Ολβία / Βορυσθένης

1. Θέση – Όνομα

Η θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας Ολβία Ποντική βρίσκεται σήμερα στη δεξιά όχθη του λιμένα που σχηματίζει ο ποταμός Μπουγκ, περίπου 45 χλμ. νότια της σύγχρονης πόλης Νικολάεφ, κοντά στο χωριό Πορουτινό της επαρχίας Οτσάκοφ στη νότια Ουκρανία. Η θέση της αρχαίας πόλης οριοθετείται από δύο χαράδρες. Πίσω από τη μία χαράδρα (τη βόρεια) απλώνεται η αρχαία νεκρόπολη του οικισμού σε έκταση 500 εκταρίων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο1
και το Δίωνα Χρυσόστομο,2 η Ολβία βρισκόταν στην όχθη του ποταμού Υπάνιος (σήμερα Μπουγκ). Ορισμένοι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς3 τοποθετούσαν την Ολβία επί του ποταμού Βορυσθένους, αν και ο Στράβωνας έσπευδε να διευκρινίσει «σε απόσταση 200 σταδίων»,4 ενώ ο Λατίνος συγγραφέας Pomponius Mela συγκεκριμενοποιούσε «στο σημείο που ο Βορυσθένης εκβάλλει στη θάλασσα».5 Κατά τη μαρτυρία του Σκύμνου του Χίου6(ή «Ψευδο-Σκύμνου» ως είθισται να αποκαλείται), η Ολβία βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Βορυσθένους και Υπάνιος. Ο Ηρόδοτος,7 ο οποίος πιστεύεται ότι την επισκέφθηκε αυτοπροσώπως,8 έχει διασώσει μια περιγραφή της πόλης του 5ου αι. π.Χ. Ένας άλλος συγγραφέας που ταξίδεψε σε αυτήν, στα τέλη του 1ου αι. π.Χ., ήταν ο Δίων Χρυσόστομος,9 ο οποίος περιγράφει τη θέση και τη μορφή της έπειτα από την ανοικοδόμησή της από τις καταστροφές που υπέστη κατά τις επιδρομές των Γετών. Προβαίνει μάλιστα και σε μια σύγκριση της κατάστασης της πόλης τότε με εκείνη που επικρατούσε στην πριν από τους Γέτες εποχή.

Το όνομα της πόλης είναι καθαρά ελληνικό. Προκύπτει από τη λέξη όλβος, που σημαίνει πλούτος, ευτυχία, χαρά. Η παλιότερη ονομασία με την οποία ήταν αρχικά γνωστή (από την ίδρυσή της) είναι Βορυσθένης. Αργότερα, κυρίως μετά το γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., από το Ολβίη πόλις (εξού Ολβιόπολις, αλλά και Ολβιοπολίτης το εθνικό όνομα) παρέμεινε χάριν συντομίας το Ολβίη και το Ολβία, το οποίο αντικατέστησε το παλιότερο όνομα Βορυσθένης,10 δίχως το τελευταίο να εκλείψει εντελώς.11 Γενικότερα, η ονομασία της πόλης έχει εγείρει και εξακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον να προκαλεί μεγάλη συζήτηση και προβληματισμό.12 Βασικό ρόλο στην προσπάθεια διαλεύκανσης του συγκεκριμένου προβλήματος παίζει η αναφορά του Σκύμνου του Χίου, που αποτελεί και τη μοναδική γραπτή πληροφορία περί της ίδρυσης του οικισμού της Ολβίας. Σύμφωνα με αυτή την αναφορά, «κοντά στη συμβολή των ποταμών Υπάνιος και Βορυσθένους υπάρχει μία πόλη η οποία πριν ονομαζόταν Ολβία, ενώ στη συνέχεια οι Έλληνες πάλι την ονόμασαν Βορυσθένη. Την πόλη αυτή την ίδρυσαν Μιλήσιοι κατά τη μηδική κατάκτηση».13

