Οδησσός (Ουκρανία, Νεότεροι Χρόνοι)

1. Η ίδρυση της πόλης

Η συνθήκη του Ιασίου (1792) σήμανε την κατοχύρωση των επιτυχιών του ρωσικού στρατού στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών (1789-1792). Με τη συνθήκη αποδόθηκαν στη Ρωσία τα εδάφη της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και, πιο συγκεκριμένα, ολόκληρη η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Δνείστερο και Boug. Η Μεγάλη Αικατερίνη, η οποία ήδη είχε θέσει σε εφαρμογή την επαύριο της υπογραφής της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) το περίφημο σχέδιο για την εγκατάσταση πληθυσμών στις πρόσφατα αποκτηθείσες νοτιορωσικές περιοχές, διέγνωσε ότι στην περιοχή αυτή έπρεπε να οικοδομηθεί μία πόλη-προπύργιο της ρωσικής κυριαρχίας, στόμιο της αχανούς αυτοκρατορίας προς τη Μαύρη Θάλασσα και μέσω αυτής προς τη Μεσόγειο. Άλλωστε, το σταθερό ενδιαφέρον της τσαρίνας για επέκταση της ρωσικής επιρροής προς νότο προϋπέθετε τη συγκρότηση ενός ισχυρού πολιτικού και διοικητικού κέντρου ικανού να εμπεδώσει τη ρωσική κυριαρχία, αλλά και να ηγεμονεύσει στις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Άλλωστε, η παρουσία ενός μόνιμου και ισχυρού αντιπάλου, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία εύλογα εποφθαλμιούσε την επιστροφή των εδαφών που είχε απωλέσει στους δύο πρόσφατους πολέμους, απαιτούσε από τη ρωσική ηγεσία ιδιαίτερη μέριμνα για την εξασφάλιση των νότιων συνόρων της επικράτειας. Κατά συνέπεια, η δημιουργία μιας μεγάλης πόλης συνιστούσε αδήριτη ανάγκη για τα ρωσικά συμφέροντα.

Η επιλογή του χώρου για την εγκαθίδρυση της νέας πόλης δεν ήταν δύσκολη. Το παλαιό τουρκικό φρούριο Hadji-bey (Hacibey), πλησίον των ερειπίων μιας αρχαιοελληνικής αποικίας, βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, ανοιχτό καθώς ήταν στον ορίζοντα, υπερυψωμένο λίγες δεκάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η πόλη που ιδρύθηκε την ίδια χρονιά, το 1792, επιβεβαιώνει και τη σπουδή της ρωσικής διοίκησης, την οποία εύλογα απασχολούσε η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας των νέων περιοχών. Έτσι η τσαρίνα φρόντισε εξαρχής να αποσαφηνίσει σε επιστολή της προς τον κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας Zubov τις οικονομικές προοπτικές της νέας πόλης: «Αποφασίζουμε το Hadji-bey να επιτρέπει την ελεύθερη είσοδο των εμπορικών πλοίων των υπηκόων μας, όπως επίσης των ξένων οι οποίοι έχουν, μέσω συμφωνιών με την αυτοκρατορία μας, το δικαίωμα της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα, που τους επιτρέπουν να εισάγουν και να φορτώνουν εμπορεύματα προς εξαγωγή, τα οποία δεν απαγορεύονται διά νόμου, με πληρωμή δασμών σύμφωνα με τη διατίμηση της Μαύρης Θάλασσας».1 Η ιδιαίτερη αναφορά στη ναυτιλία και το εμπόριο ασφαλώς αντικατόπτριζε τις προσδοκίες της ρωσικής διοίκησης από την εκμετάλλευση του κατεξοχήν εμπορευματικού αγαθού της ενδοχώρας: του σιταριού.

Το μέλλον της Οδησσού επρόκειτο να αποδειχθεί απόλυτα συνυφασμένο με τις εξελίξεις του διεθνούς εμπορίου και της μεταφοράς του σιταριού στην εξωτερική αγορά. Αυτό ήταν η αιτία της ευημερίας της πόλης και του πλούτου των κατοίκων της. Αυτό κατέστησε την Οδησσό μία σύγχρονη αστική πόλη του 19ου αιώνα, αυτό προσέδωσε εξωστρεφή χαρακτήρα στους κατοίκους και στο δομημένο περιβάλλον.

