Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μάτραχα

Συγγραφή : Khrushkova Liudmila (13/10/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη , Μπάνεβ Γκέντσο

Για παραπομπή: Khrushkova Liudmila, «Μάτραχα»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12558>

Tamatracha - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Tamatracha (Tmutorokan, Tmutarakan) - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Μάτραχα (2/7/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή. Θέση και ταύτιση της πόλης

Η πόλη Ταμάτραχα ή τα Μάτραχα είναι χτισμένη στη χερσόνησο του Ταμάν, στις ακτές του ομώνυμου κόλπου, στην είσοδο της Αζοφικής θάλασσας, απέναντι από το Βόσπορο (το σημερινό Κερτς) στην Κριμαία. Τα Μάτραχα έχουν ταυτιστεί με την πόλη της Ερμώνασσας της κλασικής εποχής, που βρίσκεται στη θέση «Tamanskoe gorodishche», δηλ. «οικισμός στο Ταμάν».1 Η ταύτιση των Ματράχων με την αρχαία πόλη Φαναγορία, που βρίσκεται σε απόσταση 21 χλμ. προς τα ανατολικά το Tamanskoe gorodishche, και της οποίας το μεσαιωνικό όνομα είναι άγνωστο, είναι εσφαλμένη.2 Στη θέση της αρχαίας πόλης Ερμώνασσας έχει βρεθεί και η αρχαιότερη κυριλλική επιγραφή της Ρωσίας, που χρονολογείται στο έτος 1068 («Tmutarakanskii kamen») Οι πολυάριθμες συζητήσεις γύρω από την περίφημη αυτή επιγραφή κατέληξαν ότι πρόκειται για αυθεντικό μνημείο, κάτι που επικύρωσε οριστικά την ταύτιση των Ματράχων με την αρχαία Ερμώνασσα.3

2. Πηγές

Η πόλη αναφέρεται από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στο έργο του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (DeAdministrandoImperio) (42, 117) ως «κάστρον Ταμάταρχα» (ἀντικρὺ δὲ τῆς Βοσπόρου τὸ Ταμάταρχα λεγόμενον κάστρον ἐστίν, De Administrando, κεφ. 42, στ. 92), κοντά στη Μαιώτιδα λίμνη (Αζοφική Θάλασσα). Πιο μακριά βρίσκεται ο ποταμός Ουκρούχ, που χωρίζει τη Ζηκχία από τα Μάτραχα.4 Το 988 η πόλη έγινε το κέντρο μίας ανεξάρτητης ρωσικής ηγεμονίας με την ονομασία Τμουτόρακαν/Τμουτάρακαν (Tmutorokan/Tmutarakan). Η προέλευση των ονομάτων της πόλης παραμένει αδιευκρίνιστη.5 Ο αυτόχθονος πληθυσμός της παρακείμενης περιοχής ήταν οι Ζήκχοι ή Ζήχοι.

3. Ανασκαφές και αρχαιολογικά δεδομένα

Οι ανασκαφές, που διεξήχθησαν από τον B. A. Rybakov στη θέση Tamanskoe gorodishche στα 1952-1955, έδωσαν αξιόλογο υλικό. Οι ανασκαφείς μπόρεσαν να διακρίνουν δύο κύριες φάσεις: αυτήν των Χαζάρων (8ος –10ος αι.), και αυτήν του Tmutarakan των Ρως (11ος –12ος αι.), οι οποίοι επικράτησαν επί των Χαζάρων μετά τη διάλυση του χαζαρικού χαγανάτου. Τα στρώματα κατοίκησης αυτής της δεύτερης φάσης ήταν τα πιο πλούσια σε ευρήματα.6 Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών αξίζει να σημειώσουμε την ανακάλυψη των καταλοίπων ενός ναού που βρισκόταν ακριβώς στη μέση της πόλης. Ο ναός ταυτίστηκε με αυτόν της Θεοτόκου, που ιδρύθηκε στα 1022/1023 από τον πρίγκιπα Μστισλάβ, γιο του Βλαδιμήρου του Κιέβου, αφότου νίκησε τον Rededya, πρίγκιπα των Kassogues. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται στο παλαιότερο σωζόμενο ρωσικό χρονικό, το Ρωσικό χρονικό (Povest’ vremennykh let).7

