Σουγδαία

1. Η Σουγδαία κατά την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή περίοδο

Η Σουγδαία (σημ. Sudak, Ουκρανία) βρίσκεται στη νότια ακτή της χερσονήσου της Κριμαίας, περίπου 50 χλμ. ΒΔ του Κάφφα (σημ. Feodosia). Η χρονολογία ίδρυσής της δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Η πόλη υπήρχε ήδη στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, καθώς η πρώτη αναφορά της σε γραπτή πηγή χρονολογείται στον 7ο αιώνα.1 Όμως, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η οποία διασώζεται σε πολύ μεταγενέστερες «ενθυμήσεις»,2 η Σουγδαία είχε ιδρυθεί το έτος 212 μ.Χ. Η χρονολογία αυτή δεν μπορεί να διασταυρωθεί με άλλες μαρτυρίες, εντούτοις τα αποτελέσματα αρχαιολογικών ερευνών που έχουν γίνει στην περιοχή συνηγορούν υπέρ της ίδρυσης της πόλης τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ιδρυτές της ήταν πιθανότατα οι Αλανοί, όπως συνάγεται από την ιρανική ετυμολογία του ονόματός της.3

Η ιστορική πορεία της Σουγδαίας κατά την Πρώιμη και τη Μέση Βυζαντινή περίοδο είναι ελάχιστα γνωστή. Φαίνεται ότι η διοικητική εξάρτησή της από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως και των υπόλοιπων πόλεων της Ταυρικής, ήταν εξαιρετικά χαλαρή. Παράλληλα προχώρησε ο εκχριστιανισμός των κατοίκων της, ενώ πιθανώς στην πόλη εγκαταστάθηκαν και ελληνόφωνοι, η παρουσία των οποίων υπήρξε έντονη σε μεταγενέστερες εποχές. Από τον 8ο αιώνα η Σουγδαία εμφανίζεται ως αυτοκέφαλη επισκοπή, υπαγόμενη απευθείας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η πρώτη αναφορά στην επισκοπή Σουγδαίας απαντά στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, όπου υπογράφει ο επίσκοπος Στέφανος. Ο τελευταίος υπήρξε οπαδός της εικονόφιλης παράταξης, είχε φυλακισθεί από τον Κωνσταντίνο Ε' και αποκαταστάθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη. Ο βίος του σώζεται σε διάφορες διασκευές και αναφέρει ότι ο Στέφανος ετάφη στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Σουγδαία, ο οποίος σύμφωνα με την τοπική παράδοση ιδρύθηκε το έτος 793.4

Η Μέση Βυζαντινή περίοδος στη Σουγδαία χαρακτηρίζεται από σημεία παρακμής, ενώ δεν είναι βέβαιη η συνέχεια της βυζαντινής εξουσίας στην περιοχή. Μεταγενέστεροι θρύλοι κάνουν λόγο για κατάληψη της πόλης από τους Ρως τον 8ο ή 9ο αιώνα,5 ενώ η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως λείψανα κτισμάτων του 6ου αιώνα τα οποία εγκαταλείφθηκαν τον 8ο-9ο αιώνα. Πιθανώς τον 9ο-10ο αιώνα η πόλη να βρισκόταν υπό την επικυριαρχία των Χαζάρων. Την ίδια περίοδο (αρχές 10ου αιώνα) η εκκλησία της Σουγδαίας προάγεται σε αρχιεπισκοπή.

2. Η Σουγδαία από τον 11ο έως το 14ο αιώνα

Μια νέα περίοδος ακμής για τη Σουγδαία παρατηρείται από τον 11ο αιώνα, όταν η πόλη ανήκε διοικητικά στο θέμα Χερσώνος, όπως γνωρίζουμε χάρη σε σωζόμενη επιγραφή η οποία αναφέρει τον Λέοντα Αλυάτη, στρατηγό Χερσώνος και Σουγδαίας.6 Η προσθήκη του ονόματος της Σουγδαίας στην παλαιά ονομασία του θέματος δείχνει τη σημασία που είχε η πόλη για τους Βυζαντινούς την περίοδο εκείνη. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το χρόνο επανένταξης της Σουγδαίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά πιθανολογείται ότι οφείλεται στην ήττα των Χαζάρων από τους Βυζαντινούς το 1016.

Η άμεση διοικητική εξάρτηση της Σουγδαίας από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν διήρκεσε πολύ. Ήδη από το τέλος του 11ου αιώνα φαίνεται ότι η πόλη είχε περάσει στην επικυριαρχία των Κουμάνων, στην οποία παρέμεινε έως και το 13ο αιώνα, παρά την προσάρτηση του γειτονικού θέματος Χερσώνος στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας μετά το 1204. Περί το 1222 η Σουγδαία πολιορκήθηκε από τους Σελτζούκους,7 ενώ το 1223 και το 1238 οι Τάταροι επέδραμαν στην περιοχή προκαλώντας πολλές καταστροφές. Περί το 1249 η Σουγδαία υποτάχθηκε στο κράτος των Τατάρων της Κριμαίας. Την ίδια περίοδο αναφέρεται ότι ο πληθυσμός της αριθμούσε 8.300 κατοίκους.8

Όπως ακριβώς στην προγενέστερη Βυζαντινή περίοδο, η διοικητική υπαγωγή της Σουγδαίας στο κράτος των Τατάρων το 13ο και 14ο αιώνα χαρακτηριζόταν από στοιχεία αυτονομίας. Πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική διοίκηση έπαιζαν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι στις ελληνικές πηγές αναφέρονταν με τον βυζαντινό τίτλο του σεβαστού, ενώ σε λατινικά έγγραφα του 14ου αιώνα αναφέρονται οι proti, τοπικοί άρχοντες των 18 χωριών γύρω από τη Σουγδαία. Παράλληλα, κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο παρατηρούνται ανακατατάξεις και στην εκκλησιαστική διοίκηση της περιοχής: μεταξύ των ετών 1275 και 1282 η αρχιεπισκοπή (η οποία από τα τέλη του 11ου αιώνα είχε προσαρτήσει και τους γειτονικούς Φούλλους και αναφερόταν πλέον ως αρχιεπισκοπή Σουγδοφούλλων) προήχθη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε μητρόπολη.

