Βυζαντινό εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο

1. Το βυζαντινό εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αι.)

Ο Εύξεινος Πόντος αποτελούσε σταυροδρόμι του διεθνούς και διαπεριφερειακού εμπορίου, συνδέοντας το Βυζάντιο με την κεντρική Ευρώπη, τη Ρωσία, τον Καύκασο, την κεντρική Ασία και την Κίνα. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της βασιζόταν σε αυτόν ως κοντινή και ανεξάντλητη πηγή ανεφοδιασμού σε σιτάρι, αρχικά συμπληρώνοντας (μέχρι την απώλειά της τον 7ο αιώνα) την Αίγυπτο, την κύρια πηγή επισιτισμού της πρωτεύουσας.1

Ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565) ενίσχυσε το εμπόριο από τη Λαζική, τον Εύξεινο Πόντο και το Βόσπορο, ενώ ίδρυσε δύο νέους τελωνειακούς σταθμούς (που υπάγονταν στο τελωνείο Κωνσταντινούπολης) στην Άβυδο και το Ιερό, στην είσοδο του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου αντίστοιχα, για τη φορολόγηση των πλοίων που έπλεαν από και προς τη Μεσόγειο.2 Η σημασία του Εύξεινου Πόντου αναδύθηκε ακόμα μία φορά, όταν ο Ιουστινιανός προσπάθησε, παρακάμπτοντας την υποχρεωτική περσική διαμεσολάβηση για το εμπόριο μεταξιού, να εξασφαλίσει τη σύνδεση με την Κίνα από πλάγια οδό, που θα διερχόταν από τις πόλεις Χερσώνα και Βόσπορο στην Κριμαία, καθώς και από τη Λαζική στον Καύκασο. Μάλιστα, στα χρόνια του Ιουστίνου Β΄ (565-578) τα κοινά συμφέροντα στο εμπόριο του μεταξιού και ο κοινός αντίπαλος, οι Πέρσες, οδήγησαν τους Βυζαντινούς στη σύναψη συμμαχίας εναντίον των Περσών με τον ασιατικό λαό των Τούρκων, που είχε επεκταθεί έως το βόρειο Καύκασο.3

2. Τα βυζαντινά εμπορικά κέντρα και το εμπόριο με τους παρευξείνιους λαούς (7ος-12ος αι.)

Στον Εύξεινο Πόντο οι Βυζαντινοί διατηρούσαν έντονες εμπορικές σχέσεις με τους λαούς που κατοικούσαν στα βόρεια της περιοχής. Στο πέρασμα των αιώνων, οι Χαζάροι είχαν αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο στο εμπόριο μεταξύ κεντρικής Ασίας και Δύσης, οι Πετσενέγοι υπήρξαν διάμεσοι στο εμπόριο μεταξύ της Χερσώνας και των βόρειων λαών, ενώ οι Ρώσοι ηγεμόνες είχαν ισχυροποιηθεί από το εμπόριο με το Βυζάντιο, εγκαθιδρύοντας μια αδιάλειπτη παρουσία στο θαλάσσιο δίαυλο που ένωνε τις εκβολές του Δνείπερου με το Βόσπορο.4

Η εμπορική σημασία του Εύξεινου Πόντου συνάγεται επίσης από το γεγονός ότι το περιφερειακό εμπόριο (ακτίνα δράσης 50-300 χλμ.)5 έφερνε στην Κωνσταντινούπολη τα προϊόντα μιας ενδοχώρας που συμπεριλάμβανε τη Βουλγαρία και όλη τη δυτική παρευξείνια ακτή. Στην πρωτεύουσα εισάγονταν από Βούλγαρους και Ρώσους εμπόρους κερί, μέλι, γούνες και λινά υφάσματα, ενώ εξάγονταν είδη πολυτελείας.6 Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη ως κέντρο διαπεριφερειακού (άνω των 300 χλμ.) εμπορίου, πέρα των προϊόντων του διεθνούς εμπορίου, λάμβανε αγαθά από ολόκληρη την αυτοκρατορία, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα λινά υφάσματα του Πόντου και τα χοιρινά της Παφλαγονίας ή τα μπαχαρικά που κατέληγαν σε αυτή από τη Συρία μέσω της Τραπεζούντας.7

