Βυζαντινή αρχιτεκτονική στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου

1. Εισαγωγικά *

Από τα βυζαντινά χρόνια σώζονται στην δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου στη σημερινή Dobrogea ίχνη ενός συγκροτήματος από τα τέλη του 4ου αιώνα ή τις αρχές του 5ου που παρουσιάζει ένα μαρτύριο (στο Niculiţel), τα ίχνη κάποιων παλαιοχριστιανικών μνημείων, ενός σπηλαιώδους συγκροτήματος του 10ο αιώνα (στο Basarabi) , τα θεμέλια δυο εκκλησιών, μια από τον 11ο (στο Dinogetia, σημερινή Garvăn) και μια ακόμη από τον 12ο αιώνα (στο Niculiţel) και αναστηλωμένη, μια εκκλησία που ανήκει στον δεύτερο μισό του 13ο αιώνα (επίσης στο Niculiţel). Στην ακτή του Εύξεινου Πόντου του σημερινού βουλγαρικού κράτους σώζονται ίχνη μιας βασιλικής στη Βάρνα και δυο πρωτοβυζαντινές βασιλικές στη Μεσημβρία, ανάμεσά τους και τα ερείπια της Παλαιάς Μητρόπολης Μεσημβρίας ίσως από τον 6ο αιώνα. Κοντά στην Pliska και στην Preslava, στις δυο πρωτεύουσες του βουλγαρικού κράτους, υπάρχουν δυο σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι.

Οι ανασκαφές φανέρωσαν και στις δυο πόλεις ερείπια ανακτόρων από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, όπως επίσης πολλές εκκλησίες από τις οποίες μια σημαντική βασιλική του 9ου αιώνα στην Aboba, όπως ονομαζόταν στην τουρκοκρατία η Pliska, και στην Preslava, τη λεγόμενη ’’Κυκλική εκκλησία’’ από τις αρχές του 10ου αιώνα. Εκτός από τις παραπάνω παλαιοχριστιανικές εκκλησίες στη Μεσημβρία σώζονται επίσης και άλλα όπως η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, γύρω στο 1000, από το δεύτερο τρίτο του 14ου αιώνα οι εκκλησίες των Αρχαγγέλων, της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Θεοδώρων και από το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Αλειτούργητου καθώς και η εκκλησία του Παντοκράτορα. Στη Χερσώνα της Κριμαίας εντοπίστηκαν ίχνη μαρτυρίων από τα τέλη του 4ου αιώνα και ερείπια μερικών μνημείων από τα οποία το μεγαλύτερο χρονολογείται τον 10ο αιώνα.

2. Ιστορικό πλαίσιο

Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία που σώζονται στη πρώην Μικρή Σκυθία, σημερινή Ντομπρουτσά, αποτελούν βασικές μαρτυρίες για την έντονη χριστιανική ζωή στους πρώτους αιώνες σ’ αυτήν την περιοχή. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η παρουσία πολλών μαρτύρων σ’ αυτή την περιοχή, από τους διωγμούς του Διοκλητιανού και Λικίνιου.1 Είναι γνωστή η ενεργητική παρουσία των επισκόπων της Κωνσταντίας, πρωτεύουσα της Μικρής Σκυθίας που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης στην περιοχή.2 Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες που μας σώζονται από τον Σωζομενό,3 η επισκοπή της Κωνσταντίας πιστοποιείται από το 369. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλες επισκοπές τον 6ο αιώνα στην Καλλάτιδα (σημερινή Mangalia), στην Ίστρια και στην Tropeum Traiani (σημερινή Adamclisi). Σύμφωνα με τη Notitia Episcopatum4 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στην ολόκληρη δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου υπήρχαν τον 6ο αιώνα άλλες 14 επισκοπές εκτός από τα παραπάνω. Πιστεύεται ότι αυτές οι επισκοπές που ιδρύθηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα επικράτησαν μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα.5

Από τα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστασίου Α’ (491-518) και ειδικά του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) άρχισαν τα οχυρωματικά έργα των βόρειων συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οι πόλεις αυτής της περιοχής γνώρισαν μια περίοδο ακμής. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση της Χερσώνας της Κριμαίας η οποία, εκτός από αυτήν την ίδια περίοδο, δηλαδή του 5ου και 6ου αιώνα που ήταν η σημαντικότερη πόλη της Κριμαίας, γνώρισε άλλη μια περίοδο άνθησης ανάμεσα στον 10ο και τον 12ο αιώνα. Από τον 10ο αιώνα σώζονται εκεί τα ερείπια μιας μεγάλης εκκλησίας η οποία χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες της διαστάσεις και επίσης την ποιότητα οικοδόμησής της. Στη Βουλγαρία, περίοδος ακμής για τη βυζαντινή αρχιτεκτονική θεωρείται κυρίως αυτή ανάμεσα στον 9ο και τον 11ο αιώνα. Οι Βούλγαροι άρχισαν να κτίζουν μεγάλα ανάκτορα και πόλεις μετά το 800. Μετά το 864, όταν έγινε ο εκχριστιανισμός του τσάρου Boris άρχισαν να κτίζουν και μεγάλες εκκλησίες. Όσον αφορά στη Μεσημβρία, αρχαία πόλη που βρισκόταν σε μια χερσόνησο στα δυτικά του Εύξεινου Πόντου, αυτή γνώρισε την ακμή της περίοδο κατά τον 14ο αιώνα από τον οποίο σώζονται και τα περισσότερα μνημεία.

3. Γενικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και επιδράσεις

Είναι γνωστό ότι τον 5ον αιώνα6 έγινε συνήθεια να τοποθετούν τα λείψανα μαρτύρων κάτω από την Αγία Τράπεζα. Το μαρτύριο τετραγωνικού σχεδίου με θόλο που σώζεται στη Niculiţel στη Ντομπρουτσά κάτω απο την αψίδα μιας βασιλικής χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα ή τις αρχές του 5ου αιώνα. Αποτελεί ένα από τα αρχαία παραδείγματα αυτών των μνημείων.

