Οικογένεια Βαλλιάνου

1. Βιογραφικά στοιχεία

Η οικογένεια Βαλλιάνου, από τις Κεραμιές (παλαιότερη ορθογραφία Κεραμειές) της Λειβαθούς της Κεφαλλονιάς, διακρίθηκε για τη ναυτιλιακή και εμπορική της δράση κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Συνεχίζοντας τη ναυτιλιακή παράδοση της Κεφαλλονιάς, που ανέπτυξε σημαντικό στόλο στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι ναυτιλιακές δραστηριότητες της οικογένειας Βαλλιάνου εντοπίζονται στα αρχεία των δυτικοευρωπαϊκών λιμανιών, όπου καταγράφονται πολλοί πλοίαρχοι με το όνομα Βαλλιάνος (Ανδρέας, Αλέξανδρος, Γεράσιμος, Ρόκος, Θεόδωρος, Αντώνης), χωρίς όμως να γνωρίζουμε τη συγγένειά τους με τους δημιουργούς του οίκου. Η μεγάλη ακμή της οικογένειας εντοπίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με τη δημιουργία του οίκου των αδελφών Βαλλιάνου κατ’ αρχάς στη Μαύρη θάλασσα, με έδρα το Ταϊγάνιο (Ταϊγκανρόκ) της Αζοφικής, και εν συνεχεία με γραφεία στο Λονδίνο και τη Μασσαλία.

Ο πατέρας των ιδρυτών του οίκου ήταν ο Αθανάσιος Βαλλιάνος, ο οποίος πρέπει να γεννήθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1770. Ο Αθανάσιος μαζί με τη γυναίκα του Φρόνια απέκτησαν οκτώ παιδιά: τη Σαντίνα, το Σπύρο, το Νικόλαο, το Μεταξά, το Μαρίνο (1808-1896), τον Παναγή (1814-1902), τον Ανδρέα (1827-1889) και τη Μαρία. Ο Μαρίνος, ο Παναγής και ο Ανδρέας αποτέλεσαν τη σημαντική αδελφική τριάδα που δημιούργησε τον οίκο των αδελφών Βαλλιάνου.

2. Επιχειρηματική δράση

Ο οίκος των αδελφών Βαλλιάνου διακρίθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ενώ η περίοδος της μεγάλης του ακμής ήταν από τη δεκαετία του 1870 μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Το εύρος και ο όγκος των δραστηριοτήτων των Βαλλιάνων τούς κατέστησε ηγετικό επιχειρηματικό όμιλο στο διεθνές επιχειρηματικό δίκτυο των Ελλήνων, στο «Ιόνιο δίκτυο», που διακινούσε το εμπόριο, τη ναυτιλία και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες της Μαύρης θάλασσας και της ανατολικής Μεσογείου προς τη δυτική Μεσόγειο και τη βόρεια Ευρώπη.

Πρώτος έφυγε από την Κεφαλλονιά ο Μαρίνος (Μαρής) Βαλλιάνος στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Μπαρκάρισε και εργάστηκε σε κεφαλλονίτικο ιστιοφόρο, οπότε, έπειτα από μερικά ταξίδια στη Μεσόγειο, αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής, ίσως στα τέλη της δεκαετίας του 1820. Είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του σιτεμπορίου της νότιας Ρωσίας από την Οδησσό μέχρι την Αζοφική. Η αλματώδης ανάπτυξη των εξαγωγών σιτηρών αποτέλεσε πόλο έλξης για τους κατοίκους του Ιονίου και του Αιγαίου, που εξακολούθησαν να καταφθάνουν στην περιοχή από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

