1. Θέση
Ο τύμβος Κουλ-Ομπά, η ονομασία του οποίου μεταφράζεται ως λόφος στάχτης,1 βρίσκεται στην Κριμαία, στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου του Κερτς, σε απόσταση περίπου 6 χλμ. δυτικά της πόλης Κερτς (ταυτίζεται με το αρχαίο Παντικάπαιο). Ανήκει στους μεγάλους τύμβους του νεκροταφείου του Παντικάπαιου από την περίοδο της ακμής του. 2. Ιστορία της έρευνας
Η πρώτη αρχαιολογική έρευνα του τύμβου πραγματοποιήθηκε το 1830 από τους αρχαιολόγους P. du Brux, A. Ashik και D. Kareysha,2 δίνοντας το έναυσμα για συστηματική αρχαιολογική έρευνα όλης της ευρύτερης περιοχής. Μια συμπληρωματική έρευνα έγινε το 1875 από τον αρχαιολόγο A. Lyutsenko. Τα πλουσιότατα ευρήματα του τύμβου μεταφέρθηκαν στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου εντάχθηκαν στη συλλογή του Μουσείου Ερμιτάζ και αποτέλεσαν τον πυρήνα της συλλογής αρχαιοτήτων του Κιμμερίου Βοσπόρου. 3. Περιγραφή
Από αρχιτεκτονική άποψη, ο τύμβος Κουλ-Ομπά ανήκει στα ταφικά οικοδομήματα με βαθμιδωτό θόλο,3 τα οποία στην ευρωπαϊκή πλευρά του Κιμμερίου Βοσπόρου απαντούν κυρίως στην οροσειρά Γιουζ-Ομπά, πλησίον του Παντικάπαιου. Ο βαθμιδωτός θόλος του τάφου, όπως και η ισχυρή κρηπίδα, χρησίμευαν για τη συγκράτηση της τεράστιας επίχωσης του τύμβου, ύψους περί τα 12 μ., η οποία αποτελούνταν από σειρά εναλλασσόμενων στρώσεων από λίθους, φύκια και χώμα. Εσωτερικά του τύμβου υπήρχε λιθόκτιστος τάφος των μέσων του 4ου αι. π.Χ.,4 από εξαιρετικής επεξεργασίας ογκόλιθους, αποτελούμενος από έναν κύριο ταφικό θάλαμο, με είσοδο στη βόρεια πλευρά του και μικρού μήκους δρόμο με βαθμιδωτή επιστέγαση από τέσσερις κλιμακωτές σειρές τοιχοποιίας, στην κατασκευή της οποίας εκτός από ογκόλιθους χρησιμοποιήθηκαν και ξύλινες δοκοί. Η ασύμμετρη θέση της εισόδου στον ταφικό θάλαμο, στην άκρη και όχι στο μέσο του βόρειου τοίχου, καθώς και η χρήση στοιχείων από ξύλο, οδήγησαν στην πιθανή κατάταξη του οικοδομήματος στα σκυθικά ταφικά μνημεία.5
Ο ορθογώνιος σε κάτοψη ταφικός θάλαμος, διαστάσεων 4,6 × 4,2 μ., έφερε βαθμιδωτή, πυραμιδοειδή επιστέγαση, την κορυφή της οποίας σφράγιζε επίπεδη ορθογώνια πλάκα. Την επιστέγαση σχημάτιζαν επτά οριζόντιες σειρές τοιχοποιίας από καλά επεξεργασμένους ογκόλιθους, οι οποίες εξείχαν κλιμακωτά προς τα έξω.6Ο βαθμιδωτός θόλος του τάφου, ύψους 5,3 μ., ήταν πιθανότατα επενδεδυμένος με ξύλο ή διέθετε κάποια πρόσθετη ξύλινη κατασκευή, προσαρμοσμένη στο θόλο, επί της οποίας στερεωνόταν παραπέτασμα από ύφασμα, διακοσμημένο με χρυσά, επίρραπτα ελάσματα, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό την αίσθηση της σκηνής. Κάτω