1. Θέση – Ιστορία της έρευνας Ο τύμβος Σολόχα βρίσκεται 15 χλμ. νότια του χωριού Βελίκα Ζνάμενκα, στην περιοχή Καμιάνσκο-Ντιεπρόβσκ της περιφέρειας Ζαπορόζιε, στην Ουκρανία. Οι ανασκαφές του τύμβου έγιναν από το Ν.I. Veselovsky, την περίοδο 1912-1917. 2. Περιγραφή Ο τύμβος είχε συληθεί στο παρελθόν. Κάτω από την επίχωσή του, το ύψος της οποίας ήταν 18 μ. και η διάμετρος 100 μ., βρέθηκαν δύο ταφές σε κατακόμβες. Η κεντρική ταφή, που ήταν συλημένη, ήταν ρηχός λάκκος διαστάσεων 5,51x4,96 μ. με δύο επιμήκεις εσοχές. Η μία από τις εσοχές περιείχε πιθανότατα γυναικεία ταφή. Στα κτερίσματα της γυναικείας ταφής συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, πληθώρα χρυσών επίρραπτων ελασμάτων με μορφή σφιγγών, αετών, ανθρώπινων κεφαλών κ.ά., περόνη, εξαίρετης τέχνης διάκοσμος από επένδυση σκυθικού ξύλινου κυπέλλου, ένας αμφορέας, χάλκινη αρύταινα με απόληξη σε μορφή κύκνου, αιχμή βέλους, καθώς και ασημένιος επίχρυσος κάνθαρος με εγχάρακτες παραστάσεις. Το τελευταίο εύρημα, μαζί με τα ευρήματα χαλινού, επέτρεψαν στον Α.J. Alekseev να χρονολογήσει την ταφή στην τελευταία δεκαετία του 5ου αι. π.Χ.1 Η δεύτερη εσοχή της ταφής χρησίμευε αποκλειστικά για τη φύλαξη των αγγείων. Εδώ βρέθηκαν ένας χάλκινος λέβητας σκυθικού τύπου με οστά ζώων, μία ετρουσκική μικρή χάλκινη άμαξα, ένα ελληνικό χάλκινο αγγείο και ένας ξύλινος σίκλος. Δυτικά του τάφου, σε απόσταση δύο μέτρων από την κεντρική ταφή, εντοπίστηκαν δύο ταφές ίππων σε λάκκο που συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα ιπποσκευής. Πλην της κεντρικής, ο τύμβος περιείχε και μία συμπληρωματική, βασιλική, μεταγενέστερη ταφή στα ΝΔ του τύμβου. Ερευνήθηκε ο λάκκος της εισόδου, βάθους 5 μ., ορθογώνιου σχήματος, από τον οποίο ξεκινούσε δρόμος μήκους 10 μ., με κατεύθυνση προς βορράν, που οδηγούσε στον ταφικό θάλαμο. Στο δρόμο του τάφου εντοπίστηκαν οστά νεαρού ατόμου, μαζί με αστραγάλους προβάτου και αιχμές βελών. Στις παρειές του δρόμου υπήρχαν δύο εσοχές. Η αριστερή περιείχε δέκα αμφορείς, ενώ η δεξιά τρεις χάλκινους λέβητες σκυθικού τύπου με οστά ίππου, ταύρου και προβάτου, ένα μεταλλικό σίκλο, μία σιδερένια ράβδο για την εξαγωγή του κρέατος από το λέβητα, ένα χάλκινο λουτήρα, αργυρό τμήμα διακόσμου ρυτού, ένα χάλκινο ηθμό (σουρωτήρι) με λαβή που κατέληγε σε ολόγλυφη κεφαλή κύκνου και ελάσματα επένδυσης ξύλινων αγγείων. Ο δρόμος οδηγούσε σε κυκλικό ταφικό θάλαμο με διάμετρο 3,20-3,50 μ., που περιείχε πλουσιότατη ανδρική ταφή, η οποία, όπως δείχνουν τα κτερίσματα, ανήκε σε εκπρόσωπο της σκυθικής αριστοκρατίας ή σε μέλος της βασιλικής σκυθικής οικογένειας. Ο νεκρός εντοπίστηκε σε ανάσκελη στάση με προσανατολισμό κεφαλής προς τα δυτικά. Πλάι στην κεφαλή βρέθηκαν: ένα κόσμημα από χρυσά ελάσματα και χάντρες, το περίφημο χρυσό χτένι με παραστάσεις Σκυθών πολεμιστών και μία χάλκινη ελληνική περικεφαλαία. Το λαιμό του άντρα κοσμούσε χρυσό περιλαίμιο με απολήξεις που είχαν τη μορφή κεφαλών λεόντων. Στα χέρια του βρέθηκαν πέντε χρυσά βραχιόλια. Τα