1. 16ος-17ος αιώνας Στα βαλκανικά παράλια του Εύξεινου Πόντου ζούσαν γηγενείς ελληνικοί πληθυσμοί, των οποίων η παρουσία ανάγεται στην Αρχαιότητα. Η εγγύτητα των περιοχών με την Κωνσταντινούπολη συνέβαλε στη συνεχή ανανέωση του πληθυσμιακού δυναμικού των περιοχών με νέους εποίκους από διάφορες περιοχές της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας. Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν συνεχείς και συχνά οφείλονταν σε πολεμικές συγκρούσεις που προκαλούσαν την απομάκρυνση πληθυσμιακών ομάδων από κάποια περιοχή και την εγκατάστασή τους σε άλλη.
Στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού των παραθαλάσσιων πόλεων της Μαύρης θάλασσας με τη μετακίνηση ατόμων από τη νότια Βαλκανική, και ειδικότερα την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Παρατηρείται μετακίνηση πληθυσμών από την ενδοχώρα προς τα παράλια, κινήσεις που συνδέονται και με οικονομικές ανακατατάξεις στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
2. 18ος αιώνας
Σημαντικό ρόλο στις μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών προς τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες έπαιξε ο διορισμός από το 1709 και εξής Φαναριωτών οικογενειών ως Ηγεμόνων. Πρώτος Φαναριώτης Ηγεμόνας της Μολδαβίας διορίστηκε το 1709 ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, ενώ το 1715 διορίζεται ως πρώτος Φαναριώτης Ηγεμόνας στη Βλαχία. Οι Φαναριώτες μετέβαιναν στις πρωτεύουσες των Ηγεμονιών, το Ιάσιο και το Βουκουρέστι, συνοδευόμενοι από τις οικογένειές τους και πολυπληθείς ακολουθίες που συγκροτούσαν τις αυλές τους. Πρόσωπα του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντός τους αναλάμβαναν καίριες θέσεις στη διοίκηση των Ηγεμονιών, με αποτέλεσμα η οικονομική ζωή των χωρών να ελέγχεται από ελληνικούς πληθυσμούς. Επιπλέον πολλοί από τους Ηγεμόνες, δρώντας ως πεφωτισμένοι ηγεμόνες και επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό του 18ου αιώνα υπήρξαν προστάτες των γραμμάτων: ίδρυσαν Ακαδημίες στο Ιάσιο και το Βουκουρέστι, λειτουργούσαν τυπογραφεία στις πρωτεύουσες των Ηγεμονιών και συντηρούσαν ελληνικά σχολεία στην επικράτειά τους. Αποτέλεσμα της πνευματικής αυτής κίνησης ήταν να μετακινούνται προς εκεί λόγιοι και άνθρωποι του πνεύματος που καλλιεργούσαν τα ελληνικά γράμματα. Παράλληλα με τη μετακίνηση πληθυσμών κυρίως στην ενδοχώρα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, διεργασίες στο διεθνές σκηνικό ενίσχυσαν τις μετακινήσεις στα παράλια. Το άνοιγμα των Στενών του Βοσπόρου μετά το 1774 συνέπεια της ρωσοτουρκικής συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αρχικά στα πλοία με ρωσική σημαία και στη συνέχεια σε όλα τα ευρωπαϊκά πλοία, σήμαινε ανάπτυξη του εμπορίου και αύξηση της κίνησης των λιμανιών. Η οικονομική αυτή μεταβολή αντικατοπτρίζεται στη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη που γνώρισαν παραθαλάσσιες πόλεις όπως η Βάρνα, ο Πύργος, η Αγαθούπολη, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία και βορειότερα η Κωστάντζα και ο Σουλινάς. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα η οικονομική ανάπτυξη αστικών κέντρων της βουλγαρικής ενδοχώρας αποτέλεσε αιτία μετακινήσεων πληθυσμών για την αναζήτηση απασχόλησης και νέων ευκαιριών για εργασία. Έτσι η παραγωγή μαλλιού και αμπά (χοντρού μάλλινου υφάσματος, κατάλληλου για επενδύτες και κάπες βοσκών), η εμπορία δερμάτων, σιδήρου και αιγοπροβάτων προσέλκυσαν εργατικά χέρια από περιοχές της νότιας Βαλκανικής.
