Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βάρνα (Νεότεροι χρόνοι)

Συγγραφή : Κοτζάμπαση Μαρία (17/12/2008)

Για παραπομπή: Κοτζάμπαση Μαρία, «Βάρνα (Νεότεροι χρόνοι)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11123>

Βάρνα (Νεότεροι χρόνοι) (9/2/2009 v.1) Varna (Modern period) (30/9/2010 v.1) 
 

1. Ονομασία – Ανθρωπογεωγραφία

Η Βάρνα είναι χτισμένη στο μυχό του ομώνυμου κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Προβαντίισκα, σε μία κοιλάδα μεταξύ δύο λιμνών, στη δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου. Βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Οδησσού, αποικίας των Μιλησίων (περίπου 610-575 π.Χ.). Η γραφή του ονόματος Οδησσός με -η- είναι η επικρατέστερη, μαρτυρείται όμως και γραφή με -υ- καθώς η λέξη φαίνεται πως ετυμολογείται από το όνομα Οδυσσεύς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, κοντά στην Οδησσό υπήρχε από την Αρχαιότητα πόλη με το όνομα Βάρνα και ενδεχομένως οι δύο πόλεις κάποτε συγχωνεύτηκαν.1

Πάντως, η ονομασία Βάρνα θεωρείται μεταγενέστερη και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την προέλευση και την ετυμολογία της. Κατά τη Bυζαντινή περίοδο, αναφέρεται από το Θεοφάνη μια πόλη Βάρνα «πλησίον Οδησσού». Σύμφωνα με τον Ιωάννη Νικολάου, η Οδησσός μετονομάστηκε σε Βάρνα, δηλαδή «πόλη», μετά την κατάκτησή της από τους Αβάρους (περίπου 587 μ.Χ.), λόγω του μεγέθους και των τειχών της. Σε κατάλογο των επαρχιών και μητροπόλεων που υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, την εποχή του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, αναγράφεται «επαρχία Μυσίας Οδύσσου, ήτις και Βάρης λέγεται».2

Η ελληνική παρουσία στη Βάρνα είναι συνεχής από την Αρχαιότητα. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ο πληθυσμός της παρέμεινε ελληνικός, παρά την εγκατάσταση Σλάβων, Αβάρων και Βουλγάρων στη γύρω περιοχή. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε και κατά την οθωμανική κυριαρχία, οπότε και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Οθωμανοί και Αρμένιοι. Στα τέλη του 18ου αιώνα μαρτυρείται ότι κατοικούσαν στη Βάρνα 15.000-16.000 Έλληνες, Οθωμανοί και Αρμένιοι. Το 1860 η πόλη είχε περίπου 20.000 κατοίκους, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Έλληνες, περίπου 10.000 Οθωμανοί, ενώ κατοικούσαν εκεί ακόμη περίπου 1.000 Αρμένιοι και πολύ λίγοι Βούλγαροι, Εβραίοι καθώς και διάφοροι Ευρωπαίοι.3 Οι Έλληνες της Βάρνας παρέμειναν και κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μια ισχυρότατη, δημογραφικά, εθνική ομάδα καθώς, σύμφωνα με βουλγαρικές στατιστικές, ο ελληνικός πληθυσμός έφτανε τους 8.309 το 1888 και τους 8.317 το 1900.4

Μετά την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους, το 1878, άρχισε συστηματική εγκατάσταση Βουλγάρων στην πόλη, ενώ τα μεταναστευτικά κύματα των Ελλήνων (1906, 1913, 1919) οδήγησαν σε ανατροπή της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της.

2. Ιστορία

Μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς στα τέλη του 14ου αιώνα η Βάρνα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, υπαγόταν διοικητικά στο σαντζάκι της Σιλίστριας, που αποτελούσε τμήμα του μπεϊλερμπεϊλικιού της Ρούμελης.

