Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Σωζόπολη (Νεότεροι Χρόνοι)

Συγγραφή : Doncheva Svetlana (31/3/2008)

Για παραπομπή: Doncheva Svetlana, «Σωζόπολη (Νεότεροι Χρόνοι)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11170>

Σωζόπολη (Νεότεροι Χρόνοι) (5/2/2009 v.1) Sozopol (5/10/2010 v.1) 
 

1. Εισαγωγικά

Η Σωζόπολη (Созопол στα βουλγαρικά) βρίσκεται σε μια μικρή χερσόνησο στη νότια άκρη του κόλπου του Μπουργκάς (Πύργου). Γύρω από την πόλη βρίσκονται τρία νησιά –βόρεια ο Άγιος Ιωάννης, ανατολικά ο Άγιος Πέτρος και δυτικά ο Άγιος Κήρυκος. Η Σωζόπολη ήταν η παλαιότερη από τις αρχαίες ελληνικές αποικίες στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας και γνώρισε πολλούς κατακτητές κατά τη μακραίωνη ιστορία της, μέχρι να καταληφθεί από τον Καρατζά Μπέη το Φεβρουάριο του 1453.

2. Η ιστορία της Σωζόπολης μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα

2.1 Η Σωζόπολη κατά την Οθωμανική περίοδο (1453-1878)

Όπως και για τις άλλες πόλεις των δυτικών παράλιων της Μαύρης θάλασσας, οι πληροφορίες μας για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Γνωρίζουμε πάντως ότι κατά τη δεκαετία του 1620 η Σωζόπολη και η περιοχή της υπέστη μεγάλες ζημιές από πειρατικές επιδρομές, κυρίως μάλιστα από τους Κοζάκους, που κυριαρχούσαν εν μέρει στα βορειοανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, δηλαδή στην περιοχή της ανατολικής Ουκρανίας. Το 1623 συγκεκριμένα οι Κοζάκοι οχυρώθηκαν στη μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, βασάνισαν τους μοναχούς και έπιασαν αιχμάλωτους. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού το 1629 οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τη μονή. Ωστόσο σώθηκαν πολλά χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, τα οποία οι μοναχοί έφεραν στη μονή της Θεοτόκου στη Χάλκη. Είναι ενδεικτικό της συχνότητας και βιαιότητας των επιθέσεων αυτών ότι νωρίτερα, στα 1622, ο μητροπολίτης της Σωζόπολης Καλλίνικος είχε παραιτηθεί «διὰ τὴν ἐρήμωσιν τῆς πόλεως ἐκ τῶν συχνῶν αἰχμαλωσιῶν τῶν Ῥώσων».1

Στις αρχές του 18ου αιώνα, για μια σύντομη περίοδο, η Σωζόπολη έγινε καταφύγιο για τον ανώτερο αξιωματούχο, μεγάλο διερμηνέα για την ακρίβεια, της Υψηλής Πύλης Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Για πολιτικούς λόγους, τον Αύγουστο του 1703, ο Μαυροκορδάτος μαζί με το γιο του Νικόλαο, μελλοντικό ηγεμόνα της Μολδαβίας, ήρθε στη Σωζόπολη και έμεινε στους συγγενείς της συζύγου του ενώ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όταν ενθρονίστηκε ο σουλτάνος Αχμέτ.2

Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση της πόλης και η στρατηγική τοποθεσία του λιμανιού, το οποίο προστατευόταν από τα νησιά Άγιο Πέτρο και Άγιο Ιωάννη, προσέλκυσαν τους ξένους, κυρίως αξιωματικούς, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς περιέγραψαν το λιμάνι και το εμπόριο της πόλης. Έτσι, ο Charles de Peyssonnel, το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, σημείωσε ότι το λιμάνι της Σωζόπολης είναι πολύ καλό και σε αυτό μπορούν να εισέρχονται πλοία όλων των ειδών. Μέσω αυτού του λιμανιού εισάγονταν ρύζι, καφές, διάφορα ενδύματα από το Κάιρο, τη Θεσσαλονίκη και τη Γαλλία, αλλά εξάγονταν μόνο δημητριακά –σιτάρι, κριθάρι κ.ά. προς την Κωνσταντινούπολη.3 Ο J.B. Lechevalier, τη δεκαετία του 1780, βρήκε το λιμάνι κατάλληλο και για στρατιωτικά πλοία.4 Ο A.O. Duhamel στο στατιστικό του πίνακα της «Ρωμυλίας» από το 1829 χαρακτήρισε το λιμάνι της Σωζόπολης ως το καλύτερο όλων των δυτικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας.5

