1. Η ίδρυση μιας εμπορικής πόλης
Η Οδησσός ήταν η σημαντικότερη εμπορική πόλη της Νέας Ρωσίας (Novorossia) και της Μαύρης Θάλασσας κατά το 19ο αιώνα. Ιδρύθηκε το 1794, με απόφαση της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης, στην ίδια περιοχή όπου μέχρι τότε υπήρχε μόνο ένα μικρό ταταρικό οχυρό με το όνομα Hadji-bey (Hacibey). Η Οδησσός μετεξελίχθηκε σε ακμαία αυτοκρατορική πόλη του νότου, όπως ήταν η Αγία Πετρούπολη στο ρωσικό βορρά. Κατέχοντας, μάλιστα, προνομιακή θέση ανάμεσα στην εύφορη και σιτοφόρα ενδοχώρα του Δνείπερου, του Δνείστερου και του Δούναβη, σύντομα αναδείχτηκε στο σπουδαιότερο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της νότιας Ρωσίας, με τα σιτηρά να αποτελούν το κύριο εξαγώγιμο προϊόν του μεγάλου λιμανιού της.1 2. Η κυριαρχία των Ελλήνων εμπόρων
Στη ραγδαία ανάπτυξη της Οδησσού σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Έλληνες πάροικοι, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τα προνόμια που τους παραχώρησε η Μεγάλη Αικατερίνη και αποφάσισαν να μετοικήσουν στην περιοχή. Η εγκατάστασή τους υπήρξε καθοριστική για το μέλλον της Οδησσού.2 Οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοί της, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και την Πελοπόννησο, ανέπτυξαν επιτυχώς τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τέθηκαν επικεφαλής της εμπορικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της πόλης καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.3 Η επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων που βρέθηκαν στην Οδησσό δεν περιορίστηκε μόνο στο παραδοσιακό εμπόριο. Αντίθετα, επέκτειναν τις επιχειρήσεις τους και σε άλλους τομείς της οικονομίας της πόλης, έχοντας ωστόσο για βάση τους μεγάλους και ισχυρούς εμπορικούς οίκους που είχαν ιδρύσει – οίκους με στενές δικτυώσεις σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Βόρεια Θάλασσα. Συνεπώς, προχώρησαν στη δημιουργία εμπορικών καταστημάτων, ναυτιλιακών επιχειρήσεων (με ειδίκευση σε πρακτορεύσεις, ναυλώσεις, μεσιτείες, προμήθειες), τραπεζικών επιχειρήσεων, καθώς και ναυτασφαλιστικών εταιρειών.4 Αυτή η πολυσχιδής επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων ήταν αποτέλεσμα των σημαντικών κεφαλαίων που οι ίδιοι είχαν συγκεντρώσει από τις ποικίλες ναυτεμπορικές επιχειρήσεις τους, τα οποία αποφάσισαν να επενδύσουν σε άλλες, συμπληρωματικές δραστηριότητες. 3. Ελληνικά ασφαλιστικά καταστήματα Η μεγάλη ναυτεμπορική ανάπτυξη της Οδησσού είχε αποτέλεσμα να μετατραπεί σε ένα από τα σημαντικότερα ναυτασφαλιστικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας. Μάλιστα, ήταν αυτό που κυρίως προτιμούσαν οι Έλληνες καραβοκύρηδες.5 Οι Έλληνες έμποροι και κεφαλαιούχοι της πόλης απέκτησαν εξέχουσα θέση στις ναυτασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η δράση τους ξεκίνησε ήδη από την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, όταν το 1808 ιδρύθηκε η Γραικορωσική Συντροφία των Ασφαλειών (Greko-russkoe strahovoe obščestvo). Ιδρυτές και διευθυντές της ήταν οι Έλληνες έμποροι Ιωάννης Δεστούνης, Θεόδωρος Σεραφινός και Ιωάννης Πεταλάς.6 Σύμφωνα με το καταστατικό της, μάλιστα, ποσοστό της τάξης του 10% των κερδών της εταιρείας οριζόταν