οστά των ποδιών καλύπτονταν από χρυσά επίρραπτα ελάσματα, περίπου 300 τον αριθμό, που κοσμούσαν κάποτε την ενδυμασία του. Πλάι στο δεξί χέρι βρέθηκαν ένας χάλκινος κρανιοθραύστης –χαρακτηριστικό στοιχείο της υψηλής κοινωνικής του θέσης–, ένας χάλκινος θώρακας, ένα επίσημο ξίφος επικαλυμμένο με χρυσά ελάσματα και έξι αργυρά και άλλα ξύλινα αγγεία, επίσης με επικάλυψη από χρυσά ελάσματα. Κατά μήκος του δεξιού ποδιού υπήρχε σιδερένιο ξίφος σε ξύλινη θήκη, ένας γωρυτός με βέλη και ένα μαχαίρι. Η παρουσία δύο ξιφών δεν αποτελεί εξαίρεση για τις ταφές των σκυθικών τύμβων.2
Η κρύπτη στο βόρειο τμήμα του τάφου περιείχε ένα γωρυτό με αργυρή επικάλυψη και ανάγλυφες παραστάσεις Σκυθών πολεμιστών και μία χρυσή φιάλη μεγάλων διαστάσεων, με έκτυπες ζωόμορφες παραστάσεις. Εντοπίστηκαν πέντε ταφές αλόγων με πλήρη ιπποσκευή δυτικά της κεντρικής ταφής. Για τη χρονολόγηση της ταφής δεν υπάρχει ταύτιση απόψεων. Η A.P. Mantsevich την τοποθετεί στο μεταίχμιο του 5ου προς τον 4ο αι. π.Χ., ενώ ο Α.J. Alekseev στο πρώτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.3 Κατά μήκος του βόρειου τοίχου του δρόμου, εντός εσοχής, βρέθηκε ο σκελετός πολεμιστή ή ιπποκόμου, με ξίφος, γωρυτό και αιχμές δόρατος. 3. Ευρήματα Ορισμένα από τα κτερίσματα του τύμβου Σολόχα, εκτός από σημαντικότατα στοιχεία για τη μελέτη της ιστορίας των φύλων της περιοχής, αποτελούν έργα τέχνης ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το χρυσό χτένι του τύμβου Σολόχα, που ανήκει στα πλέον αξιοσημείωτα έργα της τορευτικής της Αρχαιότητας εν γένει και αποτελεί έργο εξαίρετης σκυθικής τέχνης των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Οι διαστάσεις του: 12,30 εκ. ύψος και 0,70 εκ. πάχος4 και το βάρος του 294,10 γραμμ. Το χτένι με 19 δοντάκια, που παραπέμπει σε αρχαίο ελληνικό ναό με κιονοστοιχία και τριγωνικό αέτωμα, κοσμείται στο άνω τμήμα του με ολόγλυφη παράσταση με πολεμικές σκηνές ιππέων και πεζών πολεμιστών.5 Πρόκειται για μία γλυπτή σύνθεση πολεμικής σκηνής μεταξύ τριών πολεμιστών. Στο κέντρο της παρίσταται έφιππος οπλισμένος Σκύθης, πιθανόν βασιλιάς, ο οπλισμός του οποίου έχει στοιχεία ελληνικά και σκυθικά. Ωστόσο, τα ελληνικά στοιχεία υπερτερούν. Ειδικότερα, φοράει περικνημίδες και περικεφαλαία κορινθιακού τύπου, στοιχείο ιδιαίτερα σπάνιο για τους σκυθικούς τύμβους.6
Ίδια μεικτά χαρακτηριστικά έχει και ο οπλισμός του πολεμιστή που του επιτίθεται. Πίσω από την κεντρική μορφή στέκεται πεζός ασκεπής πολεμιστής. Και οι δύο πολεμιστές επιτίθενται σε πεζό ιππέα, το άλογο του οποίου κείτεται τραυματισμένο. Η σκηνή χαρακτηρίζεται για το δυναμισμό της και τη ρεαλιστική απόδοση των μορφών, του οπλισμού και της ενδυμασίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά οδήγησαν αρχικά στην κατάταξη της παράστασης στις σκηνές από την καθημερινότητα των Σκυθών, άποψη που απέρριψε ο D.S. Raevsky, συνδέοντάς τη με την αναπαράσταση του σκυθικού γενεαλογικού μύθου. Ειδικότερα, κατά την άποψή του, ο ιππέας της παράστασης είναι ο δεύτερος