Τα μαρτύρια με κάτοψη ελεύθερου σταυρού γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη Μικρά Ασία και τη Κριμαία ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα. Δυο θυσιαστήρια στη Χερσώνα έχουν αναγνωριστεί σαν μαρτύρια με σχήμα «ελεύθερου σταυρού» και έχουν συνδυαστεί γενικά με μαρτύρια της Μικρά Ασίας και λόγω κάθετων καταλήξεων των τειχών στις εξωτερικές πλευρές, με τα μαρτύρια που σώζονται στην Αντιόχεια και Σιχέμ, του 4ου και του 6ου αιώνα, αντίστοιχα. Το πρώτο μαρτύριο έχει σχεδόν διαστάσεις μιας εκκλησίας και βρίσκεται μέσα σε ένα κοιμητήριο. Οι τάφοι που ανακαλύφθηκαν γύρω από το μνημείο, το περιτείχισμα και η αψίδα στα ανατολικά οδηγούσαν προς το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα μαρτύριο. Το δεύτερο μαρτύριο, πιο μικρό, βρίσκεται βόρειοανατολικά από μια βασιλική. Περιέχει ταφές και γειτνιάζει με ένα μικρό ταφικό παρεκκλήσιο ανάμεσα στο ίδιο και την βασιλική, ενδεχομένως επειδή σε μεταγενέστερη περίοδο πιστοί θέλησαν να ταφούν κοντά στο μαρτύριο, που θεωρείτο πλέον ότι είχε λείψανα αγίων.7

Από το δεύτερο μισό του 19ο αιώνα οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην σημερινή Dobrogea στη Ρουμανία ήλθαν στο φως τα ερείπια 31 παλαιοχριστιανικών βασιλικών που χρονολογούνται από τον 4ο μέχρι και τον 6ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Barnea7 τα θεμέλια των μνημείων ανακαλύφτηκαν στις Κωνσταντία (4), Καλλάτιδα (1), Ίστρια (5), Argamum (Cap Dolojman) (2), Noviodunum (Isaccea) (2), Niculiţel (1), Dinogetia (Garvăn) (1), Troesmis (Igliţa) (3), Beroe (μια κοιμητηριακή βασιλική), Capidava (1), Αξιόπολη (Hinog, Cernavodă) (2), Sucidava (Izvoare) (1), Tropaeum Traiani (Adamclisi) (5) και Ibida (Slava Rusă) (1).

Τα δυο τρίτα από τα παραπάνω μνημεία ανήκουν στον τύπο των δρομικών ναών, είναι τρίκλιτες βασιλικές με μια μόνο αψίδα, συνήθώς ημικυκλική στην εξωτερική της όψη, πεντάπλευρη (μια στην Ίστρια και δυο άλλες στη Troesmis) ή εξάπλευρη στην Argamum (Cap Dolojman). Μόνο μια τρίκλιτη βασιλική φέρει στα ανατολικά τρεις αψίδες, στην Ibida, σημερινή Slava Rusă στη Βόρεια Ντομπρουτσά.

Οκτώ βασιλικές είναι μονόκλιτες. Στη Tropaeum Traiani οι ανασκαφές αποκάλυψαν έναν ναό με εγκάρσιο κλίτος . Στη Niculiţel βρέθηκε μια βασιλική που ενσωματώνει ένα μαρτύριο με ημισφαιρικό τρούλο και κρύπτη. Κατά τον Barnea8 ο συνδυασμός βασιλικής και περίκεντρου κτιρίου απαντάται για πρώτη φορά στη Niculiţel. Αντίστοιχη κρύπτη κάτω από το Ιερό Βήμα έχει εντοπιστεί σε τρία ακόμη μνημεία στην Κωνσταντία, σε άλλα τρία στην Tropaeum Traiani και σε ένα στην Ίστρια.

Γενικά τα παλαιοχριστιανικά αυτά μνημεία έχουν νάρθηκα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αίθριο με τρεις στοές. Στις τρίκλιτες βασιλικές υπήρχαν ακόμα και υπερώα. Σε λίγες βασιλικές σώζεται ένα σύνθρονο. Δευτερεύοντα κτίρια κτίστηκαν δίπλα στις εκκλησίες, όπως βαπτιστήρια (Tropaeum Traiani, Βάρνα) και άλλα για την εξυπηρέτηση των ασθενών. Η τοιχοδομία των ναών αποτελείται συνήθως από σειρές λίθων με κονίαμα και σε κάποιες περιπτώσεις από στρώσεις πλίνθων. Το δάπεδο των παραπάνω μνημείων αποτελείται συνήθως από πλίνθους και πέτρες και μόνο μια βασιλική στην Κωνσταντία φέρει ψηφιδωτό διάκοσμο.

Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Μικρής Σκυθίας παρατηρήθηκαν από τον Barnea9 επιδράσεις από τη Συρία στην Καλλάτιδα, όπως η τοποθέτηση του αίθριου στα πλάγια κι όχι στη δυτική πλευρά, όπως συμβαίνει στα ελλαδικά μνημεία. Σε μια μονόκλιτη βασιλική στην Troesmis παρατηρήθηκαν τετράγωνες παραστάδες που έφεραν εγκάρσια τόξα, κάτι που επίσης θεωρήθηκε συριακή επιρροή. Η παρουσία του αδιαίρετου νάρθηκα ο οποίος εμφανίζεται σε πολλά μνημεία στη Μικρή Σκυθία αποτελεί ελληνικό αρχιτεκτονικό εύρημα του 5ο και 6ο.10 Επίσης έχει σημειωθεί11 η ομοιότητα μεταξύ της Βασιλικής Α των Φιλίππων και του ναού με εγκάρσιο κλίτος στην Tropaeum Traiani. Στην Ίστρια εντοπίστηκε τρίκλιτη βασιλική εκτός των τειχών με παστοφόρια, αρχιτεκτονικό στοιχείο που προέρχεται από τη Μικρά Ασία του 5ου αιώνα12.