Το Ταϊγάνιο, το ακραίο και πιο σημαντικό εξαγωγικό λιμάνι της Αζοφικής, δίπλα στην ελληνική Μαριούπολη, αποτέλεσε και αυτό πόλο έλξης Ελλήνων από τις αρχές του 19ου αιώνα. Εκεί εγκαταστάθηκε το 1815 ο πάμπλουτος Ιωάννης Βαρβάκης και έζησε σε αυτό το μέρος μέχρι το θάνατό του το 1825. Αξιοσημείωτη ελληνική εμπορική κοινότητα δημιουργήθηκε τις δεκαετίες 1830 και 1840 με υποκαταστήματα μεγάλων χιώτικων εμπορικών οίκων της ελληνικής διασποράς, όπως των αδελφών Ράλλη, Σκαραμαγκά, Ροδοκανάκη, Αυγερινού, Παπούδωφ και Λασκαρίδη. Η ανοδική πορεία των εξαγωγών του Ταϊγάνιου συνεχίστηκε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, παρά τις δυσκολίες ναυσιπλοΐας λόγω των αβαθών υδάτων της Αζοφικής, την ακαταλληλότητα των λιμανιών και τις μεγάλες αργοπορίες εξαιτίας της αναγκαστικής καραντίνας στο Κερτς και εξαιτίας του αμμώδους φράγματος των Στενών του Γενί Καλέ.

Ο Μαρής Βαλλιάνος στα τέλη της δεκαετίας του 1820 προσλήφθηκε ως ναύκληρος σε πλοιάρια της Αζοφικής που ανήκαν στον Κεφαλλονίτη σιτέμπορο Αυγερινό. Η σημασία των πλοιαρίων στην Αζοφική ήταν μεγάλη. Το Ταϊγάνιο, που συγκέντρωνε τα 2/3 όλων των εξαγωγών της περιοχής, βρισκόταν σε απόσταση τριάντα μιλίων από τα αγκυροβόλια λόγω του αβαθούς των υδάτων. Πριν από τη δεκαετία του 1870, καθώς δεν είχαν ακόμη εισαχθεί τα ρυμουλκά ατμόπλοια, οι συνθήκες που επικρατούσαν για τους καπετάνιους και τα πληρώματα, οι οποίοι ταξίδευαν δύο ή και τρεις νύχτες με βάρκες για το Ταϊγάνιο, ήταν εξαιρετικά δυσμενείς. Συχνά, οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να παραμένουν στις βάρκες για μέρες.

Φαίνεται ότι τη δεκαετία του 1840 ο Μαρής κατάφερε να αγοράσει μικρά ιστιοφόρα αλλά και να δημιουργήσει ένα σιτεμπορικό οίκο διαχειριζόμενος ο ίδιος και τα φορτία και τα πλοία που εκτελούσαν αρχικά τις μεταφορές μεταξύ Αζοφικής και Κωνσταντινούπολης. Στο μεταξύ ο αδερφός του Παναγής Βαλλιάνος, αφού δούλεψε πάνω στο κεφαλλονίτικο ιστιοφόρο του πλοιάρχου Γεράσιμου Δ. Βεργωτή για μερικά χρόνια, ένωσε τις δυνάμεις του με το μεγάλο αδερφό του Μαρή στο Ταϊγάνιο. Οι επιχειρήσεις των Μαρή και Παναγή Βαλλιάνου, στις οποίες προσλάμβαναν αποκλειστικά Κεφαλλονίτες, εξαπλώθηκαν σταδιακά με πρακτορεία, αποθήκες, φορτηγίδες και ιστιοφόρα σε όλα τα λιμάνια της Αζοφικής (Μαριούπολη, Μπερντιάνσκ και Γέισκ), ενώ εμφανίζονται ως πλοιοκτήτες δύο μεγάλων ιστιοφόρων τη δεκαετία του 1840. Το μεγάλο άνοιγμα ίσως έγινε την περίοδο 1847-1848 με τη μεγάλη ζήτηση σιτηρών από τη δυτική Ευρώπη. Πάντως βρίσκουμε τον Παναγή να έχει εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο, η οποία λειτουργούσε ως ενδιάμεσος σταθμός των φορτίων του οίκου, όπου και λάμβανε διαταγές για τον οριστικό προορισμό του φορτίου. Το 1851-1853, σύμφωνα με τα βρετανικά προξενικά αρχεία, ο Μαρής Βαλλιάνος εμφανίζεται ανάμεσα στους τρεις πιο σημαντικούς εξαγωγείς του Ταϊγάνιου.