Κοντά στη Βάρνα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1444, έγινε μεγάλη μάχη μεταξύ των Οθωμανών, με επικεφαλής το σουλτάνο Μουράτ Β΄, και του ενωμένου χριστιανικού στρατού, με αρχηγούς το βασιλιά της Ουγγαρίας και Πολωνίας Λαδίσλαο Γ΄ και τον Ιωάννη Ουνιάδη. Ο σταυροφορικός στρατός ηττήθηκε και εξολοθρεύτηκε, ενώ σκοτώθηκε και ο βασιλιάς, που τάφηκε κοντά στην πόλη.5

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας εγκαταστάθηκαν στη Βάρνα πολλοί Οθωμανοί και η πόλη έγινε σημαντικό οχυρό στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας. Αξίζει να αναφερθούν δύο καταστροφικές επιδρομές Κοζάκων το 17ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1610 και το 1653, που λεηλάτησαν τόσο τη Βάρνα όσο και τη γύρω περιοχή.6

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι προσδοκίες των Ελλήνων για αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας δεν άφησαν αδιάφορους και τους Έλληνες της περιοχής, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ανάμεσα στα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αναφέρονται οι Ι. Ελευθερίου και Ι. Αμβροσιάδης από τη Βάρνα, οι οποίοι κατέβαλαν από 100 ρούβλια για τους σκοπούς της, καθώς και ο μεγάλος ευεργέτης της πόλης Παρασκευάς Νικολάου, που κατέβαλε 500 ρούβλια. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, σημειώθηκαν επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων στη Βάρνα, όπως και στις άλλες ελληνικές κοινότητες του Εύξεινου Πόντου, και έγιναν απαγχονισμοί Ελλήνων προκρίτων και Φιλικών (Ζ. Κρυόφυλλου, Παπαμανώλη, Χ. Νικολάου, Τσακήρ Τσορμπατζή, Κ. Πωγωνάτου κ.ά.). Εξάλλου, αρκετοί Έλληνες από τη Βάρνα ήρθαν και αγωνίστηκαν στην Ελλάδα, όπως οι Μ. Φουντουκλής και Ν. Καραχιουσεϊνλής.7

Κατά το Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829 η Βάρνα κυριεύτηκε από τους Ρώσους και καταστράφηκαν τα τείχη της. Όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι, αρκετοί Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη, αλλά ο ελληνικός πληθυσμός της δε μειώθηκε καθώς ενισχυόταν συνεχώς με Έλληνες που μετανάστευαν από διάφορες περιοχές, τόσο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και του ελεύθερου ελληνικού κράτους.8

Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), οπότε και η Αγγλία και Γαλλία συνέδραμαν στρατιωτικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία έναντι της Ρωσίας, η Βάρνα χρησίμευσε ως σημείο συγκέντρωσης των γαλλικών και αγγλικών στρατευμάτων και η στρατηγική αλλά και η οικονομική της σημασία ενισχύθηκε.

Η ίδρυση αυτόνομης, ουσιαστικά ανεξάρτητης, βουλγαρικής ηγεμονίας το 1878 άλλαξε σταδιακά τη σύσταση του πληθυσμού της Βάρνας, καθώς παρατηρήθηκε βαθμιαία προσέλευση και μόνιμη εγκατάσταση Βουλγάρων. Από τότε άρχισε να ελαττώνεται ο ελληνικός πληθυσμός λόγω και των πιεστικών μέτρων του επίσημου κράτους. Τα βουλγαρικά νομοθετικά μέτρα, που απέβλεπαν στην αφομοίωση των μειονοτήτων, αφορούσαν την εξάπλωση της κρατικής εκπαίδευσης και τον περιορισμό της ύπαρξης μειονοτικών σχολείων, τη δήμευση κοινοτικής περιουσίας και την αρπαγή ελληνικών πατριαρχικών εκκλησιών. Ανάλογες επιπτώσεις είχε η μη αναγνώριση των ελληνικών κοινοτήτων ως νομικών προσώπων, που είχε συνέπεια τη διαρπαγή των περιουσιών τους και την απόρριψη των ελληνικών αγωγών στα βουλγαρικά δικαστήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αφαίρεση, από την ελληνική κοινότητα Βάρνας, της μονής του Αγίου Κωνσταντίνου.9

