Αγγεία του Κερτς

1. Γενικά χαρακτηριστικά

Ο όρος αγγεία του Κερτς (ή αγγεία της τεχνοτροπίας του Κερτς ή ρυθμού Κερτς) είναι συμβατικός. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Α. Furtwängler1 στο τέλος του 19ου αιώνα για να περιγράψει μια ομάδα ύστερων κλασικών αττικών ερυθρόμορφων αγγείων που είχαν βρεθεί κοντά στο σημερινό Κερτς (ουκρανικά Керч, ταταρικά της Κριμαίας Kerç, και ρωσικά Kerč), το αρχαίο Παντικάπαιο, ενώ αργότερα ο Κ. Schefold2 διευρύνοντας το γεωγραφικό περιορισμό συμπεριέλαβε και αγγεία που βρέθηκαν στη χερσόνησο του Ταμάν (ρωσικά Таманский полуостров).

Καταχρηστικά ο όρος αυτός είχε επικρατήσει να χρησιμοποιείται για το σύνολο της παραγωγής ερυθρόμορφης αγγειογραφίας του 4ου αι. π.Χ. Σήμερα δεν είναι γενικά αποδεκτός, με βασικότερο επιχείρημα το γεγονός ότι δεν μπορεί να περιγράψει το όλον της παραγωγής ερυθρόμορφης αγγειογραφίας κατά τον 4ο αι. π.Χ. αλλά μόνο ένα μέρος της αττικής αγγειογραφίας, το οποίο ναι μεν είναι χαρακτηριστικό για το ευρύτερο φάσμα των ευρημάτων της περιοχής του βασιλείου του Βοσπόρου, αλλά παρόμοια αγγεία βρίσκονται και σε άλλες περιοχές. Ο όρος αγγεία του Κερτς χρησιμοποιείται πια ως τεχνοτροπικός. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ταξινόμησης είναι η υψηλή ποιότητα σε σχέση με τη σύγχρονη παραγωγή και η προτίμηση για συγκεκριμένους τύπους αγγείων και εικονογραφικά θέματα.

Γενικά, τα λεγόμενα αγγεία του ρυθμού Κερτς χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ. και αποτελούν την τελευταία αναλαμπή της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας αττικής παραγωγής.

2. Τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά

Βασικά χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας των αγγείων του Κερτς είναι το προσεγμένο και έντονο σχέδιο, η αυξημένη χρήση επίθετου χρώματος (λευκό, ρόδινο, κίτρινο, χρυσαφί, πράσινο και κυανό), αναγλύφου και επιχρύσωσης, καθώς και η ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμηση και τη λεπτομέρεια. Γενικά, στην ύστερη αττική ερυθρόμορφη αγγειογραφία παρατηρείται ο συνδυασμός μιας νέας ζωγραφικής έκφρασης εντός των πλαισίων της παραδοσιακής τεχνοτροπίας. Τα περισσότερα αγγεία είναι σχετικά πρόχειρα φιλοτεχνημένα, ενώ υπάρχουν πολλά παραδείγματα ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας.

Όσον αφορά την κατανομή της μορφής του αγγείου σε σχέση με τα πεδία διακόσμησης παρατηρείται ότι η επιφάνεια του αγγείου διαρθρώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε το σχήμα του να εντατικοποιεί την εντύπωση της εικόνας. Η κατώτερη κοιλότητα του σώματος του αγγείου δε χρησιμοποιείται ως πεδίο διακόσμησης. Αντίθετα, η παράσταση ακουμπά σε μια ζώνη με κοσμήματα, η οποία κυκλώνει το αγγείο κάτω από τη μεγαλύτερη επιφάνειά του, ώστε το κατώτερο μέρος της κοίλης επιφάνειας να αποτελεί το στήριγμα της καλά οργανωμένης επιφάνειας του αγγείου.