από το δάπεδο του ταφικού θαλάμου από λίθινες πλάκες υπήρχε υπόγεια κρύπτη με θησαυρό, που συλλήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από λαθρανασκαφείς κατά την πρώτη ανασκαφή του τύμβου. Από τα ευρήματα της κρύπτης διασώθηκαν ελάχιστα, μεταξύ των οποίων οι χρυσές λεοντοκεφαλές, τμήμα χάλκινου περιδέραιου και το χρυσό σφυρήλατο πλακίδιο σε μορφή ελαφιού του 5ου αι. π.Χ., από τα πρωιμότερα ευρήματα του τύμβου. Το πλακίδιο έχει βάρος 266 γρ. Το ελάφι παρίσταται με τα άκρα του λυγισμένα προς τα μέσα. Στο σώμα του εικονίζονται ένας λέοντας με γυρισμένη την κεφαλή προς τα πίσω, ένας λαγός και ένας καθιστός γρύπας. Κάτω από το σβέρκο του ελαφιού εικονίζεται σκύλος σε ξαπλωτή στάση, με γυρισμένη την κεφαλή προς τα πίσω. Τα κέρατα του ελαφιού, τα οποία απλώνονται κατά μήκος της πλάτης, απολήγουν σε κεφαλές κριών. Τη θέση της ουράς του ελαφιού καταλαμβάνει κεφαλή πτηνού. Πρόκειται για έργο της σκυθικής ζωόμορφης τεχνοτροπίας, το οποίο, όπως δείχνει η επιγραφή ΠΑΙ είναι έργο Έλληνα τεχνίτη, πιθανότατα εργαστηρίου του Παντικάπαιου.7
4. Οι ταφές Εντοπίστηκαν τρεις ταφές, δύο ανδρικές και μία γυναικεία. Η κύρια ταφή ήταν ανδρική και βρέθηκε στο ανατολικό τμήμα του ταφικού θαλάμου, σε ξύλινη σαρκοφάγο μεγάλων διαστάσεων με γραπτό διάκοσμο, η οποία καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος και αποτελούνταν από δύο μέρη. Το μεγαλύτερο τμήμα της χρησίμευε για την ίδια την ταφή, ενώ το μικρότερο για την τοποθέτηση του οπλισμού και άλλων κτερισμάτων. Το κεφάλι του νεκρού κοσμούσε χρυσό διάδημα και τμηματικά σωζόμενο κάλυμμα κεφαλής από τσόχα (μπασλίκ), με επίρραπτα χρυσά, έκτυπα ελάσματα. Σε αυτό το κάλυμμα ανήκουν τέσσερα τουλάχιστον ελάσματα, καθένα με αντωπές ημίγλυφες παραστάσεις δύο Σκυθών που πίνουν κρασί από το ίδιο ρυτό.8 Πρόκειται πιθανότατα για σκηνή αδελφοποίησης. Γύρω από το λαιμό του νεκρού υπήρχε χρυσό περιδέραιο από έξι στριφτές πλεγμένες ταινίες, βάρους 461 γρ., με ένθετες πέτρες και σμάλτο, οι άκρες του οποίου κατέληγαν σε ολόγλυφες μορφές έφιππων Σκυθών.9 Στα δεξιά του, πάνω από το σημείο τοποθέτησης του οπλισμού βρέθηκε ένα χρυσό ταινιωτό βραχιόλι με ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις του κύκλου του Πηλέα και της Θέτιδας. Πρόκειται ειδικότερα για παραστάσεις οι οποίες αναφέρονται στις μεταμορφώσεις της Θέτιδας κατά την εναντίωσή της στο γάμο με τον Πηλέα.10
Τους καρπούς του νεκρού κοσμούσαν χρυσά στρεπτά βραχιόλια, βάρους πάνω από 170 γρ., με διάμετρο 11,5 εκ. και απολήξεις διακοσμημένες με ημίτομες σφίγγες, με περιδέραιο και σκουλαρίκια στο λαιμό, διαδεδομένο μοτίβο του σκυθικού ρεπερτορίου.11