να αποδίδεται στο ελληνικό σχολείο και τα νοσοκομεία της πόλης.7 Για να γίνει αντιληπτή η σημαντική παρουσία των Ελλήνων στον επιχειρηματικό τομέα της ναυτασφάλισης της Οδησσού και της Μαύρης Θάλασσας εν γένει, ας αναφερθεί πως η πρώτη ασφαλιστική εταιρεία στην Οδησσό ιδρύθηκε το 1806 από τον πρώτο διοικητή της κόμη Richelieu. Η εταιρεία ονομάστηκε Imperial Chamber of Insurance και είχε σύντομο επιχειρηματικό βίο.8 Μόλις δύο χρόνια μετά, ακολούθησαν οι Έλληνες μεγαλέμποροι με τη δική τους ναυτασφαλιστική εταιρεία, η οποία είχε καλύτερη επιχειρηματική τύχη. Η επόμενη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η οποία εμφανίστηκε το 1814, είναι η Συντροφία των Γραικών Ασφαλιστών. Από τις σελίδες του Λόγιου Ερμή της Βιέννης πληροφορούμαστε ορισμένα στοιχεία για το καταστατικό και τη λειτουργία της εταιρείας. Γνωρίζουμε πως πρώτοι διευθυντές της είχαν εκλεγεί οι έμποροι της Οδησσού Ιωάννης Αμβρόσιος, Ηλίας Μανέσης και Στέργιος Ξυδάς. Επίσης, υπήρχε η διάταξη που όριζε πως κάθε χρόνο ένα από τα μέλη της τριμελούς διοίκησης έπρεπε να αλλάζει μέσα από εκλογική διαδικασία στην οποία λάμβαναν μέρος οι μέτοχοι.9 Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με το καταστατικό της εταιρείας, το 10% των κερδών οριζόταν ως αμοιβή των διοικητών. Αυτό, όμως, το ποσοστό αποφασίστηκε να δίνεται στην Ελληνική Σχολή της Οδησσού και στο Νοσοκομείο σε αναλογία 7/10 και 3/10 αντίστοιχα.10 Η εταιρεία το 1816 μετονομάστηκε σε Εταιρεία των Ηνωμένων Ασφαλιστών Γραικών. Σκοπός αυτής της μετοχικής επιχείρησης ήταν η ασφάλιση εμπορευμάτων και πλοίων. Η διοίκησή της ήταν τριμελής και εκλεγόταν από τους μετόχους της.11
Το 1817 ιδρύθηκε στην Οδησσό η τρίτη γνωστή σε εμάς ελληνική ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμία Νέα Γραικική Εταιρεία Ασφαλειών (Novoe grečeskoe strahovoe obščestvo) από τους μεγαλεμπόρους Δημήτριο Ζώτωφ, Γρηγόριο Μαρασλή και Γεώργιο Παπούδογλου (Παπούδωφ), τη διεύθυνση της οποίας ασκούσαν και οι τρεις από κοινού. Η φιλοπατρία τους, μάλιστα, τους οδήγησε στην απόφαση να διαθέσουν το 20% των κερδών τους στην Ελληνεμπορική Σχολή της Οδησσού.12 Η εντεινόμενη εμπορική και εξαγωγική δραστηριότητα των Ελλήνων της Οδησσού οδήγησε σε περαιτέρω οικονομική άνθηση των επιχειρήσεών τους, σε σημαντική συσσώρευση κεφαλαίων, σε συνένωση κεφαλαίων και, κυρίως, στην απόκτηση μεγαλύτερων κερδών. Το αποτέλεσμα ήταν, μπροστά στις νέες οικονομικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν, να διεισδύσουν δυναμικότερα στη ναυτασφαλιστική αγορά της Οδησσού. Έτσι, συμπεριλαμβανομένης της προαναφερθείσας Νέας Γραικικής Εταιρείας Ασφαλειών, κατά το έτος 1817 οι Έλληνες ίδρυσαν συνολικά τέσσερις ασφαλιστικές εταιρείες.13 Το 1826 δημιουργήθηκε στην Οδησσό άλλη μία ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία από τους επιχειρηματίες Ριζνίρς, Κ. Παπούδωφ και Κο. Η οικονομική δραστηριότητα της εταιρείας στο αρχικό στάδιο έληξε με παθητικό. Σε αυτό το αρνητικό ξεκίνημα συνέβαλε και η έκρηξη του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, το 1828. Αποτέλεσμα ήταν η εταιρεία να αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και να διακόψει τη λειτουργία της το 1828.14 Έπειτα από ένα χρόνο, το 1829, ιδρύθηκε στην Οδησσό μία νέα ναυτιλιακή ασφαλιστική εταιρεία με συμμετοχή Ελλήνων επιχειρηματιών, όπως του Παλαιολόγου15 και άλλων. