Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νικολάιεφ

Συγγραφή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα (17/3/2008)

Για παραπομπή: Παπακωνσταντίνου Κατερίνα, «Νικολάιεφ», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11141>

Νικολάιεφ (12/12/2008 v.1) Mykolaiv (8/4/2009 v.1) 
 

1. Ίδρυση

Το Νικολάιεφ είναι πόλη της σημερινής Ουκρανίας. Ιδρύθηκε το 1788 ως ναυπηγείο στο σημείο συνάντησης των ποταμών Bug (αρχ. Ύπανις) και Ingul, σε απόσταση 65 χλμ. από τη Μαύρη Θάλασσα, με στόχο να αποτελέσει σημείο ελλιμενισμού του ρωσικού πολεμικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη πήρε το όνομά της από τον προστάτη άγιο των ναυτικών άγιο Νικόλαο. Με τα χρόνια το ναυπηγοεπισκευαστικό κέντρο της πόλης αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο της νότιας Ρωσίας και το 1828 κατασκευάστηκε εκεί το πρώτο ρωσικό ατμόπλοιο. Ο ποταμός Bug έχει φάρδος 3 χλμ. στο επίπεδο της πόλης και όταν χύνεται στη λιμνοθάλασσα του Δνείπερου φτάνει τα 8-9 χλμ.1 Το Νικολάιεφ αναδείχτηκε σε σημαντικό ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο της νότιας Ρωσίας, το δεύτερο σε κίνηση μετά την Οδησσό στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

2. Πληθυσμός

Το Νικολάιεφ συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό μεταναστών από τη ρωσική ενδοχώρα, αλλά κυρίως από τα νότια Βαλκάνια, τον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της μεγάλης εμπορικής κίνησης που παρουσίαζε. Οι μαζικοί ελληνικοί εποικισμοί στη «Νέα Ρωσία» σημειώθηκαν μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1788-1792 και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830), αλλά και κάθε φορά που σημειωνόταν πολεμική επιχείρηση στην ανατολική Μεσόγειο και ανάγκαζε πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η ίδια η ρωσική εποικιστική πολιτική ενθάρρυνε τις εγκαταστάσεις χριστιανικών πληθυσμών στις νέες κτήσεις καθώς συνοδευόταν από υποσχέσεις ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Πολλοί από τους Έλληνες προέρχονταν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Μικρασία, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου. Έφταναν στην πόλη έχοντας οργανωμένο το δίκτυο των εμπορικών ανταποκριτών, συνεργατών και πλοιοκτητών πάνω στο οποίο άρθρωναν το εμπόριο της αγοράς, μεταφοράς και πώλησης των σιτηρών.

3. Δημογραφικά στοιχεία

Το Νικολάιεφ ανήκε στην ευρύτατη περιφέρεια της «Νέας Ρωσίας» , η οποία αποτέλεσε πεδίο εφαρμογής του εντατικού και επιτυχημένου εποικιστικού προγράμματος της ρωσικής κυβέρνησης. Στα 1819 είχε περίπου 7.000-8.000 κατοίκους και διέθετε μικρό ναυπηγείο.2 Η ανάπτυξη της πόλης χάρη στις δραστηριότητες του ναυπηγείου και των εξαγωγών σιτηρών ήταν ταχύτατη: το 1863 καταγράφονται 65.000 κάτοικοι, το 1897 ανέρχονται σε 92.000 και το 1914 σε 103.000, από τους οποίους οι 40.000 ήταν Εβραίοι και μόνο 100 Έλληνες.3

4. Το λιμάνι

Το λιμάνι του Νικολάιεφ στο εσωτερικό του ποταμού Bug ήταν δυσπρόσιτο για τα πλοία καθώς μεσολαβούσε η λιμνοθάλασσα, της οποίας το στόμιο δεν ξεπερνούσε σε βάθος το 1,5 μ. Έτσι, τα σιτηρά φορτώνονταν σε φορτηγίδες και μεταφέρονταν ως την Οδησσό, όπου μεταφορτώνονταν στα εκεί πλοία που περίμεναν στη ράδα (αραξοβόλι). Από το 1821 εγκαταστάθηκε ατμοκίνητη βυθοκόρος στον ποταμό Ingul προκειμένου να βαθαίνει τον πυθμένα του ποταμού για να διευκολύνεται η κίνηση των φορτηγίδων. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς με αποτέλεσμα η Οδησσός να κερδίζει και από τις δραστηριότητες του Νικολάιεφ.