Μετά τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων τσάρων στο τελευταίο τρίτο του 9ου αιώνα και ως το τέλος του 11ου αιώνα χτίστηκαν στη σημερινή Βουλγαρία μεγάλες βασιλικές οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με εκείνες του 6ου αιώνα και δεν συγκρίνονται με τα σύγχρονά τους μνημεία.13 Ένα λαμπρό παράδειγμα θεωρείται η βασιλική στην Aboba Pliska. Στη Pliska ανασκαφές που άρχισαν το 1899 αποκάλυψαν τοίχους ενός μεγάλου ανακτορικού περιβόλου που ανάγονται στο 814-831. Ανάμεσα στα κτίρια εντοπίστηκαν τα ερείπια ενός «μεγάλου» και ενός «μικρού» ανακτόρου. Το «μεγάλο» ανάκτορο περιέχει δυο μεγάλες επιμήκεις και θολωτές αίθουσες που απολήγουν σε θολωτούς διάδρομους. Το «μικρό» ανάκτορο είναι τοποθετημένο μέσα σε ένα ορθογώνιο αίθριο περιβεβλημένο με τοίχο. Το δάπεδο της αίθουσας του θρόνου υψώνεται πάνω σ’ ένα πόδιο και στηρίζεται σε δυο παράλληλες ημικυλινδρικές καμάρες. Οι χώροι διαμονής ήταν σε σχήμα μεγάλου ορθογωνίου το οποίο περιείχε μια κύρια ορθογώνια αίθουσα και περισσότερες πλευρικών δωματίων. Παρόμοιες κατόψεις σώζονται και σε άλλα ανάκτορα της Βουλγαρίας, στη Madara και στην Kalugeritsa, με λιγότερο όμως επιμελημένο τρόπο δομής. Ο τρόπος δομής με τέλεια λαξευμένους λίθους και με πλίνθους μόνο για τις κάμαρες, όπως επίσης οι κατόψεις των αιθουσών του θρόνου και των χώρων διαμονής της Pliska διαπιστώθηκε ότι μοιάζουν με αντίστοιχα στοιχεία στα σασανιδικά ανάκτορα.14 Από την άλλη έχει σημειωθεί15 ότι η τοιχοποία στη Pliska βρίσκει την αντίστοιχό της στην Αρμενία.

Αυτά τα κατάλοιπα της βουλγαρικής αυλής που μας σώζονται είναι σημαντικά για την αναπαράσταση των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης από άποψης κατόψεων των αιθουσών του θρόνου και των χώρων διαμονής. Οι αρχιτέκτονες των βουλγαρικών ανακτόρων χρησιμοποίησαν πρότυπα από το Βυζάντιο επεξεργασμένα με τη δική τους αρχιτεκτονική τεχνική βασιζόμενη σε σχέδια με σαφώς διαχωρισμένους όγκους.

Ο Krautheimer έχει παρατηρήσει σασανιδική επίδραση στο διάκοσμο των βουλγαρικών κτιρίων του 10ου αιώνα, που θα μπορούσε να έχει έρθει στη Βουλγαρία μέσω της Αρμενίας. Επίσης βάσει των δεσμών με την Αρμενία ερμηνεύει τα σχέδια, την κατασκευή και τη λιθοδομή της πρώτης οικοδομικής φάσης στην Αγία Σοφία της Αχρίδας (που την τοποθετεί στο τέλος του 9ου αιώνα) και της Παναγίας της Σκριπού. Τον τρουλαίο μονόκλιτο τύπο των παραπάνω μνημείων τον συνδέει με εκείνο του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στη Μεσημβρία που τον χρονολογεί γύρω στο 1000. Ο Πάλλας16 διαφωνεί με τον Krautheimer όσον αφορά στην αρχιτεκτονική επιρροή της Παναγίας της Σκριπού από την Ανατολή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική του μνημείου επηρεάστηκε από την ντόπια παράδοση των βασιλικών με εγκάρσιο κλιτό αντιπροσωπεύοντας τη μεσαιωνική μετάπλαση μιας παλαιοχριστιανικής μορφής. Παρατηρεί επίσης ότι η χρονολόγηση της Αγίας Σοφίας της Αχρίδας είναι αβέβαιη και θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στις αρχές του 11ου αιώνα, επομένως στην ίδια περίοδο με την εκκλησία του Ιωάννη Βαπτιστή.

Στην άλλη πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, στην Preslava, επισημάνθηκαν άλλες επιδράσεις στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα στην Κυκλική Εκκλησία που χρονολογείται σύμφωνα με τον Mango17 στις αρχές του 10ου αιώνα. Η εκκλησία ακολουθεί από αρχιτεκτονική άποψη το περίκεντρο σχήμα της παλαιοχριστιανικής παράδοσης. Η εκκλησία είναι μια αρκετά μικρή ροτόντα διαμέτρου 10,30μ. Η δωδεκάπλευρη ροτόντα περιέχει ημικυκλικές κόγχες και μια εξέχουσα αψίδα. Μπροστά από τις κόγχες μια διώροφη κιονοστοιχία στηρίζει τον τρούλο. Μπροστά στις τρεις πόρτες στα δυτικά ανοίγει ένα διώροφο νάρθηκα με δυο ζεύγη κιόνων. Μπροστά στον νάρθηκα υπάρχει αίθριο με κόγχες και κιονοστοιχίες στις τρεις πλευρές. Η διπλή επάλληλη κιονοστοιχία μπροστά στους τοίχους θυμίζει το Μαυσωλείο του Διοκλητιανού στο Σπάλατο.18 Το πρότυπο της εκκλησίας, αν γίνει αποδεκτή η άποψη ότι ανάγεται στο 900, δεν θα μπορούσε να μην είναι κωνσταντινοπολίτικο. Πράγματι, ο τσάρος Συμεών (893-927), στα χρόνια του οποίου υποτίθεται ότι χτίστηκε η εκκλησία, είχε ζήσει στην πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου ο Βασίλειος Α΄ είχε κτίσει στο Μέγα Παλάτιο παρόμοια εκκλησία αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία, με επτά κόγχες και κιονοστοιχία ολόγυρα. Με τη σειρά της, αυτή η εκκλησία πιστεύεται ότι επηρεάστηκε αρχιτεκτονικά από αρμενικά κτίρια. Οι Αρμένιοι όμως, παρά το γεγονός ότι έχτισαν πολυγωνικά κτίσματα, δεν χρησιμοποίησαν εσωτερικές κιονοστοιχίες, επομένως αυτό το στοιχείο, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα και στη Βουλγαρία, θεωρείται καθαρά κωνσταντινοπολίτικης προέλευσης.

Γύρω στην Preslava στα ερείπια των τριάντα εκκλησιών και μοναστηριών που χτίστηκαν πριν την καταστροφή το 971 αναγνωρίστηκαν επιρροές από την σύγχρονή τους κωνσταντινουπολίτικη αρχιτεκτονική, τόσο στις κατόψεις όσο και σε μερικά άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως είναι η πολυγωνική εξωτερικά αψίδα του ιερού, ο νάρθηκας με υπερώο, τα τρίλοβα παραθύρα στον κύριο ναό. Οι πιο πολλές εκκλησίες ανήκουν στον σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο. Διαφέρουν όμως οι τρόποι δομής μεταξύ των κτιρίων που χτίστηκαν από τη δυναστεία των Μακεδόνων στην Κωνσταντινούπολη και αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν στη Βουλγαρία. Κοντά στις ακτές του Εύξεινου Πόντου οικοδομήθηκαν κτίρια από χοντρολαξευμένες πέτρες.