Σε αυτή την πόλη ήρθαν να εγκατασταθούν εκατοντάδες Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ελπίδα να εκμεταλλευτούν τις ευοίωνες συνθήκες της παροχής γαιών, της απαλλαγής φόρων, των επιδοτήσεων για εμπορικές πράξεις, δηλαδή για να ζήσουν σε ένα απολύτως φιλικό περιβάλλον. Οι ενδείξεις αναφέρουν ότι το 1795 ο ελληνικός πληθυσμός της Οδησσού ανερχόταν στο 10% ενός συνολικού πληθυσμού 2.349 κατοίκων. Λίγο πριν από την επικράτηση των μπολσεβίκων, συγκεκριμένα το 1910, η έκθεση του Έλληνα προξένου υπολόγιζε τους Έλληνες της πόλης σε 10.000, με συνολικό πληθυσμό 550.000. Αυτό και μόνο υποδεικνύει ότι οι Έλληνες ομογενείς κυριάρχησαν στην Οδησσό όχι εξαιτίας του πλήθους τους, αλλά λόγω της πολύ ισχυρής παρουσίας τους στο εμπόριο.

2. Το κλίμα – Ο τόπος

Το ήπιο κλίμα της περιοχής ασφαλώς έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταχεία πληθυσμιακή και αστική συγκέντρωση, όπως άλλωστε προέβλεπε και η ρωσική διοίκηση.2 Σε αντίθεση με τους πάγους που προκαλεί στη βόρεια ρωσική ενδοχώρα, ο χειμώνας στην Οδησσό είναι ήπιος, αφού η μέση θερμοκρασία σπανίως βρίσκεται κάτω από τους -3ο C. Αυτό είχε θετική συνέπεια στη δραστηριότητα του λιμανιού, καθώς ήταν δυνατή η πλεύση των πλοίων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, άρα διευκολυνόταν η απρόσκοπτη ναυτιλιακή κίνηση. Τους καλοκαιρινούς μήνες η ζέστη δεν υπερβαίνει το μήνα Ιούλιο τους 23ο C κατά μέσο όρο, κάτι που ευνοεί τη διαμονή των κατοίκων.

Το πρόβλημα δημιουργούσαν οι άνεμοι που έδερναν την Οδησσό χειμώνα και καλοκαίρι. Η επίπεδη γειτονική ενδοχώρα ευνοούσε τους ισχυρούς βόρειους ανέμους τους χειμερινούς μήνες, ενώ κατ’ αναλογία οι νοτιάδες της Μαύρης Θάλασσας έκαναν ισχυρή εμφάνιση τους μήνες του καλοκαιριού. Όλα αυτά συνέβαλλαν στο σχηματισμό σύννεφων σκόνης που έπνιγαν την Οδησσό, ιδίως το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια έκρυβαν τα πρόσωπα για να προστατευτούν από την πνιγηρή ατμόσφαιρα. Τα εμπορεύματα, οι εγκαταστάσεις και τα υλικά ήταν έκθετα στη ζοφερή σκόνη. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική τις ατέλειωτες ώρες που τα φορτωμένα με σιτάρι αμάξια επέλαυναν κυριολεκτικά από την ενδοχώρα για να αποθέσουν το φορτίο τους στο λιμάνι. Οι τοπικές αρχές αναγκάζονταν στο συχνό κατάβρεγμα των δρόμων, ώστε να περιορίσουν τις επιπτώσεις της σκόνης. Η κατάσταση αυτή δεν περιορίστηκε παρά μόνο μετά τη λιθόστρωση των δρόμων της πόλης.

Το έδαφος από ασβεστόλιθο σαφώς ευνοούσε το έργο των κατασκευαστών και γενικότερα τα έργα υποδομής στην πόλη. Αυτό θα φανεί ξεκάθαρα μετά το 1804, όταν υπό τη διοίκηση του δούκα Ρισελιέ θα ξεκινήσει η καθολική ανάπτυξη της Οδησσού.