5. Οικονομία

Το έδαφος στην ενδοχώρα ήταν ιδιαίτερα εύφορο. Από τα λιμάνια του Νικολάιεφ και της Οδησσού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες σιτηρών που παράγονταν στην ενδοχώρα με προορισμό τα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου και της βόρειας Ευρώπης. Η άνοδος της σημασίας των δύο αυτών λιμανιών σχετίζεται με τη βιομηχανική επανάσταση στη δυτική Ευρώπη και τη συνεχή ζήτηση σε σιτηρά των κοινωνιών τους. Τη μεγάλη ώθηση ωστόσο στις εξαγωγές σιτηρών έδωσε η καταστροφή της παραγωγής πατάτας στην Ιρλανδία το 1845 και σχεδόν η ταυτόχρονη καταστροφή της σοδειάς των σιτηρών στην Αγγλία. Για να διευκολυνθούν οι εισαγωγές, η βρετανική κυβέρνηση προέβη το 1846 στην κατάργηση των «Νόμων για τα Σιτηρά» (Corn Laws) που έθεταν περιορισμούς στις εισαγωγές σιτηρών στη χώρα. Επιπλέον, το 1849 καταργήθηκαν και οι «Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας» (Navigation Acts), οι οποίοι περιόριζαν τις μεταφορές προϊόντων στη Μεγάλη Βρετανία από πλοία με ξένη σημαία. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του ρόλου των σιτηρών της νότιας Ρωσίας στο εμπόριο της Μεγάλης Βρετανίας. Στην εξαγωγική κίνηση των σιτηρών από το λιμάνι του Νικολάιεφ συμμετείχαν με δυναμικό τρόπο Βρετανοί, Εβραίοι και Έλληνες έμποροι. Τον πολυεθνικό χαρακτήρα της πόλης ευνόησαν μια σειρά από αλλαγές που συνέβησαν στο εσωτερικό της Ρωσίας, οι οποίες έπληξαν την εμπορική σημασία της Οδησσού. Συγκεκριμένα το 1861 καταργήθηκε η δουλοπαροικία στη Ρωσία, με αποτέλεσμα οι μικροϊδιοκτήτες που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν από το μικρό κλήρο τους, να προχωρούν στην πώλησή του. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε αύξηση της τιμής των σιτηρών. Οι ντόπιοι έμποροι απέκτησαν ίδια δικαιώματα με τους ξένους και το 1857 το λιμάνι της Οδησσού έπαψε να είναι ελεύθερο με συνέπεια να υποχωρήσει η εμπορική δραστηριότητά του και να αναπτυχθεί το γειτονικό Νικολάιεφ, αλλά και πόλεις της Αζοφικής, όπως το Ροστόφ επί του Ντον.

Η σχετική παρακμή της Οδησσού μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (το 1856) επέτρεψε στο Νικολάιεφ να αναδειχτεί στο ταχύτερα αναπτυσσόμενο λιμάνι της περιοχής με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν εκεί ελληνικές οικογένειες, οι οποίες διακρίθηκαν στο εμπόριο σιτηρών. Μεταξύ αυτών αναφέρονται οι οικογένειες Ροδοκανάκη, Σεβαστόπουλου από τη Χίο, Λυκιαρδόπουλου, Καρίδια, Δένδρια από την Κεφαλονιά, Μαύρου από τις Κυκλάδες. Το 1882 οι οικογένειες αυτές διακινούσαν τις μισές εξαγωγές της πόλης.4 Το εμπόριο σιτηρών, αποικιακών, οινοπνευματωδών και άλλων διατροφικών προϊόντων σε συνδυασμό με τις τραπεζικές εργασίες αποτελούσαν τις κυριότερες εμπορικές ασχολίες των Ελλήνων εμπόρων.