Τομή στην ιστορία του οίκου θεωρείται ο Κριμαϊκός πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Βαλλιάνοι είχαν τεράστια κέρδη μέσω «παράνομων» –για τους Ρώσους– εξαγωγών δημητριακών, τις οποίες πραγματοποιούσαν αδιαφορώντας για τους περιορισμούς που επέβαλαν οι εμπόλεμοι. Ο Μαρής Βαλλιάνος παρέμεινε στο Ταϊγάνιο 70 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1896, και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο εξαγωγέα της Αζοφικής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, εξασφαλίζοντας χιλιάδες τόνους φορτίων σιτηρών για την επιχείρηση της οικογένειας. Ένας μεγάλος άγνωστος στην ιστοριογραφία των ελληνικών εμπορικών παροικιών έχει παραμείνει η ελληνική εμπορική κοινότητα του Ταϊγάνιου, μια πόλη που οι Ρώσοι μέχρι σήμερα αποκαλούν «πόλη των Ελλήνων».1

Δύο χρόνια μετά τη λήξη του Κριμαϊκού, το 1858, ο Παναγής Βαλλιάνος εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο την εποχή αυτή. Το άνοιγμα ήταν καθοριστικό και σηματοδότησε τη διεθνοποίηση του οίκου. Ο Παναγής Βαλλιάνος δημιούργησε την εταιρεία με την επωνυμία Vagliano Bros και εγκατέστησε τα γραφεία στο νούμερο 19 της Broad Street στο Σίτι του Λονδίνου, όπου παρέμεινε τα επόμενα 44 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1902. Στο Λονδίνο δεν αντιπροσώπευε μόνο τα δικά του συμφέροντα, αλλά και εκείνα των Θεοφιλάτου και Μήλλα, εμπόρων δημητριακών στο Δούναβη. Απέκτησε πρόσβαση στο Βαλτικό Κέντρο, την κύρια διεθνή αγορά δημητριακών, και, με την καλή φήμη της επιχείρησης από την προηγούμενη 15ετία, άνοιξε λογαριασμό στην Τράπεζα της Αγγλίας. Άλλωστε στις αρχές της δεκαετίας του 1860 ο Παναγής Βαλλιάνος ήταν ακόμα υπήκοος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.

Ο αρκετά νεότερος αδελφός Ανδρέας Βαλλιάνος πήγε και αυτός στο Ταϊγάνιο, μετά ανέλαβε το υποκατάστημα του οίκου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1867, και το 1869 έκανε κι αυτός το μεγάλο άλμα στη Μασσαλία, ανοίγοντας κατάστημα της εταιρείας στο μεγαλύτερο λιμάνι της δυτικής Μεσογείου. Στα είκοσι χρόνια της επιχειρηματικής δράσης του στη Μασσαλία, από το 1869 μέχρι το 1889, ο οίκος των αδελφών Βαλλιάνου έφτασε στη μεγαλύτερή του ακμή. Αν και ήταν ο μικρότερος από τα τρία αδέλφια, ο Ανδρέας Βαλλιάνος πέθανε πρώτος σε ηλικία 69 ετών το 1889.

Έτσι, ξεκινώντας από την Κεφαλλονιά και την Αζοφική τη δεκαετία του 1820, ο οίκος Βαλλιάνου μέχρι τη δεκαετία του 1870 είχε δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο με τρία κομβικά σημεία, το Ταϊγάνιο, το Λονδίνο και τη Μασσαλία, ενώ είχε πράκτορες και συνεργάτες σε 14 λιμάνια της Μαύρης θάλασσας –Μαριούπολη, Μπερντιάνσκ, Γέισκ, Νοβοροσίσκ, Οδησσό, Νικολάιεφ, Σεβαστούπολη, Ευπατόρια, Θεοδοσία, Γαλάτσι, Βραΐλα, Σουλινά, Βάρνα, Μπουργκάς (Πύργος)– και σε τουλάχιστον 16 λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου – Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Πάτρα, Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο, Ιθάκη, Κέρκυρα, Γαλαξίδι, Σύρο, Μήλο, Πειραιά, Σαντορίνη, Πόρο, Σπέτσες και Ύδρα.

