1. Προέλευση – Γενοβέζικη περίοδος
Ο οίκος Ράλλη, όπως αρκετές άλλες χιώτικες οικογένειες, έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο. Πρώτη αναφορά για την οικογένεια έχουμε το 16ο αιώνα, όμως η εγκατάστασή της στη Χίο τοποθετείται στο 15ο αιώνα.1 Αυτό συμφωνεί και με τη διαθέσιμη μαρτυρία για κάποιο Νικολό Ράλλη, που το 1450 είχε αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα μεταξύ Χίου και Πέρα στην Κωνσταντινούπολη.2
Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι υπάρχει μία ακόμα προγενέστερη αναφορά του ονόματος Ράλλη, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα: αναφέρεται κάποιος Ραούλ ή Ραδούλ, ο οποίος ήταν απεσταλμένος του Ροβέρτου Γυισκάρδου το 1081 στην Κωνσταντινούπολη, στην αυλή του Αλέξιου Κομνηνού.3 Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η οικογένεια να εγκαταστάθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Χίο, όπως είχε συμβεί και με άλλες αρχοντικές οικογένειες του νησιού. Επιπλέον, η εγκατάστασή τους στις περιοχές Απλωταριά και Ατσίκη αποτελεί ίσως άλλο ένα ενισχυτικό στοιχείο της άποψης για τη μεταγενέστερη παρουσία τους στο νησί σε σχέση με παλαιότερα αρχοντικά γένη που κατοικούσαν κατά παράδοση στο Κάστρο και τον Εγκρεμό.4
2. Ο οίκος Ράλλη
Αν και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας ο οίκος Ράλλη περιλαμβανόταν στις ισχυρές οικογένειες της Χίου,5 ωστόσο αρχίζει να εμφανίζεται πιο δυναμικά από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την άνοδο του διεθνούς εμπορίου και την εξάπλωση των Ελλήνων εμπόρων στο χώρο της ευρύτερης διασποράς, δηλαδή τη δυτική Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα και την ανατολική Μεσόγειο. Η περίπτωση μάλιστα της εξάπλωσης της οικογένειας Ράλλη και της συνεργασίας των μέλων της που ήταν εγκατεστημένα στα διάφορα σημαντικά εμποροναυτιλιακά κέντρα της εποχής αποτελεί μάλλον την επιτομή αυτού που ονομάστηκε «χιώτικο δίκτυο»· η θεωρητική βάση του φαίνεται ότι στηρίχτηκε και ενσαρκώθηκε κυρίως μέσα από το παράδειγμα της περίπτωσης του οίκου Ράλλη.6 Ο γενεαλογικός κλάδος του πολυπληθούς οίκου,7 ο οποίος οδήγησε στη δημιουργία της οικονομικής αυτοκρατορίας που ονομάστηκε «Αδελφοί Ράλλη» (γνωστότεροι ως “Ralli Brothers”), προέρχεται από τη γραμμή του Στέφανου Ράλλη και της Μαριέττας Παντελή Μαυρογορδάτου, που έζησαν πιθανότατα από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 18ου, αν κρίνουμε ότι από τα έξι παιδιά τους (την Ελένη, το Ζαννή, τον Αμβρουζή, τη Μαριέττα, το Γιώργο και το Στρατή) η πρωτότοκη Ελένη γεννήθηκε το 1722 και ο τελευταίος, ο Στρατής, το 1741.8 Ο δευτερότοκος Ζαννής, που γεννήθηκε το 1724 και παντρεύτηκε την Πλουμού Σκαραμαγκά το 1754, απέκτησε επτά παιδιά: το Στέφανο, τον Πέτρο, το Δημήτρη, την Αργυρώ, τη Λούλα, τη Μαρουκώ και τον Παντιά. Από τον πρωτότοκο Στέφανο (1755-24/3/1827) και τη Λούλα (Ιουλία) (2/12/1768-Κωνσταντινούπολη, 4/10/1848), κόρη του Αυγουστή Σεκιάρη και της Βιργινίας Ράλλη, που παντρεύτηκαν το 1784, προήλθε η πρώτη γενεά των “Ralli Brothers”. Αυτοί ήταν οι Ζαννής (3/11/1785-Παρίσι, 8/10/1859), Αυγουστής (10/1/1792-18/4/1878), Παντιάς (1793-Λονδίνο, 9/7/1865), Θωμάς (Τομαζής), (10/1798-Λονδίνο, 20/10/1858) και Στρατής (22/4/1800-Λονδίνο, 1/9/1884). Ακόμη, υπήρχαν οι αδελφές: Πλουμού (1790-Μασσαλία, 10/5/1867), που παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Αντ. Ράλλη, Βιερού (30/12/1801-Λονδίνο, 17/9/1885), που παντρεύτηκε τον Κόζι Αγέλαστο, Αργυρώ (1803-1881), που παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Ψυάκη, και Μαριγώ (20/10/1806-23/3/1891), που παντρεύτηκε τον Πέτρο Σκυλίτση.9 3. Η εξάπλωση του οίκου Ράλλη
