Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Δρύστρας μητρόπολη

Συγγραφή : Κοντογεώργης Δημήτριος (20/6/2008)

Για παραπομπή: Κοντογεώργης Δημήτριος, «Δρύστρας μητρόπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11344>

Δρύστρας μητρόπολη (14/12/2008 v.1) Diocese of Drystra (23/2/2009 v.1) 
 

1. Εισαγωγικά

Η μητρόπολη Δρύστρας ταυτίζεται με την πρωτοβυζαντινή μητρόπολη του «Δορόστολου», που βρισκόταν στην Κάτω Μοισία, δηλαδή στη σημερινή περιοχή της Δοβρουτσάς.1 Έδρα της μητρόπολης πρέπει να ήταν η παραδουνάβια πόλη της Σιλίστριας στη βορειοανατολική Βουλγαρία. Από τον 11ο αιώνα η μητρόπολη Δοροστόλου ονομάζεται πλέον «Δρύστρας», πιθανότατα σλαβική παραφθορά της παλαιότερης ονομασίας.2

2. Η μητρόπολη Δρύστρας κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος-18ος αιώνας)

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ιστορία της μητρόπολης Δρύστρας κατά τους πρώτους αιώνες μετά την οθωμανική κατάκτηση των αρχών του 15ου αιώνα είναι μάλλον λιγοστές και όχι σπάνια συγκεχυμένες. Η μητρόπολη πάντως είχε έδρα τη Σιλίστρια και δικαιοδοσία σε όλη την περιοχή της Δοβρουτσάς, ενώ ο τοπικός μητροπολίτης Κάλλιστος είχε λάβει μέρος στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438.3

Κατά το 17ο και 18ο αιώνα η μητρόπολη Δρύστρας διατηρούσε στενές σχέσεις με τους ηγεμόνες της Βλαχίας και τις εκκλησιαστικές αρχές της ηγεμονίας, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι ο πρίγκιπας («οσποδάρος») της Βλαχίας Γρηγόριος Γκίκας Α’ (1660-1664, 1672-1673) ανήγειρε τον καθεδρικό ναό της μητρόπολης στη Σιλίστρια, ενώ οι μητροπολίτες Δρύστρας αποστέλλονταν συχνά στη Βλαχία ως έξαρχοι του Οικουμενικού Θρόνου.4

Η πλέον αξιόλογη προσωπικότητα που ανήλθε στο θρόνο της μητρόπολης Δρύστρας ήταν ο Ιερόθεος Κομνηνός, μία πολυσχιδής προσωπικότητα, με σπουδές στην Ιταλία και πλούσιο συγγραφικό και εκδοτικό έργο.5 Ο Ιερόθεος αναφέρεται συχνά στις επιστολές του στη φτώχεια της μητρόπολης και στα βάσανα των χριστιανών εξαιτίας και των αρπακτικών επιδρομών των Τατάρων, προφανώς της νότιας Ρωσίας και της Κριμαίας.6

Από το 1806, οπότε και ο μητροπολίτης κατέφυγε στο Βουκουρέστι, λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο μητροπολιτικός θρόνος παρέμεινε κενός. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα η βόρεια Δοβρουτσά είχε τεθεί υπό τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Προϊλάβας με έδρα τη Βραΐλα και συνεπώς η σημασία της μητρόπολης Δρύστρας είχε μειωθεί. Ίσως για αυτό το λόγο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε, στα 1813, να ενωθούν οι μητροπόλεις Προϊλάβας και Δρύστρας.7

3. Η ιστορία της μητρόπολης Δρύστρας κατά το 19ο αιώνα

Η συνθήκη της Αδριανούπολης (2 Σεπτεμβρίου 1829), με την οποία τερματιζόταν ο νικηφόρος για τους Ρώσους πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία καθόριζε και την ενσωμάτωση της Βραΐλας στην ηγεμονία της Βλαχίας. Συνεπώς, η μητρόπολη Προϊλάβας καταργήθηκε και επανασυστάθηκε εκείνη της Δρύστρας, με έδρα και πάλι τη Σιλίστρια και δικαιοδοσία σε όλη την οθωμανική επαρχία της Δοβρουτσάς.8

Η μητρόπολη Δρύστρας ήταν μια μικρής σχετικά σημασίας εκκλησιαστική «επαρχία» κατά το 19ο αιώνα, κατέχοντας την 45η θέση στις 82 το 1855, ενώ και η οικονομική της θέση δεν ήταν καλή, καθώς χρωστούσε το 1825 73.500 πιάστρα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.9 Άλλωστε η περιοχή της Δοβρουτσάς ήταν αραιοκατοικημένη και οι χριστιανοί, κυρίως Βούλγαροι και Ρουμάνοι καθώς και Έλληνες στα λίγα αστικά κέντρα, είχαν περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.10 Φαίνεται πάντως ότι μετά το 1829 έγιναν προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί η «επαρχία». Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο μητροπολίτης Δρύστρας αποφάσισε να έχει ως έδρα εκτός από τη Σιλίστρια και την Τούλτσα, προφανώς λόγω της οικονομικής ανάπτυξης που γνώριζε η πόλη.11