3.1. Ο Ναός της Θεοτόκου

Οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν τα ερείπια της θεμελίωσης αυτού του ναού και πολυάριθμα θραύσματα οπτοπλίνθων, κεραμίδων, χονδροειδούς κονιάματος, καθώς και θραύσματα από υαλοπίνακες (βιτρώ), σπαράγματα τοιχογραφιών και λεπτομέρειες του αρχιτεκτονικού διάκοσμου από ερυθρωπό ψαμμόλιθο. Αυτά τα υλικά έδωσαν μια ιδέα για τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του οικοδομήματος που ανήκε στην πρωιμότερη φάση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στην αρχαία Ρωσία. Οι διαστάσεις της εκκλησίας ήταν 16,5 x 10,65 μ. Σε βάθος 2,5 μέτρων αποκαλύφθηκαν θεμέλια κατασκευασμένα από λίθους συναρμοσμένους με κονίαμα (το μέγιστο ύψος τους φθάνει το 1,6 μ.). Τα θεμέλια της αψίδας δεν σώζονται, αλλά υποθέτουμε την ύπαρξη μιας ημικυκλικής αψίδας.8 Παρατηρήθηκε μια ιδιαιτερότητα στην τεχνική ανοικοδόμησης: το έδαφος στην ανατολική πλευρά του κτιρίου ενισχύθηκε με την τοποθέτηση πολλών ξύλινων πασσάλων. Η ίδια τεχνική παρατηρήθηκε επίσης και στο Κίεβο, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του ναού του επονομαζόμενου Desiatinnaya (”το Δέκα”) (991-996), του πρώτου επισκοπικού ναού της Ρωσίας του Κιέβου, ο οποίος είχε οικοδομηθεί από Έλληνες τεχνίτες. Ένα νεκροταφείο δίπλα στο ναό του Tmutarakan περιελάμβανε περισσότερους από 20 τάφους, φτιαγμένους με πλάκες. Ορισμένα μικρά προσωπικά αντικείμενα χρονολογούνται στον 11ο – 12ο αι.

3.2. Κινητά ευρήματα και κεραμεική

Ανάμεσα στα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στη θέση «Tamanskoe gorodishche» («οικισμός στο Ταμάν»), πολυάριθμα ήταν τα χρηστικά αγγεία με εφυάλωση. Πρόκειται για στάμνες και αγγεία, φτιαγμένα με λευκό πηλό, εισηγμένα από την Κωνσταντινούπολη και τον Ελλαδικό χώρο, κατά τους 10ο –13ο αιώνες. Σε ένα καλά σωζόμενο πινάκιο απεικονίζονται δύο αντικριστά πουλιά δίπλα σε ένα φυτικό μοτίβο (“το δέντρο της ζωής”). Η κεραμεική από κόκκινο πηλό, διακοσμημένη με γεωμετρικά και πολύχρωμα σχέδια, που χρονολογείται στο 12ο –13ο αι., απαντάται πιο συχνά. Όστρακα αυτής της κεραμικής έχουν βρεθεί και Κριμαία. Η κεραμική αυτή εισαγόταν από την Εγγύς Ανατολή, την Υπερκαυκασία και τη Βουλγαρία. Αξιοσημείωτο εύρημα είναι ένα σπάνιο αντικείμενο: λεπτομέρεια από τόξο που φέρει μια προσωπική σφραγίδα (“tamgha”). Αυτό το τόξο χρονολογείται στα τέλη του 10ου-αρχές 11ου αι. και ανήκε πιθανώς στον μέγα πρίγκιπα Μστισλάβ Α΄ του Κιέβου. Ορισμένοι ταφικοί λίθοι, σε δεύτερη χρήση στην τοιχοποιία διαφόρων κτιρίων, φέρουν εβραϊκά σύμβολα (επτάφωτη λυχνία, η μενορά), καθώς επίσης και σύμβολα άλλου χαρακτήρα (“tamga”). Αυτοί οι λίθοι ανήκαν στην εποχή της χαζαρικής ηγεμονίας στα Μάτραχα. Όσον αφορά δε στα νομισματικά τεκμήρια, η πλειονότητα των νομισμάτων που βρέθηκαν στη θέση «Tamanskoe gorodishche», χρονολογούνται στον 9ο – 11ο αι.