Η αρχαιολόγος Α.Σ. Ρουσιάεβα έχει αφιερώσει ένα εκτενές άρθρο της στην ανάλυση της εν λόγω αναφοράς του Σκύμνου με μια παράλληλη αντιπαραβολή και συγκριτική μελέτη με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα.14 Βασικό συμπέρασμα της μελέτης αυτής είναι ότι αρχικά η πόλη ονομαζόταν Βορυσθένης, στη συνέχεια, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., μετονομάστηκε σε Ολβίη πόλι (και όχι απλά Ολβία ή Ολβίη) και έπειτα πάλι άλλαξε το όνομά της σε Βορυσθένη, όχι όμως από τους ίδιους τους κατοίκους της αλλά από τους Έλληνες του ελλαδικού χώρου. Οι κάτοικοί της εξακολουθούσαν να την αποκαλούν Ολβίη πόλι. Το όνομα αυτό φαίνεται πως αρχικά της είχε δοθεί από χρησμό του θεού Απόλλωνα στο μαντείο των Διδύμων της Μιλήτου, η οποία ήταν και η μητρόπολη της Ολβίας.15 Ίσως από βαθύ σεβασμό προς το μαντείο οι κάτοικοι της Ολβίας να διατήρησαν τη συγκεκριμένη ονομασία, αγνοώντας (προφανώς εσκεμμένα ή λόγω της μεγάλης απόστασης από την Ιωνία) την αλλαγή του ονόματος, η οποία άρχισε να διαδίδεται στη μητροπολιτική πατρίδα κυρίως μετά την πτώση της τελευταίας στα χέρια των Περσών.16

2. Ίδρυση

Για την ακριβή χρονολογία της ίδρυσης του οικισμού της Ολβίας έχουν μέχρι σήμερα διατυπωθεί 14 διαφορετικές απόψεις, ξεκινώντας από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. και καταλήγοντας στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ
.17 Έπειτα από ενδελεχείς έρευνες και αναζητήσεις πάνω στο θέμα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων και κάνοντας αντιπαραβολή με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα,18 ακόμα και με τα στοιχεία από τους πρωιμότερους τάφους της Ολβίας, οι αρχαιολόγοι σήμερα οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα ο οικισμός αυτός πρέπει να χτίστηκε σε δύο φάσεις: α) η πρώτη τοποθετείται μεταξύ των ετών 590 και 570 π.Χ., όταν στη θέση της μελλοντικής πόλης ιδρύθηκε μια μικρή αποικία, η οποία ονομάσθηκε μεν Βορυσθένης, αλλά οι ίδιοι οι άποικοι προφανώς την αποκάλεσαν Μιλητόπολι, και β) η δεύτερη φάση εντοπίζεται κάπου στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., πιο συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 560 και 550 π.Χ., η οποία χαρακτηρίζεται από την έλευση νέου κύματος αποίκων από τη μητρόπολη. Η νέα αυτή έλευση έμψυχου υλικού επέφερε πολύ σημαντικές αλλαγές στη φυσιογνωμία και την εξέλιξη του οικισμού της Ολβίας, τις οποίες θα δούμε λίγο παρακάτω.19

3. Αρχαιολογική έρευνα – Ιστορία

Η θέση της Ολβίας ταυτίσθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές διεξήχθησαν στις αρχές του 19ου, ενώ στα μέσα του ίδιου αιώνα εργάστηκε εκεί ο κόμης Α.Σ. Ουβαρώφ. Οι συστηματικές όμως ανασκαφικές έρευνες στη θέση του οικισμού ξεκίνησαν το 1901. Οι αρχαιολόγοι Μ.Β. Φαρμακόβσκυ (1902-1926), Λ.Μ. Σλάβιν, Α.Ν. Καρασιώφ και Ε.Ι. Λεβί διενήργησαν ανασκαφές μέχρι το 1971, αφήνοντας πλούσιο έργο. Από το έτος 1972 το ανασκαφικό έργο συνεχίζεται από τους αρχαιολόγους του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ουκρανίας, με επικεφαλής τους Σ.Ν. Κριζίτσκυ και Β.Β. Κραπίβινα
.20

