αμφορέας, ο
Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola.
|
ασκός, ο
Μικρό και στενόμακρο αγγείο για υγρά (κυρίως λάδι).
|
έλασμα, το
Λεπτή πλάκα μετάλλου που σχηματίστηκε με σφυρηλάτηση.
|
ερυθρόμορφος ρυθμός, ο
Διακοσμητική τεχνική της αγγειογραφίας, κατά την οποία οι μορφές αποδίδονται με ερυθρό χρώμα πάνω στο σκουρόχρωμο φόντο του αγγείου, ενώ οι ενδυματολογικές και ανατομικές λεπτομέρειες δηλώνονται με εγχάρακτες γραμμές.
|
κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.
|
λήκυθος, η
Βασικό ελαιοδόχο αγγείο, στενόστομο, με μία κάθετη λαβή. Υπάρχουν αρκετοί τύποι του σχήματος αυτού. Τον 5ο αι. π.Χ. επικρατούν οι λήκυθοι κύριου και δευτερεύοντος τύπου. Συχνά απαντά και η λεγόμενη αρυβαλλοειδής λήκυθος με φουσκωτό και κάπως πεπιεσμένο σώμα. Οι λευκές λήκυθοι προορίζονταν αποκλειστικά για ταφική χρήση.
|
μελανόμορφος ρυθμός, ο
Διακοσμητική τεχνική της αγγειογραφίας κατά την οποία οι μορφές αποδίδονται με μαύρο χρώμα πάνω στο ανοιχτόχρωμο φόντο του αγγείου, ενώ οι ενδυματολογικές και ανατομικές λεπτομέρειες δηλώνονται με εγχάρακτες γραμμές.
|
ομφαλός, ο
Συμπαγής λαξευμένη πέτρα ημισφαιρικού σχήματος, η οποία μεταφορικά συμβόλιζε το κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής. Είχε τελετουργική χρήση και καλυπτόταν με δέρμα κατσίκας. Έχει συνδεθεί με προελληνικές χθόνιες θεότητες, ενώ η πρωιμότερη απεικόνισή του έχει εντοπιστεί σε έναν τυρρηνικό αμφορέα του δεύτερου τέταρτου του 6ου αι. π.Χ.
|
ορεία κρύσταλλος, η
Υαλώδης, άχρωμη και διαφανής ποικιλία του χαλαζία (διοξείδιο του πυριτίου). Βρίσκεται σε μονοκρυστάλλους.
|
πελίκη, η
Παραλλαγή του αμφορέα. Πρωτοεμφανίζεται το 520 π.Χ. Διαθέτει ωοειδές σώμα, χαμηλό λαιμό με παχύ χείλος που προεξέχει, λαβές κάθετες στο σώμα και χαμηλή βάση-πόδι. Λόγω της ευστάθειάς του, οι έμποροι αποθήκευαν στο αγγείο αυτό πολύτιμα έλαια που διέθεταν προς πώληση.
|
πέτασος, ο
Πλατύγυρο καπέλο για προφύλαξη από τον ήλιο και τη βροχή.
|
πυξίδα, η
Μικρό αγγείο με κάλυμμα, για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων η καλλυντικών ουσιών. Μέσα σε αυτό οι γυναίκες έβαζαν πούδρα για τον καλλωπισμό τους ή φύλασσαν τα κοσμήματά τους. Δεν έχει λαβές, εκτός από τη σκυφοειδή πυξίδα της Σικελίας.
|
ρόδακας, ο
Διακοσμητικό στοιχείο κυκλικού σχήματος με μορφή τυποποιημένου άνθους τριαντάφυλλου, με έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους πετάλων.
|
ρυτό, το
Σπονδικό αγγείο με άνοιγμα στο κάτω μέρος που επέτρεπε την αργή εκροή του υγρού περιεχομένου.
|
φιάλη, η
Είδος αγγείου, συνήθως από μέταλλο και σπανιότερα από πηλό. Ρηχό και πλατύ σαν πιάτο, χρησίμευε κυρίως για σπονδές.
|
χαλκηδόνιος λίθος, ο
Διοξείδιο του πυριτίου με μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Σχηματίζεται από υδατικά διαλύματα και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός λίθος. Έχει πολλές ποικιλίες, όπως αχάτης, όνυχας, ίασπης κ.λπ.
|
χοή, η
Από το ρήμα «χέω». Είδος θυσίας. Η έκχυση απευθείας στο έδαφος οίνου ως προσφορά στους νεκρούς, στις χθόνιες θεότητες καθώς και στις θεότητες της φύσης, όπως οι Νύμφες, οι Μούσες και οι Ερινύες. Οι χοές μπορούσαν να είναι και «άοινοι».
|
ωμοπλινθοδομή, η (opus latericium, το)
Τρόπος δόμησης με άψητες χωματόπλινθες (lateres).
|