Ασπρόκαστρο

1. Το Ασπρόκαστρο από τον 4ο έως το 10ο αιώνα

Το Ασπρόκαστρο (σημ. Bilhorod-Dnistrovs’kyi, Ουκρανία) τοποθετείται στη δεξιά (νότια) όχθη του ποταμού Δνειστέρου, σε απόσταση 16 χλμ. από τις εκβολές του. Βρισκόταν στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας Τύρας ή Οφιούσσα, τα ερείπια της οποίας εντοπίζονται κάτω από το μεσαιωνικό φρούριο. Ο Τύρας είχε περάσει στη ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής τον 1ο αι. μ.Χ., αλλά λίγο πριν από τα μέσα του 3ου αιώνα καταλήφθηκε από τους Γότθους και πιθανόν καταστράφηκε ή αφέθηκε να παρακμάσει.1 Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για την πόλη κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, αλλά μεταγενέστερες μαρτυρίες κάνουν λόγο για πιθανή ύπαρξη ερειπίων χριστιανικών ναών. Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μετά τον 4ο αιώνα η περιοχή παρέμεινε, αν όχι υπό βυζαντινή εξουσία, τουλάχιστον στη σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου.

Πιθανολογείται ότι μετά τον 7ο αιώνα η βυζαντινή εξουσία στην περιοχή, όπως και σχεδόν στο σύνολο των βόρειων ακτών του Εύξεινου Πόντου, υποκαταστάθηκε από τους διάφορους λαούς της στέπας. Η πρώτη βυζαντινή πηγή που κάνει λόγο για το Ασπρόκαστρο, το έργο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (944-959), αναφέρει ότι η πόλη ήταν εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη, ενώ το νέο της ελληνικό όνομα φαίνεται ότι προερχόταν από μετάφραση του ονόματος που της είχαν δώσει οι τουρκόφωνοι Πετσενέγκοι λόγω του λευκού χρώματος των οχυρώσεών της.2 Η πολιτική υπαγωγή της δεν είναι σαφής, αλλά πιθανότατα την περίοδο εκείνη (μέσα 10ου αιώνα) ανήκε στο κράτος των Πετσενέγκων, αν και λίγο αργότερα ένα ρωσικό χρονικό περιλαμβάνει το Ασπρόκαστρο (Belgorod) στις πόλεις που ανήκαν στο κράτος των Ρως του Κιέβου.

2. Το Ασπρόκαστρο από τον 11ο αιώνα έως το 1484

Πιθανολογείται ότι τον 11ο αιώνα το Ασπρόκαστρο πέρασε εκ νέου στη ζώνη επιρροής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μάλλον μετά το 1016, έτος κατά το οποίο βυζαντινές δυνάμεις εκστράτευσαν εναντίον των Χαζάρων στη βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου. Σε επισκοπικό κατάλογο, που σώζεται σε χειρόγραφο του 12ου αιώνα και χρονολογείται στην εποχή του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), εμφανίζεται ως επισκοπή «Μαυροκάστρου ἤτοι Νέας Ῥωσίας», η ίδρυση της οποίας τοποθετείται χρονικά περί το 1060-1064.3 Αν και οι περισσότεροι ερευνητές ταυτίζουν απόλυτα το τοπωνύμιο «Μαυρόκαστρο» (από το οποίο προέρχεται το λατ. Maurocastrum και το ιταλ. Moncastro) με το «Ασπρόκαστρο», στην πραγματικότητα το πρώτο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δεύτερο, στην αριστερή (βόρεια) όχθη του Δνειστέρου,4 όπως άλλωστε στην Αρχαιότητα η Νικωνία ήταν χτισμένη απέναντι από τον Τύρα.5 Παρά ταύτα, στο εξής οι δύο οικισμοί αντιμετωπίζονται ως ενιαίο μόρφωμα.

