Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τάναϊς

Συγγραφή : Πετρόπουλος Ηλίας (17/2/2008)

Για παραπομπή: Πετρόπουλος Ηλίας, «Τάναϊς», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10735>

Τάναϊς (31/10/2008 v.1) Tanais (16/3/2009 v.1) 
 

1. Θέση

Ο γεωγράφος Στράβων1 αναφέρει ότι στις εκβολές του ποταμού Τανάιδος (του σύγχρονου Ντον) υπάρχει ένας ομώνυμος οικισμός, η Τάναϊς, η οποία είναι κτίσμα των Ελλήνων που κατοικούσαν στον Κιμμέριο Βόσπορο. Λίγο πριν από την εποχή του Στράβωνα, η πόλη αυτή καταστράφηκε ολοσχερώς από το βασιλιά Πολέμωνα2 του Βασιλείου του Βοσπόρου. Στη συνέχεια ο Στράβων μάς πληροφορεί ότι σε παλαιότερα χρόνια η Τάναϊς αποτελούσε ένα κοινό εμπόριον για τους νομάδες της Ασίας και της Ευρώπης και για όσους εισέπλεαν στη λίμνη (δηλαδή τη Μαιώτιδα θάλασσα, σήμερα Αζοφική θάλασσα) από τον Κιμμέριο Βόσπορο. Οι μεν νομάδες έφερναν μαζί τους σκλάβους, δέρματα καθώς και διάφορα προϊόντα της νομαδικής ζωής, ενώ οι δεύτεροι ως ανταλλάξιμα προϊόντα μετέφεραν ενδύματα, οίνο και άλλα προϊόντα του πολιτισμένου κόσμου.

Το χωρίο των Γεωγραφικών του Στράβωνα καταλήγει με την πληροφορία ότι απέναντι από τον αρχαίο οικισμό της Τανάιδος και σε απόσταση 100 σταδίων υπάρχει η νήσος Αλωπεκία, η οποία κατοικείται από μικτό πληθυσμό. Πλησίον της Αλωπεκίας υπάρχουν και άλλα μικρότερα νησάκια. Η απόσταση από τη βόρεια απόληξη του Κιμμερίου Βοσπόρου μέχρι την Τανάιδα, πλέοντας σε ευθεία κατεύθυνση προς βορρά, είναι 2.200 στάδια, ενώ στην περίπτωση ακτοπλοϊκού ταξιδιού η απόσταση είναι λίγο μεγαλύτερη. Όλες αυτές οι πληροφορίες του αρχαίου γεωγράφου είναι πολύ σημαντικές για την κατανόηση της ιστορίας του οικισμού. Όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, οι πληροφορίες αυτές φαίνονται σήμερα να επαληθεύονται από τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών στην ευρύτερη περιοχή.

2. Ίδρυση

Ο σκοπός της ίδρυσης του εμπορικού αυτού ελληνικού οικισμού-αποικίας κατά τον 3ο αι. π.Χ.,3 ήταν η διευκόλυνση των εμπορικών ανταλλαγών και επαφών μεταξύ των Ελλήνων του Βασιλείου του Βοσπόρου και των βαρβαρικών πληθυσμών και μάλιστα για περισσότερο από 700 χρόνια παρέμεινε το μοναδικό εμπορικό, τεχνολογικό και πολιτισμικό κέντρο ολόκληρης της Παραζοφικής.4 Η ακτινοβολία του οικισμού αυτού επηρέασε πολλούς και διάφορους βαρβαρικούς λαούς, γεγονός που θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπ’ όψιν κατά τη μελέτη της ιστορίας της Παραζοφικής και ιδιαίτερα του βόρειου τμήματός της. Η επιρροή αυτή της Τανάιδος στους γειτονικούς πληθυσμούς, συνήθως προβάλλεται μέσω της ανάλυσης των επείσακτων αντικειμένων στις διάφορες βαρβαρικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής. Στην εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων της Τανάιδος φαίνεται πως εν πολλοίς οφείλεται η ανακάλυψη αρχαίων ελληνικών αντικειμένων στους σαρματικούς τάφους του ποταμού Ντον, του Βόλγα, ακόμη και της περιοχής των Νότιων Ουραλίων. Η αφθονία των ελληνικών επείσακτων κεραμικών αγγείων στις θέσεις της περιοχής του κάτω ρου του ποταμού Ντον, αποδίδεται επίσης στον εμπορικό χαρακτήρα του οικισμού.5

