Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ροστόφ επί του Ντον

Συγγραφή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (17/3/2008)

Για παραπομπή: Παπακωνσταντίνου Κατερίνα, «Ροστόφ επί του Ντον», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11125>

Ροστόφ επί του Ντον (2/12/2008 v.1) Rostov on Don (6/10/2010 v.1) 
 

1. Ίδρυση και ονομασία της πόλης

Η πόλη ιδρύθηκε το 1749 στη δεξιά όχθη του ποταμού Ντον (αρχ. Τάναϊς), 65 χλμ. από τις εκβολές του στη θάλασσα του Αζόφ. Το 1760 άρχισε η κατασκευή οχυρού για την προστασία των νότιων ορίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στο οποίο δόθηκε αρχικά το όνομα του μητροπολίτη του Ροστόφ Γιάροσλαβ Δημητρίου. Αργότερα το όνομα μεταβλήθηκε σε «οχυρό του Δημητρίου του Ροστόφ», «οχυρό Ροστόφ», μόνο «Ροστόφ» και τελικά «Ροστόφ επί του Ντον» για να διακρίνεται από την παλιά πόλη Μέγα Ροστόφ που βρίσκεται στην περιοχή του Γιάροσλαβ, στην κεντρική Ρωσία.

Εξαιτίας της καλής γεωγραφικής του θέσης στο σταυροδρόμι χερσαίων και ποτάμιων οδών, το Ροστόφ αναπτύχθηκε οικονομικά και δεν παρέμεινε απλώς ένα στρατιωτικό κέντρο. Το εμπορικό λιμάνι οργανώθηκε κοντά στα τείχη και υποδέχθηκε Ρώσους, Έλληνες, Ιταλούς, Τούρκους, Πέρσες και Αρμένιους εμπόρους. Το Ροστόφ επί του Ντον, όπως το Ταϊγάνιο (Ταγκανρόκ) και η Μαριούπολη, οφείλει την ανάπτυξή του στην επέκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας προς νότο και στην αναβάθμιση του εμπορικού ρόλου των σιτοπαραγωγών περιοχών της νότιας Ρωσίας. Παράλληλα αποτελούσε το οικονομικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής που γνώρισε έντονο εποικισμό και μετακινήσεις πληθυσμών σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

2. Δημογραφικά στοιχεία

Στο Ροστόφ συγκεντρώθηκε πληθυσμός από τη ρωσική ενδοχώρα αλλά και από περιοχές της νότιας Βαλκανικής. Έτσι, ο πληθυσμός της πόλης από 4.000 το 1811 αυξήθηκε σε 29.000 το 1863, σε 119.000 το 1897 για να φτάσει τις 172.000 το 1914.1 Ο ελληνικός πληθυσμός στο Ροστόφ υπολογίζεται σε 800 άτομα στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους οποίους οι 500 ήταν Κεφαλονίτες και οι υπόλοιποι Μικρασιάτες. Στα επόμενα χρόνια ο ελληνικός πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, καθώς το 1915 ανερχόταν σε 2.000 άτομα.2

Η παρουσία των Ελλήνων στο Ροστόφ επί του Ντον ανακόπηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1919. Πολλοί ευκατάστατοι επιχειρηματίες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία και να μεταφέρουν τις οικογένειές τους και τις επιχειρήσεις τους είτε στην Ελλάδα είτε στη δυτική Ευρώπη. Άλλοι, λιγότερο ευκατάστατοι είτε μετανάστευσαν στο διάστημα 1918-1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Ελλάδα, όπου τους περίμενε η προσφυγιά και οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης είτε παρέμειναν στο Ροστόφ μη μπορώντας να μεταναστεύσουν. Οι τελευταίοι σταδιακά εντάχθηκαν στη σοβιετική κοινωνία διατηρώντας σε αρκετές περιπτώσεις τη συνείδηση της καταγωγής τους.