Ένα ακόμα πλεονέκτημα για το μέλλον της πόλης συνιστούσε η διαμόρφωση της θαλάσσιας ακτής. Η ομαλή πρόσβαση στο φυσικό λιμάνι από την ξηρά αλλά και η ευκολία στον ελλιμενισμό των σκαφών αποτελούσαν ικανούς όρους για την πρόοδο των εμπορικών μεταφορών. Κι αυτό σε αντίθεση με τα περισσότερα λιμάνια της Νοτιορωσίας και περισσότερο της Αζοφικής, που παρουσίαζαν το πρόβλημα της αβαθούς θάλασσας, γεγονός που συνιστούσε εξαιρετικό εμπόδιο για τους πλοιάρχους των εμπορικών πλοίων και κατά συνέπεια για ολόκληρο το κύκλωμα εμπορίας και μεταφορών των σιτοφορτίων.

3. Η διοίκηση Ρισελιέ

Η εξέλιξη της Οδησσού ήταν εντυπωσιακή. Ο έρημος χώρος του 1792 είχε μεταβληθεί στα τέλη του 19ου αιώνα σε μία πόλη με αστικά χαρακτηριστικά δυτικής μεγαλούπολης. Λεωφόροι, πλατείες, ογκώδη δημόσια κτήρια, λαμπρές ιδιωτικές κατοικίες, μεγάλες σιταποθήκες και ένα πολύβουο λιμάνι με πλοία, που ανέμεναν τη φόρτωση του πολύτιμου εμπορεύματος, ήταν τα χαρακτηριστικά που προκαλούσαν το θαυμασμό των επισκεπτών.

Η αρχική φάση στη συγκρότηση της πόλης (1792-1802) συνδεόταν με την ανάδειξή της σε διοικητικό κέντρο. Λιγότεροι από 10.000 κάτοικοι αγωνιούσαν για την εξασφάλιση στέγης, ενώ η εγκατάσταση διοίκησης υποχρέωνε στην οικοδόμηση δημόσιων κτηρίων. 28 κυβερνητικά κτήρια αριθμούσε η Οδησσός στο τέλος αυτής της πρώτης δεκαετίας και μόλις 1.000 οικίες. Η καθυστέρηση στην οικοδόμηση κτηρίων για κατοικίες στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας μάλλον οφειλόταν στη δύσκολη επικοινωνία με τις πηγές των υλικών. Στην ουσία η Οδησσός, σε μεγάλη απόσταση από τους τόπους που παρήγαν ξυλεία στο βορρά, έπρεπε να αναζητήσει τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά στον εξωτερικό χώρο, κι αυτό αναμφισβήτητα δυσχέραινε τη γρήγορη οικοδομική ανάπτυξη, έτσι όπως απαιτούσε η πληθυσμιακή συγκέντρωση στην πόλη.

Η ανάθεση της διοίκησης της Οδησσού το 1803 στο Γάλλο εμιγκρέ και λάτρη του ancient régime δούκα Ρισελιέ επηρέασε καθοριστικά τη μελλοντική φυσιογνωμία της πόλης.
3 Ο Ρισελιέ ενθάρρυνε την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση με δωρεάν παροχές γαιών, με επιδοτήσεις και δάνεια, με εξαιρέσεις από φόρους και με την ουσιαστική καθιέρωση της ανεξιθρησκίας. Τα μέτρα που θεσπίστηκαν είχαν αποτέλεσμα τη μετακίνηση ξένων μεταναστών (Έλληνες, Γερμανοί, Ελβετοί, Βούλγαροι, Ιταλοί κ.ά.), αλλά και υπηκόων της Ρωσίας από το βορρά, κυρίως εβραϊκής καταγωγής.