Τα ενδύματα του νεκρού ήταν καλυμμένα με χρυσά, επίρραπτα, έκτυπα ελάσματα, ορισμένα από τα οποία παριστούν μορφές Σκυθών.12
Πλάι στο σκελετό του, στο μικρότερο τμήμα της σαρκοφάγου βρέθηκε ο οπλισμός. Συμπεριλαμβάνει ένα σιδερένιο ξίφος με επίχρυση λαβή, διακοσμημένη με έκτυπες παραστάσεις πάλης ζώων, μία λαβή από δερμάτινο μαστίγιο πλεγμένη με χρυσή ταινία και γωρυτός με χρυσή επικάλυψη, διακοσμημένος με ανάγλυφες παραστάσεις φανταστικών ζώων και σκηνές κυνηγιού και πάλης ζώων, με την υπογραφή του τεχνίτη Πορνάχου.13 Μαζί με τον οπλισμό βρέθηκαν μία ακονόπετρα σε χρυσή θήκη με ανάγλυφες παραστάσεις, αντικείμενο ενδεικτικό της υψηλής κοινωνικής θέσης του κατόχου του14 και μία χρυσή φιάλη με εξαίσιες ανάγλυφες παραστάσεις μάσκας γοργόνας και γενειοφόρου κεφαλής Σκύθη, που πλαισιώνονταν από εναλλασσόμενες παραστάσεις δελφινιών και ιχθύων.15
Την κύρια ταφή συνόδευε μία γυναικεία ταφή, πιθανότατα της συζύγου του νεκρού, σε ξύλινη κλίνη από κυπαρίσσι με γραπτό διάκοσμο, η οποία βρέθηκε ακριβώς απέναντι από την είσοδο στον τάφο. Η κλίνη, με τμηματικά σωζόμενα ίχνη χρώματος, ήταν διακοσμημένη με πλακίδια από ελεφαντοστό με εγχάρακτες, εξαίρετης τέχνης παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία,16 θραύσματα των οποίων βρέθηκαν στο δάπεδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τρία τέτοια πλακίδια, ένα με παράσταση τεθρίππου,17ένα άλλο με την παράσταση της δίκης του Πάρη18 και ένα τρίτο με την παράσταση της θεάς Ήρας.19 Το κεφάλι της νεκρής κοσμούσε χρυσό, ταινιωτό διάδημα, πιθανότατα τμήμα πόλου, βάρους 61,66 γρ. με ανάγλυφες παραστάσεις, το άνω άκρο του οποίου ήταν διακοσμημένο με ρόδακες και στοιχεία από σμάλτο, ενώ στο κάτω μέρος εναλλάσσονταν παραστάσεις φτερωτών θεοτήτων της βλάστησης, προτομών γρυπών και ανθεμίων.20 Στο λαιμό της βρέθηκε ταινιωτό περιδέραιο από ήλεκτρο με συρματερή τεχνική, διακοσμημένο με ρόδακες και σμάλτο μπλε και πράσινου χρώματος, καθώς και ένα χρυσό περιλαίμιο κόσμημα (γρίβνα) με απολήξεις σε μορφή ξαπλωτών λεόντων.21 Ανάμεσα στα κοσμήματα της κεφαλής ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν δύο χρυσά σκουλαρίκια, αντιπροσωπευτικά δείγματα σκουλαρικιών του τύπου των λεμβοειδών με ρόδακα, που έχουν αποδοθεί με μεικτή τεχνική. Σώζεται το ένα από τα δύο διαφορετικά ζεύγη του ίδιου τύπου· με ανθέμιο στο κοίλο μέρος της λέμβου και με Νίκες που διευθετούν το σανδάλι τους.22 Τα σκουλαρίκια αυτά με κεντρικό ρόδακα επαναλαμβάνουν τον τύπο των χρυσών ενωτίων της ίδιας περιόδου που προέρχονται από τύμβο