Μια άλλη πηγή βιοπορισμού ήταν η αλιεία, η οποία έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό οικονομικό ρόλο στη Σωζόπολη. Η πόλη είχε τη μεγαλύτερη ζώνη αλιείας από όλες τις γειτονικές πόλεις καθώς και τις περισσότερες βάρκες, ενώ υπήρχαν επίσης 27 νταλιάνια (δικτυωτές ιχθυοπαγίδες) και πολλοί άλλοι αλιευτικοί εξοπλισμοί.6

Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι προύχοντες της πόλης με επικεφαλής το μητροπολίτη Παΐσιο Πρίκαιο συγκέντρωσαν όπλα και πυρομαχικά, ενώ ενισχύθηκαν σε αυτή τη δράση και από πλούσιους συμπολίτες τους που διέμεναν στη Μολδαβία. Αποκαλύφθηκαν όμως από τις αρχές και ο μητροπολίτης εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο. Μερικοί από τους προκρίτους, όπως ο Θανάσης Τόμογλου, κρεμάστηκαν στην Αγχίαλο, άλλοι –όπως ο Χατζή Ασλάνης Αντωνάκης Σκούλογλου εκτοπίστηκαν.7

Κατά το Ρώσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, και συγκεκριμένα στις 15 Φεβρουαρίου 1829, το ρωσικό ναυτικό κατέλαβε την πόλη, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο ολόκληρου του κόλπου. Μετά το τέλος του πολέμου πολλοί κάτοικοι της Σωζόπολης εγκατέλειψαν την πόλη μαζί με τα ρωσικά πλοία και μετανάστευσαν στη Ρωσία. Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856 το λιμάνι της Σωζόπολης χρησιμοποιήθηκε από τον αγγλικό και το γαλλικό στρατό. Από εκεί αναχωρούσαν πλοία με πυρομαχικά εναντίον των Ρώσων.

2.2 Η Σωζόπολη κατά την περίοδο 1878-1914

Η Σωζόπολη καταλήφθηκε από το ρωσικό στρατό στις 10 Ιανουαρίου του 1878. Μέχρι το 1885, οπότε και ενσωματώθηκε στην αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας, ήταν μέρος της Τοπαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας και υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία του Μπουργκάς. Το Φεβρουάριο του 1897 την πόλη επισκέφτηκαν ο πρίγκιπας της Βουλγαρίας Φερδινάνδος και η σύζυγός του Μαρία Λουΐζα. Τους καλωσόρισε ο δήμαρχος της Σωζόπολης Χατζή Κωστάκης Θεοφανίδης. Το ζευγάρι ξεναγήθηκε στα αξιοθέατα της πόλης, και στο μητροπολιτικό ναό ο μητροπολίτης Παρθένιος τέλεσε δοξολογία. Αργότερα ο πρίγκιπας έκανε δωρεές σε καθεμιά από τις εκκλησίες της πόλης. Επίσης, εντυπωσιασμένος από τη φιλοξενία, έστειλε ένα σημαντικό ποσό από το δικό του λογαριασμό για να στρωθούν οι οδοί της Σωζόπολης με πέτρες.8

Το 1906 κατά τα ανθελληνικά γεγονότα η Σωζόπολη δεν υπέστη ζημιές όπως για παράδειγμα η Αγχίαλος. Διαλύθηκε όμως ο σύλλογος «Δήμητρα» και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της κοινότητας. Ο μητροπολίτης της Σωζοαγαθουπόλεως αναγκάστηκε να φύγει πρώτα στο Βασιλικό, και μετά στην Κωνσταντινούπολη.9

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, στις 29 Μαΐου του 1914 οι Βούλγαροι κατέλαβαν το μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου, όπως και το διπλανό κτήριο της μητρόπολης, όπου βρισκόταν και το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης, και μετονόμασαν την εκκλησία σε εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος. Μετά έκαναν έφοδο και στις άλλες εκκλησίες της πόλης –του Αγίου Ιωάννη, της Θεοτόκου Επισκέπτριας και του Αγίου Ζώσιμου.10