Οι αρχαιολόγοι και ιστορικοί διακρίνουν τρεις βασικές περιόδους στην ιστορία της πόλης. Η πρώτη από αυτές ξεκινά τη στιγμή της ίδρυσης του οικισμού και διαρκεί μέχρι την επιδρομή των Γετών υπό την καθοδήγηση του Βυρεβίστα, γύρω στο 55 π.Χ. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η πόλη γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή και ανάπτυξή της στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα. Η ανάπτυξη αυτή επηρέασε και συμπαρέσυρε και την ενδοχώρα της Ολβίας. Η δεύτερη φάση της ιστορίας της φθάνει μέχρι τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. και χαρακτηρίζεται από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και παρουσία. Στην Ολβία τοποθετείται ρωμαϊκή21 φ
ρουρά και η πόλη συμπεριλαμβάνεται διοικητικά στην επαρχία της Κάτω Μοισίας. Η αντιπαλότητα με βαρβαρικά φύλα, η εισαγωγή μη ελληνικών παραδόσεων στη ζωή των κατοίκων της και η συρρίκνωση των κυριαρχικών συνόρων αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της περιόδου. Τέλος, η τρίτη και καταληκτική φάση ξεκινά με τις γοτθικές επιδρομές τα έτη 269-277 και ολοκληρώνεται στη δεκαετία του 370, όταν η ζωή στην Ολβία παύει πλέον να υφίσταται οριστικά.22 Καθεμιά από τις τρεις αυτές φάσεις είναι δυνατό να υποδιαιρεθεί σε μικρότερες περιόδους βάσει επιμέρους γεγονότων στην ιστορία της πόλης.23

4. Ανάπτυξη και εξέλιξη του οικισμού

Κατά την πρώτη φάση της ίδρυσής της, μεταξύ των ετών 590-570 π.Χ., η Ολβία ήταν ένας μικρός οικισμός αποτελούμενος κυρίως από υπόγειες και ημιυπόγειες κατοικίες
,24 όπως φανερώνουν τα αρχαιολογικά στοιχεία και έχει σήμερα τεκμηριωθεί από την έρευνα.25 Ταυτόχρονα με την ίδρυση του οικισμού δημιουργείται και το πρώτο τέμενος, στο οποίο οι αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν αποκαλύψει δύο ιερά, το ένα αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα Ιατρό (καθαρά τοπικός χαρακτηρισμός του θεού Απόλλωνα, ο οποίος ήταν και ο προστάτης του αρχαίου ελληνικού αποικισμού) και το δεύτερο στη Μητέρα των θεών.26 Η ταύτιση του ναού αυτού με τη λατρεία του Απόλλωνα έγινε χάρη στην ανακάλυψη μιας επιγραφής στη στέγη του, όπου αναγράφεται ΙΗΤΡΟΟΝ.27 Μπορούμε λοιπόν στο σημείο αυτό να αντιληφθούμε τη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι, οι οποίοι έχτισαν την Ολβία, στη λατρεία του θεού Απόλλωνα. Αφιέρωσαν στον εν λόγω θεό ένα τέμενος (το λεγόμενο Δυτικό), δηλαδή ένα τμήμα ξεχωριστό μέσα στον ίδιο τον οικισμό, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής του.28 Από το στοιχείο αυτό και μόνο θα μπορούσε κάποιος εύλογα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τελικά η ίδρυση της πόλης δεν ήταν κάτι το αυθόρμητο, δηλαδή μια ενέργεια βιαστική και εσπευσμένη από την πλευρά των αποικιστών, που κατέληξε στην εμφάνιση ενός συνηθισμένου οικισμού της αγροτικής χώρας,29 αλλά το αντίθετο. Προφανώς ιδρύθηκε βάσει ενός πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου και μιας συγκεκριμένης χωροταξικής μελέτης. Φαίνεται πως από την πρώτη κιόλας στιγμή ήταν στα σχέδια των Ελλήνων ο οικισμός αυτός να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο, κυρίως πολιτικό, κέντρο της περιοχής του κάτω ρου του Δνείπερου ποταμού.30