3. Οικονομία

Κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της η πόλη δε γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη καθώς γειτνίαζε με το Ταϊγάνιο που διέθετε λιμάνι στη θάλασσα του Αζόφ και τελωνείο. Στο Ροστόφ άνοιξε τελωνείο το 1836, γεγονός που σήμανε την απαρχή έντονης ανάπτυξης, η οποία εντάθηκε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-56). Η οικονομική ανάπτυξη του Ροστόφ επί του Ντον καθώς και του Ταϊγανίου συναγωνιζόταν εκείνη της Οδησσού και του Νικολάιεφ στη Μαύρη θάλασσα. Το Ροστόφ ανέπτυξε ανάλογες εμπορικές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη που είχε αναπτύξει νωρίτερα η Οδησσός και το Νικολάιεφ. Η άνοδός του συνέπεσε με μια σχετική κάμψη που γνώρισαν τα λιμάνια αυτά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ και η πλούσια ενδοχώρα της Αζοφικής έδωσε ιδιαίτερη ανάπτυξη στο Ροστόφ ανεξάρτητα από την κίνηση άλλων λιμανιών των βόρειων ακτών της Μαύρης θάλασσας.

Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα το μεγάλο λιμάνι της νότιας Ρωσίας, η Οδησσός, γνωρίζει μικρή κάμψη στην κίνησή της. Οι αιτίες εντοπίζονται σε μια σειρά πρωτοβουλιών της ρωσικής κυβέρνησης που είχαν επιπτώσεις στην αγορά και το εμπόριο, αλλά και σε μια σειρά από κακές σοδειές της ενδοχώρας. Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν συνέπεια τη μείωση των κερδών των ελληνικών εμπορικών οίκων και τη στροφή του ενδιαφέροντός τους σε άλλες αγορές.

Παράλληλα παρατηρήθηκε μεταβολή στις προτιμήσεις των καταναλωτών σιταριού της δυτικής Ευρώπης από το κατώτερης ποιότητας σιτάρι της Οδησσού σε αυτό της Αμερικής και της ενδοχώρας της Αζοφικής. Μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865) η Ευρώπη στράφηκε στις εισαγωγές αμερικανικών σιτηρών που ήταν ανώτερης ποιότητας. Παράλληλα αυξήθηκαν και οι εξαγωγές σιτηρών της υψηλότερης ποιότητας Ghirka που παρήγε η ενδοχώρα της Αζοφικής. Έτσι, μετά τον Κριμαϊκό τα λιμάνια της Αζοφικής ήταν τα πιο σημαντικά λιμάνια εξαγωγών της νότιας Ρωσίας με το 40-50% των συνολικών εξαγωγών από το νότο, συναγωνιζόμενα την Οδησσό και το Νικολάιεφ.3

3.1. Εμπόριο

Το Ροστόφ ήταν κέντρο εξαγωγής σιτηρών της ενδοχώρας. Ελληνικοί εμπορικοί οίκοι με έδρα την Οδησσό άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις εμπορικές δραστηριότητες του λιμανιού ήδη από τη δεκαετία του 1820. Έτσι σταδιακά άνοιξαν υποκαταστήματα στο Ροστόφ εμπορικοί οίκοι όπως του Ζ. Ράλλη, του Κ. Παππούδωφ, του Θ. Ροδοκανάκη από την Οδησσό και του Ι. Σκαραμαγκά από το Ταϊγάνιο. Στη συνέχεια οι εμπορικοί οίκοι μετακινήθηκαν από την Οδησσό και το Ταϊγάνιο και εγκαταστάθηκαν με τους διευθυντές τους στο Ροστόφ. Οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι στο Ροστόφ συνυπήρχαν με τους βρετανικούς και τους εβραϊκούς και συναγωνίζονταν στις ίδιες εμπορικές διαδρομές και στα ίδια εμπορεύματα.