3. Ο πληθυσμός της Σωζόπολης

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Charles de Peyssonel στα τέλη του 18ου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της πόλης ήταν Τούρκοι, ενώ υπήρχαν και λίγοι Έλληνες.11 Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με άλλες πληροφορίες που διαθέτουμε. Την ίδια περίοδο ο W. von Brognard ανέφερε ότι στην πόλη υπάρχουν 300 σπίτια (επομένως περίπου 1.500 κάτοικοι) και ο πληθυσμός ήταν αποκλειστικά ελληνικός.12 Ο A.O. Duhamel κατά τον πόλεμο του 1828-1829 σημείωσε στη Σωζόπολη 1.354 κατοίκους, όλους Έλληνες, σε 315 οίκους.13 Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Έλληνας πρόξενος στη Βάρνα ανέφερε 3.000 κατοίκους της Σωζόπολης, από τους οποίους 1.000 ήταν Τούρκοι.14 Από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουμε συστηματικότερα στοιχεία. Έτσι, στην απογραφή του πληθυσμού του 1893 στη Σωζόπολη καταγράφηκαν 2.771 Έλληνες και 171 Βούλγαροι,15 ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα το 1900 στην πόλη κατοικούσαν, με κριτήριο τη μητρική γλώσσα, 3.073 Έλληνες, 86 Σαρακατσάνοι, ενώ οι Βούλγαροι ήταν μόνο 238.16

Λίγο πριν από τα γεγονότα του 1906, στην αναφορά του Έλληνα προξένου Φιλιππουπόλεως Ν. Φουντούλη, από το Δεκέμβριο του 1903 στη Σωζόπολη καταγράφονται 3.330 Έλληνες, 92 από τους οποίους ήταν και Έλληνες υπήκοοι.17 Μετά τους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906 μετανάστευσαν από τη Σωζόπολη στον Αλμυρό στη Θεσσαλία 1.045 άτομα. Πολλοί από αυτούς όμως, κυρίως εξαιτίας του κλίματος, εγκαταστάθηκαν αλλού, ενώ άλλοι γύρισαν στη Σωζόπολη.18

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, και συγκεκριμένα το 1913, εγκαταστάθηκαν στη Σωζόπολη πολλοί Βούλγαροι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη. Μετά δε την Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, ήρθαν περισσότερες από 160 ρωσικές οικογένειες, κάποιες από τις οποίες έμειναν στην πόλη.19 Στην απογραφή το 1920 στη Σωζόπολη καταγράφηκαν 2.319 Έλληνες και Σαρακατσάνοι, οι οποίοι ήταν περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της πόλης, που είχε συνολικά 4.420 κατοίκους.20

Κατά τη δεκαετία του 1920 υπογράφτηκαν διπλωματικές συμβάσεις για ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Πολλοί Έλληνες έκαναν αιτήσεις για μετανάστευση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα έρχονταν Βούλγαροι πρόσφυγες κυρίως από τη Μακεδονία. Αυτό το γεγονός προκάλεσε προβλήματα στην πόλη επειδή οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Ελλήνων. Γι' αυτό το λόγο ο τελευταίος Έλληνας δήμαρχος της πόλης Λεωνίδας Χατζηκυριάκου παραιτήθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Σωζόπολης εκλέχτηκε Βούλγαρος δήμαρχος, ο Ιβάν Τσιτάκοβ.21

Η πρώτη ομάδα Σωζοπολιτών έφυγε με πλοίο για τη Θεσσαλονίκη στις 28 Αύγουστου 1925, και η δεύτερη δύο μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο. Σχεδόν όλοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Τοψίνι όπου διέμεναν σε δύσκολες συνθήκες για πολλά χρόνια, μέχρι να λάβουν αποζημίωση από το ελληνικό κράτος.22