Το 13ο αιώνα το Ασπρόκαστρο πέρασε στον έλεγχο των Κουμάνων, αλλά στα μέσα περίπου του ίδιου αιώνα το κράτος τους καταλύθηκε από τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής, οι οποίοι έθεσαν υπό την εξουσία τους το μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και των βόρειων ακτών του Εύξεινου Πόντου, συμπεριλαμβανομένου και του Ασπροκάστρου. Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα εγκαθίστανται στην περιοχή Γενουάτες έμποροι: από το 1290 και εξής αναφέρονται συχνές επαφές ανάμεσα στο Ασπρόκαστρο και τη γενουατική εμπορική παροικία του Κάφφα στην Κριμαία.6

Πληροφορίες για το Ασπρόκαστρο το 14ο αιώνα αντλούμε από το Βίο του νεομάρτυρα Ιωάννου του Νέου (προστάτη αγίου της Μολδαβίας), ο οποίος εκτελέστηκε από τους Τατάρους το 1330. Εκτός από τους Τατάρους, στην πόλη αναφέρεται ότι κατοικούν ή δραστηριοποιούνται Ιταλοί και Αρμένιοι (προφανώς έμποροι), Εβραίοι, καθώς και ελληνόφωνοι, εντόπιοι ή έμποροι, από το Βυζάντιο ή την Τραπεζούντα (από την τελευταία προερχόταν και ο Ιωάννης). Γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα το Ασπρόκαστρο πέρασε στην εξουσία των Γενουατών, οι οποίοι το κατέστησαν σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, κυρίως σιτηρών και κεριού.

Την τελευταία δεκαετία του 14ου ή την πρώτη του 15ου αιώνα η πόλη ενσωματώθηκε στο νεοσύστατο κράτος της Μολδαβίας, αν και η επιρροή του Βυζαντίου στην περιοχή δε μειώθηκε, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα νομίσματα που κόβονταν στην πόλη έφεραν ελληνικές επιγραφές («Ασπροκάστρου»). Το 1420 οι Οθωμανοί επιτέθηκαν πρώτη φορά στην περιοχή και πολιόρκησαν την ακρόπολη, αλλά αναχαιτίστηκαν από το Μολδαβό ηγεμόνα Αλέξανδρο. Το 1437 οι Βενετοί πέτυχαν να εγκαταστήσουν εμπορική αποστολή στο Ασπρόκαστρο, ο λιμένας του οποίου αποτελούσε σημείο διέλευσης πολλών ταξιδιωτών για την Κεντρική Ευρώπη: από εκεί πέρασε δύο έτη αργότερα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425-1448) και η συνοδεία του, επιστρέφοντας από τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.

Μία μεταγενέστερη και αμφίβολης αξιοπιστίας πηγή αναφέρει ότι μετά το 1453 ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ (1451-1481) μετέφερε κατοίκους του Ασπροκάστρου και άλλων περιοχών στην Κωνσταντινούπολη για να ενισχύσει τον πληθυσμό της.

Στις 5 Αυγούστου 14847 το Ασπρόκαστρο ήταν η τελευταία παραθαλάσσια πόλη του Εύξεινου Πόντου που καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Ο Μολδαβός ηγεμόνας Στέφανος ο Μέγας (1457-1504), ο οποίος είχε εγκαταστήσει την έδρα του στην πόλη από το 1457, δεν μπόρεσε να την υπερασπιστεί, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο εισβολής των Πολωνών. Οι Τούρκοι παραπλάνησαν τους κατοίκους της ακρόπολης, λέγοντάς τους ότι ο Στέφανος είχε συνθηκολογήσει και τους έπεισαν να παραδοθούν υπό όρους. Οι τελευταίοι δεν τηρήθηκαν και οι υπερασπιστές της πόλης εκτελέστηκαν. Οι προσπάθειες του Στεφάνου να ανακαταλάβει την περιοχή δεν είχαν επιτυχία και οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Ασπρόκαστρο, το οποίο το μετονόμασαν σε Άκκερμαν (= λευκός βράχος).