Νομαδικοί πληθυσμοί, όπως οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι, έφταναν στη βουλγαρική ενδοχώρα στο πλαίσιο των εποχιακών μεταναστεύσεών τους. Αντίθετα, η καταστροφή τη Μοσχόπολης προκάλεσε τη διασπορά των κατοίκων της, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Φιλιππούπολης και της Ροδόπης.
3. 19ος αιώνας
Καθώς το 19ο αιώνα αυξάνονταν οι πληθυσμοί των ορεινών περιοχών, η επιβίωσή τους γινόταν ολοένα δυσχερέστερη εξαιτίας της μείωσης των φυσικών πόρων στις περιοχές αυτές, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να μετακινηθούν σε χαμηλότερα υψόμετρα, με πιο εύφορα εδάφη ή με πρόσβαση στη θάλασσα. Οι νέοι κάτοικοι εργάζονταν ως γεωργοί στα κτήματα των γαιοκτημόνων της περιοχής και άλλοι στράφηκαν στη θάλασσα, την αλιεία και τη ναυτιλία. Πολλοί πληθυσμοί από τις ίδιες παράλιες περιοχές μετακινήθηκαν προς το μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής, την Κωνσταντινούπολη.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα μετακινήσεις πληθυσμών συνόδευαν τις πολεμικές επιχειρήσεις στη διάρκεια των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων όπως του 1768-1774, του 1828-1829, του 1853-1856 και του 1877-1878. Με τη ρωσική κατάληψη βουλγαρικών και ρουμανικών περιοχών συχνά ελληνικοί πληθυσμοί συνεργάζονταν με τους Ρώσους, με συνέπεια κάθε φορά που τα ρωσικά στρατεύματα αποχωρούσαν να υποχρεώνονται σε αναγκαστικές μετακινήσεις. Στην ουσία έχουμε μετακινήσεις ολόκληρων πληθυσμών. Ως συνέπεια των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων, κυρίως του 1877-1878, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τον Πόντο ελληνικοί πληθυσμοί που κατευθύνθηκαν είτε προς τις ακτές της Γεωργίας είτε προς τα βαλκανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η Μαύρη Θάλασσα λειτουργούσε ως ενιαίο και αυτοτελές πληθυσμιακό σύστημα, στο οποίο οι πληθυσμοί του μετακινούνται με ιδιαίτερη ευκολία αναγνωρίζοντας σε κάθε γωνιά του γνώριμους ήχους και συνήθειες. Έτσι κάτοικοι της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας, του Βασιλικού, της Βάρνας μπορούσαν να εγκατασταθούν στην Κωστάντζα, το Σουλινά, την Οδησσό, το Ροστόφ, το Πότι και το Βατούμ αναπτύσσοντας εμπορικές και διαμετακομιστικές συνήθως δραστηριότητες. Οι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι της Οδησσού, αναγνωρίζοντας τις επιχειρηματικές δυνατότητες τις οποίες πρόσφεραν λιμάνια στα ανατολικά άνοιγαν υποκαταστήματα στο Πότι και στο Βατούμ αλλά και νότια, στην Κωνστάντζα ή στο Σουλινά στη διάρκεια του 19ου αιώνα, εκμεταλλευόμενοι αφενός τις διαφορετικές αγορές και αφετέρου αυτή τη γεωγραφική ενότητα της Μαύρης Θάλασσας.1 Με τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1856 πληθυσμοί από τη νότια Βαλκανική, και κυρίως τα νησιά του Ιονίου, δραστηριοποιούνταν εμπορικά τόσο στις παράλιες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, όσο και του Δούναβη. Οι περισσότεροι ήταν πλοιοκτήτες και καπετάνιοι που έφταναν με τα πλοία τους στα λιμάνια για τη διεξαγωγή εμπορίου σιτηρών, αλλά εκεί αγόραζαν και φορτηγίδες για την εξυπηρέτηση του εμπορίου και των πλοίων τους. Η ανάπτυξη του χερσαίου οδικού δικτύου και κυρίως η κατασκευή του σιδηροδρόμου και η σύνδεση των παραλίων με την ενδοχώρα και τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Σόφια, έδωσαν ώθηση σε οικισμούς των παραλίων. Ο Πύργος (Μπουργκάς) γνώρισε έντονη δημογραφική πύκνωση και σημαντική οικονομική ανάπτυξη μετά τη σιδηροδρομική σύνδεσή του με τη Σόφια το 1885-1889, όταν είχαν αρχίσει να συρρέουν στην πόλη Έλληνες και Βούλγαροι από κοντινές κωμοπόλεις, όπως η Αγχίαλος, η Σωζόπολη, η Μεσημβρία, η Αγαθούπολη, καθώς και οι Έλληνες έποικοι από τα νησιά του Αιγαίου, το Ιόνιο και τη νότια Ελλάδα.