Αλλά και στην ίδια την Τανάιδα έχουν ανακαλυφθεί αναρίθμητες ποσότητες αρχαίων αμφορέων σε υπόγειες αποθήκες, γεγονός που για άλλη μία φορά αποδεικνύει ότι η πόλη αυτή ήταν ένα πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο του βορειοανατολικου ορίου της αρχαίας οικουμένης, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε πηγή ζωής για μία μεγάλη περιφέρεια που εκτεινόταν από τις ακτές της Αζοφικής, συμπεριελάμβανε τον ποταμό Ντον και έφθανε τουλάχιστον μέχρι τον κάτω ρου του ποταμού Βόλγα. Άλλωστε για όλα αυτά μας πληροφορεί ο γεωγράφος Στράβων6 και με εκπληκτικό τρόπο τα επαληθεύει η σύγχρονη επιστήμη της αρχαιολογίας.7

3. Αρχαιολογική έρευνα

Η επιστημονική μελέτη του οικισμού άρχισε από ένα Ρώσο αρχαιολόγο, τον Ι.Α. Στεμπκόβσκυ, όταν τα έτη 1823 και 1824 επισκέφθηκε δύο φορές την περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Ντον και ταύτισε τα λείψανα ενός αρχαίου οικισμού πλησίον του σύγχρονου χωριού Νεντβίγκοβκα (σε απόσταση 35.000 αγγλικών ποδών από την ακτή) με την αρχαία Τανάιδα. Η πρώτη αρχαιολογική ανασκαφή στον οικισμό ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Π.Μ. Λεόντιεφ, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ο οποίος και υποστήριξε την ταύτιση του Στεμπκόβσκυ.8 Η θέση δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να αποτελεί αντικείμενο μελέτης των αρχαιολόγων μέχρι σήμερα που επικεφαλής της αρχαιολογικής αποστολής είναι η αρχαιολόγος Τατιάνα Μ. Αρσένιεβα.9

Από τη στιγμή της ίδρυσής της, η Τάναϊς αναπτύχθηκε ως ελληνο-βαρβαρικό εμπορικό και τεχνολογικό κέντρο της πιο απομακρυσμένης περιφέρειας της αρχαίας ελληνικής οικουμένης. Στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη υπέστη ολοσχερή καταστροφή από το Βοσποριανό βασιλέα Πολέμωνα, αλλά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αναβίωσε. Έτσι, κατά το 2ο και 3ο αι. μ.Χ., θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη ακμή της. Στην περίοδο αυτή ανήκουν τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα, μεταξύ των οποίων αποθηκευτικοί χώροι με αμφορείς. Στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. η Τάναϊς κυριεύθηκε και ισοπεδώθηκε από κάποιους βαρβάρους, πιθανότατα από κάποιες φυλές της γοτθικής φυλετικής συμμαχίας. Η καταστροφή υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε η πόλη έπαψε να υφίσταται. Τα υπόγεια δωμάτια με τους αποθηκευτικούς χώρους εμπορευμάτων και αμφορέων είτε έγιναν παρανάλωμα του πυρός είτε καταπλακώθηκαν από τις πέτρες των κατεδαφισμένων τοίχων. Παρόλα αυτά, στο β΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ., η ζωή στο χώρο της αρχαίας πόλης αναβίωσε για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά τίποτα πια δε θύμιζε την αίγλη της Τανάιδος των προγενέστερων αιώνων. Οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν θραύσματα κεραμικής του τέλους του 4ου και του 5ου αι. μ.Χ. στην επιφάνεια του αρχαίου οικισμού, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανώς ο οικισμός έπαψε να υφίσταται γύρω στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ.10

4. Τάναϊς, 3ος-1ος αι. π.Χ.

Μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν πολλά στοιχεία για την πρώιμη περίοδο της πόλης. Χάρη στις εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων ετών μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα της Τανάιδος πριν από την καταστροφή του βασιλιά Πολέμωνα είναι αρκετά σαφής. Οχυρωματικά έργα του οικισμού έχουν έρθει στο φως στη δυτική και νότια πλευρά του. Τα έργα αυτά ανάγονται χρονολογικά στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του επόμενου. Λίγο αργότερα το νότιο τείχος μεταφέρθηκε λίγο νοτιότερα. Το δυτικό τείχος έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 100 μ. και φαίνεται ότι είχε ενσωματωθεί στον οχυρωματικό κορμό της πόλεως κατά τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες. Κατά μήκος του δυτικού τείχους υπήρχαν διάφοροι ενισχυτικοί πύργοι, εκ των οποίων έχουν μελετηθεί οι δύο. Έχουν επίσης αποκαλυφθεί οικίες της Ελληνιστικής περιόδου και η πύλη της πόλεως, η οποία οδηγεί από τα βόρεια σε μία ανοιχτή πλατεία ελεύθερη από κτίσματα. Είναι αδύνατον σήμερα να αποκατασταθεί η βόρεια αυτή πύλη και συνεπώς οποιαδήποτε προσπάθεια χρονολόγησής της παραμένει άκαρπη. Από τις αρχαιολογικές έρευνες στον οικισμό αποκαλύφθηκαν δύο βασικοί δρόμοι, οι οποίοι τη διατρέχουν με βορειοδυτική και βορειοανατολική κατεύθυνση αντίστοιχα. Οι δρόμοι αυτοί ήταν στρωμένοι με μικρές πέτρες και κεραμικά θραύσματα. Η νοτιοδυτική οδός αποκαλύφθηκε σε απόσταση περίπου 20 μ., παρέχοντας την δυνατότητα στους αρχαιολόγους να μελετήσουν την τεχνοτροπία κατασκευής της.

Από την αρχαιολογική μελέτη του οικισμού έχουν έρθει στο φως διάφορα σημεία όπου ήταν αποθηκευμένοι αναρίθμητοι αμφορείς ελληνικής και εντόπιας προελεύσεως και χρονολογούνται από τα χρόνια της ίδρυσης ακόμα της Τανάιδος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γεωγράφου Στράβωνα και άλλων αρχαίων συγγραφέων η Τάναϊς αποτελούσε για τους νομάδες των στεπών της Αζοφικής και τους Έλληνες του Βοσπορικού Βασιλείου ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Οι αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν την αλήθεια αυτής της μαρτυρίας και μάλιστα φαίνεται πως οι ροδιακοί αμφορείς ήταν το κύριο μέσο μεταφοράς ροδιακού οίνου, αν και δεν λείπουν αμφορείς από την Κω, την Σινώπη, την Κνίδο και άλλων αρχαίων κέντρων. Από τις σφραγίδες των αμφορέων γίνεται αντιληπτό ότι οι εισαγωγές ροδιακού οίνου στην Τανάιδα γίνονταν αδιάλειπτα κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Οι εμπορικές σχέσεις της Τανάιδος με κέντρα του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου φαίνεται πως επιτυγχάνονταν μέσω των σπουδαιοτέρων βοσπορικών πόλεων. Από την ανάλυση των σφραγίδων, καθώς και άλλων στοιχείων, αποδεικνύεται πως η πόλη της Φαναγορίας ήταν αυτή που κατείχε τον αποκλειστικό ρόλο του μεσολαβητή.

Για την πολιτική κατάσταση της Τανάιδος κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας της, δηλαδή 3ο-1ο αι. π.Χ., τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πολύ πενιχρά. Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι, βάσει των επιγραφών του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. που έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί στον οικισμό, πρόκειται για μία ανεξάρτητη πόλη με αιρετούς αντιπροσώπους και άλλους δημοκρατικούς θεσμούς.11

5. Τάναϊς, 1ος αι. μ.Χ.-3ος αι. μ.Χ.