Η εξάπλωση του οίκου στις μεγάλες εμπορικές πιάτσες της Ευρώπης και της Ανατολής ακολούθησε τη συνήθη διαδρομή όλων των ελληνικών εμπορικών οίκων της εποχής, στα κέντρα που συγκέντρωναν το μεγαλύτερο εμπορικό ενδιαφέρον. Έτσι ξεκίνησαν από τις αρχές του 19ου αιώνα από τη Σμύρνη, μεγάλο κέντρο εμπορικών συναλλαγών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση, και αφετηρία των Χίων εμπόρων ήδη από το 18ο αιώνα.10 Εκεί φαίνεται ότι εγκαταστάθηκε ο πρωτότοκος Ζαννής στα τέλη της δεκαετίας του 1810 και δημιουργήθηκε η εταιρεία «Ράλλης, Σεκιάρης και Αργέντης», ενώ υπάρχει μαρτυρία καταστήματος και στη Μάλτα το 1814 με την επωνυμία «Παράρτημα Ζαννή Ράλλη και Συντροφία εις Μάλτα».11 Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Ζαννής Ράλλης ξεκίνησε από το 1805 στο Λιβόρνο, όπου προϋπήρχε κατάστημα του πατέρα του εκεί,12 ενώ η Χαρλαύτη αναφέρει ότι το συγκεκριμένο κατάστημα ιδρύθηκε το 1817.13 Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Λιβόρνο, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αποτελούσε το κύριο διαμετακομιστικό λιμάνι της Μεσογείου (κατά βάση σιτηρών), ενδιάμεσος σταθμός των προϊόντων μεταξύ ανατολικής Μεσογείου και Δύσης, κυρίως δε της Βρετανίας. Επομένο ήταν λοιπόν να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ελληνικών –κυρίως χιώτικων– εμπορικών οικών που εγκαταστάθηκαν εκεί.14
Η εξάρτηση από τη βρετανική αγορά σύντομα οδήγησε στη σύσταση νέου καταστήματος στο Λονδίνο το 1818, από τους Ζαννή και Στρατή στην Old Bond Street.15 Το 1826 μεταφέρθηκαν στο περίφημο Finsbury Circus (που αποτέλεσε στη συνέχεια έδρα πολλών ελληνικών επιχειρήσεων), στο οποίο παρέμειναν μέχρι και το τέλος της μακράς επιχειρηματικής πορείας του οίκου το 1961.16 Την ίδια χρονιά, το 1826, έφτασε στο Λονδίνο και ο Παντιάς, ίσως από τη Μασσαλία, ο οποίος έμελλε να αναδειχτεί ηγετική φυσιογνωμία του οίκου με καταλυτικές συνέπειες για το μέγεθος της εξάπλωσής του. Ο «Ζεύς» της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου, όπως είχε ονομαστεί, χρημάτισε επίσης πρώτος πρόξενος του ελληνικού κράτους στο Λονδίνο.17 Το κατάστημα του Λονδίνου έφερε αρχικά την επωνυμία «Ράλλη & Πετροκόκκινου», όπως αναφέρεται στους οδηγούς του Λονδίνου από το 1823.18 Σε σχεδιάγραμμα των ελληνικών επιχειρήσεων του Finsbury Circus του 1839 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι επωνυμίες “Ralli Antonio & Company”, “Ralli Pandia Theodore”, “Ralli & Mavroyanni”, “Ralli Karati” και οι όμορες και μάλλον ταυτόσημες, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα, “Ralli Bros” και “Ralli Pandia Greek Consul”.19
4. Ο οίκος Ράλλη στην Οδησσό