Ένα μολυβδόβουλο που χρονολογείται στα τέλη του 11ου αι., φέρει μια επίκληση που αναφέρει τον Μιχαήλ, άρχοντα των Ματράχων, της Ζηχίας και ολόκληρης της Χαζαρίας (Μιχαήλ, άρχωντι Ματράχων Ζιχίας και πάσης Χαζαρίας). Το πιο πιθανό είναι αυτή η σφραγίδα να ανήκε στο Ρώσο πρίγκιπα Όλεγ, γιο του Σβιατοσλάβου. Ο Όλεγ, του οποίου το χριστιανικό όνομα ήταν Μιχαήλ, κυβερνούσε το Τμουτοροκάν (Tmutorokan) μεταξύ 1083 και 1094.9

4. Η Εκκλησία των Ματράχων

Ο Εκκλησία των Ματράχων διατηρούσε στενές σχέσεις με την Εκκλησία του Κιέβου. Κατά την έβδομη δεκαετία του 11ου αιώνα ιδρύθηκε στα περίχωρα των Ματράχων ένα μοναστήρι, ως μετόχι της Μονής των Σπηλέων του Κιέβου (Monastery of the Caves,-Kiev Pechersk Киево-Печерский монастырь). Κατά το τελευταίο τέταρτο του 11ου αι. ο μοναχός Νικόλαος που προερχόταν από αυτό το μοναστήρι χειροτονήθηκε επίσκοπος Ματράχων.10

Τα Μάτραχα περιήλθαν εκ νέου υπό βυζαντινή κυριαρχία μεταξύ των ετών 1094 και 1118.11 Η εκκλησιαστική ιστορία της πόλης συνδέεται με εκείνη των επαρχιών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που βρίσκονταν στην Κριμαία και στη βορειοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.12 Τα Μάτραχα μνημονεύονται για πρώτη φορά στο Τακτικό αρ. 3 (Сod. Parisinus 1555A, «Τακτικό de Boor» (“Notice de Boor”), «Εικονομαχικό Τακτικό» (“Notices des Iconoclastes”) ανάμεσα στις 7 επισκοπές της μητρόπολης της Γοτθίας.13 Αυτό το Τακτικό, που χρονολογείται μεταξύ του 787 και του τέλους του 9ου αι., δεν αποτελεί επίσημο έγγραφο του Πατριαρχείου, και έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων σχετικά με την ιστορική του αξία. Υποθέτουμε ότι επρόκειτο για κάποιο βυζαντινό σχέδιο για αλλαγές στη εκκλησιαστική οργάνωση, το οποίο ωστόσο ουδέποτε πραγματοποιήθηκε.14

Αναφορές σε αρχιεπισκοπή της Tamatarcha συναντάμε (Ταμάτραχα ή αλλιώς Μάταραχα, Μάτραχα) στο Τακτικό αρ. 7 (αρ. 45),15 το Τακτικό αρ. 8 (αρ. 120)16 και στο Τακτικό αρ. 11.17 Η Tamatarcha εμφανίζεται ως μητρόπολη στα Τακτικά αρ. 17 (αρ. 96), 18 (αρ. 96), 19 (αρ. 104), 20 (αρ. 46).18 Σε ορισμένα χειρόγραφα συναντάμε την Tamatracha (Matracha) συνδεδεμένη με τη Ζηχία (πρόκειται για την περίπτωση του Τακτικού αρ. 20: ο Ματράχων και Ζηκχίας). Όσον αφορά δε στη χρονολόγηση αυτών των εγγράφων, το Τακτικό αρ. 7 ανάγεται στις αρχές του 10ου αι., το Τακτικό αρ. 8 συντάχθηκε μέχρι τα τέλη του 10ου αι., το Τακτικό 11 δεν είναι μεταγενέστερο του τέλους του 11ου αι., το Τακτικό 14 χρονολογείται στο 12ο αι., και μια ομάδα από όψιμα Τακτικά, (αρ. 16 - 20), συντάχθηκαν στον 14ο αι.19 Τα ονόματα των επισκόπων της έδρας μάς είναι ελάχιστα γνωστά. Ένα μολυβδόβουλο, που χρονολογείται πριν τα τέλη του 12ου αιώνα, ανήκε στον Κωνσταντίνο «μητροπολίτη Ματράχου».20

5. Περίοδος γενουατικής κυριαρχίας (13ος-14ος αώνας)

Την εποχή του 13ου- 15ου αι. η πόλη αποτελούσε τμήμα του συστήματος της εκτενούς ναυτικής επικοινωνίας στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας, το λιμάνι της φιλοξενούσε πλοία από την Τραπεζούντα και από άλλα εμπορικά κέντρα.21

Από τα μέσα του 14ου αι., η Μαύρη Θάλασσα περιβάλλεται από λατινικές επισκοπές, καθώς διαδοχικά οι παράλιες πολιτείες περιέρχονταν στον έλεγχο της γενουατικής θαλασσοκρατορίας. Ανάμεσα στους ιεραποστόλους του Πάπα συγκαταλέγονται Φραγκισκανοί που ήταν εξαιρετικά δραστήριοι στις ακτές του Καυκάσου.