1. Οι τελευταίες κοπές του νομισματοκοπείου του Τύρα ανάγονται στη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου, ο οποίος πέθανε το 235. Πιθανόν η κατάληψη της πόλης από τους Γότθους συνέβη λίγα χρόνια αργότερα. Βλ. Minns, E.H., Scythians and Greeks. A Survey of Ancient History and Archaeology on the North Coast of the Euxine from the Danube to the Caucasus (Cambridge 1913), σελ. 447-448, ο οποίος δε διευκρινίζει αν η πόλη καταστράφηκε. Ο Rostovtzeff, M., Iranians and Greeks in South Russia (Oxford 1922), σελ. 216-217, υποστηρίζει ότι η πόλη συνέχισε να υπάρχει μετά την κατάληψή της από τους Γότθους, αλλά σταδιακά παρήκμασε.

2. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. – Jenkins, R.J.H. (επιμ.), Constantine Porphyrogenitus. De Administrando Imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington 1967), 37.58-67. Από την ίδια ετυμολογία προέρχονται η ρουμανική (Cetatea Albă), η ρωσική (Belgorod), η ουκρανική (Bilhorod) και η τουρκική (Akkerman) μορφή του τοπωνυμίου, ενώ ο Βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Darkó, E. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae Historiarum Demonstrationes 1 (Budapest 1922), 125.4-5, εξαττικίζει το μεσαιωνικό τοπωνύμιο σε «Λευκοπολίχνη».

3. Honigmann, E., “Studies in Slavic Church History”, Byzantion 17 (1944-1945), σελ. 158-162, ο οποίος θεωρεί λανθασμένα ότι η επισκοπή ήταν βραχύβια, αν και στην πραγματικότητα αναφέρεται στις πηγές (ως επισκοπή Ασπροκάστρου πλέον) και τους επόμενους αιώνες: βλ. Andreescu, Ş., The Metropolitanate of Halicz and the Bishopric of Asprokastron. A few considerations (Études byzantines et post-byzantines 4, Iaşi 2001).

4. Honigmann, E., “Studies in Slavic Church History”, Byzantion 17 (1944-1945), σελ. 159-161. Ο Bromberg, J., “Toponymical and Historical Miscellanies on Medieval Dobrudja, Bessarabia and Moldo-Wallachia”, Byzantion 13 (1938), σελ. 50-68, θεωρεί λανθασμένα ότι το ιταλικό Moncastro δεν προερχόταν από το τοπωνύμιο «Μαυρόκαστρο/Maurocastro», αλλά από υποτιθέμενη παραφθορά του «Albocastro» = «Ασπρόκαστρο».

5. Για τη Νικωνία απέναντι από τον Τύρα, βλ. Minns, E.H., Scythians and Greeks. A Survey of Ancient History and Archaeology on the North Coast of the Euxine from the Danube to the Caucasus (Cambridge 1913), σελ. 14. Το τοπωνύμιο «Μαυρόκαστρο» αναφέρεται και στον επονομαζόμενο «τοπάρχη Γοτθίας», που παλιότερα τοποθετούνταν στα μέσα του 10ου αιώνα, αλλά, όπως απέδειξε ο Ševčenko, I., “The Date and Author of the So-Called Fragments of Toparcha Gothicus”, Dumbarton Oaks Papers 25 (1971), σελ. 115-188, πρόκειται για πλαστό κείμενο των αρχών του 19ου αιώνα.

6. Browning, R., “Asprokastron”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 212. Καθώς όλες οι ιταλικές πηγές της εποχής αναφέρονται στην πόλη με τα ονόματα Maurocastrum ή Moncastro, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο εμπορικός σταθμός των Γενουατών δε βρισκόταν ακριβώς στο Ασπρόκαστρο, αλλά στο Μαυρόκαστρο, στην απέναντι όχθη.

7. Ο Browning, R., “Asprokastron”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 212, χρονολογεί την άλωση του Ασπροκάστρου από τους Οθωμανούς στο έτος 1485.