Αποκορύφωμα της πολιτικής του βουλγαρικού κράτους έναντι της ελληνικής μειονότητας ήταν οι ανθελληνικές διώξεις του 1906. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1906, όταν έγιναν τα εγκαίνια του λιμανιού της Βάρνας, Βούλγαροι μαθητές γυμνασίου τρομοκράτησαν τους κατοίκους των ελληνικών συνοικιών με λιθοβολισμούς, και ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν στη γιορτή των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Στις αρχές Ιουνίου, οι Βούλγαροι της Βάρνας απαγόρευσαν την αποβίβαση του νέου μητροπολίτη Νεόφυτου και προκάλεσαν ταραχές στην πόλη, καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας εκκλησίες (Αγίου Νικολάου, Αγίου Γεωργίου, Αγίας Παρασκευής) και το κοινοτικό νοσοκομείο. Οι Έλληνες απέφυγαν τη λεηλάτηση καταστημάτων και σπιτιών προσφεύγοντας στους Ευρωπαίους προξένους, οι οποίοι κατέστησαν το νομάρχη υπεύθυνο για ό,τι συμβεί εις βάρος των Ελλήνων. Τότε ο νομάρχης διέταξε την αστυνομία να επιβάλει την τάξη.10

Το 1906 έφυγαν από τη Βάρνα σχετικά λίγοι Έλληνες, διότι η κοινότητα ήταν εναντίον της μετανάστευσης και προσπάθησε να ελέγξει τον πανικό. Από αυτούς που έφυγαν κάποιοι εγκαταστάθηκαν στην Ευξεινούπολη της Θεσσαλίας και σε άλλες ελληνικές πόλεις, και κάποιοι στο εξωτερικό. Το δεύτερο μεταναστευτικό ρεύμα, μεγαλύτερο από το πρώτο, σημειώθηκε μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο (1913) και κατευθύνθηκε κυρίως προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μετά τη σύμβαση του Νεϊγί (1919), σχεδόν όλοι οι εναπομείναντες Έλληνες της Βάρνας ήρθαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν το 1927 στο συνοικισμό Νέα Βάρνα της Θεσσαλονίκης.11

3. Οικονομία

Οι κάτοικοι της Βάρνας ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και σε μικρότερο βαθμό με τη γεωργία. Η πόλη περιβαλλόταν από αμπελώνες έκτασης περίπου 16.000 στρεμμάτων και η αμπελουργία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, όμως άλλες καλλιέργειες δεν υπήρχαν και οι ανάγκες των κατοίκων της πόλης σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα καλύπτονταν από την παραγωγή της ενδοχώρας. Οι Βαρναίοι επίσης δεν ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την αλιεία. Υπήρχαν μόνο δύο νταλιάνια, δηλαδή δικτυωτές ιχθυοπαγίδες, στη θέση Γαλατάς, κοντά στον ομώνυμο φάρο, που ανήκαν στις οικογένειες Αποστολίδου και Μυστακίδου.12

Από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Βάρνα αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της περιοχής και οι Έλληνες κάτοικοί της έλεγχαν το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο της ενδοχώρας έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι γνωστό ότι στους διάφορους σταθμούς της σιδηροδρομικής γραμμής Βάρνας-Ρουχτσούκ (Ruse) όλοι οι έμποροι σιτηρών ήταν Έλληνες. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η εμπορική σημασία της πόλης ήταν πολύ μεγάλη λόγω των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Έτσι, το 1849 έπλευσαν στο λιμάνι της Βάρνας 347 πλοία και 430 το 1850, μεγάλο μέρος από τα οποία ήταν ελληνικά. Η συνολική αξία του εξαγωγικού εμπορίου της Βάρνας το 1847 έφτασε τα 15.000.000 γαλλικά φράγκα, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα αυξήθηκε στα 35.600.000 γαλλικά φράγκα.13

