Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Οικογένεια Σιφναίου

Συγγραφή : Σιφναίου Ευρυδίκη (22/4/2008)

Για παραπομπή: Σιφναίου Ευρυδίκη, «Οικογένεια Σιφναίου», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11127>

Οικογένεια Σιφναίου (2/12/2008 v.1) Sifnaios family (27/9/2010 v.1) 
 

1. Οι απαρχές

Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Απόστολος Σιφναίος, ο οποίος καταγράφεται στον κατάλογο των εμπόρων, χριστιανών Οθωμανών υπηκόων, που ήταν εγκατεστημένοι στην αγορά της Μυτιλήνης το 1840. Τα παιδιά του Βασίλειος και Θεόδωρος εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη για να δουλέψουν σε συγγενικό εμπορικό κατάστημα και να μάθουν την καταστιχογραφία και την εμπορική τέχνη. Τη δεκαετία του 1840 οι σιτεμπορικές εργασίες στην Κωνσταντινούπολη ήταν ιδιαίτερα αποδοτικές, όπως μαρτυρεί ο Ανδρέας Συγγρός, που, καταγόμενος από τη Χίο, βρέθηκε και αυτός να εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη σε εμπορικό οίκο.1 Ο Βασίλειος χάθηκε σε ναυάγιο στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ ο Θεόδωρος εγκαταστάθηκε, ως δεύτερης τάξης έμπορος, στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής, μια πόλη που αναπτυσσόταν εμπορικά υπό την ενθάρρυνση ελληνικών κεφαλαίων και Ελλήνων πλοιοκτητών που αναλάμβαναν τις θαλάσσιες μεταφορές των δημητριακών προς τα μεσογειακά λιμάνια.

Οι λόγοι της μετανάστευσης των παιδιών της οικογένειας Σιφναίου πρέπει να αναζητηθούν στην οικονομική ανέχεια και τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη Μυτιλήνη την περίοδο αυτή. Συνέβαλε επίσης και η δυσκολία εξεύρεσης εργασίας για τα παιδιά των πολυμελών οικογενειών, εξαιτίας της ανεπάρκειας των φυσικών πόρων και της υποτελούς θέσης των χριστιανών έναντι των στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, που κατείχαν τα βασικά μέσα παραγωγής και προπάντων τις πλέον εύφορες και προσοδοφόρες γαίες. Μέχρι το 1839, εξάλλου, στη Λέσβο ο στρατιωτικός διοικητής είχε το μονοπώλιο της εμπορίας του ελαιόλαδου, που ήταν και το κύριο εξαγώγιμο προϊόν του νησιού.

Από τα άλλα παιδιά της οικογένειας, ο Παναγιώτης σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ της Γαλλίας και επέστρεψε στη Μυτιλήνη για να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, ενώ ο Ιωάννης σπούδασε καταστιχογραφία σε σχολή της Σύρου. Σε επιστολή του από τη Γαλλία προς τον αδελφό του στο Ταϊγάνιο, ο Παναγιώτης εξηγεί τους λόγους της οικογενειακής μετανάστευσης των αδελφών Σιφναίου: «Ω, αν ήξευρες, αδελφέ! Ποία ευχάριστα αισθήματα γεννώνται εξ άλλου μέρους εις την ψυχήν μου, οσάκις λαμβάνω επιστολήν σου. Αύται με δίδουν αφορμήν να παραβάλλω την νεανικήν μας (ενθυμήσου ολίγον) κατάστασιν με την παρούσαν. Ήλπιζες ποτέ τόσην μεταβολήν; Ενθυμήσου ότι δεν είχαμεν εις τον ήλιον μοίραν».2