Η άποψη αυτή του προμελετημένου σχεδιασμού του οικισμού της Ολβίας ως πόλης διαφαίνεται καθαρά και από ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, στοιχείο: ταυτόχρονα με την ίδρυση του τεμένους που προαναφέρθηκε εμφανίζεται στην Ολβία και ένας ιδιόμορφος τύπος χάλκινου χυτού νομίσματος, τα λεγόμενα νομίσματα στο σχήμα αιχμής βέλους
.31 Η ανακάλυψη νομίσματος αυτού του τύπου από τους αρχαιολόγους προκάλεσε, όπως γίνεται αντιληπτό, μεγάλη εντύπωση και διεύρυνε τους ορίζοντες της έρευνας. Αν και αρχικά διατυπώθηκαν ορισμένες αντιρρήσεις ως προς τον τόπο κοπής του νομίσματος,32 τελικά αποδείχθηκε ότι ανήκει αποκλειστικά στην ομάδα των αποίκων οι οποίοι έχτισαν τον οικισμό της Ολβίας. Η κοπή ενός νομίσματος άλλη μία φορά οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο οικισμός αυτός δεν αναπτύχθηκε τυχαία, ενώ παράλληλα μαρτυρά ότι από το α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., και όχι έπειτα από τα μέσα του ίδιου αιώνα, ιδρύεται εδώ μια σχεδιασμένη πόλη, η οποία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται εύρωστη οικονομικά και ανεπτυγμένη πολιτικά.33 Η οικονομική της ανάπτυξη οδηγεί την πόλη στην επέκταση των ορίων της, κυρίως στη διεύρυνση της αγροτικής της χώρας, όπου καλλιεργούνται όλα τα απαραίτητα βασικά αγροτικά προϊόντα που απαιτούνται για να τραφεί ο πληθυσμός της. Εκτός αυτού, η κυκλοφορία του νομίσματος φανερώνει τη σταθεροποίηση και την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων και επαφών με διάφορες περιοχές της ευρύτερης ζώνης του βορειοδυτικού Εύξεινου Πόντου (όπως η μιλησιακή αποικία της Ιστρίας στις εκβολές του Δούναβη) και της ενδοχώρας.

Με την πάροδο περίπου 50 ετών από την ίδρυσή της, κάπου στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., ένα νέο (το λεγόμενο Ανατολικό) τέμενος κάνει την εμφάνισή του δίπλα ακριβώς στο προγενέστερο τέμενος, αυτή τη φορά αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα Δελφίνιο.34 Ταυτόχρονα δημιουργείται και η αγορά της πόλης για την συγκέντρωση των πολιτών.35 Από την παρουσία και μόνο της αγοράς γίνεται αντιληπτή η ξεχωριστή θέση της Ολβίας και αποδεικνύεται η διαφορά της από τους συνήθεις αγροτικούς οικισμούς. Ίσως η απουσία πρώιμου οχυρωματικού τείχους, καθώς και η έλλειψη τεμαχισμού της αγροτικής χώρας σε κλήρους, να αποτελούν σημαντικά στοιχεία για να αποδείξει κάποιος ότι δεν πρόκειται για οργανωμένη πόλη. Ας μη λησμονούμε όμως ότι σε ολόκληρη την επικράτεια του βόρειου Εύξεινου Πόντου οι πρώτοι οχυρωματικοί περίβολοι εμφανίζονται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση,36 κυρίως στις αρχές ή γενικά στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.,37και σχετίζονται με την αλλαγή της δημογραφικής κατάστασης σε όλη αυτή την περιοχή τη συγκεκριμένη εποχή.38

Συγχρόνως με την εμφάνιση του Ανατολικού τεμένους κόβονται νέα χυτά νομίσματα στη μορφή του δελφινιού, τα οποία για το λόγο αυτό ονομάζονται δελφινάκια
.39 Η σύνδεση του συγκεκριμένου νομίσματος με τη λατρεία του θεού Απόλλωνα Δελφινίου είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της κυκλοφορίας τους τα δελφινάκια αντικατέστησαν τα προηγούμενα νομίσματα, δηλαδή τα πρώτα νομίσματα του οικισμού της Ολβίας σε σχήμα αιχμής βέλους, κατακλύζοντας όλη την περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Δνείπερου.40 Μεγάλος προβληματισμός έχει δημιουργηθεί με τη νέα αυτή κατάσταση: η εμφάνιση του νέου τεμένους, αφιερωμένου στη λατρεία του Απόλλωνα Δελφινίου, που αντικατέστησε την προηγούμενη λατρεία του Απόλλωνα Ιατρού, συνοδεύεται από την παράλληλη αλλαγή στο νόμισμα της πόλης.41 Δημιουργείται συνεπώς το ερώτημα πού μπορεί να οφείλεται η αλλαγή αυτή και για ποιο λόγο επιτράπηκαν όλες αυτές οι απότομες εξελίξεις στον οικισμό της Ολβίας.