Η άποψη που επικρατούσε για πολύ καιρό ότι οι προσόψεις των βενετικών ανακτόρων του 11ου και του 12ου αιώνα αντανακλούν μεσοβυζαντινά πρότυπα ενισχύεται από τη συγγένεια που βρέθηκε ανάμεσα στον τύπο του ανακτόρου στη Βενετία από τα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα και έπειτα και τα ηγεμονικά διαμερίσματα που βρέθηκαν στα ανάκτορα του 10ου αιώνα της Pliska και της Preslava. Αν υπήρχε κοινή πηγή, αυτή πρέπει να αναζητείται στο Βυζάντιο.

Στη Χερσώνα λόγω του γεγονότος ότι δεν κατοικήθηκε μετά την καταστροφή της στα τέλη του 14ου αιώνα, οι ανασκαφές που ξεκίνησαν από τις αρχές του 19ου αιώνα μπόρεσαν να οδηγήσουν σε πιο σαφή αποτελέσματα. Έτσι ανακαλύφθηκε μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα, οπότε χτίστηκαν τείχη και πολλές εκκλησίες, πάνω από δυο δωδεκάδες, από τις οποίες τέσσερις θεωρούνται σημαντικές. Μια σταυρική εκκλησία ανακαλύφτηκε το 1897. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών ήλθε στο φως μια ασημένια λειψανοθήκη που φέρει το μονόγραμμα του Ιουστινιανού Α’.19 Από το μισό του 9ου αιώνα τα τείχη αναστηλώθηκαν, όπως και οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Ο σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός που ανακαλύφτηκε το 1906 ανάγεται στον 10ο αιώνα (terminus post quem με βάση τα νομίσματα που βρέθηκαν εκεί από τα χρόνια του Ρωμανού Α’). Τα γωνιαία διαμερίσματα τα οποία χωρίζονται με τοίχο και η τοιχοποιία από χοντρολαξευμένες πέτρες θυμίζει την αρχιτεκτονική της Μικράς Ασίας.20 Τα καινούρια τείχη στο λιμάνι της Χερσώνας οικοδομήθηκαν στα τελη 10ου-αρχές 11ου αιώνα.21

Από το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα σώζονται στη Μεσημβρία δυο σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί, του Παντοκράτορα και του Ιωάννη Αλειτούργητου. Ένας άλλος αρχιτεκτονικός τύπος που απαντάται πολύ συχνά στη Βουλγαρία τον 14ο αιώνα είναι η μονόκλιτη εκκλησία με ημικυλινδρική καμάρα που διακόπτεται στη μέση από έναν τρούλο πάνω σε υψηλό τύμπανο. Συνήθως υπάρχει και δεύτερος τρούλος, πάνω από το νάρθηκα, ίσως κατά σερβική επιρροή. Αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος που παρουσιάζεται22 από το 1186 στον Άγιο Δημήτριο του Τύρναβου και εφαρμόζεται στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα στην εκκλησία στη Στενήμαχο (στη Βουλγαρία), ενώ επαναλαμβάνεται στο δεύτερο τρίτο του 14ου αιώνα στις εκκλησίες της Μεσημβρίας των Αρχαγγέλων, της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Θεοδώρων. Οι εκκλησίες της Μεσημβρίας παρουσιάζουν μια πλούσια διαμόρφωση των προσόψεων με μεγάλα τυφλά αψιδώματα από λίθους εναλλασσόμενους με πλίνθους που θυμίζει την τεχνική της Κωνσταντινούπολης, κατά τον Σωτηρίου.23 Σύμφωνα με τον Βελένη24 όμως οι ρίζες αυτής της παράδοσης που επικρατεί στη Μεσημβρία δεν σχετίζονται άμεσα με την Κωνσταντινούπολη, αλλά με ανατολικότερες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυρίως της Αρμενίας. Τα μονομέτωπα μεικτά τόξα όπως μπορεί κανείς να συναντήσει σε μνημεία σαν εκείνα του Παντοκράτορος, της Αγίας Παρασκευή, των Αγίων Θεοδώρων και των Αρχαγγέλων απαντούν ακόμα από τη μεσοβυζαντινή περίοδο στην ίδια περιοχή, στην εκκλησία του Άγιου Ιωάννη, και γνώρισαν μεγάλη διάδοση κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Τον 14ο αιώνα συναντάται στα παραπάνω μνημεία στη Μεσημβρία ένας υπερβολικός τονισμός των τόξων με την χρήση επάλληλων ζωνών φιαλοστομίων.25 Οι εκκλησίες των Αρχαγγέλων, των Αγίων Θεοδώρων, της Αγίας Παρασκευής, του Παντοκράτορα, του Αγίου Ιωάννου του Αλειτούργητου έχουν κοινό με την ενδοχώρα την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων και την τυπολογία των κτιρίων. Με την Κωνσταντινούπολη μοιάζουν ως προς την επιλογή του εξωτερικού κεραμοπλαστικού διακόσμου και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτός οργανώνεται πάνω στα τύμπανα των αψιδωμάτων. Το τελευταίο κοινό στοιχείο συνδυάζεται έμμεσα με τον ιστορικό χώρο των Λασκαριδών.