Οι Βυζαντινοί διέθεταν κέντρα περιφερειακού εμπορίου και στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα τέτοιες περιπτώσεις ήταν, για παράδειγμα, η Δεβελτός στη δυτική ακτή, η οποία είχε πάρει τη θέση της Μεσημβρίας ως διεξόδου για το βουλγαρικό εμπόριο και σημείου εισόδου των βυζαντινών προϊόντων. Η πολύ σημαντική πόλη της Χερσώνας,8 στη χερσόνησο της Κριμαίας, αποτελούσε κέντρο ανταλλαγών της ενδοχώρας της, καθώς και της ευρύτερης περιοχής του Πόντου: εμπορικά πλοία από την Παφλαγονία, την Αμισό και το θέμα των Βουκελλαρίων μετέφεραν στη Χερσώνα κρασί και σιτηρά (η πόλη διέθετε επίσης ντόπιους εμπόρους). Επιπλέον, η Άμαστρη της Παφλαγονίας αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο για τους Πετσενέγους, που κατοικούσαν στις βόρειες περιοχές του Εύξεινου Πόντου.9

Όσον αφορά το διαπεριφερειακό εμπόριο, που συνδεόταν με τα είδη πολυτελείας του ανατολικού εμπορίου, κατά τον 9ο και 10ο αιώνα στη νοτιοανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου η Τραπεζούντα αποτελούσε κέντρο εμπορικής διάθεσης πιθανόν για τα προϊόντα του Πόντου και σίγουρα για τα εμπορεύματα, υφάσματα και μπαχαρικά, που προέρχονταν από την κεντρική Ασία και τη Συρία και κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη.10 Τον 11ο και 12ο αιώνα η Τραπεζούντα ήταν το επίκεντρο του θαλάσσιου εμπορίου με τη Χερσώνα, καθώς και των χερσαίων εμπορικών δρόμων από την κεντρική Ασία, τον Καύκασο και τη Συρία, ενώ αποτελούσε τον κύριο σταθμό διακίνησης των βυζαντινών μεταξωτών και υφασμάτων τύπου μπροκάρ που εισάγονταν στις ισλαμικές χώρες.11

Τα εμπορικά προνόμια που παραχωρήθηκαν κατά τον 11ο και ιδιαίτερα το 12ο αιώνα στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες (κυρίως στη Βενετία και τη Γένουα), και τα οποία έπληξαν το βυζαντινό εμπόριο επιτρέποντας στους Ιταλούς να εμπορεύονται με προνομιακούς όρους, μάλλον δεν επεκτάθηκαν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Ο έλεγχος που ασκούσε το βυζαντινό κράτος ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και δεν επέτρεπε στους Ιταλούς εμπόρους να ταξιδέψουν στην περιοχή.12 Η εύπορη Χερσώνα από τον 11ο έως το 14ο αιώνα αποτελούσε τη μοναδική βυζαντινή κτήση στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, μέσω της οποίας η αυτοκρατορία έλεγχε τη νοτιοδυτική Κριμαία.13 Αντικείμενα του εμπορίου της ήταν δέρματα, μέλι, κερί και πιθανόν δούλοι.14

Προϊόντα από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου διατίθεντο και στο μεγάλο διαπεριφερειακό και διεθνές εμπορικό πανηγύρι της Θεσσαλονίκης, που διεξαγόταν κάθε Οκτώβριο στη γιορτή του αγίου Δημητρίου.15 Το πανηγύρι αυτό το περιγράφει ο ανώνυμος σατιρικός διάλογος του 12ου αιώνα Τιμαρίων, στον οποίο αναφέρεται ότι τα εμπορεύματα του Εύξεινου Πόντου δεν έφταναν απευθείας στην πόλη, αλλά έρχονταν μέσω της Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου μεγάλα καραβάνια τα μετέφεραν μέσω της Εγνατίας οδού στη Θεσσαλονίκη.16

3. Η γενουατική εμπορική κυριαρχία και η τουρκική εξάπλωση (13ος-15ος αι.)