Οι παραστάσεις γίνονται πολυπρόσωπες και δε διαιρούνται σε μικρότερες εικόνες αλλά είναι ενιαίες. Η κύρια καινοτομία παρατηρείται στη σύνθεση των εικόνων. Οι μορφές εντός της εικόνας είναι τοποθετημένες σε διάφορα επίπεδα, ωστόσο η καθεμιά έχει τη σταθερή τεκτονική της θέση μέσα στη σύνθεση. Ενώ το βάθος αποδίδεται, αυτό δε γίνεται με ένταση∙ αυτή η ψευδαίσθηση δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα τεχνικών προοπτικής αλλά μέσω των στάσεων των μορφών. Η ομαδοποίηση των μορφών δεν είναι σφιχτή και αυτές που δε βρίσκονται στο κέντρο της σύνθεσης πολλές φορές αποστρέφονται τη δράση στο κέντρο της. Οι στάσεις των μορφών έχουν επηρεαστεί από τη σύγχρονη γλυπτική, είναι γεμάτες χάρη και κίνηση, αλλά χωρίς ένταση. Το πνεύμα της νέας εποχής τοποθετεί τις μορφές στο φως και στον αέρα και τις αφήνει να στροβιλίζονται.

Σε γενικές γραμμές, η τεχνοτροπία των αγγείων του Κερτς διαιρείται σε τρεις περιόδους (πρώιμη, ώριμη και ύστερη περίοδος Κερτς), ωστόσο δεν υπάρχουν αυστηρά χρονικά όρια και η κατανομή των αγγείων στις κατά μέρους περιόδους δεν είναι απόλυτη.

Η ποιότητα της αττικής ερυθρόμορφης κεραμικής είναι χαμηλή στο α΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Από το 380 π.Χ. μερικοί αγγειογράφοι έδωσαν νέα πνοή στην ερυθρόμορφη αγγειογραφία. Η τεχνοτροπία του Κερτς εξελίσσεται ως συνέχεια του προηγούμενου απλού στιλ (εντός των πλαισίων της τεχνοτροπίας του ζωγράφου της Υένας και του ζωγράφου του Μελεάγρου) όσον αφορά τη χρήση της γραμμής, ωστόσο η πινελιά γίνεται ηπιότερη και πιο αδύναμη, ενώ παράλληλα εγκαταλείπεται η ανάγλυφη γραμμή (η οποία απαντά όλο και πιο σπάνια μετά τα μισά του 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιείται ελεύθερα το λευκό ώστε να εξαρθούν ή να αντιπαραβληθούν οι μορφές μέσα στη σύνθεση.

Με την πάροδο του χρόνου το σχέδιο γίνεται πιο ελεύθερο, εγκαταλείποντας την αυστηρή γραμμικότητα των προηγούμενων χρόνων. Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (ώριμη περίοδος) τα περιγράμματα ρευστοποιούνται και η τεχνοτροπία γίνεται ζωγραφικότερη χρησιμοποιώντας πλειάδα χρωμάτων και αποδίδοντας τις σκιές με αραιωμένο βερνίκι. Από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. οι γραμμές γίνονται βραχύτερες και συχνά απότομες στη σχεδίαση των σωμάτων και των πτυχών των ενδυμάτων, ενώ οι σκηνές αποτελούνται από περισσότερα πρόσωπα.

Η τελευταία γενιά των αγγειογράφων ερυθρόμορφης αγγειογραφίας γίνεται πιο αδέξια. Οι μορφές είναι συχνά επιμήκεις, το σχέδιο γίνεται πιο σκληρό και πρόχειρο, ενώ τα πειράματα με το χρώμα και το ανάγλυφο εγκαταλείπονται.