4. Η εκπαίδευση

Πριν από το 19ο αιώνα οι πληροφορίες για την ελληνική παιδεία στη Σωζόπολη είναι αποσπασματικές. Στη μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Σωζοπόλεως το 1561 λειτουργούσε σχολείο, στο οποίο δίδαξε ο γνωστός λόγιος μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος από τη Ζάκυνθο.23 Η επόμενη αναφορά για λειτουργία σχολείου στην πόλη προέρχεται από το 1798.24 Κατά το α΄ μισό του 19ου αιώνα η εκπαίδευση δεν παρουσίασε καμιά σημαντική ανάπτυξη. Είναι γνωστό πάντως ότι το 1817 δύο δάσκαλοι δίδασκαν σε ένα «κοινό» σχολείο, το οποίο το 1818 μετατράπηκε στο πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο της κοινότητας, με ιερομόναχο δάσκαλο και ενσωματωμένο οικοτροφείο.25 Ως ιδρυτής του σχολείου αναφέρεται ο βατοπεδινός μοναχός Θεόφιλος. Ο Θεόφιλος δάνεισε στην κοινότητα 16.000 γρόσια και όρισε ότι οι τόκοι του ποσού αυτού –15% ετησίως θα χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση του σχολείου.

Η ελληνική εκπαίδευση αναπτύχθηκε σταδιακά κατά τις επόμενες δεκαετίες. Έτσι, το 1850 συστάθηκε «ελληνικό» σχολείο. Το ίδιο έτος ο μοναχός Πορφύριος, με καταγωγή από τη Σωζόπολη, κατάθεσε σε τράπεζα της Μόσχας ένα κεφάλαιο, οι ετήσιοι τόκοι του οποίου θα στέλνονταν στη γενέτειρά του για τη συντήρηση του ελληνικού σχολείου υπό την εποπτεία του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων.26 Το 1859 χτίστηκε το καινούργιο κτήριο του σχολείου με πολλές δωρεές –ο μητροπολίτης Δωρόθεος ο Σχολάριος δώρισε 12.000 γρόσια από τα εισοδήματα του μοναστηρίου του Αγίου Ιωάννη, ο Σωζοπολίτης Παναγιώτης Καρδαμάτης ο οποίος διέμενε στη Αθήνα έστειλε 2.000 δραχμές και 10.000 γρόσια εστάλησαν από τον Ιωάννη Δρακίδη από τη Μολδαβία, με καταγωγή επίσης από τη Σωζόπολη.27 Ο πρώτος δάσκαλος στο σχολείο ήταν ο Ευστράτιος Βασιάδης. Κατά τον πόλεμο του 1877-1878 τα μαθήματα διακόπηκαν και το σχολείο άνοιξε ξανά το Νοέμβριο του 1879.

Νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1872, ιδρύθηκε παρθεναγωγείο, το οποίο όμως λειτούργησε στην ουσία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1880.28 Το 1881 η διευθύντρια του παρθεναγωγείου Αγλαΐα Βισβύζη οργάνωσε την πρώτη θεατρική φιλανθρωπική παράσταση.29

Η συντήρηση των σχολείων ήταν πάντα δύσκολη. Τα κύρια έσοδα προέρχονταν από τα εισοδήματα των εκκλησιών και της κοινότητας, αλλά και από συνδρομητές – μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Θεόφιλος, ο οποίος κατά την περίοδο 1875-1881 έδινε κάθε έτος 500 γρόσια, καθώς και ο πρίγκιπας Φερδινάνδος.30 Από το 1888 στην κοινότητα λειτουργούσε και νηπιαγωγείο. Κατά το σχολικό έτος 1892-1893 τα σχολεία της Σωζόπολης είχαν 422 μαθητές, οι οποίοι εκπαιδεύονταν από πέντε δασκάλους και τέσσερις δασκάλες.31 Έτσι στις αρχές του 20ού αιώνα η κοινότητα διατηρούσε ένα αστικό αρρεναγωγείο (πεντατάξιο ή τετρατάξιο), ένα παρθεναγωγείο (τετρατάξιο) και ένα νηπιαγωγείο. Κατά το τελευταίο σχολικό έτος πριν από τους διωγμούς του 1906 στο αρρεναγωγείο της Σωζόπολης μαθήτευσαν 201 παιδιά σε 5 τάξεις με 4 δασκάλους, ενώ στο παρθεναγωγείο και το νηπιαγωγείο 296 παιδιά με 4 δασκάλες.32