4. Τα μνημεία

4.1. Παλαιοχριστιανικά μνημεία

4.1.1. Το μαρτύριο στη Niculiţel

Από το 1971 ήλθαν στο φως τα ίχνη μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής και μιας κρυπτής-μαρτύριο 10 χμ. νότια από την παλιά πόλη Noviodunum, στo σημερινό χωριό Niculiţel (εικ.1). Η σημαντικότερη ανακάλυψη ήταν εκείνη της τετραγωνικής θολωτής κρύπτης, 3,5 x 2,25 x 2,3 μ., κατασκευασμένης από πέτρες και πλίνθους. Μέσα στην κρύπτη ανακαλύφθηκαν τα λείψανα τεσσάρων μαρτύρων των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες κόκκινου χρώματος. Σύμφωνα με την επιγραφή πρόκειται για τους μάρτυρες Ζώτικο, Άτταλος, Καμάσι και Φίλιππο. Το παλαιοχριστινιακό συγκρότημα χρονολογείται στο τέλος του 4ου-αρχές του 5ου αιώνα και σύμφωνα με τον Barnea26 έχει αναπτυχθεί σταδιακά. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο για το συγκεκριμένο μαρτύριο είναι το ότι δεν εντοπίστηκαν ίχνη κοιμητηρίου γύρω από το συγκρότημα, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Χερσώνα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η βασιλική εκεί δεν είναι κοιμητηριακού χαρακτήρα. Η αρχιτεκτονική του μαρτυρίου δεν επηρέασε ούτε στο μέγεθος, ούτε το σχήμα της βασιλικής στην οποία ενσωματώθηκε, γεγονός που ήταν συνηθισμένο στη Δύση.

4.1.2. Η μεγάλη βασιλική στην Κωνσταντία

Τα ίχνη του πιο μεγάλου μνημείου (48,10μ. μήκος και 23,45μ. πλάτος) της Μικρής Σκυθίας από την παλαιοχριστιανική περίοδο σώζεται στην Κωνσταντία (εικ.2). Ιδρύθηκε κατά τον 5ο-6ο αιώνα και πιστεύεται ότι ήταν ο μητροπολιτικός ναός της πόλης. Είναι τρίκλιτη βασιλική και έχει μια σταυρόσχημη μεγάλη κρυπτή κάτω από το Ιερό. Διακρίνεται επίσης και ένας αδιαίρετος νάρθηκας. Στα δυτικά ίσως είχε αίθριο και προσαρτημένα κτήρια, όμως λόγω των σημερινών οικοδομημάτων δεν υπάρχουν ίχνη που να επιβεβαιώνουν την υπόθεση.27 Η κρύπτη με τα επτά διαμερίσματα αποτελεί μοναδική περίπτωση σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Είναι, όπως σημειώθηκε, μια μαρτυριακή κρύπτη.28

4.1.3. Κάλλατις, βασιλική συριακού τύπου

Η βασιλική «συριακού» τύπου στην Καλλάτιδα (Mangalia) ιδρύθηκε τον 4ο-5ο αιώνα σαν τρίκλιτη βασιλική με διπλές σειρές από κίονες (εικ.3). Η νότια πλευρά διευθετήθηκε σε Ιερό. Η βασιλική γειτνίαζε με μιαν αυλή στην οποία υπήρχαν άλλα οικοδομήματα, μάλλον ιδιωτικού χαρακτήρα. Η είσοδος ήταν στη νότια πλευρά.

Η δεύτερη φάση της οικοδομής πραγματοποιήθηκε στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Αναστασίου Α’ (491-518). Το μέσος κλίτος μετατράπηκε σε ιερό, το δυτικό σε πρόθεση και το ανατολικό έπαιξε το ρόλο του διακονικού. Η αυλή μετατράπηκε σε αίθριο. Όλοι οι χώροι του ιερού επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Ο «συριακός» τύπος του ναού με το αίθριο προς την ανατολική πλευρά και το ιερό χωρίς αψίδα στα νότια οφείλεται, κατά τον Barnea στην έλλειψη χώρου και την αστική αισθητική. Η παρουσία τέτοιου είδους μνημείου στην Καλλάτιδα μαρτυρεί μαζί με κάποιες ταφικές επιγραφές την παρουσία μιας συριακής κοινότητας εκεί. Πέρα από τις συριακές επιδράσεις, τα κύρια αρχιτεκτονικά στοιχεία (τρία κλίτη, κιονοστοιχίες, δίρριχτη στέγη) διατηρούνται όπως και στις άλλες ελληνιστικές βασιλικές.

4.1.4. Ίστρια, κοιμητηριακή βασιλική

Στην Ίστρια ανακαλύφθηκαν πέντε βασιλικές. Η κοιμητηριακή είναι τρίκλιτη βασιλική με ημικυκλική αψίδα προς τα ανατολικά (εικ.4). Προς την νότια πλευρά της αψίδας υπάρχουν ίχνη ενός ημικυκλικού σύνθρονου από πέτρες. Στην νότια πλευρά της βασιλικής ανακαλύφτηκε ένα συγκρότημα με τρία οικοδομήματα και στα δυτικά τα ίχνη ενός αιθρίου. Ορθογωνική προσθήκη που απολήγει σε μια αψίδα ανακαλύφθηκε στη βόρειο ανατολική και αποτελεί ένα από τα παστοφόρια της εκκλησίας. Όπως έχει σημειωθεί από τον Barnea οι βασιλικές που παρουσιάζουν το παραπάνω αρχιτεκτονικό στοιχείο έχουν συχνά κοιμητηριακό χαρακτήρα.

4.1.5. Tropaeum Traiani (Adamclisi), βασιλική με εγκάρσιο κλίτος

Ο μόνος ναός με εγκάρσιο κλίτος που ανακαλύφτηκε στη Μικρή Σκυθία σώζεται στη Tropaeum Traiani (εικ.5). Έχει τρία κλίτη που χωρίζονταν με δυο σειρές κιόνων. Οι κίονες προχωρούσαν μέχρι το εγκάρσιο κλίτος και κατέληγαν στην αψίδα. Χωρίς το αίθριο, οι διαστάσεις είναι όμοιες με εκείνες της Βασιλικής Α των Φιλίππων.29 Έχουν επίσης αποκαλυφθεί τα θεμέλια ενός ημικυκλικού σύνθρονου. Η εκκλησία είχε μια κρύπτη με μικρές διαστάσεις κάτω από το Ιερό στην οποία οδηγούσαν σκάλες από την νότια πλευρά όπως και στη βασιλική με κρύπτη στην Ίστρια. Ο νάρθηκας αποτελούνταν από τρία μέρη. Υπήρχε και ένα αίθριο με πρόπυλο. Διαφορετικά κτίρια περιέβαλλαν την εκκλησία. Από αυτά διακρίνεται το βαπτιστήριο στη βόρεια πλευρά, όπως ακριβώς και στη Βασιλική Α των Φιλίππων.