Ως τη δεκαετία του 1860 στην εμπορική ζωή του Ροστόφ κυριαρχούσαν μέλη του επονομαζόμενου χιώτικου δικτύου, καθώς οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Χίο ή συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς με αυτούς. Από τις πιο γνωστές οικογένειες είναι αυτές του Αυγερινού, των Ράλληδων, του Σαλβάγου, του Σεβαστόπουλου, του Σκαραμαγκά, του Σπάρταλη. Οι έμποροι αυτοί ασχολούνταν με την εξαγωγή σιτηρών από την αζοφική ενδοχώρα, όπου είχαν στήσει δίκτυο αντιπροσώπων οι οποίοι φρόντιζαν την προαγορά του εμπορεύματος από τους παραγωγούς, την έγκαιρη και ασφαλή φόρτωση και αποστολή του ως το λιμάνι και την εξαγωγή του με ιστιοφόρα ή ατμόπλοια συνεργατών τους. Οι ίδιοι σπανίως επένδυαν στην ναυτιλία και συνήθως συνεργάζονταν με καπετάνιους που ανήκαν στο ίδιο δίκτυο γνωριμιών και συγγενειών με τους ίδιους.

Παράλληλα διατηρούσαν εκτεταμένο δίκτυο συνεργατών και αντιπροσώπων σε λιμάνια της δυτικής Μεσογείου, όπως η Γένοβα, το Λιβόρνο, η Μασσαλία και η Βαρκελώνη, καθώς και του Ατλαντικού και της Βόρειας θάλασσας, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, η Αμβέρσα και το Αμβούργο. Οι συνεργάτες ήταν επικεφαλής υποκαταστημάτων στις πόλεις αυτές, τα οποία ήταν νομικώς ανεξάρτητα μεταξύ τους αλλά μοιράζονταν τα κέρδη. Οι κατά τόπους αντιπρόσωποι φρόντιζαν για την προώθηση και πώληση του προϊόντος. Καθώς το εμπόρευμα μεταφερόταν με τα πλοία, φρόντιζαν να αποστείλουν δείγμα του προϊόντος δια ξηράς, ώστε να φτάσει νωρίτερα και οι όροι της πώλησης να διαμορφωθούν βάσει αυτού. Στο Βαλτικό κέντρο του Λονδίνου οι Έλληνες έμποροι διαπραγματεύονταν το φορτίο σιταριού που ήταν καθ' οδόν με βάση το δείγμα που έφτανε από τον αντιπρόσωπό τους. Έτσι ο καπετάνιος του πλοίου προσέγγιζε συγκεκριμένα λιμάνια στη διαδρομή του, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Μάλτα, το Γιβραλτάρ και το Κορκ στη νοτιοανατολική Ιρλανδία, όπου λάμβανε οδηγίες για τον τελικό προορισμό του φορτίου και τον αγοραστή του.

Με τη σταδιακή υποχώρηση των ιστιοφόρων και την είσοδο στη ναυσιπλοΐα των ατμόπλοιων μια νέα γενιά εμπόρων με καταγωγή από τα νησιά του Ιονίου κυριάρχησε στην εμπορική ζωή της πόλης ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκμεταλλευόμενοι τη συγγένειά τους με εμπόρους του χιώτικου δικτύου αναδείχτηκαν σε κυρίαρχους του ρωσικού εμπορίου. Στις δεκαετίες 1880-1890 το Ροστόφ παρουσίασε αξιοσημείωτη οικονομική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να αποτελέσει έδρα των επιχειρήσεων του Μ. Βαλλιάνου, του Ε.Ν. Μαυρογορδάτου, του Ν.Α. Σκαναβή, του Π. Πετροκόκκινου, του Ι.Ε. Σκαραμαγκά, των αδελφών Ζίφου, του Σ. Σεβαστόπουλου, των Γ.Λ. Ζίφου και Σια, του Γ. Λίβα. Τόσο οι παλιοί έμποροι του χιώτικου όσο και οι νέοι του ιόνιου δικτύου ασχολούνταν με τις εξαγωγές σιτηρών της ρωσικής ενδοχώρας αξιοποιώντας το τοπικό δίκτυο αντιπροσώπων που είχαν οργανώσει προκειμένου να εξασφαλίζουν χαμηλές τιμές και επαρκείς ποσότητες προϊόντος από τους τοπικούς εμπόρους. Επένδυαν στο εμπόριο ομοειδών φορτίων και μάλιστα σιτηρών από τη Ρωσία, τα οποία προωθούσαν στη δυτική Ευρώπη, ενώ στην αντίστροφη πορεία των ατμόπλοιων διακινούσαν κάρβουνο από την Αγγλία το οποίο προωθούσαν σε λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας. Το εμπορικό τους δίκτυο βασιζόταν σε συγγενείς, οι οποίοι αναλάμβαναν τη διεύθυνση των υποκαταστημάτων σε λιμάνια της Μεσογείου, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Μασσαλία αλλά και της Δυτικής Ευρώπης με κυριότερο το Λονδίνο.