Για τα τελευταία χρόνια της επιχείρησης έχουμε λεπτομερή πληροφόρηση για το δίκτυο του οίκου Βαλλιάνου, τους πράκτορες και τους συνεργάτες τους καθώς και για το ύψος των συναλλαγών τους από τα βιβλία της επιχείρησης που βρίσκονται στο Αρχείο Βαλλιάνου στα ΓΑΚ Κεφαλλονιάς. Στη διάρκεια των χρόνων 1901-1902 ο οίκος διέθετε πράκτορες σε 8 χώρες και 28 περιοχές: Αλεξάνδρεια, Άνδρο, Αθήνα, Ζάκυνθο, Κάιρο, Κεφαλλονιά, Κωνσταντινούπολη, Κέρκυρα, Γένοβα, Λάρνακα, Λονδίνο, Μάλτα, Μάντσεστερ, Μασσαλία, Ναύπλιο, Νικολάιεφ, Παρίσι, Πάτρα, Πειραιά, Πύργο, Ραιδεστό, Ροστόφ επί του Ντον, Σάμο, Σμύρνη, Σύρο, Ταγκανρόκ, Τεργέστη και Χίο.

Μετά το θάνατο του Ανδρέα και του Μαρή, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1880-αρχές της δεκαετίας του 1890, όλη η ισχύς της επιχείρησης φαίνεται ότι μετατέθηκε στα χέρια του Παναγή Βαλλιάνου στο Λονδίνο, την οποία διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1902. Την τελευταία δεκαετία της επιχειρηματικής του δράσης κύριοι πράκτορες που κρατούσαν τα υποκαταστήματα της επιχείρησης σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα ήταν αποκλειστικά οι ανιψιοί του: ο Μιχαήλ (γιος του αδελφού του Σπύρου) βρισκόταν στο Ροστόφ, ο Αθανάσιος (επίσης γιος του Σπύρου) στο Νοβοροσίσκ, ο Γεράσιμος Μιχαήλ Καμπίτσης (γιος της αδελφής του Μαρίας) και ο Αθανάσιος Λάζαρου Ρωσόλυμος (γιος της αδελφής του Σαντίνας;) στην Κωνσταντινούπολη, ο Αθανάσιος (γιος του αδελφού του Μεταξά) και ο Μαρίνος (γιος του αδελφού του Ανδρέα) στη Μασσαλία, ο Αθανάσιος (γιος του αδελφού του Μαρή) στο Παρίσι, ενώ στο Λονδίνο μαζί του εργάζονταν ο Βασίλειος (γιος του αδελφού του Μεταξά) και ο Αλκιβιάδης (γιος του αδελφού του Μαρή). Οι ανιψιοί του μετά το θάνατό του τον κληρονόμησαν. Ο συνεκτικός κρίκος όμως έσπασε και δε συνέχισαν την εταιρεία. Την έκλεισαν μετά το θάνατο του θείου τους και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του, αν και πέρασε τουλάχιστον μία ακόμα δεκαετία για να μπορέσουν να κλείσουν όλες τις υποθέσεις της Vagliano Bros.

Αν και η διάρκεια της λειτουργίας αυτού του επιχειρηματικού οίκου διήρκεσε μία γενιά, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της εταιρείας και εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ήταν η διαχείριση πλοίων, ένας χώρος στον οποίο οι αδελφοί ήταν πρωτοπόροι: πρώτον, χρησιμοποιώντας νωρίτερα από κάθε άλλον τη νέα τεχνολογία του ατμού και, δεύτερον, εισάγοντας νέες μεθόδους διαχείρισης πλοίων με τη δημιουργία του ναυτιλιακού γραφείου του Λονδίνου. Τη δεκαετία του 1860, οι αδελφοί Βαλλιάνου κατείχαν τέσσερα με πέντε ιστιοφόρα. Το 1870 ο στόλος είχε πενταπλασιαστεί: είχαν 25 μεγάλα ιστιοφόρα, τα οποία το 1880 είχαν γίνει 40. Ο Παναγής Βαλλιάνος στο Λονδίνο ήταν αυτός που αγόρασε το πρώτο μικρό φορτηγό ατμόπλοιο στα 1870. Το 1880 αγόρασε 6 μεγάλα φορτηγά πλοία και του ανήκε το 20% του ελληνικού ατμοπλοϊκού στόλου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, τα ατμόπλοια αποτελούσαν το 50% του στόλου τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αδελφοί Βαλλιάνου προηγήθηκαν είκοσι χρόνια των άλλων Ελλήνων πλοιοκτητών στην υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας. Οι αδελφοί Βαλλιάνου παρέμειναν οι μεγαλύτεροι εφοπλιστές ατμόπλοιων μέχρι το θάνατο του Παναγή το 1902, χρονιά που ο ατμοπλοϊκός στόλος ξεπέρασε τον ιστιοφορικό ελληνόκτητο στόλο.