πλησίον της Θεοδοσίας και αποτελούν εξαίσια έργα μικροτεχνικής, τα οποία αποδίδονται στο Θεόδωρο το Σάμιο και στους τεχνίτες Μυρμηκίδη και Καλλικράτη. Επίσης βρέθηκαν δύο κοσμήματα κροτάφου με ανάγλυφη κεφαλή της Αθηνάς Παρθένου, η περικεφαλαία της οποίας κοσμείται με μορφή σφίγγας ανάμεσα σε Πηγάσους. Η παράσταση, που αποδίδεται με μεικτή τεχνική, φέρει φυτικό διάκοσμο και στοιχεία από σμάλτο πράσινου χρώματος, επαναλαμβάνει δε την κεφαλή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου, έργο του Φειδία φιλοτεχνημένου για να τοποθετηθεί στον Παρθενώνα της Αθήνας.23
Στο πλάι της υπήρχαν δύο χρυσά βραχιόλια με έκτυπες παραστάσεις γρυπών που κατασπαράζουν ελάφι και μάσκες λεόντων στα άκρα.24 Στο ίδιο σημείο βρέθηκε χάλκινο κάτοπτρο, με επίχρυση λαβή και ανάγλυφες παραστάσεις της σκυθικής ζωόμορφης τεχνοτροπίας.25Ανάμεσα στα γόνατά της βρισκόταν το περίφημο σφαιροειδές αγγείο από ήλεκτρο, με δακτυλιόσχημη βάση και ανάγλυφες παραστάσεις Σκυθών, το οποίο ανήκει σε διαδεδομένο τύπο των σκυθικών πήλινων και μεταλλικών αγγείων.26 Οι Σκύθες εικονίζονται σε χαρακτηριστικές σκηνές της καθημερινής ζωής τους· πολεμούν, περιποιούνται τις πληγές τους μετά τη μάχη και δαμάζουν άγρια άλογα. Οι παραστάσεις αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την κατανόηση της καθημερινότητας των νομάδων, αφού δεν υπάρχουν άμεσες, σχετικές γραπτές μαρτυρίες. Τα ενδύματά της ήταν καλυμμένα με εκατοντάδες επίρραπτα χρυσά ελάσματα και ελάσματα από ήλεκτρο. Κατά μήκος του νότιου τοίχου του ταφικού θαλάμου εντοπίστηκε μία ακόμα ανδρική ταφή, που ανήκε σε κάποιον από τη συνοδεία του νεκρού, πιθανότατα σε ιπποκόμο. Πλάι στο κεφάλι του νεκρού βρέθηκαν πέντε απλά, σιδερένια εγχειρίδια με οστέινες λαβές και ένα σιδερένιο εγχειρίδιο με χρυσή λαβή, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις λεόντων. Σε μικρή απόσταση από το σκελετό, σε ειδικό λάκκο, στη νότια γωνία του ταφικού θαλάμου, μαζί με οστά αλόγου βρέθηκαν μία ελληνική χάλκινη περικεφαλαία και ένα ζεύγος χάλκινων περικνημίδων.27
Περιμετρικά του ταφικού θαλάμου ήταν τοποθετημένα μεταλλικά αγγεία, μεταξύ των οποίων πέντε σφαιρικά αγγεία από άργυρο,28 πιθανότατα λατρευτικής χρήσης, ένα εκ των οποίων ενεπίγραφο, με την υπογραφή ΕΡΜΕΟ. Ανάμεσα στα αργυρά αγγεία, με παραστάσεις της σκυθικής ζωόμορφης τεχνοτροπίας, ξεχωρίζει το αγγείο με έκτυπες παραστάσεις αγριόπαπιας που κυνηγάει ψάρια.29