Ο Ρισελιέ, αποχωρώντας από την Οδησσό και τη Νέα Ρωσία το 1814, όταν δηλαδή το Βατερλό του Ναπολέοντα αποτέλεσε το έναυσμα της επιστροφής των οπαδών της βασιλείας στη Γαλλία, άφησε πίσω του μια μοντέρνα πόλη σε οικονομική ακμή με έντονο ευρωπαϊκό νεοκλασικό χαρακτήρα στην αρχιτεκτονική των ιδιωτικών και δημόσιων μεγάρων. Σε αυτόν οφείλεται η μεταμόρφωση της Οδησσού σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο με την ίδρυση –υπό την κηδεμονία του– εμπορικής τράπεζας δανείων και ασφαλειών υπέρ του εμπορίου, με την οικοδόμηση τεράστιων σιταποθηκών στο χώρο του λιμανιού, με τη δημιουργία αποβάθρας και άλλων λιμενικών διευκολύνσεων και, τέλος, με το σχηματισμό εμπορικού επιμελητηρίου. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ο Ρισελιέ ήταν επόμενο να προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη δημιουργία της «ιδανικής πόλης». Οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις του οδήγησαν στη χάραξη σύγχρονου πολεοδομικού σχεδίου με εμφανή την παρουσία δημόσιων κτηρίων, με λιθοστρωμένες λεωφόρους, με φαρδιά πεζοδρόμια, με δενδροστοιχίες. Παράλληλα, η πολιτική του απέδωσε ένα κτήριο θεάτρου, το οποίο ξεκίνησε αμέσως την καλλιτεχνική δραστηριότητά του.
4

4. Οι Έλληνες: Οικονομία και κοινωνία

Η λήξη της θητείας του Ρισελιέ στην Οδησσό συνέπεσε με την απαρχή της τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης της πόλης. Πραγματικά η περίοδος 1814-1854 αποτελεί την πιο ακμαία φάση της τοπικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα αυτό οι εξαγωγές σίτου αποκλειστικά μέσω του λιμανιού της Οδησσού ξεπερνούν κατά μέσο όρο το 60% των συνολικών εξαγωγών σίτου από όλα τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.5 Σπουδαίοι εμπορικοί οίκοι, με προεξάρχοντες τους ελληνικούς, είχαν εγκατασταθεί στην Οδησσό ελέγχοντας την εξαγωγή σιτηρών στη δυτικοευρωπαϊκή αγορά. Είναι η περίοδος κατά την οποία η Οδησσός κατέχει την πρωτοκαθεδρία των ρωσικών εξαγωγών, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη διοχέτευση δημητριακών καρπών της νοτιορωσικής ενδοχώρας. Προαγορές της συγκομιδής, έγκαιρη αποστολή δειγμάτων στην κύρια εμπορική αγορά του Λονδίνου, ναυλοφορτώσεις εμπορικών ιστιοφόρων συνιστούν πρόσφορες πρακτικές της εξαγωγικής διαδικασίας. Στην εξυπηρέτηση του εμπορικού κυκλώματος συντείνουν και εμπορικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες που έχουν δημιουργηθεί με ιδιωτικά κεφάλαια.

Η οικονομική ευημερία της Οδησσού οφείλει τα μέγιστα στην παρουσία των ελληνικών εμπορικών οίκων. Η συγγένεια και άλλοτε η κοινή καταγωγή αποτελούν αναγκαία συνθήκη για το σχηματισμό του εμπορικού οίκου. Οι Χιώτες συγκροτούν τη σαφώς πιο ακμαία κοινωνική κατηγορία ανάμεσά τους. Είναι δραστήριοι έμποροι, τολμηροί επιχειρηματίες, μα πάνω απ’ όλα έτοιμοι να αξιοποιήσουν ένα ιδιότυπο know-how, τη γνώση των τεχνικών των εμπορικών πρακτικών, τις οποίες είχαν από το παρελθόν υιοθετήσει στους τόπους καταγωγής τους στον οθωμανοκρατούμενο χώρο. Οι προαγορές του προϊόντος από τον άμεσο παραγωγό σε τιμές συμφέρουσες, το αλληλόχρεο των λογαριασμών μεταξύ των υποκαταστημάτων και, κατά συνέπεια, η εξοικονόμηση της κίνησης ρευστών κεφαλαίων είναι συγκριτικά πλεονεκτήματα που συνοδεύουν τη λειτουργία των ελληνικών εμπορικών οίκων της Οδησσού έναντι των ανταγωνιστών τους. Και, ακόμη, διαθέτουν ικανές εμπορικές δικτυώσεις που τους επιτρέπουν υψηλό πνεύμα συνεργασίας με τα υποκαταστήματα του οίκου στις αγορές της Ανατολής και της Δύσης. Η πρωτοκαθεδρία των ελληνικών εμπορικών οίκων στις εξαγωγές σιταριού επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία της περιόδου 1833-1860,6 απ’ όπου προκύπτει ότι οι Έλληνες διακινούσαν ένα ποσοστό που άγγιζε το 50% του συνόλου των εξαγωγών σιταριού από το τελωνείο της πόλης.