2. Κίνητρα της μετανάστευσης

Η διατριβή στο εξωτερικό και η εκμάθηση του ιατρικού επαγγέλματος άνοιξαν τους ορίζοντες του Παναγιώτη Σιφναίου και του πρόσφεραν νέες εμπειρίες, που τις μοιραζόταν με τους ξενιτεμένους αδελφούς του: «Πρέπει να σε το είπω άπαξ διά παντός», έγραφε προς το Θεόδωρο, «ότι δεν διέμεινα έξι ολόκληρα έτη εις την Ευρώπην διά να μη μάθω παρά ξηράν την ιατρικήν, αν και η επιστήμη αυτή είναι τόσον εκτεταμένη, τόσον δύσκολος, τόσον ποικίλη, απαιτεί να έχη τις αδιακόπως την προσοχήν προσηλωμένην εις αυτήν νύκτα και ημέραν καθ’ όλον του τον βίον, αλλ’ επροσπάθησα μ’ όλον τούτο και μ’ όλην την ακρίβειαν, την οποίαν ήμην αναγκασμένος να βάλλω εις τα καθημερινά έξοδά μου. Επροσπάθησα λέγω να ωφεληθώ όσον μου ήτο δυνατόν από όλα. Νομίζω ότι όλοι οι Έλληνες χρεωστούν να κάμνωσι το αυτό. Η δυστυχής και φιλτάτη Ελλάς απαιτεί τούτο από ημάς. Να ήξευρες, αδελφέ, πόσον είμεθα οπίσω εκεί καθ’ όλα. Να έβλεπες εις την εν Λονδίνω έκθεσιν [αναφέρεται στην Παγκόσμια έκθεση που διοργανώθηκε στο Crystal Palace του Λονδίνου το 1851, για να παρουσιάσει στο κοινό τα επιτεύγματα της επιστήμης και τους άθλους της βιομηχανίας] την ελεεινήν του Έθνους μας κατάστασιν. Τι διαφορά ενώπιον των πολιτισμένων εθνών! Οποία λυπηρά αισθήματα, όταν συγκρίνει τις την σημερινήν κατάστασιν του Έθνους μας με την των Προγόνων μας!»3

Η επαγγελματική σταδιοδρομία ώθησε τους αδελφούς Σιφναίου έξω από το γενέθλιο τόπο. Η εγκατάσταση του Θεοδώρου στο Ταϊγάνιο συνοδεύτηκε από το άνοιγμα εμπορικού καταστήματος υπό την επωνυμία Sifneo Frères. Ο πρεσβύτερος αδελφός μετακάλεσε το μικρότερο αδελφό του Ζάννο, που ήταν και εταίρος στο κατάστημα, για να μοιραστεί τη διεύθυνση των εμπορικών εργασιών. Οι άλλοι αδελφοί συμμετείχαν ως «σιωπηλοί» μέτοχοι στην εταιρεία. Ο εμπορικός οίκος αναγράφηκε στη δεύτερη εμπορική τάξη, με βάση το δηλωθέν κεφάλαιο, και ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο εισαγωγής και εξαγωγής.

3. Στρατηγικές επιλογές

Η εταιρεία Sifneo Frères (1850-1923) υπήρξε μια μεσαία οικογενειακή επιχείρηση που δραστηριοποιoύνταν σε μια απομακρυσμένη αγορά με χαμηλού επιπέδου εμπορικές δομές, σχετική γεωγραφική απομόνωση, λόγω του εποχικού κλεισίματος της Αζοφικής θάλασσας που πάγωνε, και ιδιαίτερα αυξημένους παράγοντες περιβαλλοντικής αβεβαιότητας. Ήταν μια ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία που λειτούργησε από το 1850 έως το 1919 με έδρα το Ταϊγάνιο και με δύο υποκαταστήματα εκτός Ρωσίας, το ένα στην Κωνσταντινούπολη και το άλλο στον Πειραιά.

Τα εμπορεύματα που διακινούσε η εταιρεία ήταν κυρίως μεσογειακά προϊόντα (ξηρά και νωπά φρούτα, ελιές και ελαιόλαδο), τα οποία εισήγαγε, και σιτηρά, χαβιάρι, βούτυρο και άλλα προϊόντα, τα οποία εξήγαγε με κατεύθυνση τα ευρωπαϊκά λιμάνια, όσον αφορά τα σιτηρά, και τις οθωμανικές και ελληνικές αγοράς όσον αφορά τα άλλα προϊόντα. Η επιχείρηση απόκτησε πολύ γρήγορα δικά της μεταφορικά μέσα, αβαθείς φορτηγίδες που ήταν απαραίτητες για τη μεταφορά των προϊόντων της προς τα ατμόπλοια, που άραζαν έξω από τον κόλπο του Ταϊγανίου. Τα δύο αυτά πλεονεκτήματα, ο συνδυασμός εμπορίου εισαγωγής και εξαγωγής και η πλοιοκτησία, υπήρξαν στρατηγικές επιλογές της επιχείρησης που της επέτρεψαν να επιβιώσει σε δύσκολες οικονομικά συνθήκες με έντονες διακυμάνσεις των τιμών και να αποφύγει την πτώχευση, όπως συνέβη σε πολλούς ελληνικούς εμπορικούς οίκους. Μια τρίτη στρατηγική επιλογή ήταν η δημιουργία μιας εμπορικής δικτύωσης στην Κωνσταντινούπολη, πόλη που κατείχε καίρια θέση στο εμπόριο από την Ανατολή προς τη Δύση, τόσο γιατί σχετιζόταν με το δίκτυο τροφοδοσίας του οίκου με προϊόντα εισαγωγής, όσο και με τον έλεγχο των εξαγωγών και την κατεύθυνση που θα έπαιρναν τα σιτηρά, ανάλογα με τη διαμόρφωση των τιμών στην Ευρώπη.