2.1. Ζωγράφοι και εργαστήρια

Τα περισσότερα ονόματα των ζωγράφων είναι συμβατικά, προέρχονται δηλαδή είτε από συγκεκριμένες μορφές σε αγγεία είτε από τον τόπο εύρεσής τους. Η ονοματολογία των καλλιτεχνών οφείλεται κυρίως στους Shefold και Beazley που έκαναν και τις περισσότερες αποδόσεις των γνωστών αγγείων.3

Οι σημαντικότεροι αγγειογράφοι της πρώιμης φάσης είναι ο ζωγράφος της Ελένης, ο ζωγράφος του Ηρακλή και ο ζωγράφος του Pourtales, οι οποίοι βάζουν και τα θεμέλια της νέας τεχνοτροπίας. Στην ώριμη φάση συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο ζωγράφος των Εσπερίδων, ο ζωγράφος της Πομπής, ο ζωγράφος του Θησέα και ο ζωγράφος της Μέδουσας. Εξέχοντες καλλιτέχνες της ύστερης φάσης είναι ο ζωγράφος του Μαρσύου, ο ζωγράφος των Ελευσινίων και ο ζωγράφος των Αθηνών, τα έργα των οποίων αποτελούν το αποκορύφωμα της τεχνοτροπίας του Κερτς και παράλληλα σηματοδοτούν την τελευταία περίοδο άνθησης της αττικής ερυθρόμορφης αγγειογραφίας. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και άλλοι, όπως ο ζωγράφος των Αμαζόνων, ο ζωγράφος του Filottrano, η Ομάδα του Λονδίνου Ε230, η Ομάδα του Οtchët και η Ομάδα ΥΖ∙ οι αγγειογράφοι που κατατάσσονται σε αυτή την τελευταία ομάδα παρήγαγαν πλειάδα αγγείων χαμηλής ποιότητας, η οποία σηματοδοτεί και το τέλος παραγωγής τους.

3. Διακόσμηση και εικονογραφικά θέματα

Τα εικονογραφικά θέματα θυμίζουν εκείνα του 5ου αι. π.Χ. αλλά οι σκηνές της καθημερινής ζωής, με εξαίρεση θέματα από τη ζωή των γυναικών, είναι φανερά λιγότερες, ενώ συχνά παριστάνονται ερωτικά και μυστικιστικά θέματα. Ωστόσο υπερτερούν τα μυθολογικά θέματα και οι σκηνές τελετών και μαχών.

Στο α΄ τέταρτο του αιώνα την εικονογραφία καλύπτουν εξολοκλήρου τυποποιημένες διονυσιακές σκηνές∙ ο Διόνυσος και η Αφροδίτη είναι οι θεοί που εμφανίζονται πιο συχνά και μάλιστα όπου απεικονίζονται άλλοι θεοί οι παραστάσεις βρίσκονται εικονογραφικά κοντά στο διονυσιακό κύκλο. Στον εικονογραφικό κύκλο της Αφροδίτης εντάσσονται και οι πολυάριθμες σκηνές προετοιμασίας γάμου, καθώς είναι ειδυλλιακού χαρακτήρα και η κεντρική γυναικεία μορφή ακολουθεί τα εικονογραφικά πρότυπα απεικόνισης της Αφροδίτης.

Επίσης παρουσιάζεται μια προτίμηση στις ανατολίτικες ενδυμασίες και προς τα μέσα του αιώνα εμφανίζονται παραστάσεις μαχών Αμαζόνων, γρυπών, Αριμασπών.4 Σειρές πελίκων διακοσμούνται με μεγάλες κεφαλές Αμαζόνων, γυναικών, γρυπών και αλόγων.

Στη δεύτερη όψη των αγγείων, η οποία συνήθως είναι χαμηλότερης σχεδιαστικής ποιότητας, εμφανίζονται κυρίως ιματιοφόροι νέοι, και συχνά ανάμεσά τους η μορφή της θεάς Νίκης.

4. Χρονολόγηση

Γενικά τα αγγεία του Κερτς χρονολογούνται στην περίοδο μεταξύ του 374 π.Χ. (έτος θανάτου του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα) και του 331 π.Χ. (ίδρυση της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου). Η αρχή της παραγωγής δεν μπορεί να καθοριστεί με σιγουριά, καθώς η πρώιμη τεχνοτροπία των αγγείων του Κερτς δεν μπορεί να διακριθεί με σιγουριά από την προηγούμενη τεχνοτροπία του ερυθρόμορφου ρυθμού, το απλό στιλ. Το τέλος της ωστόσο ταυτίζεται με το τέλος της παραγωγής ερυθρόμορφων αγγείων στον αθηναϊκό Κεραμεικό.