Ωστόσο οι έμποροι της περιόδου αυτής, σε αντίθεση με εκείνους της προηγούμενης, επένδυαν και στα μεταφορικά μέσα, τα ατμόπλοια, και αναδείχθηκαν σε μεγαλοεφοπλιστές. Μεταξύ άλλων κυριαρχούσαν οι Ιόνιοι Βαλλιάνοι και Φραγκόπουλοι, οι Χιώτες Πασπάτης, Ράλλης, Ροδοκανάκης, Σεβαστόπουλος, Σεκιάρης, Σκαραμαγκάς, Σκυλίτσης, αλλά και οι Βαλιέρης, Γεωργακόπουλος, Ευγενίδης, Ζαρίφης, Ηλιάδης, Ιωνίδης, Κάσδαγλης, Κασσαβέτης, Παπαγιάννης κ.ά. Παράλληλα επένδυαν και σε άλλους τομείς, όπως στη βιομηχανία: ο Γεώργιος Αντύπας διέθετε εμπορικό κατάστημα και ατμοκίνητο ζυμωτήριο, ενώ ο Π. Κουρουπός κατείχε το μοναδικό εργοστάσιο λεμονάδων της πόλης. Οι αδελφοί Βλαντή διεύθυναν το «Μέγα ξενοδοχείο της Μόσχας». Πέρα από τους ελλαδικής προέλευσης εμπόρους στο Ροστόφ, εγκαταστάθηκαν στην πόλη και Έλληνες του Πόντου οι οποίοι ανέπτυξαν επίσης εμπορική δραστηριότητα. Μεταξύ αυτών ήταν οι αδελφοί Ασλανίδη, που ήταν ιδιοκτήτες ενός από τα μεγαλύτερα καπνεργοστάσια της Ρωσίας.

Οι Έλληνες του Ροστόφ επί του Ντον ασχολούνταν επίσης με εργασίες που σχετίζονταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία: πλοηγοί ρυμουλκών, ιδιοκτήτες φορτηγίδων και ατμομπάριζων (μικρά πoταμόπλοια) για μεταφορτώσεις στο Ντον και στα ανοιχτά του λιμανιού, ναυτιλιακοί πράκτορες, μεσάζοντες, ιδιοκτήτες αποθηκών και καταστηματάρχες, υπάλληλοι αποθηκών και γραφείων.

Στην πόλη οι Έλληνες διατηρούσαν καφενεία και εστιατόρια, όπως το «Πετρούπολις» του Ηλία Αποστολόπουλου, το «Οδησσός» του Κων. Μοσχολιόπουλου, το εστιατόρια του Γερμάνη, τα καφενεία «Κεφαλληνία» του Ανδ. Τζάκη, το «Αθήναι» του Γερ. Αυγουστάτου και το «Κρήτη» του Γερ. Μουσούρη.

3.2. Συγκοινωνίες

Το Ροστόφ είναι λιμάνι πάνω στον ποταμό Ντον, ο οποίος είναι πλωτός ως το στόμιό του. Τα σιτηρά μεταφέρονταν από την αζοφική ενδοχώρα με φορτηγίδες ως τις εκβολές του ποταμού. Ωστόσο, στο σημείο αυτό ο Ντον γίνεται αβαθής, με αποτέλεσμα οι φορτηγίδες να μην μπορούν να προσεγγίσουν τα πλοία που ανέμεναν στην Αζοφική. Έτσι τα σιτηρά μεταφέρονταν δια ξηράς ως το Ταϊγάνιο, όπου βρίσκονταν αραγμένα πλοία για φόρτωση. Γενικότερα όμως η προσέγγιση των πλοίων στο Ροστόφ, αλλά και στο Ταϊγάνιο, από τη μεριά της θάλασσας ήταν εξαιρετικά δύσκολη, επειδή τα νερά της Αζοφικής είναι αβαθή. Τα λιμάνια ήταν ακατάλληλα για την υποδοχή μεγάλων πλοίων και ιδίως ατμόπλοιων, ενώ στα στενά του Γενί-Καλέ στην είσοδο της Αζοφικής υπήρχε αμμώδες φράγμα που εμπόδιζε τη ναυσιπλοΐα. Επιπλέον για εξήντα ως και ενενήντα μέρες το χρόνο η θάλασσα του Αζόφ ήταν αποκλεισμένη από τους πάγους. Έτσι, όσα πλοία δεν είχαν προλάβει να αναχωρήσουν από την περιοχή έπρεπε να περιμένουν να λιώσουν οι πάγοι. Τέλος, η καραντίνα στο Κερτς καθυστερούσε ακόμα περισσότερο την κίνηση των πλοίων.