Πέρα από την παρουσία του Παντιά στο Λονδίνο, και η εγκατάσταση του Ζαννή στην Οδησσό αποτέλεσε κίνηση κομβικής σημασίας για τον οίκο των Ράλλη, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1820 εγκαθίστανται, όχι τυχαία, όλοι οι εκπρόσωποι των μεγάλων ελληνικών επιχειρηματικών οίκων που θα κυριαρχήσουν στο εμπόριο σιτηρών της Μαύρης θάλασσας, όπως ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης, ο Σπυρίδων Μαύρος, ο Κωνσταντίνος Παππούδωφ και ο Αλέξανδρος Ζαρίφης.20 Το 1827 ο Στρατής εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ για να ασχοληθεί με το εμπόριο υφασμάτων, ο Τομαζής (Θωμάς), μέσω της εταιρείας «Τομαζής Ράλλης & Σία», διευθύνει τα καταστήματα Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας, ενώ ο Αυγουστής διευθύνει, από το 1834, το κατάστημα της Μασσαλίας με την επωνυμία «Ράλλης, Σκυλίτσης & Αργέντης», μετεξέλιξη του αρχικού καταστήματος «Σκυλίτση-Αργέντη & Σία», που ιδρύθηκε το 1816. Ακόμη για λογαριασμό των αδελφών Ράλλη λειτουργούσε στο Λίβερπουλ το κατάστημα «Πέτρου Σκυλίτση & Σία», συζύγου της μικρότερης αδελφής Ράλλη, της Μαριγώς, ενώ στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ ο οίκος εκπροσωπούνταν από τους Σκαραμαγκάδες, στην Ταυρίδα από το κατάστημα «Ράλλης και Αγέλαστος» και στο Ρεστ από τον Πέτρο Π. Ράλλη.21
Το κατάστημα της Οδησσού υπό τη διεύθυνση του Ζαννή Ράλλη ήταν ένας από τους μεγαλύτερους οίκους εξαγωγής σιτηρών της πόλης. Ήδη τα έτη 1826-1827 ο οίκος Ράλλη συγκαταλεγόταν μεταξύ των σημαντικότερων εξαγωγέων της Οδησσού, Ελλήνων και ξένων, με εξαγωγές αξίας 514.337 ρουβλιών, μετά τους παλαιότερους οίκους Ζαχάρωφ, Μαγουλά, Κούππα και το νεοεισελθέντα Σπ. Μαύρο.22 Μαζί με τους οίκους των Παππούδωφ, Ροδοκανάκη, Ζαρίφη και Μαύρου διακίνησαν κατά την περίοδο 1833-1860 το 62% του εξωτερικού εμπορίου επί του συνόλου των ελληνικών εμπορικών οίκων της Οδησσού και το 26% επί του συνόλου όλων των εμπορικών οίκων. Οι δε οίκοι Παππούδωφ, Ροδοκανάκη και Ράλλη αποτελούσαν το «σκληρό πυρήνα» που διακινούσε το 51% των εμπορευμάτων επί του συνόλου των ελληνικών εμπορικών οίκων και το 21% επί του συνόλου των οίκων. Συνολικά κατά την παραπάνω περίοδο ο οίκος Ράλλη πραγματοποίησε εξαγωγές συνολικής αξίας 33.487.895 ρουβλιών, δεύτερος μετά τον οίκο Ροδοκανάκη.23 Το κατάστημα της Οδησσού ωστόσο δεν περιόρισε τον επιχειρηματικό του ορίζοντα μόνο στα σιτηρά, αλλά επεκτάθηκε και σε εξαγωγές ζωικού λίπους, λιναρόσπορου, μετάξης, βαμβακιού,24 γεγονός που αποδείχθηκε σωτήριο για τη σταθερότητα της εταιρείας σε περιόδους κρίσης του εμπορίου σιτηρών και χρεοκοπίας πολλών άλλων οίκων που εξαρτιόνταν αποκλειστικά από αυτό.25 Η πρωτοκαθεδρία του οίκου στις εξαγωγές των παραπάνω αγαθών διαπιστώνεται και από στοιχεία της περιόδου 1841-1845, όπου προκύπτει ότι διεξήγαγε σχεδόν το 35% των εξαγωγών σιτηρών και λιναρόσπορου στο σύνολο των Ελλήνων εμπόρων και σχεδόν το 10,5% επί του συνόλου της Οδησσού προς τη Μεγάλη Βρετανία. Όσον αφορά δε τις εξαγωγές ζωικού λίπους και μαλλιού προς την ίδια χώρα, ο οίκος κατείχε τη μερίδα του λέοντος, αφού διεξήγαγε σχεδόν το 91% του εμπορίου επί του συνόλου των Ελλήνων και περίπου το 27% επί του γενικού συνόλου.26 Το δε κατάστημα της Μασσαλίας με την επωνυμία «Ράλλη, Σκυλίτση, Αργέντη» εισήγαγε μεγάλες ποσότητες σιτηρών από τη Μαύρη θάλασσα και ήταν τρίτο σε κατάταξη μετά τους οίκους Ροδοκανάκη και Ζιζίνια το 1840.27
5. Η δραστηριότητα του εμπορικού οίκου Ράλλη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