Στην ίδια ομάδα κτερισμάτων ανήκουν επίσης τέσσερα χάλκινα αγγεία, μία επίχρυση υδρία και τέσσερις αμφορείς της Θάσου. Υπήρχαν επίσης δύο σκυθικά αγγεία με οστά αρνιού, λείψανα νεκρικής προσφοράς, ενδεικτικά των ταφικών εθίμων που τηρήθηκαν κατά την ταφή. Πίσω από τα αγγεία, πλησίον της νοτιοδυτικής γωνίας του ταφικού θαλάμου βρέθηκαν δύο σιδερένιες αιχμές δόρατος. Στο λίθινο δάπεδο του θαλάμου εντοπίστηκαν εκατοντάδες χάλκινες αιχμές δοράτων και βελών, καθώς επίσης και μεγάλος αριθμός διάσπαρτων χρυσών ελασμάτων με ανάγλυφες παραστάσεις, πιθανότατα επίρραπτων. Τα επίρραπτα, χρυσά ελάσματα και τα ελάσματα από ήλεκτρο, παραγωγής του Παντικάπαιου,30 αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα κτερισμάτων. Μόνο στη συλλογή του Μουσείου Ερμιτάζ φυλάσσονται 828 ελάσματα, τα οποία ποικίλλουν ως προς τη μορφή και τις παραστάσεις και κατατάσσονται σε εικοσιπέντε τύπους. Οι παραστάσεις αυτές αναφέρονται τόσο στην καθημερινότητα των Σκυθών, όσο και στην ελληνική μυθολογική παράδοση. Στη σκυθική θεματογραφία ανήκουν οι παραστάσεις Σκυθών ιππέων ή τοξοτών, οι σκηνές κυνηγιού λαγού, οι παραστάσεις της καθιστής θεάς με κάτοπτρο κ.ά. Αντίστοιχα, στην ελληνική θεματογραφία ανήκουν οι παραστάσεις του μυθικού κύκλου του Ηρακλή, οι μάσκες Διονύσου, οι παραστάσεις του Πηγάσου και της Μέδουσας Γοργούς, καθώς και οι παραστάσεις χορευτριών και μαινάδων. Σε πολλά ελάσματα παρίστανται μυθικά ζώα, ενώ άλλα φέρουν καθαρά διακοσμητικά στοιχεία, όπως ρόδακες και ανθέμια.31
5. Αποτίμηση – Ερμηνεία κτερισμάτων
Σε γενικές γραμμές, τα πολυάριθμα κτερίσματα του τάφου,32 που ανήκουν στην πλειονότητά τους στα έργα της σκυθικής ζωόμορφης τεχνοτροπίας του α΄ μισού του 4ου αι. π.Χ., είναι ενδεικτικά των στενών επαφών μεταξύ των Ελλήνων και της τοπικής φυλετικής αριστοκρατίας. Η θεματολογία τους πηγάζει από την ελληνική και τη σκυθική μυθολογία, ενώ αναφέρεται και σε θέματα της καθημερινότητας των Σκυθών, αποτελώντας πηγή για τη μελέτη των παραδόσεων των Σκυθών και εν γένει των νομαδικών φυλών της περιοχής. Τα περισσότερα από τα έργα αυτά φιλοτεχνήθηκαν σε ελληνικά εργαστήρια του Κιμμερίου Βοσπόρου ή ευρύτερα του βορείου Ευξείνου και προορίζονταν για χρήση από τη φυλετική αριστοκρατία· εξού και ο συνδυασμός της σκυθικής ζωόμορφης τεχνοτροπίας με την υψηλή ελληνική τεχνική. Ο μνημειακός χαρακτήρας του τύμβου, ο τύπος της ταφής, η πληθώρα, ο πλούτος και ο χαρακτήρας των ευρημάτων, καθώς και η παρουσία τοπικών, σκυθικών πιθανότατα, ταφικών εθίμων, μαζί με το γεγονός ότι τα έργα χρυσοχοΐας αποτελούν εξαίρετα έργα ελληνικής τέχνης οδήγησαν στο ερώτημα ποιος είχε ταφεί σε αυτόν τον τύμβο. Αρχικά, οι Dubois και Neiman εξέφρασαν την υπόθεση ότι πρόκειται για εκπρόσωπο της δυναστείας των Σπαρτοκιδών, που κυβερνούσαν τον Κιμμέριο Βόσπορο τον 4ο αι. π.