Πιτυούς

1. Θέση

Αρχαία ελληνική αποικία στην περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας, αποσχισθείσας επαρχίας της Γεωργίας. Κατά την Οθωμανική περίοδο ανήκε στο βιλαέτι της Τραπεζούντας. Το σημερινό όνομα της πόλης είναι Πιτσούντα (Pitsunda) και βρίσκεται ανατολικά του ομώνυμου ακρωτηρίου. Η θέση της είναι πολύ κοντά στις εκβολές του ποταμού Chypesta, επί της ακτής, σε απόσταση περίπου 25 χλμ. από την Gagra.

Ήταν από τις πιο απομονωμένες και απομακρυσμένες ελληνικές πόλεις σε μια θέση όπου ο Καύκασος καταλήγει απότομα στη θάλασσα, με πολύ υψηλά υψόμετρα (περ. 2.900 μ.). Με βάση τις αρχαίες αφηγήσεις η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 350 ή 360 σταδίων βόρεια από τη Διοσκουριάδα.1 Η πραγματική απόσταση πάντως είναι αρκετά μεγαλύτερη.

2. Ίδρυση – Ιστορία

Η ίδρυσή της ανάγεται, με βάση το αρχαιολογικό υλικό, στον 5ο αι. π.Χ. Μητρόπολή της θα ήταν αναμφίβολα κάποια από τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης θάλασσας, αν και η παράδοση αναφέρει την Πιτυούντα ως μιλησιακή κτήση. Υπήρξε, κατά τα λεγόμενα του Αρτεμιδώρου, μεγάλη και ακμάζουσα πόλη.2 Όμως, ήδη στην εποχή του Πλινίου του Πρεσβυτέρου (79 μ.X.), είχε καταστραφεί από τους Ηνιόχους, ένα τοπικό σαρματικό φύλο.3 Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο αποτελούσε τμήμα του Πολεμωνιακού Πόντου.

H ολοκλήρωση της ρωμαϊκής κατάκτησης της περιοχής στα τέλη του 1ου αιώνα ανέδειξε τη στρατηγική σημασία της πόλης, που σύντομα ανοικοδομήθηκε και μεταβλήθηκε σε πραγματικό οχυρό, έδρα της 15ης λεγεώνας,4 και σε βασικό προμαχώνα της άμυνας απέναντι στα βαρβαρικά νομαδικά φύλα της περιοχής που πίεζαν τους εξελληνισμένους πολιτισμούς των παράλιων πόλεων.5 Η μαρτυρία του Αρριανού για την εγκατάσταση του οχυρού, ήδη κατά την περίοδο του Αδριανού, είναι εξαιρετικά πολύτιμη.6 Αναφέρεται ως σημαντικό φρούριο και λιμάνι με πολύ ισχυρά τείχη.

Λόγω του κομβικού ρόλου της στην άμυνα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Πιτυούς έζησε δραματικές στιγμές την περίοδο των γοτθικών επιδρομών στη Μικρά Ασία και στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Τα γεγονότα είναι γνωστά από την αφήγηση του Αθηναίου ιστορικού Ερεννίου Δεξίππου, έτσι όπως καταγράφηκαν από το Βυζαντινό λόγιο Ζώσιμο.7 Επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253) οι Γότθοι επέδραμαν στη Μικρά Ασία. Οι σύμμαχοί τους οι Βορανοί, με κοιτίδα την Αζοφική θάλασσα, εξέδραμαν προς την περιοχή της ανατολικής Μαύρης θάλασσας. Ανάγκασαν το Ρωμαίο διοικητή του Βοσπόρου να τους παραχωρήσει το στόλο του και στη συνέχεια πολιόρκησαν το οχυρό της Πιτυούντος. Υπό την ηγεσία του ικανού στρατιωτικού Σουκεσσιανού, η φρουρά της πόλης πρόβαλε σκληρή και γενναία αντίσταση και απώθησε τους εισβολείς. Εντούτοις, οι Βορανοί επανήλθαν την επόμενη χρονιά (254) και την πολιόρκησαν ξανά. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο Σουκεσσιανός είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα σε αποστολή στη Συρία, κατέλαβαν εύκολα την Πιτυούντα. Ανενόχλητοι βάδισαν προς την Τραπεζούντα, την οποία πολιόρκησαν, κατέλαβαν και λεηλάτησαν κατασφάζοντας τους κατοίκους της.