Προκειμένου να προωθήσουν περαιτέρω την ισχυρή και έντονη παρέμβασή τους στο σιτεμπόριο, οι Έλληνες επιχειρηματίες επέλεξαν να επενδύσουν κεφάλαια στην πλοιοκτησία, ώστε με ιδιόκτητα σκάφη να διακινούν σιτοφορτία και άλλα εμπορεύματα και συνεπώς να προσαυξάνουν τα κέρδη τους. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργώντας ίδρυσαν και πολυσυμμετοχικές ασφαλιστικές εταιρείες με αντικείμενο την ασφάλιση φορτίων και πλοίων. Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους επιχειρηματικές πρακτικές απαιτούσαν και προϋπέθεταν την αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους εμπόρους, κι αυτό διευκόλυνε περισσότερο την ισχυροποίηση των εμπορικών οίκων. Συμπερασματικά οι Έλληνες αποτέλεσαν το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό στρώμα στην Οδησσό· στην ουσία αυτοί ήταν η καρδιά της υπό συγκρότηση αστικής τάξης.

Τη σημαντικότερη παρουσία ανάμεσα στους σιτεμπορικούς οίκους είχαν οι οίκοι Ράλλη και Ροδοκανάκη. Ο οίκος Ράλλη διατηρούσε εκεί ένα από τα κύρια υποκαταστήματα –με την επωνυμία Αδελφοί Ράλλη– του πασίγνωστου Ralli Bros με έδρα το Λονδίνο. Στην Οδησσό ήταν εγκατεστημένος λίγο πριν από το 1820 ο μεγαλύτερος των 5 αδελφών-ιδρυτών του οίκου, ο Ζαννής Ράλλης. Ήταν παράλληλα πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Οδησσό, γεγονός που υποδεικνύει την ευρεία αναγνώριση του κύρους του στη διεθνή αγορά. Η περιγραφή ενός Αμερικανού ταξιδιώτη στα τέλη της δεκαετίας του 1830 από τη γνωριμία του με το Ζαννή Ράλλη είναι χαρακτηριστική: «Ο Ράλλης είναι πλούσιος και αξιοσέβαστος, έγινε αντιπρόεδρος στο εμπορικό επιμελητήριο και είναι περήφανος που είναι πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών, διότι αυτό του δίνει μία θέση ανάμεσα στους αξιωματούχους της πόλης».7

Ανάλογη ήταν η θέση και η επιρροή του Θεόδωρου Ροδοκανάκη στην τοπική οικονομία και κοινωνία. Εγκατεστημένος στην Οδησσό από το 1819 κατόρθωσε να αναρριχηθεί στην κορυφή των σιτεμπορικών οίκων. Πρόξενος και αυτός του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης, πρωτεργάτης και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη μορφή των ομογενών της Οδησσού κυρίως με την ίδρυση του Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου.

5. Η παροικία και η πολιτική παρουσία των Ελλήνων

Η οργάνωση της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό έχει τις απαρχές της στην ίδρυση του ελληνορθόδοξου ναού της Αγίας Τριάδας. Ήδη τον Απρίλιο του 1795 είχε συγκεντρωθεί σημαντικό ποσό για την ανέγερση της εκκλησίας από συνεισφορές ομογενών, αλλά και χορηγία της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν εντός μιας δωδεκαετίας (1807) με τη συνδρομή των ελληνικών σιτεμπορικών οίκων, οι οποίοι κατέβαλαν 2,5 καπίκια ανά ψάθα (chetvert), προκειμένου να συμπληρωθεί το ποσό της απαιτούμενης δαπάνης. Στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, κοντά στη συνοικία των Ελλήνων, η παρουσία της εκκλησίας αποτέλεσε τον πυρήνα της κοινοτικής οργάνωσης, αφού αντικειμενικά ενίσχυσε τους δεσμούς μεταξύ των ομογενών. Είναι ενδεικτικό ότι στα 1814 έμποροι της Οδησσού ανέλαβαν πρωτοβουλίες που είχαν άμεσες συνέπειες στις πολιτικές και πνευματικές λειτουργίες της ομογένειας, και όπως θα αποδειχθεί σύντομα, στις εξελίξεις της ελληνικής εθνικής υπόθεσης. Η Φιλική Εταιρεία, η Ελληνεμπορική Σχολή και το θέατρο συνιστούν εκ των πραγμάτων τρεις δράσεις που σηματοδοτούν τη ζωή της Οδησσού, αλλά και του Ελληνισμού γενικότερα.