Καθοριστικής σημασίας για τον ηγετικό ρόλο των Βαλλιάνων στο «Ιόνιο δίκτυο» ήταν το γραφείο του Λονδίνου που διοικούσε ο Παναγής Βαλλιάνος. Αυτό υπήρξε το πρώτο ελληνικό ναυτιλιακό γραφείο του Λονδίνου, το οποίο λειτούργησε και ως ναυλομεσιτικό γραφείο εξυπηρετώντας τις εκατοντάδες εμπορικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις των Ελλήνων που διακινούσαν φορτία στην Αγγλία και τη βόρεια Ευρώπη, καθώς και ως ναυτιλιακή τράπεζα. Το τελευταίο αποδείχθηκε θεμελιώδους σημασίας για πολλούς πλοιάρχους και καραβοκύρηδες που μετέβαιναν από το ιστίο στον ατμό.

Ο οίκος Βαλλιάνου, εκτός από το θαλάσσιο εμπόριο και τη ναυτιλία, είχε και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Αυτές αφορούσαν εξαργύρωση συναλλαγματικών με προμήθεια καθώς και την παροχή εμπορικών και ναυτιλιακών δανείων με τόκο. Επιπλέον έδινε δάνεια με επιτόκιο 7-8% για αγορά ατμόπλοιων στην περίπτωση που ο δανειζόμενος εξασφάλιζε το ήμισυ του απαιτούμενου ποσού σε ρευστό και υποθήκευε το πλοίο. Καθώς τα δάνεια του γραφείου Βαλλιάνου ήταν υψηλότερα κατά 1% από τα επίσημα επιτόκια της Τράπεζας της Αγγλίας, είχε υπολογιστεί ότι το κέρδος του από το καθένα ανερχόταν σε 14% του ποσού του δανείου. Αυτό το είδος δανείου –με υποθήκη– ήταν παράνομο, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, πριν από το 1910, και έτσι δάνεια από ελληνικές ή ξένες τράπεζες για τέτοιες αγορές αποκλείονταν. Έτσι, οι παντοδύναμοι αδελφοί Βαλλιάνου χρηματοδότησαν μεγάλο αριθμό καπετάνιων που εξελίχθηκαν σε σημαντικούς εφοπλιστές του 20ού αιώνα, όχι μόνο από την Κεφαλλονιά, αλλά και από την Άνδρο, τη Χίο, τη Σύρο, τη Λέρο, τις Σπέτσες και από τους περισσότερους ελληνικούς ναυτότοπους.

Μετά το θάνατο του Παναγή Βαλλιάνου, 20 ελληνικά ναυτιλιακά γραφεία άνοιξαν μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο Λονδίνο, αντίγραφα του πρώτου ναυτιλιακού γραφείου που είχε ανοίξει εκείνος από τη δεκαετία του 1860. Ο Ανδρέας Λαιμός, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές οικογένειες του 20ού αιώνα, απηχώντας τη γνώμη του εφοπλιστικού κόσμου της εποχής του, έχει χαρακτηρίσει τον Παναγή Βαλλιάνο «πατριάρχη» της ελληνικής ναυτιλίας.

Η πορεία των Βαλλιάνων στις χώρες υποδοχής δεν υπήρξε πάντα ομαλή. Η τεράστια οικονομική ισχύς τους έφερε τους αδελφούς αντιμέτωπους με την πολιτική και οικονομική ηγεσία των τόπων όπου δραστηριοποιούνταν. Σε μια γενικευμένη προσπάθεια ελέγχου των ξένων εμπόρων, το 1881 η ρωσική κυβέρνηση ξεκίνησε διώξεις και προφυλακίσεις εναντίον σημαντικού αριθμού μεγαλεμπόρων του Ταϊγάνιου με την κατηγορία της δόλιας αποφυγής φόρων για όλα τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα. Ο «αυτοκράτορας» του εμπορίου της Αζοφικής, ο Μαρής Βαλλιάνος, προφυλακίστηκε για ένα διάστημα, ενώ ασκήθηκε δίωξη και σε άλλα επιφανή μέλη της ελληνικής εμπορικής κοινότητας της πόλης. Η δίκη συνεχίστηκε για τα επόμενα οκτώ χρόνια στα δικαστήρια του Χάρκοβου, και η «υπόθεση Βαλλιάνου» έληξε το 1889 μάλλον με τη μεσολάβηση του ελληνικού κράτους, αν και χρειάζεται να γίνει περαιτέρω ιστορική έρευνα στα ρωσικά και ελληνικά αρχεία για αυτήν την υπόθεση.