κατά σειρά γιος του Ηρακλή ή του Σκύθη ήρωα Ταργιτάου, ενώ ο πεζός του σύμμαχος είναι ο μεγαλύτερος γιος του Ταργιτάου, ο Λιπόξαϊς. Ο μελετητής ταυτίζει την τρίτη μορφή με τον Κολάξαϊ, τον τρίτο πρωταγωνιστή του σκυθικού μύθου.7 Την παράσταση ολοκληρώνει στο κάτω τμήμα της διάτρητη ζωφόρος, την οποία συνθέτουν πέντε μορφές κεκλιμένων λεόντων. Η ζωφόρος αποτελεί την απόληξη της παράστασης, προσδίδοντάς της σταθερότητα, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της κινητικότητας που χαρακτηρίζει το γλυπτό άνω τμήμα και της λακωνικότητας του κάτω μέρους, που εκφράζεται από τις κάθετες γραμμές των δοντιών της χτένας. Η αρμονία του έργου έγκειται στην αντίθεση των χαρακτηριστικών της στοιχείων, που παραπέμπουν στις αντιθέσεις αλλά και στη συνύπαρξη δύο διαφορετικών φυλών και διαφορετικών καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Για τη χρονολόγηση του ευρήματος υπάρχει διάσταση απόψεων. Ο V.F. Gajdukevič το χρονολογεί στο πρώτο ήμισυ του 4ου αι. π.Χ., θεωρώντας ότι πρόκειται για έργο έξοχου Έλληνα τορευτή κάποιου τοπικού εργαστηρίου του Βοσπόρου.8
Κόσμημα της σκυθικής συλλογής του Μουσείου Hermitage αποτελεί το επίσημο ξίφος του τύμβου Σολόχα, το οποίο ανήκει στα καλύτερα δείγματα της σκυθικής ζωόμορφης τέχνης. Πρόκειται ταυτόχρονα για εξαίρετο δείγμα σκαλιστών αναγλύφων σε ξύλο με χρυσή επικάλυψη. Άλλωστε, η ξυλογλυπτική γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στα βόρεια παράλια του Ευξείνου κατά τη Σκυθική εποχή.9 Το μήκος του ξίφους δεν ξεπερνά τα 70 εκ. Το μήκος της λαβής10 είναι 13 εκ. και το πλάτος 5,7 εκ. Η θήκη έχει μήκος 60 εκ. και πλάτος 12,8 εκ. Το βάρος της χρυσής επικάλυψης είναι 91,55 γραμμ. Από τη λεπίδα σώθηκαν τρία θραύσματα, δύο εκ των οποίων με ίχνη δέρματος, πιθανόν χοίρου, και λείψανα ξύλου. Η απόληξη της λαβής κοσμείται με παράσταση δύο κεφαλών πτηνών. Ο άξονας της λαβής και στις δύο πλευρές είναι διακοσμημένος με κεφαλές ελαφιών. Η ίδια παράσταση κοσμεί το σημείο ένωσης της λαβής με τη λεπίδα. Η θήκη, από ξύλο ελάτου, φέρει ανάγλυφο ζωόμορφο διάκοσμο με επικάλυψη από χρυσά ελάσματα καρφωμένα με ασημένια καρφάκια. Το θέμα της παράστασης –λέοντες που καταβροχθίζουν τη λεία τους– αποδίδεται σε τρία ανάγλυφα. Στα δύο άνω ανάγλυφα παριστάνεται λέοντας προς τα αριστερά που καταβροχθίζει ελάφι. Στη στενή άκρη της θήκης λέαινα κυνηγάει γρύπα. Για τη χρονολόγηση της θήκης υπάρχουν διαφωνίες. Η W. Ginters χρονολογεί τα ευρήματα στον 4ο αι. π.Χ., ο К. Schefold στα μέσα του 5ου, ενώ η A.P. Mantsevich, λαμβάνοντας υπόψη τον αρχαϊσμό των παραστάσεων, προτείνει τη χρονολόγηση του ξίφους και της θήκης στο δεύτερο μισό του 5ου με πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ.11