Αποκορύφωμα ασφαλώς της πολιτικής δραστηριότητας των Ελλήνων αποτελεί η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, με την καθοριστική συμβολή στην προετοιμασία του Αγώνα του 1821. Τη δημιουργία της συνωμοτικής οργάνωσης αποφάσισαν τρεις μικρέμποροι της πόλης: ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς και ο Ξάνθος. Το ρεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η ανάπτυξη του εμπορίου και πρωτίστως τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης αποτέλεσαν το έναυσμα για τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης που οδήγησε στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η ίδρυση της οργάνωσης στην Οδησσό συνάδει με τη γενικότερη κινητικότητα των φιλελεύθερων ιδεών στην πόλη. Την ίδια εποχή και άλλες εθνοτικές ομάδες (Ιταλοί, Βούλγαροι) της πόλης παρουσίασαν ανάλογη συμπεριφορά, δημιουργώντας οργανώσεις που διακινούσαν απόψεις υπέρ της εθνικής απελευθέρωσης και της ίδρυσης εθνικών κρατών. Η Φιλική Εταιρεία βρήκε γόνιμο έδαφος στους κόλπους των Ελλήνων ομογενών της πόλης. Γνώστες των διεθνών πολιτικών εξελίξεων, οι οποίες άλλωστε επηρέαζαν ευθέως την εμπορική τους δραστηριότητα, συμμέτοχοι στην ανάπτυξη των ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αφού χρηματοδοτούσαν εκδόσεις των Ελλήνων λογίων, μετατράπηκαν σε ένθερμους οπαδούς της ελληνικής εθνικής υπόθεσης. Οι σημαντικότεροι έμποροι της ελληνικής παροικίας της πόλης έγιναν μέλη της μυστικής εταιρείας, ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο Αλέξανδρος Κουμπάρης και ο Ιωάννης Αμβροσίου, ανέπτυξαν σπουδαία δραστηριότητα.

Συγχρόνως, οι Έλληνες έμποροι προχώρησαν στην ίδρυση και της Ελληνεμπορικής Σχολής. Στο πνεύμα του ρεύματος των νεωτερικών ιδεών του Διαφωτισμού, η σχολή υιοθέτησε πρόγραμμα διδασκαλίας των γνωστικών αντικειμένων που εναρμονίζονταν με τα Φώτα. Μαθηματικά, γεωμετρία, φυσική, γεωγραφία, αλλά και καταστιχογραφία και τεχνικές του εμπορίου απευθύνονταν στους νεαρούς γόνους των εμπόρων. Η σχολή επέζησε μέχρι την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917 και τη βίαιη απομάκρυνση των Ελλήνων από την πόλη. Στην υπερεκατόχρονη πορεία της, με διακυμάνσεις έστω, αποτέλεσε εστία της καλλιέργειας των ελληνικών γραμμάτων υπό την καθοδήγηση σημαντικών εκπαιδευτών. Ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Ιωάννης Μακρής και ο πολυσχιδής Γεώργιος Λασσάνης ξεχώρισαν για την εκπαιδευτική τους συνεισφορά στα πρώτα βήματα της ελληνικής σχολής. Αργότερα ο Συνόδης Παπαδημητρίου, ο Χρήστος Βουλοδήμος, ο Λύσσανδρος Χατζηκώνστας διηύθυναν την ελληνική σχολή. Οι έμποροι απάρτιζαν την εφορεία του εκπαιδευτηρίου, αφού αυτοί ήταν οι χρηματοδότες της λειτουργίας του. Για παράδειγμα, πέραν των ιδιωτικών εισφορών, οι ασφαλιστικές εταιρείες των Ελλήνων εμπόρων, η των Γραικών Ασφαλιστών, η Γραικική, η Νέα Γραικική, η Γραικορωσσική, ανέλαβαν να χορηγούν σταθερό ποσοστό από τα κέρδη τους, ώστε να καλύπτονται οι μισθοί των εκπαιδευτών, τα λειτουργικά έξοδα και τα έξοδα φοίτησης των άπορων μαθητών.