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανερχόταν σε 400.000 ρούβλια. Όμως και αυτή η νέα επιχειρηματική προσπάθεια είχε ολιγόχρονη διάρκεια.16 Μια άλλη πρωτοβουλία στο χώρο της ναυτασφάλισης ανήκει στους Έλληνες μεγαλεμπόρους Μαυροκορδάτο, Ράλλη και Μαύρο,17 οι οποίοι απέσπασαν από το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας την άδεια για ίδρυση στην Οδησσό ναυτιλιακής ασφαλιστικής εταιρείας υπό την ονομασία Νεοφιλεμπορική. Διευθυντής της τελευταίας διορίστηκε ο μεγαλέμπορος και επιχειρηματίας Θεόδωρος Ροδοκανάκης18 με τη σύμπραξη των Ράλλη και Δούμα. Ο ίδιος αργότερα, το 1850, διετέλεσε διευθυντής της ναυτιλιακής ασφαλιστικής εταιρείας του Νοβοροσίσκ. Επίσης, το 1836 μεταξύ του διευθυντικού προσωπικού της Κρατικής Εμπορικής Τράπεζας Οδησσού συγκαταλεγόταν και ο Αλέξανδρος Σ. Μαύρος.19 Υπάρχει αναφορά για άλλη μία ελληνικών συμφερόντων ναυτασφαλιστική εταιρεία, την Ελληνική, για την οποία, όμως, δε διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία.20 Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ασφαλιστικές εταιρείες που είχαν ιδρύσει οι ομογενείς της Οδησσού με κεφάλαιά τους πολλαπλασιάστηκαν. Το 1850, χαρακτηριστικά, εντοπίζουμε τρεις ναυτασφαλιστικές εταιρείες στην Οδησσό, πάντα με την οικονομική και επιχειρηματική κάλυψη των Ελλήνων μεγαλεμπόρων της πόλης. Πρόκειται για τις: Ελπίς, Minerva και Gli Uniti Assicuratori, οι οποίες εντάσσονταν στις πλέον αξιόλογες και αξιόπιστες ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου.21 Σε ό,τι αφορά την εταιρεία Ελπίς, γνωρίζουμε πως είχε διευθυντή τον Ιωάννη Σπανδώνη και εφόρους τους Στέφανο Μπούμπα και Κριωνά Παπανικόλα, εμπόρους μεσαίας δυναμικότητας ανάμεσα στους Έλληνες παροίκους. Τέλος, στον τομέα των ασφαλειών της Οδησσού δραστηριοποιούνταν και υποκαταστήματα ναυτασφαλιστικών εταιρειών που είχαν συστήσει Έλληνες από τις παροικίες της Δύσης. Χαρακτηριστικά, ο Βασίλης Ξένης, έμπορος της Οδησσού, υπήρξε ο αντιπρόσωπος κατά το 1829 της ναυτασφαλιστικής εταιρείας Nuova Stanza d’ Assicurazione, η έδρα της οποίας βρισκόταν στην Τεργέστη.22
Συνολικά παρατηρούμε ότι πολλοί από τους σημαίνοντες Έλληνες μεγαλεμπόρους της Οδησσού ασχολήθηκαν και με τη ναυτασφάλιση. Η συμμετοχή τους στη σύσταση και λειτουργία ασφαλιστικών εταιρειών καταδεικνύει ότι είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να συγκροτήσουν τους θεσμούς εκείνους που θα καταστούσαν το εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές πιο ασφαλείς και συνεπώς πιο κερδοφόρες. Φυσικά η επένδυση κεφαλαίων σε ασφαλιστικές εταιρείες ήταν και επιχειρηματική επιλογή, καθώς η κερδοφορία τους ήταν σημαντική. Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι μεγαλέμποροι είχαν από νωρίς κατανοήσει πως η επένδυση και σε άλλους, πλην του εμπορίου, τομείς, όπως η αγορά ακινήτων ή γαιών και αργότερα η βιομηχανία, τους διασφάλιζε από πιθανές αποτυχίες στο εμπόριο. Η σημασία των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών της Οδησσού μειώθηκε μετά και την οπισθοχώρηση των ελληνικών εμπορικών οίκων της πόλης, από τα μέσα του 19ου αιώνα.