Η εισαγωγή των παιδιών της τρίτης γενιάς στο εταιρικό σχήμα, ύστερα από την περάτωση των σπουδών τους στην Ελληνεμπορική Σχολή της Χάλκης και στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή της Μασσαλίας, διεύρυνε το εταιρικό σχήμα ανάμεσα σε συγγενείς δεύτερου βαθμού, αλλά και επέτρεψε την ανάπτυξη διχογνωμιών γύρω από την εμπορική στρατηγική, ειδικά όσο αφορούσε το σιτεμπόριο.

4. Διάσπαση και αναδημιουργία

Οι διαφορετικές επιχειρηματικές στρατηγικές οδήγησαν στη διάλυση της αρχικής εταιρείας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους αδελφούς και στη δημιουργία δύο εταιρειών: η μία υπό την ίδια επωνυμία, διοικούμενη από τους τέσσερις γιους του Ζάννου Σιφναίου, και η άλλη από τον υιό του Θεοδώρου Σιφναίου, το Βάνια, υπό την επωνυμία Θεόδωρος Σιφναίος και Υιός. Η δεύτερη αποδείχτηκε βραχύβια και μετακίνησε την έδρα της στο Ροστόφ. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Βάνιας Σιφναίος ήταν και πρόξενος της Ελλάδας στο Ροστόφ. Το 1919 επέστρεψε στην Ελλάδα και ενασχολήθηκε με την πολιτική ως υποστηρικτής των Γεωργίου Παπανδρέου και Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ μετά το 1925 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μυτιλήνη. Η Μυτιληνιά σύζυγός του Ελένη Λουκά ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφράστρια ρωσικής λογοτεχνίας, ενώ ασχολήθηκε και με τη φιλανθρωπία.

Η εταιρεία Sifneo Frères με έδρα το Ταϊγάνιο και κύριους μετόχους την τρίτη γενιά (τους αδελφούς Βάσα, Απόστολο, Μήκια και Αριστείδη) εμβάθυνε και επέκτεινε τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές, επενδύοντας στη νέα τεχνολογία. Αγόρασε δύο ατμόπλοια και τέσσερις ατμήλατες φορτηγίδες και επιχείρησε επωφελείς αγορές, φορτώσεις, μεταφορές και μεταπωλήσεις φορτίων με εμπορεύματα τόσο του εξαγωγικού όσο και του εισαγωγικού εμπορίου. Μεγάλο μέρος των κερδών της εταιρείας προέκυψε από τον κύκλο των μεσιτειών τόσο για εμπορεύματα όσο και για ατμόπλοια, που εξασφάλιζαν σταθερότητα και διασπορά του επιχειρηματικού κινδύνου. Οι μεσιτείες, εξάλλου, υποδήλωναν την ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου εντολέων-εντολοδόχων και την αυξημένη εμπιστοσύνη και φερεγγυότητα που έδειχναν ξένοι έμποροι αλλά και ντόπιοι παραγγελιοδόχοι προς τους Αδελφούς, ιδιαίτερα μετά την κρίση των ελληνικών εμπορικών οίκων του Ταϊγανίου που οδήγησε στις πτωχεύσεις του 1895 και τη δυσφήμηση του ελληνικού εμπορίου από τη συμμετοχή τους σε δολιοφθορές που αποκαλύφθηκαν στο τελωνείο το 1881.4

Τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της η επιχείρηση την πέτυχε μεταξύ των ετών 1900 και 1910. Τη δεκαετία αυτή τα κέρδη πολλαπλασιάστηκαν με την αύξηση του κύκλου εργασιών και το συνδυασμό επικερδών ναύλων στα δύο ατμόπλοια της εταιρείας και σιτοφορτίων. Από το 1899, όταν η εταιρεία έγινε η έκτη σε μέγεθος εξαγωγική εταιρεία του Ταϊγανίου,5 έως το 1912, οπότε έφθασε να είναι δεύτερη στις εξαγωγές,6 διάνυσε μια επιτυχή επιχειρηματική πορεία, παρά τους κλυδωνισμούς και τις δυσκολίες. Όμως το εμπορικό ενδιαφέρον στην Αζοφική είχε μετατοπισθεί ήδη από το Ταϊγάνιο προς δύο νέα εξαγωγικά κέντρα, το Ροστόβ και το Νοβοροσίσκ.