3. Η περίοδος της κυριαρχίας των Γενουατών (1365-1475)

Στο β' ήμισυ του 13ου αιώνα η ίδρυση ενετικών και γενουατικών εμπορικών παροικιών στη Σουγδαία και στα άλλα λιμάνια της Ταυρικής εγκαινίασε μια περίοδο οικονομικής άνθησης για την πόλη, η οποία εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Ταυτόχρονα, όμως, η Σουγδαία ενεπλάκη στις διαμάχες μεταξύ των δύο ιταλικών ναυτικών πόλεων, ενώ από το 1320 η εχθρική στάση των εξισλαμισμένων πλέον Τατάρων είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τον ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της πόλης.

Εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, οι Γενουάτες του Κάφφα κατέλαβαν στις 19 Ιουλίου 1365 τη Σουγδαία μετατρέποντάς την σε εμπορική αποικία διοικούμενη απευθείας από τη Γένοβα. Οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης φρόντισαν για την επανοχύρωση της πόλης (τα ερείπια του γενουατικού κάστρου σώζονται έως σήμερα) και επανέφεραν μεγάλο μέρος του εκδιωχθέντος ελληνικού πληθυσμού στις εστίες του. Η κυριαρχία των Γενουατών στη Σουγδαία διήρκεσε έως τα τέλη του 1475, οπότε το κάστρο κατελήφθη από τους Οθωμανούς ύστερα από μακρόχρονη πολιορκία.9




1. Pritsak, O., Sougdaia, στο Kazhdan, A. (ed.), The Oxford History of Byzantium 3 (New York Oxford 1991), σελ. 1.931.

2. Συναξάριον, Νυσταζοπούλου, Μ. (επιμ.), «Αι ιστορικαί ενθυμήσεις του κώδικος 75 Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης», στο Νυσταζοπούλου, Μ., Η εν τῃ Ταυρικῄ χερσονήσῳ πόλις Σουγδαία από του ΙΓ’ μέχρι του ΙΕ’ αιώνος (Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 7, Αθήνα 1965), σελ. 127, αρ. 94.

3. Το τοπωνύμιο «Σουγδαία» προέρχεται είτε από το επίθετο sugda (= αγνός, άγιος) είτε από την οσσετική (αλανικός κλάδος της ιρανικής ομογλωσσίας) λέξη sugded ή sogdad. Πρβ. Νυσταζοπούλου, Μ., Η εν τῃ Ταυρικῄ χερσονήσῳ πόλις Σουγδαία από του ΙΓ’ μέχρι του ΙΕ’ αιώνος (Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 7, Αθήνα 1965), σελ. 12-13, και de la Vaissière, E., Saint André chez les Sogdiens: aux origines de Sogdaia, en Crimée, στο Zuckerman, C. (ed.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat khazar (Centre de recherche d'Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 25, Paris 2006), σελ. 171-180.

4. Βλ. Bogoyan, A., La Vie arménienne de Saint Étienne de Sougdaia, στο Zuckerman, C. (ed.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat khazar (Centre de recherche d'Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 25, Paris 2006), σελ. 87-107, και Ivanov, S.A., The Slavonic Life of saint Stefan of Surozh, στο Zuckerman, C. (ed.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat khazar (Centre de recherche d'Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 25, Paris 2006), σελ. 109-167.

5. Ο Pritsak, O., Sougdaia, στο Kazhdan, A. (ed.), The Oxford History of Byzantium 3 (New York Oxford 1991), σελ. 1.931, αναφέρεται σε ρωσικό χειρόγραφο του 16ου αιώνα στο οποίο μνημονεύεται άλωση της πόλης από τους Ρως επί βασιλείας Λέοντος Γ' (717-741), ενώ ο Obolensky, D., The Byzantine Commonwealth. Eastern Europe, 500-1453 (London 1971), σελ. 182, κάνει λόγο για το ίδιο επεισόδιο, το οποίο όμως χρονολογεί στο πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα.

6. Latyšev, V., Sbornik grečeskich nadpisej christianskich vremen iz Južnoj Rossii (St. Petersburg 1896), αρ. 8.

7. Peacock, A.C.S., The Saljuq Campaign against the Crimea and the Expansionist Policy of the Early Reign of 'Ala' al-Din Kayqubad, Journal of the Royal Asiatic Society 16 (2006), σελ. 133-149.

8. Νυσταζοπούλου, Μ., Η εν τῃ Ταυρικῄ χερσονήσῳ πόλις Σουγδαία από του ΙΓ’ μέχρι του ΙΕ’ αιώνος (Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 7, Αθήνα 1965), σελ. 63-65. Εκτός του ελληνικού, αλανικού και ταταρικού στοιχείου, στη Σουγδαία είχαν εγκατασταθεί επίσης Αρμένιοι, Λατίνοι και Εβραίοι.

9. Νυσταζοπούλου, Μ., Η εν τῃ Ταυρικῄ χερσονήσῳ πόλις Σουγδαία από του ΙΓ’ μέχρι του ΙΕ’ αιώνος (Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 7, Αθήνα 1965), σελ. 58-59.