Οι αρχές κατέβαλλαν κατά καιρούς προσπάθειες διευκόλυνσης της ναυσιπλοΐας, καθώς αυτή ήταν καίριας σημασίας για την οικονομία της περιοχής. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) εντάθηκαν οι σχετικές προσπάθειες. Μεταξύ άλλων μια βυθοκόρος διεύρυνε το στενό πέρασμα του Κερτς που απέκτησε βάθος 24 ποδιών, ενώ καταργήθηκε και η καραντίνα στο ίδιο σημείο. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι αρχές δημιούργησαν διώρυγα ανάμεσα στο Κερτς και το Γενί Καλέ μήκους 30 μιλίων, μέσω της οποίας τα ατμόπλοια και τα ιστιοφόρα με πλοηγούς ρυμουλκά περνούσαν το στενό στο στόμιο της Αζοφικής. Παρόλα αυτά ως τις αρχές του 20ού αιώνα η κίνηση των πλοίων στη θάλασσα της Αζοφικής αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες.

Το Ροστόφ επί του Ντον, εκτός από την εξαιρετική σύνδεση με την ενδοχώρα που προσέφερε ο πλωτός ποταμός, συνδέθηκε το 1865 και σιδηροδρομικά με πολές πόλεις της Ρωσίας, την Οδησσό, τη Μόσχα και τη Πετρούπολη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σημαντικό κόμβο εμπορίου και να αποκτήσει νέα δυναμική η οικονομική του ανάπτυξη.

4. Ελληνική κοινότητα

Οι Έλληνες στο Ροστόφ άργησαν να συγκροτηθούν σε κοινότητα. Το 1898 ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος που πέρασε από την πόλη αναφέρει ότι οι Έλληνες δε διέθεταν κοινότητα ούτε και ναό για να εκκλησιάζονται, παρόλο που ανέρχονταν σε 1.000 ευκατάστατους εμπόρους και επιχειρηματίες. Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στη σχετικά καθυστερημένη ανάπτυξη της πόλης και στο γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν μετακινηθεί από το Ταϊγάνιο σχετικά αργά το 19ο αιώνα.

Στις αρχές του 20ού αιώνα προχώρησαν στην ανέγερση ιδιόκτητου ναού, τη σύσταση ελληνικών σχολείων, τη διασφάλιση κοινωνικής πρόνοιας για τους παροίκους και την ανάπτυξη του ιδιαίτερου εθνικού χαρακτήρα των μελών. Στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πολέμου ήταν πλέον από τις ισχυρότερες ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία, έχοντας ξεπεράσει σε ισχύ εκείνη του Ταϊγανίου και ανταγωνιζόμενη την κοινότητα της Οδησσού, κατά την εκτίμηση του Ελ. Παυλίδη.4