Η απάντηση που θα μπορούσε να δώσει κάποιος σχετίζεται με όλα όσα προαναφέρθηκαν και συνδέονται με τη διπλή αποικιακή δραστηριότητα των Ιώνων στην Ολβία. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται πως, όταν χτίστηκε πρώτη φορά η πόλη της Ολβίας, οι κάτοικοί της οικοδόμησαν και το πρώτο τέμενος προς τιμήν του Απόλλωνα Ιατρού και έκοψαν χυτό νόμισμα σε σχήμα αιχμής βέλους. Όλα αυτά συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του οικισμού μεταξύ των ετών 590 και 570 π.Χ. Όταν έφθασαν στην Ολβία νέοι κάτοικοι (έποικοι) από τη μητρόπολη, φαίνεται πως θέλησαν να τροποποιήσουν την κατάσταση που είχε ήδη διαμορφωθεί από τους πρώτους ιδρυτές. Η τροποποίηση αυτή επισφραγίσθηκε με την αλλαγή της λατρείας του Απόλλωνα και με την κοπή νέου νομίσματος, καθώς και με την ίδρυση αγοράς στην Ολβία για τις συναντήσεις των πολιτών. Όλα αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί παρά να αποδεικνύουν ότι η Ολβία ήταν μια πόλη η οποία ευθύς εξαρχής χτίστηκε βάσει μελετημένου σχεδίου και δεν είναι δυνατό να συγκρίνεται με συνήθεις οικισμούς της αγροτικής χώρας.42

Ένα ακόμη στοιχείο υπέρ της τελευταίας άποψης είναι και η διαπίστωση ότι όλοι οι αγροτικοί οικισμοί που χτίζονται παράλληλα ή αμέσως μετά την ίδρυση της Ολβίας αποτελούν τη χώρα της πόλης αυτής και όχι του Μπερεζάν, όπως μέχρι πρότινος υποστηριζόταν από ορισμένους ερευνητές. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες και ενδείξεις οδηγούν σήμερα ολοένα και περισσότερους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι οικισμοί όπως το Γιαγκορλίκ, η Σιρόκαγια Μπάλκα και το Μπεϊκούς, οι οποίοι χτίστηκαν στο λιμάνι του ποταμού Δνείπερου, έπονται της ίδρυσης της Ολβίας, αν και χρονολογούνται στο α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ
.43

Ειδικά ο οικισμός του Μπεϊκούς, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες, είχε λατρευτικό χαρακτήρα, αφού φιλοξενούσε ιερό του
Αχιλλέα
.44 Κατά το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., πέριξ της Ολβίας χτίζονται πολλοί οικισμοί και ενσωματώνονται στη χώρα της. Ο πληθυσμός αυτών των οικισμών ασχολείται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την τέχνη, το κυνήγι κ.ά.45 Σύμφωνα με τις έρευνες της αρχαιολόγου Β. Μπιλκόβα, η δυναμική της ανάπτυξης της αγροτικής χώρας της Ολβίας, στην περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Δνείπερου, εξελίσσεται σε δύο φάσεις: α) μεταξύ 400 και 300-270 π.Χ. και β) μεταξύ 100 π.Χ. και 3ου αι. μ.Χ.46

Ο 5ος αι. π.Χ. ήταν περίοδος μεγάλων αλλαγών στη φυσιογνωμία της πόλης. Οι υπόγειες και ημιυπόγειες κατοικίες αντικαθίστανται όλες σχεδόν από κτίσματα οικιών ελληνικού τύπου (οικίες των οποίων τα δωμάτια αναπτύσσονται γύρω από μια εσωτερική, συχνά περίστυλη, αυλή). Την ίδια στιγμή όμως, σύμφωνα με τη γνώμη του Γ.Γ. Βινογκράντωφ, δημιουργείται ένα είδος σκυθικού προτεκτοράτου στην Ολβία και η οικονομία της πόλης περνά στα χέρια της αριστοκρατίας των Σκυθών.47 Σύμφωνα όμως με τον αρχαιολόγο Σ.Ν. Κριζίτσκυ, κάτι τέτοιο σήμερα δεν μπορεί να υποστηρίζεται.48 Στη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. εντείνονται οι σχέσεις μεταξύ της Ολβίας και των νομάδων Σκυθών, γεγονός που φανερώνεται από τη χαρακτηριστική αναφορά του Ηροδότου49στο Σκύθη βασιλιά Σκύλη. Ο τελευταίος βρήκε τραγικό θάνατο από τους συμπατριώτες του και το νέο Σκύθη βασιλιά Οκταμασάδη, όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν μύστης της ελληνικής θρησκείας στην Ολβία.