Οι έμποροι στο Νικολάιεφ είχαν οργανώσει τοπικό δίκτυο πρακτόρων που αναλάμβαναν να αγοράσουν ή να προαγοράσουν την παραγωγή των χωρικών της ενδοχώρας σε χαμηλή τιμή. Η μεταφορά των φορτίων γινόταν με ιστιοφόρα, των οποίων οι καπετάνιοι ανήκαν στο ευρύτερο δίκτυο συγγενών και γνωστών. Οι καπετάνιοι μετέφεραν το προϊόν στον τελικό προορισμό που θα μπορούσε να είναι το Λιβόρνο, η Γένοβα, η Μασσαλία ή το Λονδίνο. Καθώς τα ιστιοφόρα κινούνταν αργά και σταματούσαν σε συγκεκριμένα λιμάνια προσέγγισης στα μέσα του 19ου αιώνα, οι καπετάνιοι λάμβαναν οδηγίες για τον τελικό προορισμό του φορτίου μέσω τηλεγραφήματος. Μαζί ή και πριν από το ιστιοφόρο, έφευγε δείγμα του φορτίου για τον αντιπρόσωπο στο Λονδίνο, ο οποίος το παρουσίαζε σε αγοραστές συνήθως στο Baltic Center (το Βαλτικό Κέντρο) όπου γινόταν η πώλησή του. Έτσι ο καπετάνιος προσεγγίζοντας συγκεκριμένα λιμάνια στη διαδρομή προς τη βόρεια Ευρώπη ενημερωνόταν στην πορεία για τον τελικό αγοραστή του φορτίου και τον τελικό προορισμό του πλοίου του προκειμένου να το παραδώσει. Το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα τα ιστιοφόρα σταδιακά αντικαθίστανται από τα ατμόπλοια, τα οποία συχνά ανήκουν σε εμπόρους που διακινούν τα φορτία σιτηρών από το Νικολάιεφ προς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη.

Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα άρχισε η παρακμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μεγάλα εμπορικά κέντρα μεταξύ αυτών και του Νικολάιεφ. Οι αιτίες είναι πολλές· μπορούμε να αναφέρουμε τα εσωτερικά αίτια, όπως ο ανταγωνισμός με άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες, π.χ. με τους Βρετανούς και Εβραίους, ή η συγκεντρωτική οικονομική πολιτική του τσαρικού καθεστώτος, οι μετακινήσεις του πληθυσμού σε άλλες περιοχές εντός και εκτός της ρωσικής επικράτειας, αλλά και εξωτερικά αίτια, όπως η αλλαγή του προσανατολισμού της διεθνούς ζήτησης στο εμπόριο των σιτηρών και τη ναυσιπλοΐα.

Στα 1863 οι Εβραίοι εξαγωγείς της Οδησσού και άλλων εξαγωγικών κέντρων της «Νότιας Ρωσίας», μεταξύ αυτών και του Νικολάιεφ, είχαν υπερκεράσει τους Έλληνες και τους Ιταλούς σε επιχειρηματικές δραστηριότητες αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν επιχειρηματικούς προσανατολισμούς ή να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους. Στα τέλη του αιώνα στο Νικολάιεφ, η εμπορική δραστηριότητα των Εβραίων (που έφταναν το 1/3 του πληθυσμού της πόλης) οδήγησε σε κλείσιμο τα 19 από τα 20 εμπορικά καταστήματα των Ελλήνων.5 Αρκετοί μετακινήθηκαν προς το Ταϊγάνιο και το Ροστόφ επί του Ντον.

Από τη δεκαετία του 1880 εγκαινιάστηκε η εφαρμογή μιας νέας προστατευτικής πολιτικής εκ μέρους της τσαρικής κυβέρνησης που συνδυάστηκε με τάσεις απομονωτισμού. Η κατάσταση αυτή οδήγησε ξένους εμπόρους των αστικών κέντρων να αναζητήσουν άλλες αγορές και να φύγουν από τη Ρωσία, σε συνδυασμό με μια σειρά πτωχεύσεων των ελληνικών και ιταλικών εταιρειών της Οδησσού. Αυτοί που έφυγαν ήταν οι ισχυρότεροι και πλουσιότεροι, ενώ τα φτωχότερα στρώματα των ελληνικών πληθυσμών παρέμειναν στην πόλη, και ενισχύονταν από νέες αφίξεις εργατών και ναυτικών από τον ελλαδικό χώρο.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική παρουσία στο Νικολάιεφ είχε συρρικνωθεί δραματικά, καθώς τα μέλη της είχαν μειωθεί σε περίπου 100, ενώ η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που είχε χτιστεί το 1819, είχε περάσει στα χέρια των Ρώσων.6

