυξαν στο έπακρο οι Έλληνες εμπορευόμενοι, αντιστάθμιζε την όχι σπάνια κλονισμένη εμπορική υπόληψη, καθώς στο χώρο ειδικά του σιτεμπορίου, τα σκάνδαλα και οι πτωχεύσεις ήταν συχνά. Παράλληλα η αγαθοεργία άνοιγε το δρόμο της κοινωνικής αποδοχής για ενδεχόμενη αναδίπλωση των κεφαλαίων τους προς τον ελληνικό χώρο και λειτουργούσε ανταποδοτικά για την απόκτηση κρατικών τίτλων, αξιωμάτων και δημοσίων θέσεων.
Αυτό που διαφοροποιεί τις ευεργετικές πρακτικές των Ελλήνων επιχειρηματιών από τις αντίστοιχες άλλων εθνικών ομάδων στο ρωσικό έδαφος ήταν η εμμονή τους σε εκπαιδευτικούς και πατριωτικούς στόχους, ειδικά την πρώτη περίοδο της οίκησης. Το κοινωνικό τους έργο ήταν στραμμένο σε τρεις κατευθύνσεις, την παροικία, το γενέθλιο τόπο και, τέλος, τις ελληνικές κυβερνήσεις. Καθώς το ελληνικό κράτος συνέχισε να αγωνίζεται για την ενοποίηση των εθνικών εδαφών και την απόκτηση οικονομικής βιωσιμότητας οι ευεργεσίες μειώθηκαν.
|