Την ίδια περίπου εποχή ο Παναγής Βαλλιάνος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω ενός περίφημου για την εποχή δικαστικού αγώνα για την υπόθεση “Vagliano Brothers vs. Bank of England”. Ο Παναγής Βαλλιάνος δεν κατηγορήθηκε για απάτη. Τουναντίον, η απάτη έγινε εις βάρος του στο ίδιο το γραφείο του από το Χιώτη υπάλληλό του Αντώνιο Ισιδώρου Γλύκα, ο οποίος του υπεξαίρεσε, εξαργυρώνοντας 43 πλαστές συναλλαγματικές στην Τράπεζα της Αγγλίας, το ποσόν των £70.000 μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 1887. Ο Παναγής Βαλλιάνος έκανε μήνυση στην Τράπεζα της Αγγλίας επειδή έδωσε την άδεια να εξαργυρωθούν οι συναλλαγματικές χωρίς να ερωτηθεί. Η υπόθεση συγκλόνισε το Σίτι, διότι δεν αφορούσε μόνο το Βαλλιάνο, αλλά όλους τους εμπόρους και τη σχέση τους με την Τράπεζα της Αγγλίας. Ο Παναγής Βαλλιάνος κέρδισε την υπόθεση στο Court of Appeal το 1889, αλλά την έχασε στη Βουλή των Λόρδων το 1890 για μία ψήφο.

3. Γαμήλιες στρατηγικές

Όπως όλοι οι ελληνικοί επιχειρηματικοί οίκοι της διασποράς, οι αδελφοί Βαλλιάνου χρησιμοποίησαν τις γαμήλιες στρατηγικές για την ισχυροποίηση και εξάπλωση των συμφερόντων τους. Ο Μαρίνος και ο Παναγής, επειδή ξεκίνησαν με περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία, δεν παντρεύτηκαν κόρες πλούσιων εμπόρων. Ο Μαρίνος παντρεύτηκε Κεφαλλονίτισσα και στο Ταϊγάνιο απέκτησε δύο γιους, τον Αλκιβιάδη και τον Αθανάσιο. Τον πρωτότοκο Αλκιβιάδη, μόλις ενηλικιώθηκε, τον έστειλε ο Μαρής στο θείο του Παναγή, δίπλα στον οποίο παρέμεινε τουλάχιστον 30 χρόνια. Ο Παναγής Βαλλιάνος φρόντισε να παντρέψει τον ανιψιό του με την κόρη του μεγαλέμπορου στο Λονδίνο Ξενοφώντα Μπαλλή. Τον Αθανάσιο τον πάντρεψαν με την Κατίνα Στέφανου Ράλλη, επεκτείνοντας τις συγγενικές σχέσεις των Βαλλιάνων με την ισχυρή οικογένεια Ράλλη. Ο Αθανάσιος Μαρή Βαλλιάνος και η Κατίνα Ράλλη ζούσαν στο Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα, και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στις Κάννες, όπου και έζησαν τα παιδιά τους.

Ο Παναγής Βαλλιάνος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ζάκυνθο, τη δεκαετία του 1840 και στις αρχές της δεκαετίας του 1850, όπου κρατούσε υποκατάστημα του οίκου, παντρεύτηκε Ζακυνθινή, την Κάτα Βεγδατοπούλου. Η νεαρή γυναίκα του πέθανε γρήγορα όμως, όπως και ο μικρός γιος του Χριστόφορος. Ο Παναγής Βαλλιάνος δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το 1858 πήγε μόνος στο Λονδίνο, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του απολύτως αφοσιωμένος στις επιχειρήσεις.