Στα αξιοσημείωτα κτερίσματα του τύμβου ανήκουν επίσης τα λείψανα γωρυτού που βρέθηκε μαζί με 180 αιχμές βελών.12 Από το γωρυτό, που ήταν κατασκευασμένος από δέρμα, σώθηκε η επικάλυψη από αργυρό έλασμα με στοιχεία επιχρύσωσης, η οποία κοσμείται με ανάγλυφες παραστάσεις. Το κεντρικό θέμα απεικονίζει πολεμική σκηνή που πλαισιώνεται στο άνω τμήμα της από παράσταση λέοντα και γρύπα, ενώ στο κάτω τμήμα δεξιά παρουσιάζονται δύο κερασφόροι γρύπες. Τα πρόσωπα των πολεμιστών έχουν κάποια κοινά στοιχεία με τη μορφή του Σατύρου στα νομίσματα του Παντικάπαιου του 4ου αι. π.Χ. Το τελευταίο οδήγησε το V. Gajdukevič στην άποψη ότι ο γωρυτός κατασκευάστηκε στο Παντικάπαιο.13
Η χρυσή ομφαλωτή φιάλη των αρχών του 4ου αι. π.Χ.14 που βρέθηκε στη δεύτερη κατακόμβη του τύμβου Σολόχα (διάμετρος 21,8 εκ., βάρος 867,8 γραμμ.) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του συνδυασμού δύο καλλιτεχνικών αντιλήψεων, της ελληνικής, αφού πρόκειται για καθαρά ελληνικό αγγείο, και της σκυθικής, που εκφράζεται στις ανάγλυφες ζωόμορφες παραστάσεις που καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια του αγγείου. Επιπλέον, δεδομένου ότι η φιάλη αποτελεί ιερό αντικείμενο και ταυτόχρονα βασιλικό σκυθικό σύμβολο,15 η παρουσία της στην ταφή παραπέμπει στην καταγωγή του κατόχου της. Το ίδιο και το υλικό κατασκευής της, ο χρυσός. Το θέμα των ανάγλυφων παραστάσεων είναι το κυνήγι λεόντων και πανθήρων, ζώων που συμβολίζουν τη βασιλική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα συνδέονται με την καθημερινή ζωή των Σκυθών νομάδων. Συνολικά απεικονίζονται πενήντα έξι ζώα, μεταξύ των οποίων λέοντες, πάνθηρες, άλογα και ζαρκάδια. Η διάταξη των σκηνών κυνηγιού, σε τρεις ζώνες γύρω από τον ομφαλό της φιάλης, μπορεί κατά την άποψη του D.S. Raevsky να ερμηνευτεί ως κοσμόγραμμα, μια και οι σκηνές κυνηγιού αποτελούν αναγνωρίσιμο σύμβολο του χθόνιου κόσμου.16 Επιπλέον, οι επιγραφές της φιάλης στα ελληνικά, που έχουν εμφανώς σβηστεί, αποτελούν ένδειξη των στενών εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και της τοπικής σκυθικής αριστοκρατίας. Την πολυπληθέστερη ομάδα κτερισμάτων αποτελούν τα επίρραπτα χρυσά ελάσματα του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. που κοσμούσαν κάποτε την ενδυμασία του νεκρού. Πρόκειται για ελάσματα με ανάγλυφες παραστάσεις κυρίως ζώων, που έχουν συμβολική και μυθολογική σημασία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τέσσερα από αυτά,17 που αποτελούσαν το διάκοσμο των αναξυρίδων της ενδυμασίας του Σκύθη βασιλιά. Τα ελάσματα απεικονίζουν λέοντα, ελάφι, σκηνή κατασπαραγμού ελαφιού από λέοντα και σκηνή αδελφοποίησης μεταξύ δύο Σκυθών, τελετή ιδιαίτερα σημαντική για τη σκυθική κοινωνία. Σχετικά με το τελευταίο σημειώνουμε ότι η ερμηνεία της σκηνής ως απεικόνισης του εθίμου αδελφοποίησης είναι μία μόνο από τις πιθανές ερμηνείες. Άλλωστε ο Ηρόδοτος, στον οποίο βασίζεται η σχετική εκδοχή, κάνει λόγο για επισφράγιση συμφωνίας με όρκο.18 Άλλη άποψη συνδέει την παράσταση με το γενεαλογικό σκυθικό μύθο.19
Σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματα του τύμβου Σολόχα και οι πιθανές ερμηνείες τους ανοίγουν νέους ορίζοντες στη μελέτη της σκυθικής μυθολογίας, διευρύνοντας τις γνώσεις μας για τις αντιλήψεις των Σκυθών νομάδων.