Ο ναός στην Tropaeum Traiani ακολουθεί, όπως έχει σημειωθεί30 τον αρχιτεκτονικό τύπο που έφτασε στην πλήρη ωριμότητα του στο ναό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη από πού διαδόθηκε στη Θράκη, τη βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και έφτασε όπως έχουμε δει, μέχρι την ακτή της Μαύρης Θάλασσας .

4.2. Πρωτοβυζαντινή αρχιτεκτονική

4.2.1. Μεσημβρία, Παλαιά Μητρόπολη

Η Παλαιά Μητρόπολη Μεσημβρίας (σημ. Nessebar, Βουλγαρία), σώζεται σε ερείπια (εικ.6). Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο ήταν μια βασιλική με υπερώα. Πρόσφατα ευρήματα ερμηνεύτηκαν από τους ερευνητές31 ως πρωιμότερη οικοδομική φάση, που χρονολογήθηκε στον 6ου αιώνα, και η οποία ακολουθήθηκε από μια μεταγενέστερη τον 10 αιώνα. Πράγματι, έχουν διαπιστωθεί στοιχεία που φανερώνουν επιδράσεις από κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα του 5ου αιώνα, όπως η βασιλική του Στουδίου με το μικρού μήκους μεσαίο κλίτος που στερείται φωταγωγού.

4.3. Μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική

4.3.1. Η εκκλησία στην Aboba Pliska

Η τρίκλιτη βασιλική της Aboba Pliska (εικ.7) έχει χρονολογηθεί σε κάποιες μελέτες στο τέλος του 6ου ή στον πρώιμο 7ο αιώνα, λόγω των μεγάλων διαστάσεων και ορισμένων κυρίων αρχιτεκτονικών στοιχείων: το μεγάλο αίθριο, το νάρθηκα, τα υπερώα, το θολοσκεπές ιερό, τα παστοφόρια, την πρόθεση και το διακονικό. Σώζονται ίχνη άμβωνα στο κέντρο του μεσαίου κλίτους και επίσης ίχνη ενός συνθρόνου. Τα τρία κλίτη χωρίζονται με πεσσούς που εναλλάσσονται με ζεύγη κιόνων. Ο Krautheimer προτείνει μια χρονολόγηση γύρω στον 9ο αιώνα. Τα στοιχεία τα οποία φαίνονται να ανήκουν στον 9ο αιώνα είναι τα δωμάτια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα πλάγια κλίτη και τα παστοφόρια και επίσης η χρήση των καλολαξευμένων λίθων στην οικοδόμηση. Ο Krautheimer βλέπει εδώ μια αναγέννηση προτύπων του 6ου αιώνα.

4.3.2. Μνημεία της Χερσώνας

Ο σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός της Χερσώνας (εικ. 8), πιθανότατα του 10ου αι., καταστράφηκε από πυρκαγιά και οι τοίχοι του δεν σώζονται πια παρά μόνο σε ύψος ενός περίπου μέτρου. Είναι σίγουρο ότι είχε τρούλο με αρκετά ψηλό τύμπανο, όπως δείχνουν τα ερείπια που βρέθηκαν στον κεντρικό χώρο του κτιρίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η σταυροειδής κάτοψη είναι πολύ συνηθισμένη στη Χερσώνα και χρησιμοποιείται ήδη από την παλαιοχριστινιακή περίοδο. Ένα χαρακτηριστικό του ναού είναι ότι δεν υπάρχουν θύρες στους πλάγιους τοίχους στα σημεία που περιβάλλουν τον σταυροειδή πυρήνα. Τα αρχιτεκτονικά μέρη γύρω από το κέντρο χτίστηκαν με έναν πυραμιδοειδή τρόπο που τον συναντάμε στη Μικρά Ασία, στην Τραπεζούντα αλλά και στη Αγία Σοφία στο Κίεβο. Παρόμοια μικρά παρεκκλήσια όπως στη Χερσώνα εντοπίστηκαν32 στο Cernigov στο καθεδρικό ναό της Μεταμόρφωσης τον 11ο αιώνα και στο Smolensk τον 13ο αιώνα, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

4.3.3. Η εκκλησία «B1» στο συγκρότημα στο Basarabi

Στο Basarabi ανακαλύφθηκε, 17 χμ. δυτικά από τη Κωνσταντία, ένα σπηλαιώδες συγκρότημα λαξευμένο σ’ ένα λατομείο. Διασώζεται μια επιγραφή η οποία μας πληροφορεί για το έτος ίδρυσης μιας μικρής εκκλησίας (992) γνωστή στη βιβλιογραφία ως «εκκλησία Β1». Αποτελείται από νάρθηκα, κυρίως ναό και ιερό βήμα (εικ. 9). Στους τοίχους του νάρθηκα εντοπίστηκαν διάφορα σχέδια, ίχνη μορφών και εγχάρακτες επιγραφές με κυριλλικά και ρουνικά γράμματα. Έχει σημειωθεί από τον Barnea33 ότι οι επιγραφές με ρουνικά γράμματα παραπέμπουν σε έναν πληθυσμό από το Βορρά. Σύμφωνα με τα ευρήματα που βρέθηκαν σ’ αυτό το συγκρότημα οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για έναν μικτό πληθυσμό που περιελάμβανε και σλαβικό στοιχείο. Οι ντόπιοι, οι οποίοι ήταν ήδη Χριστιανοί, φαίνεται να δέχτηκαν επιρροές από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως προκύπτει από διασωθέντα.

4.3.4. Μεσημβρία, ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή

Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (εικ. 10) έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα.34 Πρόκειται για τον αποκαλούμενο μεταβατικό σταυροειδή, ο οποίος προήλθε από το συνδυασμό του ναού σχήματος ελευθέρου σταυρού με την τρίκλιτη θολωτή βασιλική. Οι ερευνητές διαφωνούν ως προς τον τόπο προέλευσης του τύπου. Ο Βοκοτόπουλος πιστεύει ότι τα αρχαιότερα παραδείγματα του τύπου σώζονται στη Νότια Ελλάδα (Πρωτόθρονη Νάξου, Επισκοπή Ευρυτανίας).

Σύμφωνα με τον Krautheimer η εκκλησία αυτή, όπως και η Παναγία της Σκριπού, αντιγράφει το ναό της Αγίας Σοφίας Αχρίδας, η οποία ακολουθεί έναν χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό τύπο της μεσαιωνικής Βουλγαρίας. Η αρχιτεκτονική της βουλγαρικής αυλής αποτελούσε, κατά τον Krautheimer, το πλαίσιο στο οποίο οικοδομήθηκαν εκκλησίες όπως η Παναγία της Σκριπού και η Αγία Σοφία Αχρίδας. Τις ευρύτερες επιδράσεις τις αναζητά στην ενδοχώρα της Εγγύς Ανατολής και στην Αρμενία.