Τα δύο μεγάλα αδέλφια φρόντισαν, όμως, ο μικρότερος αδερφός τους Ανδρέας να παντρευτεί κόρη πλούσιου εμπόρου. Ο Ανδρέας Βαλλιάνος παντρεύτηκε το 1850 την Ευφροσύνη Μελά, κόρη του Γεωργίου Μελά, μεγαλέμπορου στο Ταϊγάνιο, ο οποίος συγγένευε με επιφανείς οικογένειες της επιχειρηματικής διασποράς. Τα αδέλφια της Ευφροσύνης είχαν δημιουργήσει εύρωστο επιχειρηματικό οίκο τη δεκαετία του 1850: ο Βασίλειος Μελάς διηύθυνε την επιχείρηση στο Λονδίνο από το 1854, ο Λέων και ο Κωνσταντίνος στη Μασσαλία το 1857 και ο μικρότερος αδερφός Μιχαήλ στο Γαλάτσι. Άρα, όταν το 1869 εγκαταστάθηκαν στη Μασσαλία ο Ανδρέας και η Ευφροσύνη Βαλλιάνου, υπήρχαν ήδη συγγενικά τους πρόσωπα εκεί. Ο Ανδρέας Βαλλιάνος ακολούθησε τον ήδη ανοιγμένο και πεπατημένο δρόμο των οικογενειακών επιχειρήσεων. Η γαμήλια στρατηγική συνεχίστηκε στα παιδιά τους. Ο Ανδρέας και η Ευφροσύνη πάντρεψαν τα παιδιά τους με γόνους επιφανών και πλούσιων οικογενειών, όπως: Πετροκόκκινου, Νεγροπόντη, Ζαρίφη, Κούππα και Αμπανόπουλου.

4. Εθνικοί ευεργέτες

Οι αδελφοί Βαλλιάνου κατατάσσονται στους εθνικούς ευεργέτες του ελληνικού κράτους. Το 1888, ο Παναγής από το Λονδίνο και ο Μαρής από το Ταϊγάνιο έστειλαν στην Αθήνα το ποσό των 2.800.000 δρχ. για την ανέγερση του κτηρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Κεφαλλονιά, το Κληροδότημα Παναγή Α. Βαλλιάνου μετά το θάνατό του ουσιαστικά έγινε το «κράτος κοινωνικής πρόνοιας» του νησιού. Με τη διαθήκη του ο Παναγής Βαλλιάνος άφησε στο κληροδότημα 500.000 λίρες Αγγλίας, «για να διαθέτωσι τα εισοδήματα, άτινα ως είρηται θα τοις πληρώνωνται, διά φιλανθρωπικούς σκοπούς εν τη νήσω Κεφαλληνία, τους τοιούτους σκοπούς συμπεριλαμβάνοντας την εγκατάστασιν ή αρωγάς εκκλησιών, νοσοκομείων και σχολείων, ως επίσης την βοήθειαν από καιρού εις καιρόν απόρων και γερόντων κατοίκων ή γεννηθέντων εν τη νήσω Κεφαλληνία…».2 Το κληροδότημα ανέλαβε όλη την κοινωνική πρόνοια του νησιού: νοσοκομείο, πτωχοκομείο, βρεφοκομείο, φρενοκομείο και βοηθήματα σε εκκλησίες, ορφανοτροφεία, άπορα παιδιά, σεισμοπαθείς κ.λπ. Εκτός αυτών δημιουργήθηκαν μια σειρά σχολών για την προώθηση της εκπαίδευσης: Η Βαλλιάνειος Σχολή Κεραμειών, η Εμποροναυτική Σχολή Αργοστολίου, η Τεχνική Σχολή και η Πρακτική Γεωργική Σχολή. Ιδίως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα το Κληροδότημα Παναγή Α. Βαλλιάνου, που συνεχίζει να υφίσταται, ήταν ιδιαίτερα βοηθητικό για την Κεφαλλονιά.




1. Η σημαντική μελέτη της Ευρυδίκης Σιφναίου για την επιχείρηση των αδελφών Σιφναίου στο Ταϊγάνιο φωτίζει την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου και της εκεί ελληνικής επιχειρηματικότητας. Σιφναίου, E., Τέσσερις τόποι, τρεις γενιές. Επιχειρηματικότητα και νοοτροπίες στην οικογενειακή επιχείρηση διασποράς (υπό έκδοση).

2. Αρχείο Βαλλιάνου, ΓΑΚ, Αρχεία Κεφαλληνίας, φάκ. 1.