επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
κιονόκρανο, το
Το επιστέφον στοιχείο ενός κίονα, που αποτελεί τη μετάβαση μεταξύ του κατακόρυφου στηρίγματος και του οριζόντιου στοιχείου του επιστυλίου. Κατά την Αρχαιότητα η διακόσμηση του κιονόκρανου αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Το δωρικό κιονόκρανο φέρει άβακα και εχίνο, το ιωνικό επιπλέον έλικες και προσκεφάλαιο, ενώ το κορινθιακό φέρει άβακα και κάλαθο με φύλλα ακάνθου.
|
πορτολάνος, ο
Ναυτικό βιβλίο, είδος λιμενολογίου, επίτευγμα της ναυσιπλοΐας το 12ο αιώνα (από το λατινικό portus, λιμάνι). Παρείχε περιγραφή των ακτών και υποδείκνυε τα νηολόγια, ανάλογα με το λιμένα προορισμού. Επίσης, παρουσίαζε τα πιθανά αγκυροβόλια και τις γεωλογικές ιδιαιτερότητες.
|