Η μετατροπή του οίκου Ράλλη σε επιχείρηση παγκόσμιας εμβέλειας προσαρμοζόμενη κάθε φορά στις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες, η οποία ξεχωρίζει σε επιχειρηματική νοοτροπία από τους υπόλοιπους ελληνικούς επιχειρηματικούς οίκους, φαίνεται και από την επέκταση σε υπερπόντιες αγορές που ξεφεύγουν από τη συνήθη ενασχόληση με το εμπόριο σιτηρών και τη συγκυριακή κερδοσκοπία. Οι αδελφοί Ράλλη ανοίγουν καταστήματα στην Καλκούτα το 1851, τη Βομβάη το 1861 και τη Νέα Υόρκη το 1871, ενώ αποσύρονται από τις ασύμφορες πια αγορές της Περσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.28 Ο θάνατος του ηγετικού Παντιά Ράλλη το 1865, αλλά και του Ζαννή το 1859 στην Οδησσό, οδηγεί πάντως σε αλλαγές στη διοίκηση αλλά και σε αναπροσαρμογή των στόχων της εταιρείας. Στο πλαίσιο αυτό εγκαταλείπεται και το εμπόριο σιτηρών της Μαύρης θάλασσας στο συνέταιρο Σκαραμαγκά, το οποίο ούτως ή άλλως μετά τη δοκιμασία του Κριμαϊκού πολέμου άρχισε να περιέρχεται στα χέρια των Εβραίων, με παράλληλη αναδίπλωση του ελληνικού στοιχείου.29 Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της εταιρείας αναλαμβάνουν τα ηνία του καταστήματος της Μασσαλίας τα πρώτα ξαδέλφια Ιωάννης, γιος του Στρατή, και Στέφανος, γιος του Αυγουστή. Ο δεύτερος θα αποδειχτεί στυλοβάτης της εταιρείας και ο θάνατός του το 1902 θα δώσει τη σκυτάλη στο μικρότερο αδελφό του Ιωάννη, το Λουκά Στρατή, ο οποίος θα διευθύνει την εταιρεία μέχρι το 1931, έτος του θανάτου του.
6. Ο οίκος Ράλλη και η ναυτιλία
Η ναυτιλία αποτέλεσε για τον οίκο Ράλλη, όπως για πολλούς εμπόρους της εποχής, μια παραπληρωματική δραστηριότητα με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση των μεταφορών των διακινούμενων αγαθών, και όχι αυτοτελή, όπως θα εξελιχθεί με τη μετάβαση στον εφοπλισμό το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Παρ’ όλ’ αυτά η οικογένεια κατείχε κάποια ιστιοφόρα, συνήθως μεγάλης χωρητικότητας, όπως το «Άγιος Φραγκίσκος», μπάρκο 500 τόνων που ναυπηγήθηκε στο Waterford το 1849, ιδιοκτησίας μάλλον του Παντιά Ράλλη, αλλά και το «Στεφανής», μπρίκι 497 τόνων νηολογημένο στην Οδησσό το 1840, ιδιοκτησίας των αδελφών Ράλλη –το οποίο όμως μάλλον διαχειριζόταν ο Ζαννής–, και τα επίσης μπρίκια «Παναγιά Μυρτιδιώτισσα» (327 τόνων) και «Άρτεμις» (133 τόνων), ναυπηγημένα στη Σύρο το 1868 και 1867 και νηολογημένα στην Κωνσταντινούπολη, ιδιοκτησίας του Στέφανου Ζαννή Ράλλη της Οδησσού.30 Υπήρχαν ακόμα τα «Λυκούργος» (314 τόνων) και «Νέα Φανή» (94 τόνων), νηολογημένα στη Μασσαλία, ιδιοκτησίας του καταστήματος «Ράλλης, Σκυλίτσης & Αργέντης».31 Ο Αυγητίδης αναφέρει ότι ο Ζαννής Ράλλης κατείχε τα ιστιοφόρα «Βικτώρια», «Άγιος Αλέξανδρος» και «Άγιος Νικόλαος», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.32 7. Η κοινωνική θέση της οικογένειας
Η ξεχωριστή θέση και σημασία των οικονομικών δραστηριοτήτων της οικογένειας Ράλλη γίνεται φανερή και από τη διακεκριμένη θέση που κατείχαν κάποια μέλη της στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή των τόπων όπου ήταν εγκατεστημένα. Πιο συγκεκριμένα, στο Λονδίνο, στο σημαντικότερο οικονομικό θεσμό ίσως της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών, αλλά και άλλων προϊόντων, το Βαλτικό Κέντρο (Baltic House), οι Ράλληδες κατείχαν περίοπτη θέση. Ο Παντιάς ήταν από το 1854 μέλος της διεύθυνσης του οργανισμού, ενώ το 1857, με τη μετεξέλιξη του Baltic Coffee House σε Baltic Co. Ltd, στους 37 Έλληνες-μέλη περιλαμβάνονταν και οι αδελφοί Αμβρουζής και Παντιάς, γιοι του Θεοδώρου Ράλλη (που αποκεφαλίστηκε στην καταστροφή της Χίου), γιου του Στρατή, μικρότερου αδελφού του Ζαννή, από τον οποίο προήλθε ο κλάδος των “Ralli