Κατά τη β΄ περίοδο της πόλεως, η οποία ξεκινά μετά τις καταστροφές του Πολέμωνα και καλύπτει ολόκληρο τον 1ο αι. μ.Χ., η Τάναϊς άρχισε αρκετά γρήγορα να αναβιώνει. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η συρρίκνωση του οικισμού σε ένα κεντρικό σημείο. Δυστυχώς υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία για τις κατασκευές του 1ου αι. μ.Χ., οι οποίες περιορίζονται σε ένα καλά σωζόμενο συγκρότημα δυτικά του κατεστραμμένου τείχους στη νότια πλευρά του οικισμού. Η πύλη της πόλεως αποκαταστάθηκε αν και αυτή τη φορά σε μικρότερες διαστάσεις, ενώ οι δρόμοι της προηγουμένης περιόδου εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Λίγο μετά τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 1ου αι. μ.Χ. αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι οικισμοί στην αγροτική χώρα της Τανάιδος, στον κάτω ρου του ποταμού Ντον.12

Μία νέα περίοδος για την ιστορία της πόλεως εγκαινιάζεται με την έναρξη του 2ου αι. μ.Χ., κατά την οποία η Τάναϊς ξανακτίζεται. Κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. αποκαθίσταται το τείχος στη νότια πλευρά της πόλεως, όπου οι αρχαιολόγοι μελέτησαν έναν από τους πύργους που σώζεται σε κακή κατάσταση. Καλύτερα μελετήθηκε το δυτικό τείχος του 2ου αι. μ.Χ. και τρεις από τους πύργους του. Η κακή διατήρηση των κτισμάτων ερμηνεύεται κυρίως από τη βιαιότητα της καταστροφής της πόλεως στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. καθώς και από το γεγονός ότι κατά τη μεταγενέστερη κατοίκηση σε ορισμένα σημεία του οικισμού χρησιμοποιήθηκε το υλικό των κατεστραμμένων τοίχων. Επλήγησαν κατά το πλείστον τα κτήρια της κεντρικής ζώνης της πόλης.

Οι αρχαιολογικές έρευνες στην Τανάιδα έχουν αποδείξει ότι ο πληθυσμός της γνώριζε τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά εξίσου σημαντικές είναι και οι ενδείξεις για την ενασχόληση με την αλιεία και τα παράγωγά της. Πέραν αυτών, από διάφορες επιγραφές του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. μαθαίνουμε ότι στην πόλη ανθούσαν οι τέχνες και μάλιστα έχουν διασωθεί τα ονόματα τεσσάρων αρχιτεκτόνων.13 Παράλληλα είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της πόλης κατεργάζονταν τα οστά για να κατασκευάσουν διάφορα αντικείμενα όπως λαβές μαχαιριών, αιχμές βελών κ.ά. Η επεξεργασία των μετάλλων και ιδιαίτερα του σιδήρου ήταν επίσης διαδεδομένη στην Τανάιδα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για την υαλοτεχνία.

Κατά την περίοδο από το 2ο αιώνα μέχρι περίπου τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. στην πόλη παρατηρείται μεγάλη αύξηση της κυκλοφορίας νομισμάτων, κυρίως αυτών του Βοσπορικού Βασιλείου. Το σύστημα της κυκλοφορίας των νομισμάτων είχε θεσπιστεί από τον ίδιο το βασιλιά του Βοσπόρου, το Σαυρομάτη Α΄ (93-123 μ.Χ.). Γεγονός πάντως είναι ότι σε μεγαλύτερη αφθονία βρέθηκαν τα νομίσματα του α΄ μισού του 3ου αι. μ.Χ., τα οποία ανήκαν στο Σαυρομάτη Β΄ και το Ρεσκούπορη Γ΄. Οι επάργυροι στατήρες του βασιλιά Ρεσκούπορη Ε΄ είναι αυτοί που μαρτυρούν και την ακριβή χρονική στιγμή της καταστροφής της πόλης στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Ενίοτε, μαζί με τα βοσποριανά νομίσματα απαντούν και ρωμαϊκά, αλλά και νομίσματα από τον Τύρα και τη Χερσόνησο.

Από το υπάρχον επιγραφικό υλικό πληροφορούμαστε ότι κατά τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες η πόλη της Τανάιδος είχε ενσωματωθεί στην επικράτεια του Βασιλείου του Βοσπόρου. Οι πρώτες επιγραφές της Τανάιδος ως μέλος του Βασιλείου εκδόθηκαν επί βασιλιά Σαυρομάτη Α΄. Όλοι σχεδόν οι κατοπινοί βασιλιάδες του Βοσπόρου αναφέρονται στις επιγραφές της πόλης. Από τις επιγραφές επίσης μαθαίνουμε ορισμένα πολύ σημαντικά στοιχεία για τη θρησκευτική ζωή των Ταναϊτών. Στην πόλη υπήρχαν διάφορες σύνοδοι και θίασοι, οι οποίοι λάτρευαν το θεό Ύψιστο, με επικεφαλής ιερείς και αιρετούς αντιπροσώπους. Άλλωστε, η λατρεία του θεού κατά τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη όχι μόνο στην Τανάιδα, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια του Βοσπορικού Βασιλείου.14

6. Τάναϊς, 4ος αι. μ.Χ.

