Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Χερσώνος θέμα (Κλίματα)

Συγγραφή : Παπαγεωργίου Αγγελική (25/6/2008)

Για παραπομπή: Παπαγεωργίου Αγγελική, «Χερσώνος θέμα (Κλίματα)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11972>

Χερσώνος θέμα (Κλίματα) (11/1/2008 v.1) Theme of Cherson (Klimata) (6/5/2008 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

κατεπάνω, ο
Κυβερνήτης μιας ευρύτερης διοικητικής ενότητας. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από τον 9ο αιώνα για να προσδιορίσει συγκεκριμένες διοικητικές θέσεις, όπως ο κατεπάνω των βασιλικών. Ο ίδιος όρος συχνά δήλωνε και το διοικητή στρατιωτικής μονάδας. Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 11ου αιώνα προσδιόριζε κατά κύριο λόγο τους διοικητές μεγάλων επαρχιών, όπως της Ιταλίας και της Αντιόχειας. Ο όρος με την έννοια του διοικητή-δούκα εγκαταλείφθηκε μετά το 1100, ωστόσο συνέχισε να υφίσταται και να αποδίδεται σε άτομα τα οποία καταλάμβαναν τοπικές διοικητικές θέσεις.

κομμερκιάριος, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που βάρυνε τη μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι για δικό του λογαριασμό.

λίτρα, η (λατ. libra)
Μονάδα βάρους που ποικίλλει ανάλογα με τα μεγέθη. Η πιο διαδεδομένη ήταν η «λογαρική λίτρα», που καθιερώθηκε επί Κωνσταντίνου Α´, το 309/310, ως βάση του νομισματικού συστήματος. Η λίτρα υπολογίζεται ότι ζύγιζε περ. 319 ή 324 γραμμ. και διαιρoύνταν σε 72 χρυσά νομίσματα (σόλιδους). Οι εκατό λίτρες συμπλήρωναν ένα κεντηνάριον.

πάκτον, το
Όρος της βυζαντινής διπλωματίας με τον οποίο δηλωνόταν η συνθήκη μεταξύ δύο κρατών ή λαών, αλλά και το χρηματικό ποσό που συνήθως καταβαλλόταν ως φόρος υποτέλειας (λατ. pactum= συμφωνία).

πατήρ πόλεως, ο (pater civitatis)
Αξίωμα που χρονολογείται στην Ύστερη Αρχαιότητα. Tην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο πρόκειται για αξίωμα της τοπικής αστικής αυτοδιοίκησης και αφορά αξιωματούχο επιφορτισμένο με τη διαχείριση των οικονομικών της πόλης και την αποκατάσταση ή τη συντήρηση των πόλεων.

πρωτεύων, πρώτος, ο
Τίτλος γνωστός στη Δύση ήδη από την Αρχαιότητα, που αναφερόταν στους τοπικούς δημοτικούς αξιωματούχους (λατ. principalis). Στην Ανατολή εμφανίζεται στα τέλη του 3ου αιώνα, ενώ χάνεται από τις πηγές στις αρχές του 7ου. Αφορά τα μέλη της τοπικής βουλής (curia).

σπαθαροκανδιδάτος, ο
Κατώτερος τίτλος της βυζαντινής αυλικής ιεραρχίας. Ο τίτλος πρωτοεμφανίζεται το έτος 645 και αφορά, το πιθανότερο, τους κανδιδάτους που τιμώνται και με τον τίτλο του σπαθαρίου.

στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.

τουρμάρχης, ο
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής τούρμας, υποδιαίρεσης του θέματος.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>