1. Σχετικά με το παρελθόν της περιοχής όπου ιδρύθηκε η Οδησσός ενδιαφέρουσες και γλαφυρές είναι οι εικόνες που δίνει ο Neal Ascherson στο Μαύρη Θάλασσα. Λίκνο πολιτισμού και βαρβαρότητας (Αθήνα 2003), σελ. 151, 265-302. Επίσης, βλ. King, C., The Black Sea. A History (Oxford 2004), σελ. 161-172 και Matvejevitch, P., Μεσογειακή Σύνοψη (Αθήνα 1998), σελ. 98. Για συνολική παρουσίαση της ιστορίας της πόλης της Οδησσού και της περιοχής της Νέας Ρωσίας βλ. Herlihy, P., Odessa. A History, 1794-1914 (Cambridge, Mass. 1986). 2. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.), σελ. 46-53. Επίσης, βλ. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 103-107. 3. Καραφυλλούδη, Τ., «Τα κοινά της πόλης», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας 58 (23 Νοεμβρίου 2000), σελ. 8-17. Βλ. επίσης Mazis, A., The Greeks of Odessa. Diaspora Leadership in Late Imperial Russia (New York 2004), σελ. 18-20· Καραβία, Μ., Οδησσός. Η λησμονημένη πατρίδα (Αθήνα 1998), όπου υπάρχει πληθώρα πληροφοριών για τους Έλληνες της Οδησσού κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα. 4. Παπουλίδης, Κ., Οι Έλληνες της Οδησσού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 78-80. Βλ. επίσης και Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 113. 5. Χαρλαύτη, Τ., «Οι έλληνες εφοπλιστές», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας 58 (23 Νοεμβρίου 2000), σελ. 34-37. 6. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 113. 7. Παπουλίδης, Κ., Οι Έλληνες της Οδησσού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 78-80. 8. Herlihy, P., Odessa. A History 1794-1914 (Cambridge, Mass. 1986), σελ. 38. 9. Ερμής ο Λόγιος Στ΄ (Βιέννη 1816, ανατ. Αθήνα 1989), σελ. 204-205, 309-310. 10. Ερμής ο Λόγιος Στ΄ (Βιέννη 1816, ανατ. Αθήνα 1989), σελ. 115. Κατά τη χρονική περίοδο 1814-1817 η εταιρεία Συντροφία των Γραικών Ασφαλιστών διέθεσε συνολικά 20.024,93 ρούβλια, από τα οποία τα 14.017 σε σχολεία και τα 6.337,48 σε νοσοκομεία. Διευθυντές της εταιρείας εκείνη την περίοδο ήταν οι Αλέξανδρος Κουμπάρης, ο Ματθαίος Στογιάννης και ο Θ. Δημ. (Δήμου;). 11. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία (Αθήνα 1998), σελ. 132-133. 12. Παπουλίδης, Κ., Οι Έλληνες της Οδησσού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 156. Βλ. επίσης Herlihy, P., Odessa. A History 1794-1914 (Cambridge Mass. 1986), σελ. 126. 13. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 115. 14. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 121. 15. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.), σελ. 56-61. 16. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 121. 17. Για πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού βλ. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 127-173. Βλ. επίσης Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Εύξεινου Πόντου (Αθήνα χ.χ.). 18. Γιαννίτση, Θ., «Θ. Ροδοκανάκης», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας 58 (23 Νοεμβρίου 2000), σελ. 18-20. 19. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 115. 20. Αυγητίδης, Κ., Ο Ελληνικός Εμπορικός Κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα (1794-1900) (Αθήνα – Γιάννινα 1998), σελ. 117. 21. Χαρλαύτη, Τ., «Οι έλληνες εφοπλιστές», Ιστορικά Ελευθεροτυπίας 58 (23 Νοεμβρίου 2000), σελ. 34-37. 22. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία (Αθήνα 1998), σελ. 132-133.
|
|
|