Η κατάσταση θα ανατρεπόταν το 1204 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας και τον τεμαχισμό της αυτοκρατορίας μεταξύ Βενετών και Σταυροφόρων. Μία από τις συνέπειες ήταν η εκτόπιση των Βυζαντινών εμπόρων που ασχολούνταν με το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων από το κέντρο των βυζαντινών εδαφών στην περιφέρεια και από τα παράλια στα μεσόγεια. Η παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, μολονότι χαλάρωσε την πολιτική πίεση που ασκούσαν οι Δυτικοί, δεν κατόρθωσε να πράξει το ίδιο με την αντίστοιχη οικονομική. Τα εμπορικά προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1259-1282) στους Γενουάτες με τη συνθήκη του Νυμφαίου (1261), προκειμένου να βοηθήσουν με το στόλο τους εναντίον των Βενετών στην ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, στάθηκαν το εφαλτήριο μιας επέκτασης που ιδιαίτερα στην περίπτωση του Εύξεινου Πόντου θα απέβαινε μοιραία για τους Βυζαντινούς. Μέσα σε διάστημα λίγων δεκαετιών οι Γενουάτες κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο εμπόριο του Εύξεινου Πόντου σε σημείο τέτοιο ώστε από τα τέλη του 13ου αιώνα οι Βυζαντινοί εκδιώχθηκαν από τη ναυσιπλοΐα και το θαλάσσιο εμπόριο της περιοχής. Αυτή η πολιτική των Γενουατών θα κορυφωνόταν στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν θα επιχειρούσαν να φράξουν την είσοδο στο Βόσπορο στο ύψος του Ιερού και να αποκτήσουν με αυτό τον τρόπο τον αποκλειστικό έλεγχο από και προς τον Εύξεινο Πόντο.17

Εντούτοις, μετά το 1350 οι σχέσεις Βυζαντινών και Ιταλών εμπόρων θα βελτιώνονταν αρκετά. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην κατάκτηση των παραλίων της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας από τους Τούρκους και στην επέκτασή τους προς την Ευρώπη, γεγονότα που ενταφίασαν τα όνειρα των δυτικών εμπόρων για μόνιμο έλεγχο των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου. Έτσι, οι εμπορικές δραστηριότητες των Βυζαντινών ευνοήθηκαν από τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών που τους είχαν επιβληθεί.18 Είναι ενδεικτικό για τη δράση των Βυζαντινών εμπόρων το γεγονός ότι κατά την τελευταία πριν από την Άλωση περίοδο, και ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκομμένη και περικυκλωμένη από τους Τούρκους, οι Κωνσταντινουπολίτες επιχειρηματίες επιδίδονταν σε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα προς διάφορες κατευθύνσεις, αναπτύσσοντας, μεταξύ άλλων, εμπορικούς δεσμούς με τις νότιες παρευξείνιες περιοχές και τη χερσόνησο της Κριμαίας.19




1. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 604-606.

2. Καραγιαννόπουλος, Ι., Το Βυζαντινό κράτος4 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 486.

3. Χριστοφιλοπούλου, Αι., Βυζαντινή Ιστορία Α 324-6102 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 306, 356-357· Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού κράτους A, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, επιμ. Ε.Κ. Χρυσός (Αθήνα 1995), σελ. 140· Greatrex, G., “Byzantium and the East in the Sixth Century”, στο Maas, M. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of Justinian (Cambridge 2005), σελ. 477-509, ιδίως σελ. 502-503.