Χ. Η άποψη αυτή, που ήταν η επικρατέστερη στα μέσα του 19ου αιώνα και την οποία αργότερα ενστερνίστηκαν οι A. Peredol’skaja και A. Mantsevich, απορρίφτηκε τελικά, κυρίως λόγω απουσίας στοιχείων.33 Ακολούθησε η υπόθεση ότι ο τύμβος Κουλ-Ομπά ήταν ο τόπος ταφής κάποιου Σκύθη βασιλιά ή του αρχηγού μιας από τις φυλές των Σκυθών νομάδων. Ωστόσο, και αυτή η άποψη απορρίφτηκε, κυρίως επειδή οι ταφές των αρχηγών των Σκυθών νομάδων της περιόδου επικεντρώνονται ως επί το πλείστον στην περιοχή πλησίον του Δνείπερου, που θεωρούνταν ιερή και ως εκ τούτου φρουρούνταν.34
Ο V. Gaidukevič υποστήριξε την άποψη, ότι πρόκειται για την ταφή ενός από τους Σκύθες νομάρχες ή στρατιωτικούς διοικητές μιας εκ των περιφερειών, που υπόκειντο στον έλεγχο των Σκυθών νομάδων. Ένα τέτοιο πρόσωπο, κύρια δικαιοδοσία του οποίου ήταν η φρούρηση της περιοχής του και η συγκέντρωση του φόρου υποτελείας, ανήκε υποχρεωτικά στη φυλετική αριστοκρατία. Η άποψη αυτή βασίστηκε κυρίως στις πληροφορίες του Ηροδότου για τον τρόπο διοίκησης από τους Σκύθες των περιοχών της δικαιοδοσίας τους και για τις επαφές των Σκυθών με τις ελληνικές πόλεις του βορείου Ευξείνου.35 Επιπλέον, στη διαμόρφωσή της σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα ανασκαφικά δεδομένα για την παρουσία στη συγκεκριμένη ταφή σκυθικών ταφικών εθίμων. Πέρα από την τοποθέτηση στην ταφή αγγείων με κρέας, είναι χαρακτηριστικό ότι η σύζυγος και ένα μέλος της προσωπικής συνοδείας του νεκρού τον ακολούθησαν στο θάνατό του.36 Αργότερα, από την A. Ivanova εκφράστηκε η άποψη ότι πρόκειται για ταφή Σκύθη βασιλιά ή διοικητή μιας από τις πλησιέστερες στον Κιμμέριο Βόσπορο περιφέρειες της στέπας που ανήκε στους Σκύθες νομάδες, άποψη που συνδύαζε ουσιαστικά τις δύο προγενέστερες υποθέσεις.37
Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσιεύσεις, πρόκειται για ταφή πολεμιστή ή πολέμαρχου, ο οποίος ανήκε στα υψηλότερα στρώματα της φιλικά προσκείμενης προς τους Έλληνες τοπικής φυλετικής αριστοκρατίας, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Άλλωστε, το ζήτημα των ταφικών εθίμων των νομάδων της περιοχής βρίσκεται υπό συνεχή μελέτη.38
Σε κάθε περίπτωση, στον τύμβο Κουλ-Ομπά είναι εξίσου ευδιάκριτες οι τοπικές ιρανικές και οι ελληνικές παραδόσεις. Έτσι αιτιολογούνται ο μνημειακός χαρακτήρας της ταφής σε λίθινο τάφο, το γεγονός ότι –αντί της συνήθους για τους Σκύθες ταφής αλόγου– στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετήθηκε μόνο τμήμα του ζώου, καθώς και η παρουσία σημαντικών έργων της ελληνικής χρυσοχοϊκής τέχνης.
1. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва-Ленинград 1949), σελ. 267· Ростовцев, М.И., Скифия и Боспор (Москва 1925), σελ. 376-377. 2. Την αναφορά της έρευνας του du P. Brux βλ. στα Древности Босфора Киммерийского хранящиеся в Императорском музее Эрмитаж 1 (Санкт-Петербург 1854), πίν. XVII-XXVIII· Reinach, S., Antiquités du Bosphore Cimmérien (Paris 1892), σελ. 6-16. 3. Αυτός ο τύπος των τάφων, που παραπέμπει στους θολωτούς τάφους των Μυκηνών του 16ου αι. π.Χ., στης Κρήτης του 9ου-8ου αι. π.Χ. και στης Ετρουρίας και της Μικράς Ασίας του 7ου-5ου αι. π.Χ., εμφανίζεται διαδεδομένος στην περιοχή της Θράκης την περίοδο του 5ου και 4ου αι. π.Χ., απ’ όπου και κατά την άποψη του V. Gaidukevič μεταφέρθηκε στην περιοχή του Κιμμερίου Βοσπόρου. Βλ. σχετικά: Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 265. Κατά άλλη άποψη, στην υιοθέτηση αυτού του τύπου των ταφικών οικοδομημάτων σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι σχέσεις της περιοχής με τη Μικρά Ασία. Βλ. Кауфман, С.А., “Об уступчатых склепах Боспора”, στο Сообщения института истории и теории архитектуры Академии Архитектуры СССР 6 (Москва 1947), σελ. 1-32. Υπάρχει και η άποψη ότι αυτός ο τύπος του τάφου, παρά τη χρήση καθαρά ελληνικής οικοδομικής τεχνικής, συνδέεται γενικότερα με τα ταφικά οικοδομήματα σε τύμβους του 7ου-5ου αι. π.Χ. που προορίζονταν για την αριστοκρατία των τοπικών φυλών του βορείου Ευξείνου, καθώς παραπέμπει στις γενικότερες οικοδομικές παραδόσεις αυτών των φυλών, βασικό στοιχείο των οποίων ήταν η ευρεία χρήση ξύλινων δοκών: Блаватский В.Д., “О происхождении боспорских склепов с уступчатыми перекрытиями”, СА XXIV (1955), σελ. 39, 46, 49-50· Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 63, 78. Ανασκόπηση των ταφικών οικοδομημάτων του Κιμμερίου Βοσπόρου με βαθμιδωτή, θολωτή επιστέγαση, βλ. στο Ростовцев, М.И., Античная декоративная живопись на юге России (Санкт-Петербург 1913), σελ. 98-112. 4. Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 78. 5. Βλ. Шульц, П.Η., Мавзолей Неаполя Скифского (Москва 1953), σελ. 69, σημ. 90· Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 78. 6. Κάτοψη του τάφου και σχεδιάγραμμα ταφών βλ. στο Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 267, εικ. 45. 7. Βλ. Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 68, εικ. 19· Maslennikov, A.A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 260, εικ. 148. 8. Βλ. ενδεικτικά Ilioukov, L.S., “Les Grecs dans le delta du Don, l’antique fleuve Tanis”, στο L’or des Amazones: Peuples nomads entre Asie et Europe VIe siècle av. J.-C. – IVe siècle apr. J.-C., Musée Cernuschi, musée des f arts de l’Asie de la Ville de Paris, 16 mars-15 juillet 2001 (Paris 2001), σελ. 45. 9. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 137, αρ. 81. 10. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 140, αρ. 82. 11. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 140-141, αρ. 83. 12. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 270. Βλ. επίσης ενδεικτικά: Loukiachko, S., “Entre Asie et Europe”, στο L’or des Amazones: Peuples nomads entre Asie et Europe VIe siècle av. J.-C. – IVe siècle apr. J.-C., Musée Cernuschi, musée des f arts de l’Asie de la Ville de Paris, 16 mars-15 juillet 2001 (Paris 2001), σελ. 50, 53. 13. Σχετικά με τη συγκεκριμένη επιγραφή βλ. Ростовцев, М.