Το πρώτο βουλγάρικο σχολείο ιδρύθηκε το 1883 και σε αυτό εκπαιδεύονταν μόνο τα παιδιά των Βουλγάρων υπαλλήλων, όπως και μερικά παιδιά από τα γύρω χωριά. Σύμφωνα με πληροφορίες το 1884 παρακολουθούσαν μαθήματα στο σχολείο μόνο 11 παιδιά.33

Μετά τα γεγονότα του 1906 η βουλγαρική κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει το νομό «Περί δημοσίας εκπαιδεύσεως» που είχε ψηφιστεί το 1891. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νομού, τα παιδιά των Βουλγάρων υπηκόων των διάφορων χριστιανικών δογμάτων έπρεπε να λαμβάνουν προκαταρκτική εκπαίδευση στη βουλγαρική γλώσσα, καμία ιδιωτική σχολή δεν επιτρεπόταν να συσταθεί χωρίς την άδεια του υπουργού Παιδείας, η βουλγαρική γλώσσα έπρεπε να διδάσκεται υποχρεωτικά σε όλες τις ιδιωτικές σχολές και τέλος οι διευθυντές και οι δάσκαλοι των ιδιωτικών σχολών υποχρεούνταν να είναι Βούλγαροι υπήκοοι.34 Επίσης, τα κτήρια των ελληνικών σχολείων σε σχεδόν όλες τις πόλεις καταλήφθηκαν από τους Βούλγαρους και χρησιμοποιούνταν από αυτούς, ενώ στην Αγχίαλο τα σχολεία καταστράφηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του 1906. Πάντως, η ελληνική κοινότητα της Σωζόπολης κράτησε υπό τον έλεγχό της τα κτήρια του αρρεναγωγείου και του παρθεναγωγείου, χωρίς βέβαια τα ελληνόπουλα να μπορούν να εγγραφούν στα κοινοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.35 Μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου του 1906 στα σχολεία εγγράφτηκαν περισσότεροι από 150 μαθητές. Αλλά η αστυνομία έδιωξε τους μαθητές και κλείδωσε τα σχολεία.36

Στο δήμαρχο της Σωζόπολης Δημήτρη Χατζηαλεξιάδη εστάλησαν μερικές επιστολές από το σχολικό επιθεωρητή της επαρχίας με τις οποίες τού ζήτησαν να παραδοθούν στις κρατικές αρχές τα κτήρια των σχολείων. Ο δήμαρχος όμως αρνήθηκε και η ελληνική κοινότητα της Σωζόπολης προσπάθησε το 1907 να ανοίξει πάλι τα σχολεία, αλλά λόγω της επέμβασης των τοπικών αρχών και της αστυνομίας δεν το κατάφερε. Το Δεκέμβριο του 1908 ο διοικητής της περιοχής μαζί με αστυνόμους κατέλαβαν τα κτήρια.37 Ο Έλληνας πρόξενος της Φιλιππούπολης Π. Σκάσης πρότεινε να συσταθεί ελληνικό σχολείο στην πόλη, το οποίο να είναι ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και σε αυτό να φοιτούν εκτός από τους Έλληνες υπηκόους και οι άλλοι μη Βούλγαροι υπήκοοι. Το σχολείο αυτό όμως δεν ιδρύθηκε. Στους Έλληνες που δεν ήθελαν να στείλουν τα παιδιά τους στα βουλγαρικά σχολεία επιβλήθηκαν ποινές από πρόστιμα μέχρι φυλακίσεις.38

Το 1912 το Υπουργείο Παιδείας της Βουλγαρίας αποφάσισε να επιτραπεί η εκλογή των σχολικών επιτροπών μετά τις αιτήσεις μερικών ελληνικών κοινοτήτων της χώρας. Εκλέχτηκε και επιτροπή στη Σωζόπολη, τα μέλη της οποίας ήταν πέντε από τους πιο ευκατάστατους Έλληνες της πόλης. Η επιτροπή αυτή όμως δεν επικυρώθηκε από το Υπουργείο της Παιδείας.39 Τον Οκτώβριο άρχισε ο Βαλκανικός πόλεμος και τα σχολεία δεν άνοιξαν.