4. King, C., The Black Sea. A History (Oxford 2004), σελ. 69 κ.ε.

5. Για τους όρους τοπικό, περιφερειακό και διαπεριφερειακό εμπόριο βλ. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 482.

6. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β΄ (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 510.

7. Το Επαρχικόν Βιβλίον, 9.1, 10.2, 5, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991), σελ. 106.420-426, 110.470-477, 94.262-96.294. Πρβλ. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 511.

8. Σχετικά με τη στρατηγική σημασία της Χερσώνας για το Βυζάντιο βλ. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, 53, Moravcsik,  G. (επιμ.), αγγλ. μτφρ. R.J.H. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus. De administrando imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington, D.C. 1967), σελ. 259-287. Για μια ερμηνεία του κεφ. 53 του έργου αυτού βλ. Λουγγής, Τ., Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου. De administrando imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν). Μία μέθοδος ανάγνωσης (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 149-155.

9. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 513-514.

10. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 513-514.

11. Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας),2 μτφρ. Κ. Γαλαταριώτου (Αθήνα 2000), σελ. 23 κ.ε.

12. Nystazopoulou-Pélékidis, Μ., “Venise et la mer Noire du XIe au XVe siècle (πίν. Δ-Ε)”, Θησαυρίσματα 7 (1970), σελ. 15-51, ιδίως σελ. 18· Lilie, R.-J., Handel und Politik zwischen dem byzantinischen Reich und den italienischen Kommunen Venedig, Pisa und Genua in der Epoche der Komnenen und der Angeloi (1081-1204) (Amsterdam 1984), σελ. 272-273· Day, G.W., “Manuel and the Genoese. A Reappraisal of Byzantine Commercial Policy in the Late Twelfth Century”, Journal of Economic History 37/2 (Ιούν. 1977), σελ. 289-301, ιδίως σελ. 299· Day, G.W., Genoa’s Response to Byzantium, 1155-1204. Commercial Expansion and Factionalism in a Medieval City (Urbana – Chicago 1988), σελ. 26· Nicol, D.M., Byzantium and Venice. A Study in Diplomatic and Cultural Relations (Cambridge 1988), σελ. 181, σημ. 1· Magdalino, P., The Empire of Manuel I Komnenos, 1143-1180 (Cambridge 1993), σελ. 147, 149· Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 543. Ωστόσο, η Λαΐου, Α.Ε., «Η ανάπτυξη της οικονομικής παρουσίας της Δύσεως στην ανατολική Μεσόγειο και Εγγύς Ανατολή», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Θ (Αθήνα 1980), σελ. 61-66, ιδίως σελ. 62, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να είχε γίνει μια εξαίρεση για τους Γενουάτες τον 12ο αιώνα, ενώ ο Martin, Μ.Ε., “The First Venetians in the Black Sea”, Αρχείον Πόντου 35 (1978), σελ. 111-122, ισχυρίζεται ότι τόσο οι Βενετοί όσο και οι Γενουάτες είχαν πρόσβαση το 12ο αιώνα στον Εύξεινο Πόντο, αλλά η περιοχή ελάχιστα τους ενδιέφερε. Ο Browning, R., “Black Sea”, στο Kazhdan, A.P. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 293-294, ιδίως σελ. 294, αναφέρει ότι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), αναζητώντας ένα σύμμαχο εναντίον της Βενετίας, παραχώρησε στη Γένουα το δικαίωμα να εμπορεύεται στον Εύξεινο Πόντο.

13. Bortoli, Α. – Kazanski, Μ., «Η Χερσώνα και η περιοχή της», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 415-425, ιδίως σελ. 422.