Η ανάπτυξη ωστόσο μιας ισχυρής κίνησης ανάμεσα σε λογίους και εκκλησιαστικούς κύκλους για τη δημιουργία αυτόνομης από το Πατριαρχείο βουλγαρικής εκκλησίας οδήγησε σε κρίση τις σχέσεις της «Μεγάλης Εκκλησίας» με τους Βούλγαρους. Στην περιοχή της Δοβρουτσάς είχε αναπτυχθεί σχετικά νωρίς, δηλαδή ήδη από τη δεκαετία του 1850, βουλγαρική εθνική κίνηση με κέντρο την Τούλτσα.12 Από το καλοκαίρι του 1860 πολλές βουλγαρικές κοινότητες δεν αναγνώριζαν πια τον πατριαρχικό, ελληνικής καταγωγής, μητροπολίτη Διονύσιο ενώ με την ανακήρυξη της Εξαρχίας, το 1870 συστάθηκε η βουλγαρική (εξαρχική) μητρόπολη του Ρούστσουκ (σημ. Ρούσε), στην οποία υπάχθηκε και η μητρόπολη της Δρύστρας, ή μάλλον όσες κοινότητες, κυρίως οι βουλγαρικές, προσχώρησαν στην Εξαρχία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της πατριαρχικής και της εξαρχικής μητρόπολης για τον προσεταιρισμό των ρουμανικών ορθόδοξων κοινοτήτων ήταν οξύς.

Φαίνεται πάντως ότι οι περισσότερες κοινότητες συνέχιζαν να αναγνωρίζουν το μητροπολίτη Διονύσιο, μολονότι δεν έλειπαν τα παράπονα ότι ήταν ουσιαστικά αδιάφορος απέναντι στις ανάγκες τους. Άλλωστε και οι ελληνικοί κύκλοι της Κωνσταντινούπολης αλλά και οι Έλληνες πρόξενοι θεωρούσαν ότι ουσιαστικά εμπόδιζε τη δράση των ελληνικών φιλεκπαιδευτικών συλλόγων της περιοχής, αλλά και τη συνεργασία με τους Ρουμάνους.13

1. Η ιστορική περιοχή της Δοβρουτσάς διαιρείται σε δύο τμήματα, το βόρειο, που είναι και το μεγαλύτερο και ανήκει στη Ρουμανία (νομοί Τούλτσας, Κωνστάντζας) και το νότιο, που ανήκει στη Βουλγαρία.

2. Βλ. Janin, R., “Dorostorum”, στο Dictionnaire d’Histoire et de Géographie ecclésiastiques 14 (Paris 1960), στήλη 683-684.  Για την πόλη βλ. επίσης Browning, R., “Dorostolon”, Oxford Dictionnairy of Byzantium 1 (New York - Oxford 1991),  σελ. 653.

3. Βλ. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 280.

4. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 281-282, 284-287.

5. Βλ. Cicanci, O. – Cernovodeanu, P., “Contribution à la connaissance de la biographie et de l’oeuvre de Jean Hierothée Comnène (1668-1719)”, Balkan Studies 12/1 (1971), σελ. 143-186· Καραθανάσης, Α., Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714) (Θεσσαλονίκη 1982).

6. Βλ. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 283-284.

7. Βλ. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 287-288.

8. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 288. Για τη συνθήκη της Αδριανούπολης βλ. Jelavich, B., Russia and the Formation of the Romanian National State, 1821-1878 (Cambridge 1984), σελ. 29-31.

9. Βλ. Janin, R., “Drystra ou Dystra”, στο Dictionnaire d’Histoire et de Géographie ecclésiastiques 14 (Paris 1960), σελ. 826.

10. Αναλυτικά για την ιστορία της Δοβρουτσάς κατά την περίοδο 1829-1878 βλ. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), σελ. 273-329.

11. Mateescu, T., “Les Diocèses orthodoxes de la Dobroudja sous la domination ottomane”, Balkan Studies 13/1 (1972), σελ. 288-289 και Κουρελάρου, Β., Οι Εκκλησίες των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρουμανίας τον ΙΘ’ αιώνα (2006), σελ. 28.

12. Βλ. Ischirkoff, A., Les Bulgares en Dobroudja. Aperçu historique et ethnographique (Berne 1919), σελ. 65-70.

13. Βλ. Κοντογεώργης, Δ.Μ., «Σύσταση και οργάνωση ελληνικών κοινοτήτων στη Ρουμανία. Η περίπτωση του Τζιούρτζιου και της Τούλτσεας (β΄ μισό του 19ου αιώνα)», Μνήμων 28 (2006-2007), σελ. 224-228. Πρβ. επίσης Mateescu, T. (επιμ.), Documente privind istoria Dobrogei (1830-1877) (Bucureşti 1975), σελ. 280-283 και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδος, φάκ. 76/1ζ, Ε. Μαυρομμάτης, Υποπρόξενος Ισμαηλίου, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 354, 16 Δεκεμβρίου 1872.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>