Το 1901 συντάχτηκε το καταστατικό της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος του Ροστόφ επί του Ντον, έχοντας ως πρότυπο το αντίστοιχο της Οδησσού. Η σύνταξή του και η ενεργοποίησή του ήταν πρωτοβουλία του Έλληνα υποπρόξενου Αλέξανδρου Καλουτά και του μεγαλοβιομήχανου Αχιλλέα Ασλανίδη, οθωμανού υπηκόου. Ο Ασλανίδης ήταν ο πρώτος πρόεδρος της κοινότητας και μεγάλος ευεργέτης της. Χάρη στις πρωτοβουλίες της κοινότητας το 1905 έγιναν τα εγκαίνια της διτάξιας ελληνικής σχολής της πόλης και το 1909 έγιναν τα εγκαίνια της ιδιόκτητης μεγαλοπρεπούς ελληνικής εκκλησίας επί προεδρίας του Κεφαλονίτη Διονυσίου Τσελέντη, που χτίστηκε με δωρεές του ιδίου και του αδελφού του Θεοφάνη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η κοινότητα διέθετε ιδιόκτητο επτατάξιο δημοτικό σχολείο που ανεγέρθηκε με δωρεές των αδελφών Χαράλαμπου και Αγαθάγγελου Θεοφάνη· η σχολή ονομάστηκε «Θεοφάνειος» προς τιμήν του αδελφού τους Θεοδώρου Θεοφάνη, επίσης ευεργέτη της κοινότητας. Το 1926 το σχολείο έγινε κρατικό.

Μεταξύ των ηγετικών στελεχών της κοινότητας ήταν οι Βαλλιάνοι, οι αδελφοί Θεοφάνη, ο Μαυρογορδάτος, ο Κουμάνταρος, ο Κορφιάτης, ο Αυγουστάτος, οι αδελφοί Ασλανίδη, ο Δ. Τσελέντης, ο Ι. Κοντός, ο Γ. Κριεζής, ο Α. Καλουτάς, ο Γ. Ροδόπουλος, ο Ιω. Σιφναίος, ο Ταβανιώτης και άλλοι. Το 1914 ιδρύθηκε ελληνικό νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών του πολέμου υπό τη διεύθυνση του Σ. Ταβανιώτου, στο οποίο προσέφεραν τις υπηρεσίες τους γυναικεία μέλη της κοινότητας.

Στο συνέδριο των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας που πραγματοποιήθηκε στο Ταγκανρόκ το 1917 συμμετείχαν και οι αντιπρόσωποι της κοινότητας του Ροστόφ, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως οργανωμένη πολιτική ομάδα απέναντι στους αντιπροσώπους από το Βατούμ που έφεραν το όνομα «Ελληνικόν Εθνικόν Δημοκρατικόν Κόμμα». Οι αντιπρόσωποι της κοινότητας του Ροστόφ Μ. Ευμορφόπουλος, Μ. Λεοντίδης, Ι. Συμεωνίδης, Δ. Ταβανιώτης, Σ. Μακρίδης και Δ. Χωραφάς δεν περιορίστηκαν στη διατύπωση αιτημάτων αναφορικά με καθαρά εκπαιδευτικά και κοινοτικά ζητήματα, αλλά πρόβαλαν θέσεις και με πολιτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι θέσεις τους, που τις τύπωσαν σε ειδικό φυλλάδιο, θεωρήθηκαν άκαιρες και επιζήμιες για τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων, κατά τη διατύπωση του εκπροσώπου της ελληνικής πρεσβείας στην Πετρούπολη γενικού προξένου στο Αικατερινοντάρ (σημ. Κρασνοντάρ) Ξεν. Στελλάκη.

Το συνέδριο κατέληξε στην ίδρυση του «Συνδέσμου των εν Ρωσσία Ελλήνων» και εξέλεξε οκταμελή Εκτελεστική Επιτροπή με αντιπροσώπους Έλληνες του Ταϊγανίου, του Ροστόφ-Αικατερινοντάρ και του Νοβοροσίσκ. Η Επιτροπή θα προχωρούσε στο σχηματισμό του Κεντρικού Συμβουλίου που θα είχε έδρα στο Ροστόφ. Έργο του ήταν η προώθηση των αποφάσεων του συνεδρίου και η προετοιμασία ενός δεύτερου συνεδρίου που θα προωθούσε πιο συστηματικά τα αιτήματα των Ελλήνων της Ρωσίας.5

5. Ελληνικός Τύπος στο Ροστόφ

Το 1913 άρχισε να εκδίδεται η ελληνική εφημερίδα Εθνική Φωνή που καλλιέργησε την ιδέα της ένωσης όλων των Ελλήνων της Ρωσίας. Στο Ροστόφ συνέχισε την εκδοτική της πορεία το 1913 η εφημερίδα Εθνική Δράσις. Η εφημερίδα εκδιδόταν στο Βατούμ από το 1908 έως το 1912 από το Φ. Φιλιππίδη. Το 1912 η έδρα της μεταφέρθηκε στο Αικατερινοντάρ για να καταλήξει στο Ροστόφ, επειδή ήταν μεγάλο εμπορικό και οικονομικό κέντρο για τον ελληνισμό της Ρωσίας. Αρχισυντάκτης της εφημερίδας ήταν ο Ν. Δεσποτόπουλος.