14. Λαΐου, Α.Ε., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 543. Ειδικότερα για το εμπόριο δούλων στον Εύξεινο Πόντο βλ. τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που παρέχει ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης, με αφορμή την πρεσβεία που έστειλε γύρω στο 1261 ο σουλτάνος της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς (1260-1277) στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Ο σουλτάνος επιθυμούσε την εξασφάλιση αδείας διέλευσης αιγυπτιακών πλοίων από το Βόσπορο μια φορά κάθε έτος –η οποία και του παραχωρήθηκε– με σκοπό τη διεξαγωγή εμπορίου δούλων στον Εύξεινο Πόντο. Βλ. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί ιστορίαι 3.3, Failler, A. (επιμ.), γαλλ. μτφρ. Laurent, V., Georges Pachymérès, Relations historiques Ι (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 24/1, Paris 1984), σελ. 237.1-239.5. Πρβλ. Μοσχονάς, Ν.Γ., «Η αγορά των δούλων», στο Μοσχονάς, Ν.Γ. (επιμ.), Χρήμα και αγορά στην εποχή των Παλαιολόγων (Το Βυζάντιο Σήμερα 4, Αθήνα 2003), σελ. 249-272, ιδίως σελ. 251-252.

15. Σχετικά με το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου βλ. Vryonis, S.Jr., “The Panēgyris of the Byzantine Saint. A Study in the Nature of a Medieval Institution, its Origins and Fate”, στο Hackel, S. (επιμ.), The Byzantine Saint, University of Birmingham Fourteenth Spring Symposium of Byzantine Studies (Studies Supplementary to Sobornost 5, London 1981), σελ. 196-228, ιδίως σελ. 202-204· Tafrali, O., Thessalonique au quatorzième siècle, (Paris 1913, επανεκτύπωση Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 117-119· Καλτσογιάννη, Ε. – Κοτζάμπαση, Σ. – Παρασκευοπούλου, Η., Η Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή λογοτεχνία. Ρητορικά και αγιολογικά κείμενα (Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 32, Θεσσαλονίκη 2002), σελ. 19-22.

16. Τιμαρίων ή περί των κατ’ αυτόν παθημάτων, Romano, R. (επιμ.), Pseudo-Luciano. Timarione (Napoli 1974), σελ. 55.155-158 [= Romano, R., La satira bizantina dei secoli XI-XV (Classici Graeci, Torino 1999), σελ. 99-175, ιδίως σελ. 118.141-143]. Βλ. Laiou, A.E., “Thessaloniki and Macedonia in the Byzantine Period”, στο Burke, J. – Scott, R. (επιμ.), Byzantine Macedonia. Identity, Image and History. Papers from the Melbourne Conference, July 1995 (Byzantina Australiensia 13, Melbourne 2000), σελ. 1-11, ιδίως σελ. 7· Laiou, A.E., «Οι ανταλλαγές και το εμπόριο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα», στο Laiou, A.E. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 471-559, ιδίως σελ. 554.

17. Matschke, K.-P., «Ανταλλαγές, εμπόριο, αγορές και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 561-612, ιδιως σελ. 587-588. Για το βυζαντινό εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο την περίοδο αυτή βλ. Laiou, A.E., “Byzantium and the Black Sea, 13th-15th Centuries. Trade and the Native Populations of the Black Sea Area”, στο Fol, A.N. (επιμ.), Bulgaria Pontica, Medii Aevi II (Sofia 1988), σελ. 164-201. Για το υστεροβυζαντινό εμπόριο γενικότερα βλ. τις σημαντικές μελέτες της Laiou-Thomadakis, Α.Ε., “The Byzantine Economy in the Mediterranean Trade System; Thirteenth-Fifteenth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980-1981), σελ. 177-222· Laiou-Thomadakis, Α.Ε., “The Greek Merchant of the Palaeologan Period. A Collective Portrait”, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 57 (1982), σελ. 96-132.

18. Matschke, K.-P., «Ανταλλαγές, εμπόριο, αγορές και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β (Αθήνα 2006), σελ. 561-612, ιδίως σελ. 589-590.

19. Matschke, K.-P., «Ανταλλαγές, εμπόριο, αγορές και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Β΄ (Αθήνα 2006), σελ. 561-612, ιδίως σελ. 593-594.