4. 20ός-21ος αιώνας
Η ελληνική παρουσία στα βαλκανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας ανακόπηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν στα εθνικά κράτη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας η παρουσία συμπαγών πληθυσμών με διαφορετική εθνοτική καταγωγή και συχνά εθνική συνείδηση έγινε ανεπιθύμητη. Επιπλέον, ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός, τόσο στο πλαίσιο της δημιουργίας αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας (Εξαρχία 1870), όσο και στη διάρκεια της διαμάχης για την επικράτηση στη Μακεδονία (1903-1908), επηρέασε άμεσα τους ελληνικούς πληθυσμούς στα βουλγαρικά εδάφη. Η εκεί παρουσία τους δέχτηκε σημαντικά πλήγματα σε επεισόδια που εκδηλώθηκαν τον Ιούλιο του 1906 σε διάφορες πόλεις και κυρίως στην Αγχίαλο. Με βάση τη συνθήκη του Νεϊγύ (1919) έγινε δυνατή η αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, με συνέπεια πολλοί Έλληνες να μετακινηθούν προς το ελληνικό κράτος. Η Βουλγαρία δέχτηκε νέο κύμα Ελλήνων πολιτικών προσφύγων αυτή τη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1940 με το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου. Υπολογίζεται ότι στη Βουλγαρία παρέμειναν ως πολιτικοί πρόσφυγες συνολικά 7.000 Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το 1981.2 Σήμερα η Βουλγαρία έχει προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον Ελλήνων επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να δραστηριοποιούνται στη χώρα περίπου 1.200-1.500 ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες υπολογίζεται ότι έχουν επενδύσει στη χώρα στο διάστημα 1992-2005 ποσά που ξεπερνούν το 1,8 δις ευρώ. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη είναι η παρουσία των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες μοιράζονται το 25-30% της βουλγαρικής αγοράς.3
Από τη Ρουμανία η πλειονότητα των Ελλήνων μεγαλεμπόρων αποχώρησε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν τα μέτρα της κυβέρνησης στρέφονταν κατά της παρουσίας ισχυρών μειονοτήτων στη χώρα. Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου μεγάλο μέρος των Ελλήνων αποχώρησε από τη χώρα, η οποία δέχτηκε νέο κύμα προσφύγων με το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου. Υπολογίζεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 έφτασαν στη Ρουμανία 9.000 Έλληνες, οι οποίοι διέμειναν στη χώρα έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε σε μεγάλο βαθμό επαναπατρίστηκαν.4 Σήμερα παραμένουν στη χώρα περίπου 15.000 Έλληνες, απόγονοι των παλαιών Ελλήνων της Ρουμανίας ή των πολιτικών προσφύγων.5 Επιπλέον η Ρουμανία έχει προσελκύσει και πάλι το ενδιαφέρον των Ελλήνων επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν στη χώρα 2.826 ελληνικές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται πολλοί Έλληνες που ζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ρουμανικές πόλεις.
1. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 174, 190-192: Οι Βαλλιάνοι ήταν μια τέτοια περίπτωση εμπόρων με υποκαταστήματα και συνεργάτες στο Ροστόφ, το Βατούμ, τη Βάρνα, τον Μπουργκά. Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος αναφέρει τις μετακινήσεις Ελλήνων εμπόρων από τη Βάρνα, το Βασιλικό στην Κωνστάντζα, το Ροστόφ και το Νοβοροσίσκ στις αρχές του 20ού αιώνα, βλ. Κορομηλά, Μ., Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα (Αθήνα 2002), σελ. 109, 111, 119, 139-140 κ.λπ. 2. Τσέκου, Κ., «Γυναίκες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 150. 3. Μιχαηλίδης, Ι., «Βουλγαρία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 189. 4. Βαν Μπουσχότεν, Ρ., «“Ενότητα και Αδελφότητα”. Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 50. 5. Γεωργιτσογιάννη, Ε.Ν., «Ρουμανία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ό. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 185.
|
|
|