Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Χερσών (Μέσοι χρόνοι), Ιστορία

Συγγραφή : Kazanski Michel (4/10/2007)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Kazanski Michel, «Χερσών (Μέσοι χρόνοι), Ιστορία»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11661>

Cherson (Moyen Âge), Histoire (11/1/2011 v.1) Cherson (Middle Ages), History (16/9/2011 v.1) Χερσών (Μέσοι χρόνοι), Ιστορία (2/2/2011 v.1) 
 

1. Η Χερσόνησος κατά την Αρχαιότητα

Η αρχαία πόλη της Χερσονήσου και κατόπιν βυζαντινή Χερσών (από τον 6ο αιώνα) βρίσκεται στη νότια πλευρά του κόλπου της Σεβαστουπόλεως, στη νότια Κριμαία. Ιδρύθηκε τον 5ο αι. π.Χ. ως αποικία της Ηράκλειας Ποντικής. Την Ελληνιστική εποχή, η πόλη ήταν ανεξάρτητη και έλεγχε μια μεγάλη έκταση στη δυτική Κριμαία. Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., υπό το φόβο της σκυθικής απειλής, η Χερσόνησος βρέθηκε υπό την προστασία του βασιλείου του Πόντου του Μιθριδάτη Δ΄ και, έπειτα, υπό την προστασία του βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου. Το 63 μ.Χ., καθώς απειλούνταν από τους Σκύθες, η πόλη δέχτηκε τη στρατιωτική βοήθεια των Ρωμαίων κι έκτοτε αποτέλεσε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Χερσόνησος καταλαμβάνει μια έκταση περί τα 27 εκτάρια και αποτελεί μία από τις πλέον καλά μελετημένες βυζαντινές πόλεις.

Τη Ρωμαϊκή περίοδο μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού, η πόλη διατηρούσε την αυτονομία της και έκοβε το δικό της νόμισμα. Η Χερσόνησος αποτελούσε την κύρια ρωμαϊκή στρατιωτική βάση της περιοχής. Στην πόλη η ελληνική κοινότητα ήταν κυρίαρχη. Οι νεκροπόλεις στα περίχωρα, με τους τάφους που καλύπτονται με λίθινες πλάκες, ανήκουν κυρίως στην ελληνική κοινότητα. Οι στρατιωτικοί και οι οικογένειές τους, καθώς και οι υπόλοιποι λειτουργοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποτελούσαν τη λατινική κοινότητα. Εκτός από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, η εβραϊκή κοινότητα επίσης μαρτυρείται στις γραπτές πηγές και σε επιγραφές. Σε ταφές εμφανίζονται και ορισμένα στοιχεία «βαρβαρικά» – γερμανικά και αλανοσαρματικά.

Το αστικό τοπίο της πόλης είναι τυπικό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάτι το οποίο μαρτυρά το εξαιρετικά συμμετρικό σχέδιο των οικοδομικών τετραγώνων. Οι κατοικίες της Ρωμαϊκής εποχής είναι μονώροφα κτήρια με πολλά δωμάτια και μία πλακόστρωτη αυλή. Η πόλη είναι πάντοτε πολύ καλά προστατευμένη από τείχη (2,5-3,5 χλμ.), ενώ οι νεκροπόλεις βρίσκονται extra muros και γύρω από την πόλη. Τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, κατασκευάστηκε ένας αγωγός ύδατος μήκους 7 χλμ., που λειτουργούσε έως την Ύστερη Ρωμαϊκή εποχή.