5. Προβλήματα και δυσκολίες

Με τους Βαλκανικούς πολέμους ο διάπλους προς τη Μεσόγειο έγινε προβληματικός για τα πλοία που έφεραν ελληνική σημαία, ενώ μια νέα παρατεταμένη κρίση άρχισε με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που μετέτρεψε την Αζοφική και τη Μαύρη θάλασσα σε κλειστές θάλασσες και απέκοψε το ρου του ρωσικού εμπορίου προς τη Μεσόγειο. Τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που ακολούθησαν (η επανάσταση του 1917 και η κατοχή των ρωσικών λιμανιών από τα γερμανικά στρατεύματα το 1918 και από το στρατό των Λευκών που αντιμάχονταν τους Μπολσεβίκους) επέβαλαν στην επιχείρηση οργανωτική ανακατάταξη και καθόρισαν νέες επενδυτικές προτεραιότητες. Το Μάρτιο του 1919, χρονιά της αναγκαστικής αποχώρησης από τη Ρωσία, η εταιρεία είχε φτάσει στο μέγιστο της ανάπτυξής της. Είχε έναν εύρωστο εμπορικό οίκο με τρία υποκαταστήματα σε ρωσικά λιμάνια (το Γέισκ, τη Μαριούπολη και το Μπερντιάνσκ), αποθήκες, δύο ατμόπλοια και τέσσερα ατμοκίνητα ποταμόπλοια, καθώς και δύο υποκαταστήματα εκτός Ρωσίας, ένα στην Κωνσταντινούπολη και ένα στον Πειραιά. Μόνο μετά την απώλεια της ρωσικής έδρας και το σχεδόν παράλληλο κλείσιμο του υποκαταστήματος Κωνσταντινουπόλεως, το Δεκέμβριο του 1922, αναπροσαρμόστηκαν οι επιχειρηματικές τακτικές.

Η εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα σήμανε και τη σταδιακή εγκατάλειψη του εμπορίου προς όφελος της βιομηχανίας, με την οποία συνδέθηκε η τρίτη και τέταρτη γενιά. Έτσι, έπειτα από μια παραδοσιακή επενδυτική επιλογή, το συνδυασμό εμπορίου και πλοιοκτησίας, η επιχείρηση υιοθέτησε μια εκσυγχρονιστική επενδυτική πρακτική που επιθυμούσε να στηρίξει μεσαίες και πρωτοπόρες στο είδος τους βιομηχανικές μονάδες (ψυγεία, εργοστάσιο οξυγόνου και ασετυλίνης) στο αναγεννημένο ελληνικό κράτος από τα τραύματα του διχασμού, του πολέμου και της Μικρασιατικής Καταστροφής.

1. Συγγρός, Α.,  Απομνημονεύματα Α, Αγγέλου, Α. – Χατζηιωάννου, Μ.Χ. (επιμ.) (Αθήνα 1998), σελ. 145-221.

2. Αρχείο Σιφναίου, αντίγραφο επιστολής του Παναγιώτη Σιφναίου προς τον αδελφό του Θεόδωρο χωρίς χρονολογία, πιθανόν στα τέλη του 1851.

3. Αρχείο Σιφναίου, αντίγραφα επιστολών του Παναγιώτη Σιφναίου προς τον αδελφό του Θεόδωρο στις 15 Ιανουαρίου 1852 και στις 16 Μαΐου 1852.

4. Foreign Office, Russia, Report by the Consul Wooldridge on the Trade and Commerce of Taganrog and other Ports of the Sea of Azoff for the Year 1881.

5. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδος, 1899, φάκ. 5α, 42Γ, αρ. πρ. 289.

6. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδος, 1912, φάκ. 113/1, Προξενείον Ταϊγανίου 1911, έκθεση του προξένου Σ. Κιουζέ-Πεζά.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>