Μετά τις καταστροφές της πόλης στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. η πόλη αναβίωσε στον 4ο αιώνα, γεγονός που δεν αποδεικνύεται ούτε από γραπτές μαρτυρίες ούτε από επιγραφές, παρά μόνο από τις αρχαιολογικές έρευνες. Κατά τον 4ο αι. μ.Χ. οι οχυρώσεις της πόλης αποκαθίστανται. Με την πρόσφατη ανακάλυψη ορισμένων αργυρών νομισμάτων βοσποριανής κοπής του τέλους του 3ου-αρχών του 4ου αι. μ.Χ. αποκαθίσταται η ιστορία της πόλης για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κάτι που μέχρι πρότινος ήταν αδύνατον. Από τα πενιχρά αρχαιολογικά στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεση μας σήμερα αποδεικνύεται ότι η ζωή στην πόλη αναβιώνει στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. Είναι προς το παρόν αδύνατο να προσδιορισθεί η ακριβής χρονολογία και η αιτία της εγκατάλειψης της πόλης. Το υπάρχον υλικό από τη θέση της αρχαίας πόλης και της νεκρόπολης15 οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ζωή στην Τανάιδα έσβησε οριστικά στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ.16

1. Στράβ. 7.4.5.

2. Алексеева, Е.М. – Кошеленко, Г.А. (επιμ.), Античные Государства Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 93· Böttger, B. – Šelov, D.B., Amphorendipinti aus Tanais (Pontus Septentrionalis I, Tanais I, Moskau 1998), σελ. 16.

3. Böttger, B. – Šelov, D.B., Amphorendipinti aus Tanais (Pontus Septentrionalis I, Tanais I, Moskau 1998), σελ. 8, 14.

4. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η επιχείρηση εμπορικής προσέγγισης των βόρειων λαών από τους Έλληνες του Βασιλείου του Βοσπόρου ξεκίνησε λίγο πιο πριν από την ίδρυση της Τανάιδος, κατά τον 5ο αι. π.Χ., με την ίδρυση στην περιοχή του Δέλτα του ποταμού Ντον ενός άλλου οικισμού, του γνωστού σήμερα στην αρχαιολογία Γιελιζοβέτοβκα, βλ. Marčenko, K.K. – Žitnikov, V.G. – Kopylov, V.P., Die Siedlung Elizavetovka am Don (Pontus Septentrionalis II, Tanais II, Moskau 2000), σελ. 30 κ.ε.

5. Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E. K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1047.

6. Στράβ. 7.4.5 και 11.2.3.

7. Böttger, B. – Šelov, D.B., Amphorendipinti aus Tanais (Pontus Septentrionalis I, Tanais I, Moskau 1998), σελ. 14 κ.ε.

8. Алексеева, Е.М. – Кошеленко, Г.А. (επιμ.), Античные Государства Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 93.

9. Böttger, B. – Šelov, D.B., Amphorendipinti aus Tanais (Pontus Septentrionalis I, Tanais I, Moskau 1998), σελ. 14. Επίσης, Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1051.

10. Böttger, B. – Šelov, D.B., Amphorendipinti aus Tanais Pontus (Septentrionalis I, Tanais I, Moskau 1998), σελ. 16. Επίσης, Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1082-90.

11. Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1054-64.

12. Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1064-6.

13. CIRB (1965) 1245, 1249, 1250 και 1252.

14. Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1066-82.

15. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί του υλικού της νεκρόπολης της Τανάιδος, βλ. Арсеньева, Т.М., Безуглов С. И., Толочко И. В., Некрополь Танаиса. Раскопки 1981-1995 гг.
(Москва 2001), σελ. 7 κ.ε.

16. Arsenyeva, T.M., "Tanais", στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea (Thessaloniki 2003), σελ. 1082-1090.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>