Η οικονομική δραστηριότητα της πόλης κατά την Αρχαιότητα είναι σημαντική. Περίπου 60 αγροτικές μονάδες στα περίχωρα χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή περίοδο. Στα πρώτα χρόνια μετά Χριστόν, η κατασκευή δεξαμενών για το αλάτισμα ψαριών και την παρασκευή γάρου εντατικοποιήθηκε. Τη Ρωμαϊκή εποχή έχει πιστοποιηθεί η παραγωγή άλατος από τις αλυκές που βρίσκονται γύρω από την πόλη, ενώ τα ρωμαϊκά εργαστήρια κεραμικής της Χερσονήσου ήταν ευρέως γνωστά. Η παραγωγή τους προοριζόταν τόσο για την αγορά της πόλης όσο και για τους βάρβαρους γείτονες, κυρίως από το 2ο-3ο αιώνα. Πάντως, εντοπίζουμε ίχνη, αν και λιγότερο εντυπωσιακά, και από άλλες εργαστηριακές δραστηριότητες. Η πόλη είχε εμπορικές επαφές τόσο με τους βαρβάρους της Ταυρικής όσο και με άλλες ποντικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μέρος των ρωμαϊκών εισαγωγών, ιδιαίτερα κεραμικής και γυαλιού, που σε μεγάλο βαθμό έχουν κατασκευαστεί στη Χερσόνησο, αποκαλύφθηκε στις βαρβαρικές νεκροπόλεις στα νοτιοδυτικά της Κριμαίας. Ως προς το θαλάσσιο εμπόριο, αφορά κυρίως τις νότιες επαρχίες του Εύξεινου Πόντου και γενικότερα τη Μικρά Ασία (Πέργαμον, Μίλητος), όπως το αποδεικνύουν οι εισαγωγές κεραμικής στη Χερσόνησο. Ορισμένα αντικείμενα από χαλκό και κάποια πήλινα λυχνάρια μαρτυρούν εμπορικές επαφές με τη δυτική ακτή. Τα ευρήματα αυτά σχετίζονται πιθανότατα με την ισχυρή στρατιωτική δραστηριότητα της αυτοκρατορίας στη μεθόριο του Δούναβη: η Χερσόνησος παρείχε προμήθειες στις ρωμαϊκές λεγεώνες της Μοισίας. Υποθέτουμε ότι, για να ασκεί τέτοιου είδους εμπόριο, η πόλη διέθετε σημαντικό εμπορικό στόλο.

2. Η Χερσόνησος (Χερσών) κατά τη Βυζαντινή περίοδο

Από τα τέλη του 4ου αιώνα, η Χερσόνησος αποτελεί μέρος της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Η θεωρία ότι η Χερσόνησος καταστράφηκε στα τέλη του 4ου αιώνα από τους Ούννους είναι πλέον ξεπερασμένη. Ο ρόλος της Χερσονήσου ως κύριας στρατιωτικής βάσης της αυτοκρατορίας στην Κριμαία αναδεικνύεται ιδιαίτερα τον 5ο αιώνα, με την εγκατάσταση των Ούννων στο βόρειο τμήμα του Εύξεινου Πόντου. Στην πόλη υπήρχε μονίμως ισχυρή ρωμαϊκή φρουρά. Έτσι ο τόπος φρουρούνταν καλά, ενώ εξορίζονταν εδώ ανεπιθύμητα πρόσωπα. Η αστική διοίκηση της πόλης υπαγόταν στον έπαρχο της Ανατολής, του οποίου το όνομα αναφέρεται σε μια επιγραφή της δεκαετίας του 370. Ωστόσο, η Χερσόνησος έχαιρε του προνομίου της ελεύθερης πόλης και μάλιστα όχι σε θεωρητικό επίπεδο. Η πόλη έκοβε νόμισμα ήδη από το 420-430, ενώ διοικούνταν από αυτόνομη αστική αρχή. Η χριστιανική κοινότητα της πόλης, που υπήρχε από τον 4ο αιώνα και υποστηρίχτηκε από το κράτος, ήταν από την εποχή του Θεοδοσίου πολυάριθμη και σημαίνουσα. Η εβραϊκή κοινότητα της Χερσονήσου μάς αποκαλύπτεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ιδιαίτερα δε από αυτά που προέρχονται από μια συναγωγή. Η πολιτεία είχε σημαντική οικονομική δραστηριότητα, ενώ η ανακάλυψη διάφορων νομισμάτων είναι ενδεικτική για το εύρος του εξωτερικού εμπορίου. Την ίδια εποχή, η πόλη έκοβε νομίσματα στο όνομα του Θεοδοσίου B΄ (408-450) και του Βαλεντινιανού Γ΄ (424-455).

