opus quadratum, το
Σύστημα τοιχοποιίας που αντιστοιχεί στο ισόδομο σύστημα. Αποτελείται από ισοϋψείς δόμους, δηλαδή στρώσεις λαξευμένων λίθων με τις ίδιες διαστάσεις.
|
opus vittatum
Τεχνική τοιχοδομίας μεγάλων τοίχων της Ρωμαϊκής εποχής. Η λιθοδομή αποτελείται από μικρούς τετράγωνους λίθους στους οποίους παρεμβάλλονται μια ή δύο σειρές οπτόλινθοι.
|
ισόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς, ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκειμένων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το αν οι στενές πλευρές των πλίνθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.
|
κονίαμα, το
Πολτώδες παρασκεύασμα που αποτελείται από χώμα, νερό, κόκκους άμμου, θηραϊκής άμμου ή μαρμάρου. Χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό μεταξύ λίθων ή πλίνθων, εξασφαλίζοντας στερεότητα, είτε για την επίχριση τοιχοποιίας, εξασφαλίζοντας την προστασία της.
|
περίβολος, ο
Περίβολος τείχους, πάροδος. Συχνά ο περίβολος ταυτίζεται με το τείχος.
|
πύργος, ο
Κατασκευή της οποίας το ύψος είναι μεγαλύτερο του μετωπικού πλάτους ή της διαμέτρου. Οι πύργοι μπορούν να έχουν το ίδιο ύψος με το τείχος ή μεγαλύτερο.
|
τετραπυργία
Τύπος κάστρου τετράγωνης κάτοψης με κυκλικούς πύργους στις γωνίες.
|
τετράρχες, οι
Οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους μετά το χωρισμό του από το Διοκλητιανό σε τέσσερα τμήματα. H πρώτη τετράδα τέτοιων ηγεμόνων ήταν ο Διοκλητιανός, ο Μαξιμιανός (αύγουστοι), ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός (καίσαρες).
|
χυτή τοιχοποιία, η (opus caementicium, το)
Τρόπος δόμησης με τη χρήση ξυλότυπων, κονιάματος ως συνδετικού υλικού και αργών λίθων. Στο ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους διαδόθηκε από το 50 π.Χ. και μετά.
|
ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.
|