Η απόλυτη χρονολόγηση γενικά των αγγείων του 4ου αι. π.Χ. είναι προβληματική. Για τη χρονολογική οργάνωση του 4ου αι. π.Χ. καταφεύγουμε σε κλειστά αρχαιολογικά σύνολα με βασικό αυτό της Ολύνθου,5 το οποίο μας προσφέρει ένα βασικό χρονικό σημείο χρονολόγησης στο μέσο του 4ου αι. π.Χ. Η πιο σημαντική, αν και αμφισβητούμενη, πηγή απόλυτης χρονολόγησης για τα αττικά αγγεία αυτής της περιόδου είναι οι σύγχρονοι παναθηναϊκοί αμφορείς, όπου συνηθιζόταν να αναγράφεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα που άλλαζε κάθε χρόνο.6

Η σχετική χρονολόγηση των αγγείων του ρυθμού Κερτς, όπως και γενικά των αγγείων του 4ου αι. π.Χ., βασίζεται στην εξέλιξη των τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών των παραστάσεων, στην εξέλιξη του σχήματος των αγγείων αλλά και στην τεχνοτροπική και μορφολογική σύγκριση των εικονογραφικών παραστάσεων των αγγείων με έργα της γλυπτικής, της μνημειακής ζωγραφικής, της μεταλλοτεχνίας και της μικροτεχνίας της αντίστοιχης περιόδου, καθώς παρατηρείται έντονη επίδρασή τους στην αγγειογραφία.

5. Ευρήματα και διάδοση

Ο μεγαλύτερος αριθμός αγγείων του Κερτς έχει βρεθεί εντός των γεωγραφικών ορίων του βασιλείου του Βοσπόρου, και κυρίως στο Κερτς. Καλής ποιότητας αγγεία προέρχονται και από σκυθικούς τύμβους στη γύρω περιοχή. Ωστόσο ευρήματα περιορισμένου αριθμού και συνήθως κακής ποιότητας έχουν να επιδείξουν και περιοχές στη λεκάνη της Μεσογείου. Στην κυρίως Ελλάδα αγγεία της τεχνοτροπίας του Κερτς έχουν βρεθεί στην Αττική (κυρίως στην Αγορά της Αθήνας) και μεγάλος αριθμός αγγείων μαζικής παραγωγής, κακής ποιότητας στην Όλυνθο. Στην Κόρινθο, τη Βοιωτία, την Κρήτη και στα Δωδεκάνησα υπήρχαν τοπικά εργαστήρια που μιμούνταν τις κυρίαρχες τεχνοτροπικές τάσεις. Στη Ρόδο συγκεκριμένα έχει βρεθεί σημαντικός αριθμός αγγείων κυρίως σε νεκροπόλεις, μερικά εκ των οποίων καλής ποιότητας.

Στην Ετρουρία, στις ελληνοετρουσκικές πόλεις στο δέλτα του Πάδου (Adria, Bologna και κυρίως στη Σπίνα), στις νοτιότερες περιοχές της Ιταλίας αλλά και στη Σικελία έχουν βρεθεί ελάχιστα αττικά αγγεία του 4ου αι. π.Χ. (κάτι που εξηγείται από τη διακοπή των έντονων εμπορικών σχέσεων με την περιοχή μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου). Οι μόνες περιοχές της Μεγάλης Ελλάδας που έχουν να επιδείξουν σημαντικό αριθμό αγγείων αυτής της περιόδου είναι η Καμπανία (Κύμη, Νεάπολη, Nola, Capua κ.ά.) και ορισμένες πόλεις της βόρειας Απουλίας (π.χ. Ruvo). Μεμονωμένα παραδείγματα έχουν βρεθεί επίσης στη Γαλλία, την Ισπανία αλλά και στη βόρεια Αφρική στην Κυρηναϊκή, στο εμπορικό κέντρο Al Mina (κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας), στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στο ιερό του Κιτίου (σημ. Λάρνακα) στην Κύπρο.