Brothers”. Ακόμη περιλαμβάνονταν ο Παντιάς Αλεξάνδρου Ράλλης, απόγονος διαφορετικού κλάδου της οικογένειας, που ξεκίνησε από το Θεόδωρο Ράλλη στα μέσα του 18ου αιώνα, και ο Ευστράτιος Ράλλης, μάλλον ο πέμπτος αδελφός των “Ralli Brothers”.33 Σε κατάλογο των Ελλήνων που ήταν μέλη του Βαλτικού Κέντρου του 1886 περιλαμβάνονται οκτώ Ράλληδες, ο μεγαλύτερος αριθμός εκπροσώπων από οποιαδήποτε άλλη ελληνική οικογένεια.34 Ανάλογα περίοπτη θέση κατείχε η οικογένεια και στην Οδησσό. Μετά τις οικογένειες Μαρασλή και Ροδοκανάκη με 20 και 18 κτήρια αντίστοιχα, η οικογένεια Ράλλη κατείχε συνολικά 17 κτήρια στην πόλη.35 Ο δε Στέφανος, γιος του Ζαννή, αναφέρεται πρώτος στη λίστα των Ελλήνων ιδιοκτητών της Οδησσού με ακίνητα αξίας 539.500 ρουβλιών.36 Ο Ζαννής Ράλλης διετέλεσε πρόξενος των ΗΠΑ στην Οδησσό από το 1832 έως το τέλος της ζωής του το 1859, ενώ ήταν και αντιπρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου. Ο γιος του Στέφανος έγινε ειρηνοδίκης και το 1881 σύμβουλος του κράτους.37 Πάντως, μετά το θάνατο του Ζαννή και την αυτονόμηση της εταιρείας του Λονδίνου από το κατάστημα της Οδησσού, άρχισε μία διαφορετική περίοδος για τον οίκο Ράλλη στη Μαύρη θάλασσα. Ο Στέφανος, με τις οικονομικές συνθήκες διαφοροποιημένες πλέον, έστρεψε, όπως πολλοί άλλοι απόγονοι των Ελλήνων μεγαλεμπόρων της Διασποράς, τις οικονομικές του δραστηριότητες σε άλλα πεδία, όπως η εκμετάλλευση ακινήτων, η γαιοκτησία και η σιδηρουργική βιομηχανία.38
Ο Στέφανος έκανε δύο γάμους: με την Ελένη Γιαννοπούλου το 1841 και τη Marie Epités στις 30 Απριλίου 1850 στην Οδησσό. Από τον πρώτο γάμο απέκτησε δύο γιους, το Ζαννή και τον Αλέξανδρο, που πέθαναν αμφότεροι σχεδόν τριακονταετείς. Από το δεύτερο γάμο απέκτησε 2 γιους και 5 κόρες. Από τους γιους του, ο μικρότερος Pierre έγινε αξιωματικός της ρωσικής αυτοκρατορικής φρουράς και παντρεύτηκε τη Ρωσίδα Μαρία Κουρόβσκι, ενώ ο μεγαλύτερος Παύλος παντρεύτηκε και αυτός Ρωσίδα, την Κατερίνα Πάβλοβνα Τιματσένκο. Με το θάνατο του Παύλου το 1911 τερματίζει και η παρουσία του οίκου Ράλλη στην Οδησσό.39
1. Ζολώτας, Γ., Ιστορία της Χίου Α2 (Αθήνα 1922), σελ. 450. 2. Αrgenti, P., The occupation of Chios by the Genoese, 1346-1566 (Cambridge 1958), σελ. 502. 3. Ζολώτας, Γ., Ιστορία της Χίου Α2 (Αθήνα 1922), σελ. 448-450. 4. Ζολώτας, Γ., Ιστορία της Χίου Α2 (Αθήνα 1922), σελ. 458. 5. Notice sur la famille Petrococchino de l’île de Chio (Gènéve 1909), σελ. 11. 6. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-168, για την έννοια του δικτύου και δη του χιώτικου, τις δομές και τη λειτουργία του. Για την περίπτωση του οίκου Ράλλη ως προτύπου του χιώτικου δικτύου βλ. ό.π., σελ. 147, σχήμα 3.2. 7. Για το γενεαλογικό δένδρο του οίκου βλ. Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 387-393. 8. Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 387. 9. Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 387. 10. Syrett-Φραγκάκη, Ε., «Το εμπόριο της Σμύρνης το 18ο αιώνα», στο Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Α(Αθήνα 1985), σελ. 32. 11. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148. 12. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 212· Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 386. 13. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148. 14. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 142. 