Τα προϊόντα που εξάγονταν σε αξιόλογες ποσότητες ήταν δημητριακά, προπάντων σιτάρι, δέρματα, μαλλί, τυριά, κρασί και ξυλεία και κατευθύνονταν κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και προς ευρωπαϊκά λιμάνια. Εισάγονταν από τη δυτική Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη αποικιακά, βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα, υφάσματα κ.ά.14 Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και την επικράτηση των ξένων ατμοπλοϊκών γραμμών στον Εύξεινο Πόντο, του Lloyd της Τεργέστης και των γαλλικών Messageries Maritimes, η ελληνική ναυτιλία της Βάρνας άρχισε να φθίνει και να εκλείπει στα τέλη του 19ου αιώνα.

Κατά το 19ο αιώνα παρατηρείται σημαντική βιομηχανική δραστηριότητα στη Βάρνα, στους τομείς της σαπωνοποιίας, αλευροποιίας, καπνοβιομηχανίας κ.λπ. Στην πόλη λειτουργούσαν δύο καπνεργοστάσια – το ένα είχε το σήμα «Μομίτσε» (κορίτσι, κοπέλα στα βουλγαρικά) και ανήκε στο βιομήχανο Χ. Αυγερινίδη και το άλλο το σήμα «Πεταλούδα» και δεν είναι γνωστό το όνομα του ιδιοκτήτη του.

Επίσης, λειτουργούσαν τρία εργοστάσια σαπωνοποιίας, που είχαν ιδρυθεί το 1885 από τους αδελφούς Φουρτούνα και τους Χ. Συρόπουλο και Π. Βουλαλά, καθώς και τρία ταχινοποιεία (των Χ. Γρηγοριάδη, Σ. Καραμανλή και Ε. Μίχου). Στο χωριό Γκεμπετζέ υπήρχε το υαλουργείο του Π. Βασματζίδου, ενώ τρεις αλευρόμυλοι ανήκαν στους Ι. Γιακουμόπουλο, Α. Αγαλλίδη, Ν. Κύλλινδρο και Γεωργιάδη. Με την ποτοποιία ασχολούνταν οι αδελφοί Τζοβάννου και οι: Ι. Ζαροκώστας, Γ. Διβέρης, Γ. Γιαννούσης, Μ. Γιαννούσης και Μ. Τζανής.15

Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλης κατά το 19ο αιώνα οδήγησε στην ίδρυση δύο τραπεζών από Έλληνες κεφαλαιούχους. Η Εμπορική Πιστωτική Εταιρεία Βάρνης (1888) και η Μετοχική Εταιρεία «Ερμής» (1890) προωθούσαν το εμπόριο της πόλης.16

4. Κοινοτική οργάνωση

Η ελληνική κοινότητα της Βάρνας, όπως όλες οι ελληνικές κοινότητες στη Βουλγαρία, είχε αυτοδιοίκηση που ασκούνταν από δύο σώματα, τη δημογεροντία και τη σχολική εφορεία. Πρόεδρος της δημογεροντίας ήταν ο μητροπολίτης, ο οποίος και επέλεγε τα δώδεκα μέλη της. Η δημογεροντία είχε διοικητικά καθήκοντα – ενοικίαζε τα κτήματα της κοινότητας, εισέπραττε τις προσόδους της εκκλησίας, συντηρούσε τα σχολεία κ.ά. Η σχολική εφορεία της ελληνικής κοινότητας είχε πέντε μέλη που εκλέγονταν κατά τις βουλγαρικές δημοτικές εκλογές και έπρεπε να είναι Έλληνες βουλγαρικής υπηκοότητας. Εξέλεγαν πρόεδρο που ήταν ο μόνος υπεύθυνος για την κοινότητα απέναντι στις βουλγαρικές αρχές, διότι το βουλγαρικό κράτος δεν αναγνώριζε τη δημογεροντία. Ουσιαστικά, όμως, πρόεδρος της εφορείας ήταν ο μητροπολίτης. Τα δύο σώματα, δημογεροντία και σχολική εφορεία, συνεργάζονταν για όλα τα ζητήματα της κοινότητας.17