Η πόλη απέκτησε μεγάλη σημασία στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ήταν έδρα επισκοπής, και μάλιστα ο επίσκοπος Στρατόφιλος έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Νίκαιας (325). Πάντως η Πιτυούς δεν έχασε τον οχυρό χαρακτήρα της, καθώς στις Νεαρές του Ιουστινιανού αναφέρεται ότι πρέπει να θεωρείται πως ήταν φρούριο παρά πόλη (535).8 Όταν καταδικάστηκε σε εξορία και συνελήφθη από τον αυτοκρατορικό στρατό, ο Ιωάννης Χρυσόστομος επρόκειτο να οδηγηθεί στην Πιτυούντα, αλλά πέθανε στο δρόμο (407).9 Την περίοδο του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395) την πόλη υπερασπιζόταν η arx prima Felix Theodosiana.

Η Πιτυούς άκμασε τον 5ο και 6ο αιώνα. Οι ανασκαφές του Andria Apakidze στην πόλη έφεραν στο φως εκκλησίες με ψηφιδωτά δάπεδα. Αναφέρεται επίσης ένα σημαντικό χριστιανικό μνημείο της Πρωτοχριστιανικής περιόδου, ένα ορθογώνιο μαρτύριο που περιείχε μια σαρκοφάγο, καθώς και μια σειρά τάφων που βρίσκονταν κοντά σε μια μικρή εκκλησία με ημικυκλική αψίδα.10 Τον 6ο αιώνα η Pitsunda αποτελούσε θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο του βασιλείου των Λαζών. Από το 541 μάλιστα ήταν αρχιεπισκοπή. Κατά τη Μεσαιωνική περίοδο ανήκε στο βασίλειο της Γεωργίας, με το όνομα Bichvinta. Ένας σημαντικός καθεδρικός ναός του 10ου αιώνα με ίχνη τοιχογραφιών του 13ου και του 16ου αιώνα σώζεται μέχρι σήμερα. Το 13ο αιώνα εγκαταστάθηκε εκεί ένας εμπορικός σταθμός των Γενουατών με το όνομα Pezonda.




1. 360 στάδια: Αρτεμίδ. στο Στράβωνα 11.2.14 (496) και 350 στάδια: Αρρ. 18.1.

2. Όπως αναφέρεται από το Στράβωνα 11.2.14 (496).

3. Plin., H.N. VI.5.16. Η πόλη αναφέρεται ως oppidum opulentissimum.

4. Кигурадзе, Н.Ш. – Лордкипанидзе, Г.А., “Тодуа Т.Т. Клейма XV легиона из Пицундского городища”, ВДИ (1987), σελ. 88-92.

5. Millar, F., Rome, The Greek World and the East, 2: Government, Society and Culture in the Roman Empire (London 2004), σελ. 238-240.

6. Αρρ., Ευξ. 17.2 και 18.1.

7. Ζωσίμου, Ιστορία Νέα, Bekkerus, I. (ed.), Zosimi comitis et exadvocati fisci, Historiae (CSHB, Bonn 1837), 1.31-33, 35.2.

8. Ιουστιν.,  Νεαρ. 28.

9. Θεοδώρ., Εκκλησιαστική Ιστορία 5.34.

10. Βλ. Khroushkova, L., Les Monuments chrétiens de la côte orientale de la Mer Noire. Abkhazie (Paris 2006), σελ. 98-104.