Την ίδια χρονιά (1814) ιδρύθηκε και το ελληνικό θέατρο. Η ενίσχυση του πατριωτισμού, η προβολή της ιστορίας των Ελλήνων και η επικοινωνία με το κίνημα των Φώτων ήταν τα θέματα που απασχόλησαν το θέατρο στην Οδησσό. Τραγωδίες του Βολταίρου, μεταφράσεις αρχαίου δράματος από τους Έλληνες λογίους, σύγχρονα έργα της εποχής παρουσιάζονταν στους ομογενείς της πόλης, αλλά και στο ευρύτερο κοινό. Οι αναφορές στο αρχαιοελληνικό παρελθόν ενίσχυαν την εθνική ταυτότητα, τα νεοελληνικά έργα περιέγραφαν ως ζοφερή την καθημερινότητα των Ελλήνων στον οθωμανικό χώρο, τα έργα των μεγάλων συγγραφέων του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος συνιστούσαν τη γέφυρα με τις νεωτερικές ιδέες.

Το Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο ξεκίνησε την εκπαιδευτική λειτουργία του το 1872. Ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης ανέλαβε το κόστος της κατασκευής, ενώ ο ίδιος, ο Στέφανος Ράλλης (γιος του Ζαννή), ο Γρηγόριος Μαρασλής, ο Αλέξανδρος Ζαρίφης και άλλοι μεγαλέμποροι ήταν οι χρηματοδότες της λειτουργίας του. Η Καλλιρρόη Παρρέν, η πρωτοπόρος της γυναικείας χειραφέτησης στην Ελλάδα, η Αθηνά Κυπριάδου και η Ελένη Δετζώρτζη λάμπρυναν με την παρουσία τους τη θέση της διευθύντριας του Παρθεναγωγείου.

Σίγουρα πίσω από την κοινωφελή δραστηριότητα των εμπόρων βρισκόταν η Ελληνική Αγαθοεργός Κοινότητα. Όταν το 1871 εγκρίθηκε η ίδρυσή της, οι μεγαλέμποροι που συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο έθεσαν υπό τη φροντίδα τους την ελληνορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, την Ελληνεμπορική Σχολή, το Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο, το Μαράσλειο Γηροκομείο και άλλα ιδρύματα που είχαν δημιουργηθεί από πρωτοβουλία της ελληνικής παροικίας.

Όμως η πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα των Ελλήνων τούς οδήγησε στην ενασχόληση και με τα τοπικά πολιτικά καθήκοντα. Ο Ρισελιέ ανέθεσε καθήκοντα δημάρχου στον Ιωάννη Αμβροσίου. Στα μέσα του αιώνα, Έλληνες έμποροι συμμετείχαν στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης, στο πολεοδομικό συμβούλιο, σε όργανα εποπτείας των υποθέσεων του τελωνείου και της αγορανομίας. Ωστόσο, κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το πέρασμα του Γρηγόριου Μαρασλή από τη θέση του δημάρχου της Οδησσού στην περίοδο 1879-1895. Ο ευγενικός bon-viveur με την πλούσια μόρφωση Μαρασλής άλλαξε κυριολεκτικά τη φυσιογνωμία της πόλης. Είτε με προσωπικές δαπάνες είτε με κρατικούς πόρους, ο Μαρασλής φρόντισε για την κατασκευή όπερας, βιβλιοθήκης, μουσείου, γηροκομείου, πτωχοκομείου, ψυχιατρείου, σχολής κηπευτικής, μικροβιολογείου, δημοτικής αγοράς και πολλών άλλων ιδρυμάτων. Τεράστια ήταν η συμβολή του στην ίδρυση της περίφημης Βιβλιοθήκης Μαρασλή με τις εξαιρετικές ελληνόγλωσσες εκδόσεις.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν η Οδησσός και συνολικά η Ρωσία απώλεσαν την πρωτοκαθεδρία του εμπορίου των σιτηρών στη διεθνή αγορά υπέρ της αμερικανικής γεωργίας, ενώ παράλληλα ο ανταγωνισμός εκ μέρους εβραϊκών εμπορικών οίκων υπονόμευε τα κέρδη των Ελλήνων εμπόρων, οι επιχειρηματίες αυτοί στράφηκαν στην ιδιοκτησία ακινήτων. Υπέροχα νεοκλασικά κτήρια στο βουλεβάρτο Πριμόρσκι και μεγάλες εκτάσεις γης της γειτονικής αγροτικής ενδοχώρας προσέδιδαν σημαντικό εισόδημα στους πλούσιους ιδιοκτήτες τους.