5. Εκκλησία - Θρησκεία

Η μητρόπολη Βάρνας (Οδησσού) ήταν μία από τις αρχαιότερες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πρώτος επίσκοπος αναφέρεται ο άγιος Απόστολος Αμπλίας (1ος αιώνας). Ο τίτλος του μητροπολίτη μέχρι την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους ήταν «υπέρτιμος και έξαρχος Μαύρης Θαλάσσης και πρόεδρος Ρουχτσουκίου». Η μητρόπολη περιλάμβανε τις πόλεις Βάρνα, Μπαλτσίκ, Καβάρνα, Ντόμπριτς, Γαλατά και τα χωριά Άσπρος, Κεστρίτσι, Καρά-Χουσεΐν, Ταπτίκι, Κότζακος κ.ά.18

Στην πόλη της Βάρνας υπήρχαν πέντε ελληνικές εκκλησίες. Ο παλαιότερος ναός ήταν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που οικοδομήθηκε κατά το 16ο αιώνα, ενώ ο σημαντικότερος ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου, που οι Βούλγαροι ονομάζουν «Ζλάτνα τσέρκβα» (χρυσή εκκλησία) λόγω της μεγαλοπρέπειάς του. Χτίστηκε το 1828, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1836 και ανοικοδομήθηκε το 1838 επί μητροπολίτη Ιωσήφ. Ο Άγιος Αθανάσιος με τις θαυμάσιες εικόνες λειτουργούσε ως μουσείο μέχρι το 1990, οπότε αποδόθηκε ξανά στη λατρεία. Αξιόλογη εκκλησία ήταν εκείνη του Αγίου Νικολάου. Για την ανέγερση του ναού ο εγκατεστημένος στην Οδησσό Βαρναίος Παρασκευάς Νικολάου κληροδότησε 50.000 αργυρά ρούβλια το 1862. Τέλος, υπήρχαν και δύο άλλες, μικρότερες εκκλησίες: της Αγίας Παρασκευής (18ος αιώνας) και του Αγίου Γεωργίου. Οι δύο τελευταίοι ναοί δε λειτουργούσαν κανονικά.19

Η ελληνική κοινότητα της Βάρνας είχε υπό τον έλεγχό της δύο μοναστήρια. Το σημαντικότερο ήταν η μονή του Αγίου Κωνσταντίνου, με μεγάλη κτηματική περιουσία. Βρισκόταν σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από την πόλη, χτίστηκε το 17ο αιώνα και ανακαινίστηκε από την ελληνική κοινότητα την περίοδο 1865-1870, επί μητροπολίτη Ιωακείμ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ελληνική κοινότητα κατηγορήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές ότι κατέχει παράνομα αυτό το μεγάλο και πλούσιο μοναστήρι. Έπειτα από μακρόχρονο και πολύ δαπανηρό δικαστικό αγώνα, η μονή επιδικάστηκε στο βουλγαρικό επαρχιακό συμβούλιο Βάρνας και η ελληνική κοινότητα καταδικάστηκε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων καθώς και στην καταβολή των εσόδων από δεκαετή επικαρπία της μονής. Η κοινότητα, για να βρει το υπέρογκο ποσό των 2.000 χρυσών εικοσάφραγκων, αναγκάστηκε να υποθηκεύσει και αργότερα να πουλήσει στο Βούλγαρο Μιχαήλ Φιλίποφ την πιο προσοδοφόρα ιδιοκτησία της, τα Λουτρά της Βάρνας, τα έσοδα των οποίων κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Το άλλο μοναστήρι ήταν του Αγίου Δημητρίου, που βρισκόταν σε απόσταση 7 χιλιομέτρων από την πόλη και χτίστηκε μετά το Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829 από έναν Κεφαλλονίτη καπετάνιο που πλούτισε στον πόλεμο και άφησε κληροδότημα για την ανέγερσή της. Η ελληνική κοινότητα δώρισε τη μονή και τις ιδιοκτησίες της στον πρώτο ηγεμόνα της Βουλγαρίας, τον Αλέξανδρο Μπάτενμπεργκ, ο οποίος ανήγειρε κοντά της θερινό ανάκτορο (Αλεξάντροβο, κατόπιν Ευξείνοφγκραντ). Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο ηγεμόνας δώρισε στην ελληνική κοινότητα 2.500 εικοσάφραγκα, που κατατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τόκοι χρησιμοποιούνταν από την κοινότητα για τη συντήρηση των σχολείων και τη μισθοδοσία των δασκάλων.20

Μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) δεν έγινε διαχωρισμός της κοινοτικής περιουσίας μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών στη Βάρνα, καθώς τότε κατοικούσαν στην πόλη μόνο λίγες βουλγαρικές οικογένειες. Μετά τη συνθήκη του Βερολίνου και την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους, η κοινότητα Βάρνας και 24 χωριά και πόλεις της περιοχής αναγνωρίστηκαν ως πατριαρχικά. Ο Έλληνας μητροπολίτης είχε τον τίτλο «άγιος Βάρνης», ενώ ο Βούλγαρος «άγιος Πρεσλάβας» με έδρα αρχικά τη Σούμλα – αργότερα μετονομάστηκε σε «άγιο Βαρνο-Πρεσλάβας».21 Μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο οι Βούλγαροι πήραν οριστικά από την ελληνική κοινότητα όλους τους ναούς.

Κάθε χρόνο, η γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εορταζόταν πανηγυρικά στην ομώνυμη μονή. Την παραμονή, μετά τον εσπερινό, οι χωρικοί που συγκεντρώνονταν έκαναν διάφορα αγωνίσματα και αγώνες πάλης, τα οποία επαναλάμβαναν το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία. Επίσης πρόσφεραν διάφορα δώρα, κερί, σιτάρι, αρνιά κ.λπ.

Στη γιορτή του αγίου Αθανασίου, στις 2 Μαΐου, τελούνταν μικρό πανηγύρι στο χωριό Κεστρίτζι, κοντά στην πόλη. Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γινόταν πανηγύρι στη θέση Κοκάρδσα, όπου ανάμεσα στα αμπέλια υπήρχε κρήνη που θεωρούνταν αγίασμα. Ανάλογο πανηγύρι γινόταν κάθε χρόνο στη μονή του Αγίου Δημητρίου. Την παραμονή της Αναλήψεως και την παραμονή της γιορτής του αγίου Ιωάννη του Κλήδονα, οι Βαρναίοι συνήθιζαν να κατεβαίνουν στην παραλία και να βρέχουν τα κεφάλια τους με θαλασσινό νερό.

6. Εκπαίδευση

Από το 1835 λειτουργούσαν στη Βάρνα πολλά ιδιωτικά γραμματοδιδασκαλεία που δίδασκαν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, χρησιμοποιώντας ως διδακτικά βιβλία το αλφαβητάριο, την Οκτώηχο, το Ψαλτήριο, τον Απόστολο και το Μηναίο.