Ο Ιωάννης της Ζηχίας ήταν ένας άνδρας ευγενικής καταγωγής, ο οποίος είχε πιαστεί αιχμάλωτος, πουλήθηκε στους Γενουάτες ως σκλάβος κι έγινε Χριστιανός. Αργότερα ελευθερώθηκε κι επέστρεψε στη Ζηχία για να κηρύξει το ευαγγέλιο στους συμπατριώτες του. Το 1348 ο ίδιος ζήτησε από τον Πάπα να ενισχύσει τη χώρα του με μια σταθερή οργάνωση. Πραγματικά, το 1349 ο Πάπας Κλήμης Στ΄ ίδρυσε μια καινούρια εκκλησιαστική διοίκηση, της Matrega, της οποίας η έδρα της ήταν στην ίδια πόλη όπου υπήρχε ακόμη και η Ορθόδοξη μητρόπολη.

Με την πτώση της πόλης των Ματράχων το 1482, χάθηκε πλέον η πρόσβαση στη Ζηχία. Στο εξής, ο έλεγχος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας έμελλε να περάσει στους Οθωμανούς.22

1. С. А. Плетнева, “Города Таманского полуострова в конце VIII-XII веках, Таматарха-Тьмутаракань”, in: Крым, Северо-Восточное Причерноморье и Закавказье в эпоху средневековья, IV-XIII века, Ред. Т. И. Макарова, С. А. Плетнева (Москва 2003), σ. 171.

2. J. Richard, La papauté et les missions d’Orient au Moyen Age (XIIIe-XVe siècles) (Collection de l’École Française de Rome 33), École Française de Rome 1977, p. 364. А.В. Гадло, “Византийские свидетельства о Зихской епархии как источник по истории Северо-Восточного Причерноморья”, in: Из истории Византии и византиноведения (Ленинград 1991), pp. 95, 102. Για τη θέση της Φαναγόρειας στη μεσαιωνική περίοδο, βλέπε: С. А. Плетнева, “Фанагория”, στο: Крым, Северо-Восточное Причерноморье и Закавказье в эпоху средневековья, IV-XIII века, ред. Т. И. Макарова, С. А. Плетнева (Москва 2003), σ. 179-183.

3. А. А. Медынцева, Тмутараканский камень (Москва 1979).

4. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. – Jenkins, R. J .H. (επιμ.), Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest 1949), pp. 182-187. Trad. russe: Константин Багрянородный, Об управлении империей, текст, перевод, комментарий, изд. 2, исправленное, ред. Г. Г. Литаврин, А. П. Новосельцев (Москва 1991), σ. 170-175.

5. Υποθέτουμε την ταρτατική καταγωγή της ονομασίας Tamatracha/Tamatarcha: J. Richard, La papauté et les missions d’Orient au Moyen Age (XIIIe-XVe siècles), (Collection de l’ École Française de Rome 33), (École Française de Rome 1977), note 4, p. 36. Ο Richard επικαλείται εξίσου την εκδοχή Τομη΄τα΄τιχα, “τα ξηραντήρια”, το αποξηραμένο ψάρι (καπνιστό, παστωμένο) που έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας (Richard, La papauté et les missions., note 79, σ. 248). Όπως συνηθίζεται στα ρωσικά, η προφορά της ελληνικής λέξης άλλαξε σύμφωνα με τη λογική της «λαϊκής ετυμολογίας». Η λέξη “Tmu-tarakan” είναι σύνθετη, από τη λέξη “tmu” που υποδεικνύει το “t’ma” (“σκοτάδι”) και τη λέξη “tarakan” (“cafard”), κάτι που παραπέμπει σε έναν τόπο σκοτεινό και μακρινό, μια τρύπα χαμένη στα βάθη του κόσμου: «Где-то сегодня, в Тьмутаракани, землю помещичью делят крестьяне» - Владимир Маяковский/Mayakovsky, σοβιετικός ποιητής που σίγουρα αγνοούσε τη βυζαντινή Tamatracha.

6. С. А. Плетнева, “Города Таманского полуострова в конце VIII-XII веках, Таматарха-Тьмутаракань”, in: Крым, Северо-Восточное Причерноморье и Закавказье в эпоху средневековья, IV-XIII века, Ред. Т. И. Макарова, С. А. Плетнева (Москва 2003), σ. 171-179, πίν. 64-70.