Το 1882 σε μια από τις αίθουσες του αρρεναγωγείου εγκαινιάστηκε επίσημα η βιβλιοθήκη, γνωστή ως «Πετρίνειος Βιβλιοθήκη». Ο ιδρυτής της, ο Γεώργιος Πετρινός, γεννήθηκε στη Σωζόπολη το 1800, αλλά πέρασε τη ζωή του στο Βουκουρέστι όπου είχε επιχείρηση χωρίς ποτέ να διακόψει τις σχέσεις του με την πόλη. Έκανε δωρεές στις εκκλησίες και στα σχολεία. Το 1860 έστειλε τα πρώτα βιβλία στον τότε επίτροπο των σχολείων Αναγνώστη Τσελέμπογλου. Ύστερα συνέχισε να εμπλουτίζει τη βιβλιοθήκη μέχρι το θάνατό του το 1893. Το 1906 στη βιβλιοθήκη υπήρχαν σχεδόν 2.000 τόμοι, κάποιοι από τους οποίους αποτελούσαν δωρεές από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, η σειρά του Μαρασλή, οι βιβλιοθήκες του ιερέα Αντώνιου Τέρπανδρου και του δασκάλου Μιχαήλ Νομικού, 57 διάφορα χειρόγραφα. Ο Γ. Πετρινός έγραψε: «Φεύγοντας από τη ζωή, αφήνω δύο παιδιά, τον γιο μου Ηρακλή στο Βουκουρέστι, κι μια κόρη στη Σωζόπολη –την Πετρίνειο Βιβλιοθήκη [...]. Η κόρη μου θα μείνει αθάνατη».40

5. Πολιτιστική ζωή

Ο Χρήστος Χριστοδούλου, γενικός διευθυντής των ελληνικών σχολείων στη Σωζόπολη, ίδρυσε το 1903 ένα σύλλογο με την επωνυμία Γεωπονικό Αδελφάτο «η Δήμητρα». Ο σύλλογος είχε ως βασικό σκοπό την «εκλαΐκευση των στοιχειωδέστερων της γεωπονίας γνώσεων», καθώς επίσης τη δωρεάν παροχή ενδυμάτων και βιβλίων στους φτωχούς μαθητές, τη σύσταση αναγνωστηρίου και την οργάνωση θεατρικών παραστάσεων και διαλέξεων.41 Ο σύλλογος λειτούργησε μέχρι το 1906.42

Στις 6 Ιανουαρίου 1897 ιδρύθηκε ο βουλγαρικός Φιλεκπαιδευτικός Φιλανθρωπικός Σύλλογος «Οτέτς Παίσιι» (Γέροντας Παΐσιος). Τα μέλη του συναντήθηκαν με τον πρίγκιπα Φερδινάνδο και τη σύζυγό του Μαρία Λουΐζα κατά την επίσκεψή τους στην πόλη και έλαβαν δωρεά για την ενίσχυση της δράσης τους.

Η Σωζόπολη είναι η γενέτειρα πόλη ενός μεγάλου Έλληνα ζωγράφου. Το 1890 στην πόλη γεννήθηκε ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, γνωστός αργότερα ως Γουναρό. Η οικογένειά του μετανάστευσε στην Ελλάδα μετά τα γεγονότα του 1906. Η Σωζόπολη ήταν ένα από τα βασικά θέματα των πρώτων του έργων. Ο ζωγράφος εικονογράφησε το βιβλίο τουΚ. Παπαϊωαννίδη για τη Σωζόπολη. Κατά τις επόμενες δεκαετίες ο Γ. Γουναρόπουλος-Γουναρό έγινε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της Ελλάδας της γενιάς του '30 με πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη και με πολλά εθνικά και διεθνή βραβεία. Ποτέ στη ζωή του δεν επέστρεψε στη Σωζόπολη, αλλά δεν την ξέχασε. Ο Γεώργιος Γουναρόπουλος πέθανε το 1977. Η τελευταία του θέληση ήταν να εκτεθούν τα έργα του στη Σωζόπολη. Δύο δεκαετίες μετά το θάνατό του ο δήμος Ζωγράφου της Αθήνας και ο δήμος Σωζόπολης με τη συνεργασία του Μουσείου «Γεώργιος Γουναρόπουλος» οργάνωσαν έκθεση στη Σωζόπολη με σαράντα από τους πίνακές του.43

Σήμερα η Σωζόπολη είναι ένα από τα πιο γνωστά πολιτιστικά κέντρα της Βουλγαρίας. Κάθε χρόνο το Σεπτέμβριο, από το 1984 μέχρι σήμερα, διοργανώνονται οι γιορτές των τεχνών «Απολλώνια». Για ένα δεκαήμερο η πόλη μετατρέπεται σε σκηνή θεατρικών παραστάσεων, εκθέσεων, κινηματογραφικών προβολών, μουσικών και χορευτικών συναυλιών, παρουσιάσεων βιβλίων κ.ά.

Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την πολιτειακή αλλαγή του 1989 σε πολλές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, μεταξύ αυτών και στη Σωζόπολη, ιδρύθηκαν βουλγαρο-ελληνικοί σύλλογοι. Για τη διεύρυνση των σχέσεων Ελλάδας και Βουλγαρίας σε πολιτισμικό, οικονομικό και ανθρωπιστικό επίπεδο, ιδρύθηκε στη Σωζόπολη στις αρχές του 1992 η «Ένωση για την Ελληνοβουλγαρική Φιλία». Μεταξύ των σκοπών της είναι και η διοργάνωση διαλέξεων, συναντήσεων, εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων για τη γνωριμία των πολιτιστικών επιτευγμάτων των δύο λαών.44

1. Κωνσταντινίδης, Κ., «Η Απολλωνία. Σωζόπολις νυν καλούμενη», Θρακικά 3 (1932), σελ. 166.

2. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 67. Η συγκεκριμένη έκδοση είναι μετάφραση στα βουλγαρικά της μονογραφίας του Κωνσταντίνου Δ. Παπαϊωαννίδη, Ιστορία της εν Πόντω Απολλωνίας - Σωζοπόλεως (από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον) (Θεσσαλονίκη 1933).

3. Френски пътеписи за Балканите XV- XVII век 1 (София 1975), σελ. 305.

4. Френски пътеписи за Балканите XV- XVII век 1 (София 1975), σελ. 355.

5. Руски пътешественици по българските земи XVII-XIX век (София 1986), σελ. 147.

6. Щерионов, Щ. Южното Черноморие през Възраждането (стопанско-историческа характеристика) (София 1999), σελ. 131.

7. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 70.

8. Луков, Г., “Κняз Фердинанд и Мария Луиза – дарители на Созопол”, Море 4 (1996), σελ. 18-19.

9. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 95.

10. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 101.

11. Френски пътеписи за Балканите XV- XVII век 1 (София 1975), σελ. 305.

12. Ников, П., “Едно неизвестно описание на българския черноморски бряг от 18 век”, Годишник на Софийския университет – Историко-филологически факултет 28/3 (1931), σελ. 13.

13. Руски пътешественици по българските земи XVII-XIX век (София 1986), σελ. 147.

14. Papadopoulos-Vretos, A., La Bulgarie ancienne et moderne (St. Petersburg 1856), σελ. 217.

15. Резултати от преброяване на населението на Княжество България на 1.01.1893. Окръг Бургас 1 (София 1893), σελ. 42-43.

16. Резултати от преброяване на населението на Княжество България на 31.12.1900. Окръг Бургас 1 (София 1900), σελ. 48-49.

17. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 224.

18. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 96.

19. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 107.

20. Резултати от преброяване на населението в царство България на 31.12.1920. Окръг Бургас 1 (София 1928), σελ. 36-37.

21. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 109.

22. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 109.

23. Κωνσταντινίδης, Κ., «Η Απολλωνία. Σωζόπολις νυν καλούμενη», Θρακικά 3 (1932), σελ. 165.

24. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 258.

25. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 262.

26. Κωνσταντινίδης, Κ., «Η Απολλωνία. Σωζόπολις νυν καλούμενη», Θρακικά 3 (1932), σελ. 170.

27. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 161.

28. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 271.

29. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 76.

30. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 181.

31. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 88.

32. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 181.

33. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 79.

34. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 276.

35. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 301.

36. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 96.

37. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 97.

38. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 296.

39. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 301.

40. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 179-180.

41. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 396-397.

42. Папайоанидис, К., История на Аполония Понтийска – Созопол (от създаването и до днес) (София 2003), σελ. 93.

43. Райков, Г., “Гунаро. Пътуване към Созопол”, Море 1-2 (2002), σελ. 17-18.

44. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 117.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>