Η ελληνική εκπαίδευση οργανώθηκε συστηματικά κατά τη δεκαετία του 1840, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιωσήφ (1830-1849). Το 1841 ιδρύθηκε Ελληνική Σχολή και το 1845 αλληλοδιδακτικό σχολείο, στο οποίο οδήγησαν όλοι οι γραμματοδιδάσκαλοι τους μαθητές τους έπειτα από εντολή της δημογεροντίας. Πρώτος δάσκαλος της αλληλοδιδακτικής (λανκαστεριανής) μεθόδου ήταν ο Κωνσταντίνος εξ Ιωαννίνων.22

Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν προσωρινά κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), αλλά από τα τέλη της δεκαετίας και ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της επόμενης η κοινοτική εκπαίδευση αναπτύχθηκε ιδιαίτερα. Ιδρύθηκαν τρία ακόμη σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης: δύο αρρεναγωγεία (1857, 1864) και ένα κατώτερο παρθεναγωγείο (1856).23

Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, λειτουργούσαν τρία δημοτικά αρρένων και δύο θηλέων, δύο κοινοτικά νηπιαγωγεία, η Ελληνική Σχολή και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, τα περισσότερα σε ιδιόκτητα κτήρια.24 Η Ελληνική Σχολή, που ισοδυναμούσε με ημιγυμνάσιο, βρισκόταν κοντά στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο στην οδό Αγίας Μαρίνης. Όλα τα ελληνικά σχολεία συντηρούνταν από τους πόρους της μεγάλης κτηματικής περιουσίας της κοινότητας και εποπτεύονταν από την πενταμελή σχολική εφορεία. Έφορος των σχολείων για μακρό χρονικό διάστημα ήταν ο μεγάλος ευεργέτης της κοινότητας Γ.Β. Σουλίνης, που καταγόταν από τη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Με έξοδά του χτίστηκε ένα δημοτικό σχολείο αρρένων, το Σουλίνειον Σχολείον. Στα σχολεία φοιτούσαν περίπου 1.200-1.500 μαθητές και μαθήτριες. Μετά την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους διδασκόταν υποχρεωτικά η βουλγαρική γλώσσα, αλλά από Έλληνα δάσκαλο.25

Η σταδιακή εγκατάσταση Βούλγαρων στην πόλη οδήγησε στη δημιουργία βουλγαρικού σχολείου, η οποία ενισχύθηκε και από την κρατική πολιτική. Σύμφωνα με διάταγμα που αφορούσε στην εφαρμογή του άρθρου 10 του νόμου «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως» του 1891, όλοι οι Βούλγαροι υπήκοοι ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν τα παιδιά τους, ηλικίας 6-12 ετών, σε βουλγαρικά δημοτικά σχολεία. Μετά το 1906 τα ελληνικά δημοτικά σχολεία έκλεισαν, ενώ τα κτήρια και οι πόροι για τη συντήρησή τους περιήλθαν στο βουλγαρικό κράτος. Τα τελευταία ιδιωτικά ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν με την ανοχή των βουλγαρικών αρχών έκλεισαν μετά το 1913, όταν οι Βούλγαροι πήραν και τις υπόλοιπες εκκλησίες και τα ακίνητα της κοινότητας.26

7. Ελληνικοί σύλλογοι και πολιτιστική δραστηριότητα

Οι περισσότεροι σύλλογοι που ιδρύθηκαν στη Βάρνα το 19ο αιώνα είχαν εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ο πρώτος, που ιδρύθηκε από το μητροπολίτη Ιωσήφ, ονομαζόταν «Φιλόμουσος» και είχε σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ίδρυση παρθεναγωγείου.27 Το 1864 ιδρύθηκε ο εκπαιδευτικός σύλλογος «Ελπίς», ενώ το 1872 ξεκίνησε να λειτουργεί ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος», που κατόρθωσε να ιδρύσει ένα δημοτικό σχολείο στη Βάρνα και παρθεναγωγείο στην Καβάρνα, καθώς και να εξασφαλίσει διδακτικό προσωπικό για τα σχολεία της περιοχής. Επίσης, δημιούργησε ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο, πλούσιο ιδίως σε νομίσματα. Το 1902, οι κάτοικοι της Βάρνας έστειλαν κρυφά στην Ελλάδα τη συλλογή νομισμάτων με έναν Έλληνα πλοίαρχο και τη δώρισαν στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας.28 Το 1891 ιδρύθηκε η «Ελληνική Φιλανθρωπική Αδελφότης», που είχε φιλανθρωπικό αλλά και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, υποστηρίζοντας οικονομικά φτωχούς φοιτητές.29