15. Καλβοκορέσης, Μ.Λ., Ο Οίκος των Αδελφών Ράλλη (Χίος 1953), σελ. 2· Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148, σημ. 35. 16. Καλβοκορέσης, Μ.Λ., Ο Οίκος των Αδελφών Ράλλη (Χίος 1953), σελ. 2· Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148. 17. Για τη χρονιά άφιξης του Παντιά στο Λονδίνο και της συνεπαγόμενης εγκατάστασης του Ζαννή στην Οδησσό οι απόψεις διίστανται. Το 1826 αναφέρει η Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148, η οποία σημειώνει ότι ο Ζαννής πήγε στην Οδησσό το 1827. Σύμφωνα με το Καλβοκορέσης, Μ.Λ., Ο Οίκος των Αδελφών Ράλλη (Χίος 1953), σελ. 2, ο Παντιάς πήγε στο Λονδίνο το 1822, ενώ ο Καρδάσης στο έργο του Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.), σελ. 134-135, αναφέρει ότι ο Ζαννής εγκαταστάθηκε στην Οδησσό το 1822, ενώ στο Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 212, αναφέρει ότι η εγκατάσταση του Ζαννή στην Οδησσό έγινε το 1820, καθώς και ο εκεί γάμος του με την Ιταλίδα Lucia Storni. 18. Καλβοκορέσης, Μ.Λ., Ο Οίκος των Αδελφών Ράλλη (Χίος 1953), σελ. 2· Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 212. 19. Χασιώτης, Ι. – Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Ελλήνες στη Διασπορά 15ος-21ος αι. (Αθήνα 2006), σελ. 358. 20. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 201. 21. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 214· Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 147, σχήμα 3.2. 22. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 202, πίν. 7.3. 23. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 205, 206, πίν. 7.4, σελ. 207, γράφημα 7.4.1. 24. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 213. 25. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 125-126. 26. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), επεξεργασμένα στοιχεία από πίνακα 3.6, σελ. 141. 27. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 136-137, πίν. 3.4. 28. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 148. 29. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 125. 30. Χαρλαύτη, Τ. – Βλασσόπουλος, Ν., Ποντοπόρεια, 1830-1940. Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Αθήνα 2002), σελ. 98, 139, 364, 406. 31. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 159-161, πίν. 3.10. 32. Αυγητίδης, Κ.Δ., Θεόδωρος Π. Ροδοκανάκης. Ο μεγαλέμπορος, επιχειρηματίας, πλοιοκτήτης και τραπεζίτης της Οδησσού (Χίος 2004), σελ. 92. 33. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 128. Για τους κλάδους των Αμβρουζή και Παντιά Θεοδώρου Ράλλη βλ. Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 390, και του Παντιά Αλεξάνδρου, βλ. ό.π., σελ. 391, 393. 34. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 155, πίν. 3.9. 35. Αυγητίδης, Κ.Δ., Θεόδωρος Π. Ροδοκανάκης. Ο μεγαλέμπορος, επιχειρηματίας, πλοιοκτήτης και τραπεζίτης της Οδησσού (Χίος 2004), σελ. 131. 36. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 273, παράρτημα 5. 37. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 215-216· Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 387. 38. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 216· Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.), σελ. 134-135. 39. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.), σελ. 134-135· Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 387.
|