Ένα αξιοσημείωτο αρχιτεκτονικό στοιχείο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή είναι ο ψηλός τρούλος. Τα τόξα των θυρών της εκκλησίας αποτελούνται από λίθους εναλλασσόμενους με πλίνθους, στοιχείο που θα διατηρηθεί από τον 11ο αιώνα και εξής στην Κωνσταντινούπολη και την Μακεδονία. Τα τόξα στην αψίδα του Ιερού Βήματος περιγράφονται από σειρά πλίνθων.

4.3.5. Δινογέτεια

Στην Δινογέτεια (σημ. Garvăn) ανακαλύφθηκαν τα ίχνη μιας εκκλησίας από τον 11ο αιώνα (εικ.11). Στην κάτοψη είναι τετράγωνη, με ημικυκλική αψίδα στο εσωτερικό και πεντάπλευρη στο εξωτερικό. Τα θεμέλια (1,6 μ.) αποτελούνται από πέτρες πάνω στις οποίες υπάρχουν σειρές πλίνθων. Ίχνη τοιχογραφιών ανακαλύφτηκαν στα δυτικά και τα βόρεια. Στα βόρειοδυτικά εντοπίστηκε με την ανασκαφή μια κρύπτη με κάποια λείψανα. Έχει παρατηρηθεί35ότι προς την κάτοψή της η εκκλησία στη Δινογέτεια παρουσιάζει ομοιότητες με ορισμένες ταφικές εκκλησίες στη Βουλγαρία, στην περιοχή της Φιλιππούπολης (Plovdiv), όπως ο ναός αρ. 5 στο Hissar, από το 10-12ο αιώνα, η παλαιότερη φάση στη Boiana κοντά στη Σόφια, που χρονολογείται στον 11ο αιώνα, και εκκλησία στη Νικόπολη (το 13ο αιώνα). Κοντά στην εκκλησία της Δινογέτειας ανακαλύφθηκε το παλαιότερο κωδωνοστάσιο στη Ρουμανία.36

4.3.6. Τρίκογχο του Niculiţel

Στο εκκλησάκι στη Niculiţel από τον 12ο αιώνα, γνωστό και ως εκκλησάκι «από τη Cetăţuia», έχουν διασωθεί τα ίχνη της αψίδας και της νότιας πλευράς του ναού (εικ. 12). Ανήκει στον τύπο του τρίκογχου. Ήταν χτισμένο από ρωμαϊκές πλίνθους, από τα ερείπια των κοντινών ρωμαϊκών κάστρων. Ίχνη παρακείμενων κτισμάτων οδηγούν στην υπόθεση ότι ο ναός ενδεχομένως αποτελούσε καθολικό μονής. Με βάση τα νομίσματα που έχουν βρεθεί στην περιοχή, χρονολογείται ανάμεσα στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και τις αρχές του 13ου.

4.4. Ύστεροβυζαντινή αρχιτεκτονική

4.4.1. Niculiţel, ναός του Αγίου Αθανασίου

Στην Niculiţel σώζεται ακέραιη μια εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (εικ. 13), πιθανότατα του 13ου αιώνα. Είναι η μόνη εκκλησία στην περιοχή που διατηρήθηκε ολόκληρη μέχρι τις μέρες μας από την περίοδο αυτή. Η τοιχοδομία αποτελείται από πέτρες και ρωμαϊκές πλίνθους που συνδέονται μεταξύ τους με κονίαμα. Η εκκλησία ανήκει στον σταυροειδή τύπο. Στο χώρο του Ιερού ανοίγονται δυο παράθυρα εκατέρωθεν του άξονα του ναού. Ο τρούλος στηρίζεται στα βόρεια, νότια και δυτικά σε ημικυλινδρικές καμάρες. Η βόρεια και η νότια εξωτερική όψη του ναού διαμορφώνονται με τυφλά αψιδώματα. Στη βόρεια και στη νότια πλευρά του ναού διανοίγεται από ένα παράθυρο. Ο νάρθηκας στεγαζόταν επίσης με τρούλο. Η είσοδος στην εκκλησία βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα. Γύρω από την εκκλησία δεν ανακαλύφθηκαν παρά μόνο μερικές ταφές από τον 13ο και 14ο αιώνα, στοιχείο που οδήγησε τους ερευνητές να θεωρούν ότι η εκκλησία αποτελούσε μάλλο ιδωτικό παρεκκλήσιο.

4.4.2. Μεσημβρία, ναός των Αρχαγγέλων

Η εκκλησία των Αρχαγγέλων στη Μεσημβρία (εικ. 14) ανήκει στην πρώιμη φάση της παλαιολόγειας αρχιτεκτονικής. Είναι μονόκλιτη, χωρίς πλάγια κλίτη, με τρούλο που εδράζεται σε ψηλό τύμπανο. Αποτελείται από νάρθηκα, κυρίως ναό και τριμερές ιερό, που απολήγει σε τριπλή αψίδα. Πάνω από τον νάρθηκα υπάρχει τρούλος. Τα τυφλά αψιδώματα παρουσιάζουν σε ορισμένα σημεία παρόμοιο διάκοσμο με εκείνον του παρεκκλησίου της Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη.

4.4.3. Μεσημβρία, ναός Αγ. Ιωάννου Αλειτούργητου

Ο ναός, που χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 14ου αιώνα, ανήκει στον τύπο του τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου (εικ.15). Τα ανατολικά γωνιακά διαμερίσματα και οι χώροι εκατέρωθεν της εισόδου προς τον κυρίως ναό στεγάζονται με τρούλο. Αυτό οφείλεται ίσως, σύμφωνα με τον Krautheimer, σε σερβική επίδραση, ενδεχομένως από την Γκρατσάνιτσα. Τον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο συναντάμε και στην εκκλησία του Παντοκράτορα στη Μεσημβρία την ίδια περίοδο, και θα επικρατήσει γενικά στη Βουλγαρία σε ολόκληρη τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.37 Κάποια στοιχεία από τον πλούσιο εξωτερικό διάκοσμο τα συναντάμε στην Κωνσταντινούπολη, στο βυζαντινό ανάκτορο Τεκφούρ σαράι (14ος αι.), στην εκκλησία του Άγιου Ιωάννη στη Σηλυμβρία και στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στο Διδυμότειχο της Θράκης.