Την εποχή μετά τους Ούννους καθώς και επί Ιουστινιανού, η Χερσόνησος παρέμεινε η κύρια βάση της αυτοκρατορίας στο βόρειο τμήμα του Εύξεινου Πόντου. Ο βικάριος, επικεφαλής της βυζαντινής φρουράς, ασκούσε σε αυτήν την πόλη την κύρια εξουσία. Επρόκειτο για μια πόλη τυπικά ρωμαϊκή/πρωτοβυζαντινή, η οποία διατήρησε το σχεδιασμό που κληρονόμησε από την Ελληνιστική περίοδο. Οι παράλληλες αρτηρίες στο cardo maximus πρέπει να διατηρήθηκαν όλες. Πάντως, ορισμένοι κάθετοι δρόμοι, λιγότερο σημαντικοί, δεν υπάρχουν πλέον κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, λόγω της ανοικοδόμησης κτηρίων, ιδιαίτερα χριστιανικών θρησκευτικών οικοδομημάτων. Τον 6ο αιώνα δημιουργείται επισκοπική έδρα. Οι οικίες της Ρωμαϊκής περιόδου, χτισμένες ενίοτε πάνω στα θεμέλια των ελληνιστικών κτηρίων, χρησιμοποιούνται έως τον 5ο-6ο αιώνα. Περί τα μισά του 5ου αιώνα-αρχές του 6ου, η πόλη επεκτείνεται ελαφρώς, με τα εδάφη της να παραμένουν αμετάβλητα μέχρι τον 9ο αιώνα. Η αστική νεκρόπολη διατήρησε τον ελληνορωμαϊκό χαρακτήρα της. Τα τείχη ενισχύθηκαν επί Ζήνωνος, καθώς και επί Ιουστινιανού. Τα νεκροταφεία του τέλους του 4ου-6ου αιώνα βρίσκονται μέσα στα όρια της ρωμαϊκής νεκρόπολης. Τα ταφικά έθιμα, που μελετήθηκαν, και το υλικό που ανακαλύφθηκε στη νεκρόπολη (ιδιαίτερα τα λυχνάρια, τα αγγεία από γυαλί και τα κεραμικά σκεύη , καθώς και τα μεταλλικά κοσμήματα) επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι οι κάτοικοι της πόλης είχαν εξελληνιστεί. Ο υλικός πολιτισμός της πόλης είναι έντονα πρωτοβυζαντινός. Αυτό γίνεται φανερό από την κεραμική, καθώς και τους λύχνους και τα διάφορα μικρά κινητά ευρήματα.

Το 576 τουρικά φύλα εισέβαλαν στην Κριμαία και η πόλη πολιορκήθηκε. Αυτό οδήγησε την αυτοκρατορία να ενισχύσει την παρουσία της στην Ταυρική. Ένας δούκας τέθηκε επικεφαλής των βυζαντινών στρατευμάτων στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, του οποίου η έδρα τοποθετείται στη Χερσώνα. Εκεί εξορίστηκε το 655 ο πάπας Μαρτίνος και, στη συνέχεια, στα έτη 695-704, ήλθε η σειρά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ να εξοριστεί στο ίδιο μέρος, γεγονός που αποδεικνύει την παρουσία εδώ ισχυρής αυτοκρατορικής εξουσίας ικανής να ελέγχει την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, τα εδάφη που βρίσκονταν κοντά στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κριμαίας ήταν υπό χαζαρική κυριαρχία. Σε περίπτωση εμφύλιου πολέμου στο Βυζάντιο, η Χερσώνα ερχόταν σε επαφή με το χαζαρικό βασίλειο και δεχόταν ακόμα και το Χαζάρο κυβερνήτη. Μετά τις βυζαντινές στρατιωτικές εκστρατείες και τις μάχες των ετών 711-712, οι Χαζάροι αναγνώρισαν επιτέλους την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Χερσώνα. Το 844 διαμορφώθηκε στη νοτιοδυτική Κριμαία το στρατιωτικό θέμα των Κλιμάτων (το μετέπειτα Χερσώνος), έχοντας κέντρο τη Χερσώνα. Κατά τους 7ο-9ο αιώνες, η πόλη διατηρούσε τη σημαντική οικονομική και πολιτική της θέση. Επί Ηρακλείου έκοβε νόμισμα, ενώ κατόπιν, τον 9ο αιώνα, έγιναν εργασίες ανοικοδόμησης θρησκευτικών κτηρίων και οχυρώσεων (σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα), ενώ η οικονομική δραστηριότητα –η αλιεία, η χειροτεχνία, το εμπόριο, η παραγωγή άλατος – συνεχίστηκε. Ο υλικός πολιτισμός της πόλης είναι τυπικά βυζαντινός.

Κατά την περίοδο 10ο-13ο αιώνα η Χερσώνα παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία και αποτελούσε το βασικό κέντρο της βυζαντινής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Ανάμεσα στα διάφορα πολιτικά γεγονότα που συντελέστηκαν στη Χερσώνα πρέπει να αναφέρουμε ορισμένες εξεγέρσεις της πόλης ενάντια στην εξουσία της Κωνσταντινούπολης, καθώς και την άλωση της Χερσώνας από το Ρώσο πρίγκιπα Βλαδήμηρο, το 988-989. Η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη της πόλης πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά ευρήματα του 10ου αιώνα. Τους 11ο-13ο αιώνες η σπουδαιότητα της Χερσώνας μειώνεται, παρόλο που η πόλη παραμένει σημαντικό κέντρο, με πληθυσμό της τάξεως των 3.600-4.000 ατόμων. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η πόλη υπήχθη στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Την περίοδο 1270-1299 η πόλη καταστράφηκε από τους Τατάρους και έπαψε πλέον να υφίσταται ως πόλη.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>