Σε αυτή τη φάση έγιναν εντονότερες και οι πιέσεις των κρατικών αρχών για τον εκρωσισμό των Ελλήνων ομογενών. Ο πανσλαβισμός που υιοθετήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τόσο από τμήματα της ρωσικής διανόησης όσο και από την κρατική πολιτική, ο ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός που έτεινε να επισκιάσει τις εθνότητες της αχανούς αυτοκρατορίας περιόριζαν την αυτοτέλεια και αυτενέργεια της ελληνικής κοινότητας, αλλά και των Ελλήνων ομογενών ατομικά. Ενδεικτικά αναφέρονται οι προσπάθειες αλλαγής στο πρόγραμμα σπουδών της Ελληνεμπορικής Σχολής με την υποχρεωτική θέσπιση της εκμάθησης των εγκύκλιων μαθημάτων στη ρωσική γλώσσα. Επίσης η αποδοχή της ρωσικής υπηκοότητας συνιστούσε ισχυρό δέλεαρ πλέον, καθότι για τους Ρώσους πολίτες είχαν θεσπιστεί σημαντικές φοροαπαλλαγές στη διενέργεια εμπορικών επιχειρήσεων. Τέλος, η ενσωμάτωση στη ρωσική κοινωνική ιεραρχία απέφερε διάφορα διοικητικά οφέλη. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη των απογόνων του Ζαννή Ράλλη. Ο εγγονός του Πέτρος έγινε λοχαγός της αυτοκρατορικής φρουράς, ενώ η εγγονή του Ελισάβετ παντρεύτηκε Ρώσο πρίγκιπα και γερουσιαστή.

Ωστόσο, η θύελλα των πολιτικών εξελίξεων φάνηκε στον ορίζοντα εξαιτίας των χρόνιων αδιεξόδων της πλατιάς μάζας της ρωσικής κοινωνίας. Η διαδρομή της ελληνικής παροικίας υπέκυψε στη λαίλαπα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, της αλόγιστης επέμβασης των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων (μαζί τους και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα) και βεβαίως των ατυχών χειρισμών των υπευθύνων της ελληνικής κοινότητας. Οι Έλληνες ομογενείς αποχώρησαν ατάκτως το 1919 αφήνοντας πίσω τους περιουσίες που είχαν αποκτηθεί με φιλοπονία και κάματο. Έμειναν παρά ταύτα αναλλοίωτα τα ίχνη της ελληνικής παρουσίας, λαμπρά αριστουργήματα που φανερώνουν την αλλοτινή ακμή του Ελληνισμού στη φιλόξενη Οδησσό του παρελθόντος.



1. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 78.

2. Herlihy, P., Odessa. A history 1794-1914 (Cambridge Mass. 1996), σελ. 10.

3. Ο Ρισελιέ ανέλαβε διοικητής της Οδησσού το 1803 και δύο χρόνια αργότερα γενικός κυβερνήτης τριών επαρχιών της περιφέρειας της Νέας Ρωσίας.

4. Για την αποτελεσματικότητα της διοίκησης Ρισελιέ βλ. Herlihy, P., Odessa. A history 1794-1914 (Cambridge Mass. 1996), σελ. 21-48.

5. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 170-171.

6. Τα σχετικά στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί στο Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 196-197, αντλήθηκαν από την αποδελτίωση της τοπικής εφημερίδας Odesskii Vestnik.

7. Incidents of travel in Greece, Turkey, Russia and Poland Β (New York 1855), σελ. 260.