Τον 4ο αι. π.Χ. η τύχη επιφύλασσε στην Ολβία μια μεγάλη τραγωδία. Ενώ αρχικά ήταν μια πόλη με σχετικά ομοιογενή εθνολογικά πληθυσμό, όπου οι κοινωνικές ανισότητες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε ο αριθμός των δούλων και των εξαρτημένων οικονομικά ανθρώπων, δηλαδή οξύνθηκε η κοινωνική ανισότητα μεταξύ του πληθυσμού. Ιδιαίτερα εμφανής γίνεται αυτή η διαπίστωση το έτος 331 π.Χ., όταν προ των τειχών της πόλης εμφανίστηκε ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ζωπυρίων. Η πλειονότητα των αγροτικών οικισμών έπαυσε να υπάρχει και ο πληθυσμός της πόλης απειλούνταν από λιμό. Οι άρχοντες της Ολβίας αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν τους δούλους για να αντισταθούν στην απειλή. Σύμφωνα με την αναφορά του Μακροβίου,50 η οποία σήμερα επαληθεύεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα,51 ο Ζωπυρίων τελικά δεν κατάφερε να κυριεύσει την πόλη.

Έπειτα από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την πολιορκία του Ζωπυρίονος, η ζωή στην πόλη και στην αγροτική χώρα επανήλθε σε φυσιολογικά επίπεδα. Από τα τέλη όμως του 3ου αι. π.Χ. περιήλθε σε περίοδο οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής κρίσης, γεγονός που αποτυπώνεται και στα επιγραφικά μνημεία της εποχής αυτής.52 Στη συνέχεια η Ολβία συμπεριλήφθηκε στο κράτος του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, τις πρώτες δεκαετίες του 1ου αι. π.Χ. Μετά την επιδρομή των Γετών προσπάθησε να συνέλθει από τις πληγές της και από τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. αναβίωσε. Η πόλη όμως δεν μπόρεσε να αντέξει τις δύο γοτθικές επιδρομές τις δεκαετίες του 230 και 260, άρχισε βαθμιαία να φθίνει και μέχρι τη δεκαετία του 370 εγκαταλείφθηκε εντελώς.53




1. Ηρ. 4.18.

2. Δίων Χρ., Λόγος Βορυσθενιτικός 36.2.4, ο οποίος συμπληρωματικά αναφέρει ότι η πόλη έλαβε το όνομά της από τον ποταμό Βορυσθένη λόγω της ομορφιάς και του μεγέθους του. Περί της ομορφιάς του Βορυσθένους μιλά και ο Pomponius Mela (De Chorographia 2.6).

3. Στράβ. 7.3.17· Plin., HN 4.12· Pomp. Mel., De Chorogr. 2.6· Amm. Marc., Rerum Gestarum Libri 22.8· Αρρ., Ευξ. 31.

4. Στράβ. 7.3.17.

5. Pomp. Mel., De Chorogr. 2.6.

6. Σκύμνος ο Χίος, Περιήγησις 804.

7. Ηρ. 4.78-79.

8. Нейхарт, А.А., Скифский рассказ Геродота в отечественной историографии (Москва 1982), σελ. 215-216· Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные Государства Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 34· Скржинская, М.В., Древнегреческий фольклёр и литература о Северном Причерноморье (Киев 1991), σελ. 89.

9. Δίων Χρ., Λόγος Βορυσθενιτικός 36.

10. Русяева, А.С., “Милет-Дидимы-Борисфен-Ольвия. Проблемы колонизации Нижнего Побужья”, Journal of Ancient History (1986), σελ. 43, 51.

11. Herman-Hansen, M. – Heine-Nielsen, T. (επιμ.), An Inventory of Archaic Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), αρ. 690, σελ. 937.

12. Εκτενής αναφορά στο θέμα αυτό υπάρχει στο Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 25-31.

13. Σκύμνος ο Χίος, Περιήγησις 804-809.