6. Κοινοτική οργάνωση

Στο Νικολάιεφ οι Έλληνες έμποροι οργανώθηκαν σε κοινότητα σχετικά αργά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1898 ο δημοσιογράφος Γ.Π. Παρασκευόπουλος έκανε λόγο για την παρακμή της ελληνικής παροικίας του Νικολάιεφ. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι «ελληνική παροικία ήκμαζε πότε. σχεδόν δεκαπέντε εμπορικοί οίκοι υπήρχον άλλοτε. Σήμερον μόλις πέντ’ εξ διεσώθησαν. Πού οι άλλοτε ευτυχισμένοι χρόνοι! Εσχάτως μάλιστα με το εισαχθέν μονοπώλιον της βότκας, από το εμπόριον της οποίας επλούτουν χιλιάδες Ελλήνων, οι εργατικοί Έλληνες πάσχουν. Άλλως τε εις το Νικολάϊεφ όταν δεν ευρίσκονται προς φόρτωσιν πολλά ατμόπλοια, η μικρά τάξις των εργατών στερείται. Τα ολίγα ελληνικά γραφεία των κ.κ. Αλ. Ιγγλέση, Καλογερά, αδελφών Ορτεντζάτων, Ζυγομαλά, Κούπα κλπ. συντρέχουν τους ομοεθνείς και παρέχουν προς αυτούς εργασίαν. αλλά που να προλάβουν τόσον πεινώντα και στερούμενον πληθυσμόν. Και ιδού πως αραιώνουν και εκπίπτουν αι εν Ρωσσία ελληνικαί παροικίαι. Θα εύρετε βεβαίως εις το Νικολάιεφ διακοσίους Έλληνας, αλλ’ εκ τούτων τα 9/10 παλαίουν διά τον επιούσιον».7

Δύο χρόνια αργότερα ο Δ. Μεταξάς Λασκαράτος έγραφε ότι «Έλληνες ενταύθα υπήρχον άλλοτε πολλοί και δη καταστήματα εμπορικά πρώτης τάξης υπέρ τα είκοσι, σήμερον όμως ηραιώθησαν κατά πολύ και εκ των παλαιών καταστημάτων μόνο εν διεσώθη του κ. Επαμ. Κούπα [...] Η ελληνική παροικία είναι εις άκρον αραιά μη υπερβαίνουσα τας εκατό ψυχάς δι’ ο και δεν δύναται να συγκροτήση την σήμερον κοινότητα όπως εις τας άλλας πόλεις. Υπάρχει ελληνική εκκλησία (μόνον κατ’ όνομα) εις μνήμην του Αγίου Νικολάου κτισθείσα το 1819 αδεία της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Μεγάλης και φροντίδι Ελλήνων αξιωματικών υπηρετούντων εις το Ρωσσικόν ναυτικόν. Σήμερα ο ναός ούτος ευρίσκεται εις την κατοχήν των Ρώσσων, περιήλθε δε εις αυτούς διότι τα τέκνα των ιδρυτών Ελλήνων εξερωσσίσθησαν [...] Μη υπαρχούσης ελληνικής οργανωμένης κοινότητος δεν υφίσταται ούτε και ελληνικόν σχολείον, τούτου ένεκα οι ελληνόπαιδες φοιτούσι εις τοπικάς σχολάς».8

1. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 72.

2. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861, (Αθήνα 1998), σελ. 73, 75. 

3. Καρδάσης, Β., Έλληνες Ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775 - 1861 (Αθήνα 1998), σελ. 75 και Χασιώτης, Ι. – Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α., «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί. Οργάνωση και ιδεολογία (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 130, 137.

4. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 187.

5. Χασιώτης, Ι. – Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α, «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Μετοικεσίες  και Εκτοπισμοί, Οργάνωση και Ιδεολογία, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 130.

6. Χασιώτης, Ι. – Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α., «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Μετοικεσίες και Εκτοπισμοί, Οργάνωση και Ιδεολογία, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 137.

7. Παρασκευόπουλος, Γ. Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 52.

8. Μεταξάς-Λασκαράτος, Δ., Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας μετά γεωγραφικών και ιστορικών σημειώσεων προς δε και εικονογραφιών (Βραΐλα 1900), σελ. 4-6.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>