6. Οι Έλληνες στο Ροστόφ κατά τη Σοβιετική περίοδο

Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου εξακολουθούσε να είναι έντονη στο Ροστόφ και την πρώτη σοβιετική δεκαετία. Το 1928 εκδόθηκε η ελληνική μετεπαναστατική εφημερίδα, ο «Κομυνιστίς» (Κομμουνιστής), η οποία ανήκε στον ομώνυμό της ελληνικό εκδοτικό οίκο της Σοβιετικής Ένωσης. Μεταβολές στην πολιτική οργάνωση της περιοχής είχαν αντίκτυπο και στις δραστηριότητες των Ελλήνων της πόλης, καθώς το 1936 ο Κομμουνιστής μεταφέρθηκε από το Ροστόφ στην κωμόπολη Κριμσκ, στην πρωτεύουσα της Ελληνικής Περιοχής, που είχε συσταθεί το 1930.

Η παρουσία των Ελλήνων στο Ροστόφ τούς επέτρεψε να έρθουν σε επαφή με τους Ρώσους και Ευρωπαίους εμπόρους αλλά και διανοούμενους και να συμμετάσχουν στις ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής.

Ο Ζωρζής Κ. Ράλλης, γόνος της χιώτικης οικογένειας του Ράλληδων, γεννήθηκε στο Ροστόφ και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, φιλοσοφία, λογική και αισθητική στο Βερολίνο. Το 1869 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη όπου ήρθε σε επαφή με την ομάδα των Ρώσων επαναστατών. Γνώρισε τον αναρχικό ηγέτη Μιχαήλ Μπακούνιν, με τον οποίο αντάλλασσαν απόψεις για την επανάσταση, την επαναστατική δράση και τις μεθόδους κοινωνικής οργάνωσης. Ο Ζωρζής Ράλλης εξέδιδε την Εφημερίδα των Ρώσων Εργατών το 1878 και του αποδίδεται αξιόλογο προπαγανδιστικό και θεωρητικό έργο.

Ο Κωνσταντίνος Στεφάνου, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στο Ροστόφ και ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Καζάν. Αρθρογραφούσε τακτικά στο περιοδικό Kolokol (Καμπάνα), που εξέδιδε ο γνωστός προοδευτικός Ρώσος συγγραφέας και διανοούμενος Αλεξάντρ Χέρτσεν. Τέλος, ο Αντώνιος Ροσόλλυμος ήταν ο υποκινητής των απεργιών του 1895-96 στην Πετρούπολη. Τόσο για το Στεφάνου όσο και για το Ροσόλλυμο η ρωσική αστυνομία διατηρούσε φάκελο όπου καταχωρούσε στοιχεία της δράσης τους.

1. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 75.

2. Χασιώτης, Ι.Κ. – Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α., «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι.Κ. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί. Οργάνωση και ιδεολογία (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 146. Ο Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 76, τους υπολογίζει σε 1.000 στα τέλη του 19ου αιώνα.

3. Καρδάσης, Β. – Χαρλαύτη, Τ, «Αναζητώντας τις χώρες της επαγγελίας: ο απόδημος Ελληνισμός από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ο. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 60.

4. Παυλίδης, Ε., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου του εκ Ρωσίας Ελλήνων (Αθήνα 1953), σελ. 243-244.

5. Δένδιας, Μ.Α., Αι ελληνικαί παροικίαι ανά τον κόσμον (Αθήνα 1919), σελ. 24-26 και Παυλίδης, Ε., Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου του εκ Ρωσίας Ελλήνων (Αθήνα 1953), σελ. 98.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>