7. Δύο αρχαιολογικές εκθέσεις δημοσιεύθυκαν μισό αιώνα μετά τις ανασκαφές: Т. И. Макарова, “Церковь святой Богородицы в Тмутаракани”, στο: Боспор Киммерийский. Понт и варварский мир в период античности и средневековья, Сборник научных материалов III Боспорских Чтений, Керчь, 20-23 мая 2002, ред. В.Н. Зинько (Симферополь 2002), pp. 156-158; Т. И. Макарова, “Церковь святой Богородицы в Тмутаракани”, στο: Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии XI (2005), σ. 377-405.

8. Ο P. A. Rappoport είχε δίκιο να σκέπτεται au chevet à trois absides, κάτι που θα ήταν πιο χαρακτηριστικό: П. А. Раппопорт, Русская архитектура X-XIII веков (Свод археологических источников, вып. ЕI-47), (Ленинград 1982), σ. 115-116.

9. J. Nesbitt, N. Oikonomides (eds.), Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Foggs Museum of Art, Vol. I (Washington 1991), p. 190; G. Litavrin, “A propos de Tmutorakan”, Byzantion 35 (1965), pp. 220-234. Μια άλλη άποψη: N. Bãnescu, “La domination byzantine à Matracha [Tmutorokan], en Zichie, en Khazarie et en ‘Russie’ à l’époque des Comnènes”, στο Bulletin de la Section Historique de l’Académie Roumaine 22/2 (1941), σ. 58.

10. А. В. Гадло, “Византийские свидетельства о Зихской епархии как источник по истории Северо-Восточного Причерноморья”, στο: Из истории Византии и византиноведения (Ленинград 1991), p. 106. Βλ. επίσης Е. П. Кабанец. « К вопросу о роли Тмутараканской епархии в церковной истории Древней Руси конца XI вв.?”, στο Сугдейский сборник, вып. II, επιμ. Н. М. Куковальская (Киев-Судак 2005), σ. 105-130.

11. Г. Г. Литаврин, “Новые сведения о северном Причерноморье (XII в.)”, στο: Феодальная Россия во всемирно-историческом процессе (Москва 1972), σ. 237-242

12. E. Honigmann, “Studies in Slavic churh History, II, The archibishopric of Tamatarcha or Matracha (Tmutorokan)”, Byzantion V (1930), σ. 232-233.

13. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, texte criqique, introduction et notes (Géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin, 1) (Paris 1981), σ. 20-33, 241-242, 294.

14. “Une éparchie de Gotthia avec métropolites et suffragants paraît très hypothétique aux VIIIe-IXe s.”: J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, αρ. 3, σ. 31. Άλλες απόψεις : Fr. Dvornik, Les légendes de Constantin et Méthode vues de Byzance (Prague 1936), σ. 160-198; A. Vasiliev, The Goths in the Crimea (Cambridge, Mass. 1936), σ. 97-104; M.-F. Auzépy, “Gothie et Crimée de 750 à 830 dans les sources ecclésiastiques et monastiques grecques”, in Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии VII (2000), σ. 326, 330.

15. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, texte criqique, introduction et notes (Géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin, 1) (Paris 1981), σ. 57.

16. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, σ. 120-121, 294.

17. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, σ. 139-140.

18. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum ecclesiae constantinopoitanae, σ. 417.

19. J. Darrouzès, “L’édition des Notitiae Episcopatuum”, Revue des Etudes Byzantines 40 (1982), σ. 215-221.

20. Η ιστορία αυτής της έδρας δεν είναι απολύτως σαφής, και ιδίως σε ό, τι αφορά συγκεκριμένα το μετασχηματισμό της αρχιεπισκοπής σε σε μητρόπολη. Είναι πιθανό η αρχιεπισκοπή των Matracha soiait να ανήλθε σε μητρόπολη προσωρινά, στα τέλη του 12ου αι.: J. Nesbitt, N. Oikonomides (eds.), Catalogue of Byzantine Seals at Dumbarton Oaks and in the Foggs Museum of Art, Vol. I (Washington 1991), pp.190-191, № 83. 1.

21. С. П. Карпов, История Трапезунтской империи (Санкт-Петербург 2007), σ. 133.

22. J. Richard, La papauté et les missions d’Orient au Moyen Age (XIIIe-XVe siècles) (Collection de l’École Française de Rome 33), (École Française de Rome 1977), σ. 246-248, 255.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>