* Το λήμμα βρίσκεται σε στάδιο εκδοτικής επιμέλειας (σημ. εκδ.)




1. DACL, 4A, σελ.1236-1240 (Ch. Auner)

2. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την παρουσία τους στις πρώτες πέντε οικουμενικές σύνοδοι, με τις αντιδράσεις έναντι των αιρεσίων καθώς επίσης με τις προσωπικές σχέσεις που είχαν μερικοί από αυτούς με μεγάλες προσωπικότητες της εκκλησίας όπως τον Άγιο Βασίλειο το Μέγα και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.

3. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία VI, 21, PG 67, στηλ.1344-1345. Ο ιστορικός έγραψε για την σύγκρουση του αυτοκράτορα Ουάλη, οπαδού του Αριανισμού, με τον επίσκοπο Βρετάνιο της πόλης Tomis.

4. De Boor, C., «Nachtrage zu den Notitiae Episcopatum», Zeitschrift fur Kirchengeschichte 12 (1891), σελ. 519-534 και 14 (1893), σελ. 573-599· Darrouzes, J., Notitiae Episcopatum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique, introduction et notes (Paris 1981).

5. Păcurariu, M., Istoria Bisericii Ortodoxe Române, vol.I (Bucureşti 1992), σελ. 134.

6. Grabar, Α., Martyrium, Recherches sur la culte des reliques et l’qrt chrétien antique, I: Architecture (Paris 1946), σελ. 351.

7. Barnea, I., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ.121.

8. Barnea, I., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ. 153.

9. Barnea, I., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ. 131-132, 157.

10. Ορλάνδος, Α., Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της Μεσογειακής Λεκάνης (Αθήνα 1952), σελ. 130-132.

11. Barnea, I., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ. 168 κ.ε.

12. Σωτηρίου, Γ., Χριστιανική και βυζαντινή Αρχαιολογία, τ.1 (Αθηνα 1942), σελ. 279-280.

13. Mango, C., Bzyantine Architecture (London 1986), σελ. 172.

14. Filov, B., «Les palais vieux-bulgares et les palais Sassanides», στο Féher, G. et al., L’art byzantine chez les Slaves I: Les Balkans (Paris 1930), σελ. 80-86.

15. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (μτφ. Φ. Μαλλούχου-Τουφανο, Αθηνα 1991), σελ. 388.

16. Πάλλας, Δ., «Η Παναγία της Σκριπούς ως μετάπλαση της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής σε μεσαιωνική βυζαντινή», Επετηρις Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών 6 (1990), σελ. 15.

17. Mango, C., Bzyantine Architecture (London 1986), σελ. 174. Για τη χρονολόγηση αυτης της εκκλησίας, που τοποθετείται μεταξύ του 6ου αιώνα και του πρώτου τρίτου του 10ου αιώνα, βλ. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (μτφ. Φ. Μαλλούχου-Τουφανο, Αθηνα 1991), σελ. 610, υποσημ. 43.

18. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (μτφ. Φ. Μαλλούχου-Τουφανο, Αθηνα 1991), σελ. 393.

19. Iskusstvo Vizantii v sobranijach SSSR, (κατάλογος έκθεσης), αρ.151 (Moscow 1977).

20. Brunov, Ν., «Une église byzantine à Chersonése», στο L’art byzantine chez les Slaves, II: L'ancienne Russie (Paris 1932), σελ. 30.

21. Smedley, J., «Archaeology and the History of Cherson: a survey of some results and problems», Αρχείου Πόντου 35 (1978), σελ. 172-192.

22. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (μτφ. Φ. Μαλλούχου-Τουφανο, Αθηνα 1991), σελ. 541 κ.ε.

23. Σωτηρίου, Γ., Χριστιανική και βυζαντινή Αρχαιολογία, τ.1 (Αθηνα 1942), σελ. 475.

24. Βελένης, Γ. Μ., Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 149, όπου παραπέμπει στην Caneva-Decevska, N., «Sur quelques problemes de l’architecture sacrale médiévale en Bulgarie paralléle avec l’Armenie», Atti del Primo Simposio intern.di Arte Armene, 1975 (Venezia-S.Lazzaro 1978), σελ. 677-683.

25. Βελένης, Γ. Μ. Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 103.

26. Barnea, Ι., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ. 151.

27. Nica, Α., et. al., Monumente istorice şi izvoare creştine.Mărturii de străveche existenţă şi de continuitate a românilor pe teritoriul Dunării de jos şi al Dobrogei (Galaţi 1987), σελ. 21.

28. Rădulescu, A., Monumente romano-bizantine în sectorul de vest al cetăţii Tomis (Constanţa 1966), σελ. 80.

29. Barnea, I., Les monuments paléochrétiens de Roumanie (Roma 1977), σελ. 168.

30. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (μτφ. Φ. Μαλλούχου-Τουφανο, Αθηνα 1991), σελ. 159 κ.ε.

31. Бояджиев, Ст., «Sur l’ancienne eglise de Nessebar», Byzantinobulgarica 1 (1962), σελ. 36 κ.ε.

32. Brunov, Ν., «Une église byzantine à Chersonése», στο L’art byzantine chez les Slaves, II: L'ancienne Russie (Paris 1932), σελ. 34.

33. Barnea, Ι., «Les monuments rupestres de Basarabi en Dobroudja», Cahiers Archéologiques 13 (1962), σελ. 208.

34. O Ορλάνδος, Α., Aρχείον Bυζαντινών Mνημείων Eλλάδος 9 (1961), σελ. 3 κ.ε., προτείνει μια χρονολόγηση στο β΄ τέταρτο του 10ου αιώνα.

35. Nica, A. et al., Monumente istorice şi izvoare creştine.Mărturii de străveche existenţă şi de continuitate a românilor pe teritoriul Dunării de jos şi al Dobrogei (Galaţi 1987), σελ. 109.

36. Nica, A. et al., Monumente istorice şi izvoare creştine.Mărturii de străveche existenţă şi de continuitate a românilor pe teritoriul Dunării de jos şi al Dobrogei (Galaţi 1987), σελ. 208.

37. Ousterhout, R., Master Builders of Byzantium (Princeton 1999), σελ. 21, εικ. 11.