И., “К вопросу о датировке погребений Куль-Обы, Чертомлыка и Солохи”, ИАК 60 (Санкт – Петербург 1916), σελ. 70-72. 14. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 142, αρ. 84. 15. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 268. 16. Για τις συγκεκριμένες παραστάσεις βλ. ειδικότερα: Передольская, А.А., “Слоновая кость из кургана Куль-Оба”, στο Труды отдела истории и культуры античного мира, Государственный Эрмитаж 1 (Ленинград 1945), σελ. 69-82. 17. Блаватский, В.Д., Искусство Северного Причерноморья античной эпохи (Москва 1947), σελ. 66, εικ. 34· Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 89, εικ. 26. 18. Блаватский, В.Д., Искусство Северного Причерноморья античной эпохи (Москва 1947), σελ. 66-67, εικ. 34б, 35. 19. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 136, εικ. 48. 20. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 142-144, αρ. 85. 21. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 272. 22. Δεσποίνη, Α., Αρχαία ελληνικά κοσμήματα (Αθήνα 1996), σελ. 108-109, αρ. 83-84. 23. Βλ. Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 65, εικ. 17· Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 144, αρ. 87. 24. Williams, D. – Ogden, J., Greek Gold: Jewelry of the Classical World, Catalog of an Exhibition of Greek Gold Jewelry from the Collections of the British Museum and the Hermitage Museum (St. Petersburg – New York 1994), σελ. 143, αρ. 86. 25. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 272. 26. Βλ. ενδεικτικά: Иванова, А.П., Искусство античных городов Северного Причерноморья (Ленинград 1953), σελ. 77, εικ. 18· Reeder, E.D. (επιμ.), Scythian Gold Treasures from Ancient Ukraine (New York 2001), σελ. 86, εικ. 4. 27. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 272. 28. Грач, Н.Л., “Круглодонные серебрянные сосуды из кургана Куль-оба (к вопросу о мастерских)”, ТГЭ 24 (Ленинград 1984), σελ. 100-109. 29. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 273, εικ. 48. 30. Блаватский, В.Д., Пантикапей: Очерки истории столицы Боспора (Москва 1964), σελ. 68-70, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 31. Копейкина, Л.В., “Золотые бляшки из кургана Куль-Оба”, στο Грач, Н.Л. (επιμ.), Античная торевтика (Ленинград 1986), σελ. 28-63, 148-155. 32. Η βιβλιογραφία των κτερισμάτων είναι ενδεικτική. Πρώτες δημοσιεύσεις των ευρημάτων του τύμβου Κουλ-Ομπά βλ. στα έργα: Древности Босфора Киммерийского хранящиеся в Императорском музее Эрмитаж 1-3 (Санкт-Петербург 1854)· Толстой, И. – Кондаков, Н., Русские древности в памятниках искусства 2 (Санкт-Петербург 1889), σελ. 85-90, και ακολούθησε η αναδημοσίευσή τους από το S. Reinach. Βλ. Reinach, S., Antiquités du Bosphore Cimmérien (Paris 1892). Βλ. επίσης μεταξύ άλλων: Μinns, E., Skythiens and Greeks (Cambridge 1913), σελ. 200-206· Rostovtsev, Μ.Ι., Skythien und der Bosporus (Berlin 1931), σελ. 376-380. 33. Αναλυτικότερα για τις απόψεις αυτές βλ. Цветаева, Г.А., “Курганный некрополь Пантикапея”, МИА 56 (Москва 1957), σελ. 234-235, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. 36. Гайдукевич, В.Ф., Боспорское царство (Москва – Ленинград 1949), σελ. 274-276, όπου και η αναφορά των σχετικών προγενέστερων υποθέσεων. 37. Иванова, А.П., Искусство античных городов Северного Причерноморья (Ленинград 1953), σελ. 74. 38. Βλ. ενδεικτικά: Долгоруков, В.С., “Курганы Боспора”, στο Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 96.
|
|
|