14. Русяева, А.С., “К вопросу об основании ионийцами Ольвии”, Journal of Ancient History (1998), σελ. 160-170.

15. Русяева, А.С., “Милет-Дидимы-Борисфен-Ольвия. Проблемы колонизации Нижнего Побужья”, Journal of Ancient History (1986), σελ. 26 κ.ε.· Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. II-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 78 κ.ε.· Русяева, А.С., “К вопросу об основании ионийцами Ольвии”, Journal of Ancient History (1998), σελ. 168-169.

16. Русяева, А.С., “К вопросу об основании ионийцами Ольвии”,  Journal of Ancient History (1998), σελ. 169.

17. Σύνοψη των απόψεων αυτών υπάρχει στο Русяева, А.С., “К вопросу об основании ионийцами Ольвии”, Journal of Ancient History (1998), σελ. 161.

18. Ο Γ.Γ. Βινογκράντωφ, έπειτα από λεπτομερή ανάλυση των αρχαιολογικών δεδομένων και των γραπτών πληροφοριών, τοποθετεί την ίδρυση του οικισμού στο μεταίχμιο 7ου και 6ου αι. π.Χ., βλ. Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 32-39.

19. Русяева, А.С., “К вопросу об основании ионийцами Ольвии”, Journal of Ancient History (1998), σελ. 169· Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 158.

20. Περισσότερα για την ιστορία της έρευνας στον αρχαιολογικό χώρο της Ολβίας βλ. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Thessaloniki 2003), σελ. 391-397.

21. Για τη ρωμαϊκή κατάκτηση του Εύξεινου Πόντου βλ. Bekker-Nielsen, T. (επιμ.), Rome and the Black Sea Region: Domination, Romanisation, Resistance (Aarhus 2006).

22. Ancient Greek Sites on the Northwest Coast of the Black Sea (Kiev 2001), σελ. 24-25.

23. Ο Γ.Γ. Βινογκράντωφ προτείνει πιο λεπτομερή περιοδολόγηση, βλ. Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 20-25.

24. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea I (Thessaloniki 2003), σελ. 399· Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 157, και Буйских, С.Б., “Земляночное домостроительство эпохи колонизации Северного Причерноморья (на примере Нижнего Побужья)”, Боспорские исследования (2005), σελ. 10, με παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία.

25. Το θέμα των υπόγειων και ημιυπόγειων κατοικιών εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εγείρει μεγάλη συζήτηση και προβληματισμό στους ερευνητές. Βλ. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos: Penetration, Early Establishment and the Problem of the “Emporion” Revisited (Oxford 2005), σελ. 36-41.

26. Русяева, А.С., “Милет-Дидимы-Борисфен-Ольвия. Проблемы колонизации Нижнего Побужья”, Journal of Ancient History (1986), σελ. 124-128.

27. Русяева, А.С., “Милет-Дидимы-Борисфен-Ольвия. Проблемы колонизации Нижнего Побужья”, Journal of Ancient History (1986), σελ. 28.

28. Εκτενής περιγραφή και αναπαράσταση του ναού του θεού Απόλλωνα Ιατρού υπάρχει στο Крыжитский, С.Д., “Храм Аполлона Врача на Западном Теменосе Ольвии (Опыт реконструкции)”, Journal of Ancient History (1998), σελ. 170-190.

29. Solovyov, S.L., “Ancient Berezan”, στο Boardman, J. – Tsetskhladze, G.R. (επιμ.), Colloquia Pontica 4 (Leiden 1999), σελ. 84-87. Η άποψη αυτή του Σολοβιώφ, την οποία ο ίδιος υποστηρίζει τελευταία πολύ έντονα, αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από την πλευρά των επιστημόνων, βλ. Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 155-161, με παραπομπές στη ρωσική βιβλιογραφία.

30. Kryzickij, S.D., “The Rural Environs of Olbia: Some Problems of Current Importance”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F. (επιμ.), Surveying the Greek Chora: The Black Sea Region in a Comparative Perspective (Aarhus 2006), σελ. 100. Επίσης βλ. Bujskich, S.B., “Die Chora des pontischen Olbia: Die Hauptetappen der räumlich-strukturellen Entwicklung”, στο Guldager Bilde, P. – Stolba, V.F.  (επιμ.), Surveying the Greek Chora: The Black Sea Region in a Comparative Perspective (Aarhus 2006), σελ. 116-135.