Η διασπορά των αγγείων του Κερτς ανάγεται συνήθως στην ένταση του αττικού εμπορίου αυτή την περίοδο. Υποστηρίζεται επίσης και η μετανάστευση Αθηναίων κεραμέων στις διάφορες περιοχές.

6. Σχήματα

Τα πιο χαρακτηριστικά σχήματα για τα αγγεία του Κερτς είναι οι υδρίες μνημειακής τεχνοτροπίας, οι πελίκες και οι καλυκόσχημοι κρατήρες. Η επικρατούσα τάση είναι προς ραδινότερα σχήματα με πιο καμπύλα περιγράμματα∙ τα χείλη των αγγείων διευρύνονται ακόμη περισσότερο από το άνοιγμα των λαβών και κρέμονται πάνω από το σώμα, οι λαβές περιελίσσονται και ο λαιμός γίνεται στενότερος και ψηλότερος, όπως και το πόδι των αγγείων. Το σώμα του αγγείου επιμηκύνεται επίσης και προσφέρει μεγαλύτερα πεδία διακόσμησης, ενώ το σχήμα γενικότερα χρησιμοποιείται ως μέσο εντατικοποίησης της εντύπωσης της εικόνας. Αυτή η προοδευτική αλλαγή των επιμέρους χαρακτηριστικών των αγγείων δίνει νέα όψη στα ήδη γνωστά σχήματα, ωστόσο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σιγουριά ως κριτήριο για τη χρονολόγησή τους.

Άλλα αγγεία που συναντώνται είναι οι κωδονόσχημοι κρατήρες, λιγότερο συχνοί είναι οι κρατήρες με κιονόσχημες λαβές, οι νυφικές λεκανίδες με διακοσμημένο πώμα (κυρίως στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.), οι οινοχόες, οι κοτύλες. Οι λήκυθοι σκουάτ, άλλα μικρά αγγεία και οι ασκοί δεν επιβιώνουν μετά το 350 π.Χ.



1. Funtrwängler, A., Die Sammlung Sabouroff II (Berlin 1883-1887), πίν. 66.68. Ο όρος αναφέρεται ως Kertscher Vasenklasse.

2. Schefold, K., Untersuchungen zu den Kertscher Vasen (Berlin 1934)· Schefold, K., Kertscher Vasen (Berlin 1930), σελ. 5.

3. Η ταύτιση των επιμέρους καλλιτεχνών, όπως και η χρονολογική κατάταξή τους, είναι προβληματική. Ο Schefold προσδιόρισε μερικούς αγγειογράφους και ομάδες. Ο Beazley αργότερα αποδέχθηκε μερικούς από τους καλλιτέχνες του Schefold, αλλά παρέβλεψε τελείως κάποιες ομάδες και απέρριψε αρκετές αποδόσεις.

4. Λαός στη Σκυθία που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο.

5. Λόγω της καταστροφής που υπέστη από το Φίλιππο Β΄, το 348 π.Χ., μας προσφέρει ευρήματα σε κλειστά στρώματα (στρώματα καταστροφής). Κάθε χρονολογημένο στρώμα καταστροφής αποτελεί ένα terminus ante quem.

6. Robertson, M., Η τέχνη της αγγειογραφίας στην κλασική Αθήνα, Καραμπατέα, Μ. – Κόμβου, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 2001), σελ. 384. Οι παράγοντες που δεν καθιστούν αυτή τη σύγκριση απόλυτα αποδεκτή είναι ο περιορισμένος αριθμός των παναθηναϊκών αμφορέων αυτής της περιόδου και το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικούς ρυθμούς (μελανόμορφος και ερυθρόμορφος).