1. Алексеев, А.Ю., Скифская хроника (Санкт-Петербург 1992), σελ. 147-148. 2. Βλ. Манцевич, А.П., “Парадный меч из кургана Солоха”, στο Златковская Т.Д., Мелюкова А.И. (επιμ.), Древние фракийцы в Северном Причерноморье (Москва 1969), σελ. 96 και 97, όπου δημοσιεύεται σχέδιο του A.A. Bobrinsky για την ακριβή θέση των ξιφών. 3. Βλ. Манцевич, А.П., Курган Солоха: публикация одной коллекции (Ленинград 1987), σελ. 125· Алексеев, А.Ю., Скифская хроника (Санкт-Петербург 1992), σελ. 147-148. 4. Ενδεικτική βιβλιογραφία: ОАК за 1913–1915 гг. (Петроград 1918), σελ. 111-112· Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва-Ленинград 1949), σελ. 125, εικ. 18· Манцевич, А.П., “Гребень и фиала из кургана Солоха”, СА 13 (1950), σελ. 217-238· Манцевич, А.П., Золотой гребень из кургана Солоха / Mantsevich A., Peigne provenant du tumulus Solokha (Ленинград 1962)· Алексеев, А.Ю., “Гребень из кургана Солоха и скифские цари V-IV вв. до н. э.”, АСГЭ 36 (Санкт-Петербург 2003), σελ. 72-88· Шильц, В., “О находке золотого гребня из кургана Солоха: Публикация воспоминаний Алексея Алексеевича Бобринского”, АСГЭ 36 (Санкт-Петербург 2003), σελ. 68-71. Εικόνα: L’or des Amazones: peoples nomads entre Asie et Europe. VIe siècle av. J. C.-IVe siècle apr. J.-C. (Paris 2001), σελ. 47. 5. Βλ. επίσης Кузнецов, С.В., “Щиты на золотом гребне из кургана Солоха”, στο Толочко, П.П. (επιμ.), Проблемы скифо-сарматской археологии Северного Причерноморья: К столетию со дня рождения Б.Н.Гракова (Запорожье 1999), σελ. 144-146. Βλ. Σκυθικοί θησαυροί: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα 1981), σελ. 43, αρ. 29. 6. Черненко, Е.В., Скифский доспех (Киев 1968), σελ. 82-83. 7. Раевский, Д.С., Очерки идеологии скифо-сакских племен (Москва 1977), σελ. 9 κ.ε., 117-118. 8. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва - Ленинград 1949), σελ. 126. 9. Βλ. αναλυτικότερα: Манцевич, А.П., “Деревянные сосуды скифской эпохи”, АСГЭ 8 (Ленинград-Москва 1966), σελ. 23-28. 10. Για τη λαβή βλ. ειδικότερα: Ebert, M. (επιμ.), Reallexikon der Vorgeschichte 12 (Berlin 1928), πίν. 81a. Για τη θήκη: Borovka, G., Scythian Art (London 1928), πίν. 23b. 11. Βλ. αντίστοιχα: Ginters, W., Das Schwert der Skythen und Sarmaten in Südrussland (Berlin 1928), σελ. 45· Schefold, К., “Die iranische Kunst der Pontusländer”, Handbuch der Archäologie 7:2 (München 1954), σελ. 62· Манцевич, А.П., “Парадный меч из кургана Солоха”, στο Златковская, Т.Д. – Мелюкова, А.И. (επιμ.), Древние фракийцы в Северном Причерноморье (Москва 1969), σελ. 96. 12. Βλ. ενδεικτικά: ОАК за 1913–1915 гг. (Петроград 1918), σελ. 122· Фармаковский, Б.В., “Горит из кургана Солохи”, ИРАИМК 2 (Петербург 1922), σελ. 23-48· Гайдукевич ,В.Ф., Боспорское царство (Москва - Ленинград 1949), σελ. 126-127, 129, εικ. 19. 13. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва - Ленинград 1949), σελ. 128. 14. Манцевич, А.П., “Гребень и фиала из кургана Солоха”, СА 13 (1950), αρ. 13· Σκυθικοί θησαυροί: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα 1981), σελ. 39, αρ. 22. 16. Раевский, Д.С., Модель мира скифской культуры (Москва 1985), σελ. 175-176. 17. Σκυθικοί θησαυροί: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα 1981), σελ. 40, αρ. 23-26. 19. Раевский, Д.С., Очерки идеологии скифо-сакских племен (Москва1977), σελ. 116.
|
|
|