31. Русяева, А.С., “Милет-Дидимы-Борисфен-Ольвия. Проблемы колонизации Нижнего Побужья”, Journal of Ancient History (1986), σελ. 49-51· Herman Hansen, M. – Heine Nielsen, T. (επιμ.), An Inventory of Archaic Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 940.

32. Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”,  Journal of Ancient History (2005), σελ. 160-161, με παραπομπές σε σχετική ρωσική βιβλιογραφία.

33. Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 64.

34. Herman-Hansen, M. – Heine-Nielsen, T. (επιμ.), An Inventory of Archaic Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 939-940.

35. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 399· Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 158.

36. Ίσως η έλλειψη οχυρωματικού περιβόλου στους οικισμούς του βόρειου Εύξεινου Πόντου (με δύο μόνο προς το παρόν εξαιρέσεις στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ.) να οφείλεται και στην έλλειψη σοβαρού λόγου ανέγερσής του, όπως, για παράδειγμα, η εχθρική διάθεση αλλόφυλων γειτόνων: Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos: Penetration, Early Establishment and the Problem of theEmporionRevisited (Oxford 2005), σελ. 27-29.

37. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η ύπαρξη πρώιμου οχυρωματικού τείχους απουσιάζει ακόμα και από τον οικισμό της Ιστρίας, στις εκβολές του Δούναβη – η οποία είναι η πρώτη (αρχαιολογικά τουλάχιστον) ελληνική εγκατάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια του Εύξεινου Πόντου (μέσα 7ου αι. π.Χ.). Ο πρώτος οχυρωματικός περίβολος ανεγείρεται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και σχετίζεται με την αλλαγή του δημογραφικού σκηνικού στην περιοχή: Avram, A., “Histria”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 285.

38. Petropoulos, E.K., Hellenic Colonization in Euxeinos Pontos: Penetration, Early Establishment and the Problem of the “Emporion” Revisited (British Archaeological Reports International Series 139, Oxford 2005), σελ. 28, με σχετική βιβλιογραφία.

39. Herman-Hansen, M. – Heine-Nielsen, T. (επιμ.), An Inventory of Archaic Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 940.

40. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 399.

41. Για τις χρονολογίες κοπής των νομισμάτων βλ. Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 160-161.

42. Αυτό είναι το πνεύμα που διαπνέει το άρθρο της Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”, Journal of Ancient History (2005), σελ. 146-165.

43. Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”,  Journal of Ancient History (2005), σελ. 159-165.

44. Буйских, А.В., “Некоторые полемические заметки по поводу становления и развития Борисфена и Ольвии в VI в. до н.э.”,  Journal of Ancient History (2005), σελ. 159.

45. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos,  E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 399.

46. Bylkova, V., “The Lower Dnieper Region as an Area of Greek/Barbarian Interaction”, στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks: Cultural Interactions in Scythia, Athens, and Early Roman Empire (sixth century BC – first century AD) (Exeter 2005), σελ. 132.

47. Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 82-121.

48. Kryzhitskiy, S.D., “Olbia and the Scythians in the Fifth Century BC: The Scythian 'Protectorate'”, στο Braund, D. (επιμ.), Scythians and Greeks: Cultural Interactions in Scythia, Athens, and Early Roman Empire (sixth century BC – first century AD) (Exeter 2005), σελ. 123-130. Επίσης βλ. Herman-Hansen, M. – Heine-Nielsen, T. (επιμ.), An Inventory of Archaic Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 938.

49. Ηρ. 4.79.

50. Macr., Sat. 1.11.33.

51. Ancient Greek Sites on the Northwest Coast of the Black Sea (Kiev 2001), σελ. 32-34.

52. IOSPE2 Ι, 32. Εκτενής ανάλυση των γεγονότων βάσει κυρίως των επιγραφών επιχειρείται στο Виноградов, Ю.Г., Политическая история Ольвийского полиса. VII-I вв. до н.э. Историко-эпиграфическое исследование (Москва 1989), σελ. 177-227. Επίσης βλ. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos,  E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 407-409.

53. Kryzhitskiy, S.D. – Krapivina, V.V. – Leypunskaya, N.A. – Nazarov, V.V., “Olbia-Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea Ι (Thessaloniki 2003), σελ. 411-413.