Η ελληνική κοινότητα Βάρνας είχε δημιουργήσει βιβλιοθήκη με την επωνυμία «Αναγνωστήριον των Οδησσιτών», που περιλάμβανε περίπου 2.620 τόμους. Στα τέλη του 19ου αιώνα κυκλοφορούσαν στη Βάρνα τουλάχιστον πέντε ελληνικές εφημερίδες, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η Οδησσός (1891-94) και ο Εύξεινος (1895-1896), καθώς και ένα μηνιαίο φιλολογικό περιοδικό, η Πανδαισία (1898-1900). Οι Βαρναίοι είχαν ακόμη και φιλαρμονικό όμιλο υπό τη διεύθυνση του Β. Γουναρόπουλου.30

Ο ευεργέτης της κοινότητας Π. Νικολάου άφησε στη διαθήκη του 25.000 αργυρά ρούβλια για να χτιστεί νοσοκομείο και 80.000 ρούβλια ως κληροδότημα ώστε να συντηρείται το κοινωφελές ίδρυμα από τους τόκους. Σύμφωνα με τη διαθήκη, τη διεύθυνση του νοσοκομείου είχε αναλάβει εφορεία εκλεγμένη από τα μέλη της κοινότητας με πρόεδρο τον Έλληνα μητροπολίτη.31

1. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 83, 86-87, 120-121.

2. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 116, 124-125.

3. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 203· Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 13.

4. Общи резултати от преброяването на населението на княжество България на 1ви януари 1888 (София 1890)· Общи резултати от преброяването на населението на княжество България на 1ви януари 1900 (София 1906).

5. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 148-158.

6. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 161.

7. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 14· Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 202.

8. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 21.

9. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 16-17.

10. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 17-19.

11. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 18-20.

12. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 204· Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 23.

13. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 205-206.

14. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 204· Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 22.

15. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 23.

16. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 23.

17. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 25-26.

18. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 14, 21· Μαυρομμάτης, Θ., Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (1878-1908) (Αθήνα 1966), σελ. 4.

19. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 202.

20. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 16-17, 21-22.

21. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 14.

22. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 193-194.

23. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ., Η ελληνική εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-1914). Η ιστορία, οι δομές και ο ρόλος της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 58.

24. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ., Η ελληνική εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-1914). Η ιστορία, οι δομές και ο ρόλος της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 76.

25. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 195, 208· Μαραβελάκης, Μ. –  Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 23-24.

26. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 16.

27. Loucatos, S., “Les villes et les régions du littoral de la mer noire comme foyer du développement des relations Greco-bulgares, 1830-1860”, Актове на Втория Българо-гръцки симпозиум (София 1984), σελ. 30.

28. Κεραμόπουλος, Α., «Νομίσματα της Κάτω Μοισίας (συμπλήρωμα στο Corpus)», Διεθνής Εφημερίδα της νομισματικής αρχαιολογίας 7 (1904), σελ. 5-10.

29. Loucatos, S., “Les villes et les régions du littoral de la mer noire comme foyer du développement des relations Greco-bulgares, 1830-1860”, Актове на Втория Българо-гръцки симпозиум (София 1984), σελ. 30. Βλ. επίσης εφημερίδα Νεολόγος (9 Δεκεμβρίου 1872), (17 Ιανουαρίου 1873), (3 Φεβρουαρίου 1873), (29 Απριλίου 1874).

30. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 24.

31. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 205· Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 25.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>