Οικογένεια Μελά

1. Εισαγωγικά

Η οικογένεια Μελά κατάγεται από τα Ιωάννινα και συγκαταλέγεται στις επιφανέστερες, «τις πιο παλιές αρχοντικές οικογένειες της Ηπείρου».1 Μεταξύ αυτών αναφέρονται ακόμη οι οικογένειες Μαρούτση, Μακρή, Δρόσου, Κρομμύδα, Καραγιάννη και Σουγδουρή. Σύμφωνα με κάποιες απόψεις, η οικογένεια Μελά έχει βυζαντινές ρίζες καθώς, όπως αναφέρει ο βασικός βιογράφος της οικογένειας, ο Λέων Ι. Μελάς,2 προέρχεται από την οικογένεια Στρατηγοπούλου, ενός Βυζαντινού αξιωματούχου.

Μέλη της οικογένειας Μελά διεσπάρησαν σε πολλούς τόπους της κεντρικής Ευρώπης, ήδη από το 15ο αιώνα. Τους βρίσκουμε στην αυλή του βασιλιά Σιγισμούνδου της Ουγγαρίας-Βοημίας το 15ο αιώνα, και συγκεκριμένα με το όνομα Melas Feld στη Βοημία. Ακόμη, η παρουσία των Μελάδων αναφέρεται εκτός από την Ήπειρο και στην Ιλλυρία, τη Δαλματία, τη Βλαχία. Ενδεικτικά ο Μαγιάρος Ιωάννης Φρειδερίκος Μελάς υπήρξε αυλικός του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ το 1712. Απόγονός του ήταν ο Μιχαήλ Φρειδερίκος Βενέδικτος Μελάς, αρχιστράτηγος των αυστριακών δυνάμεων στην περίφημη μάχη του Μαρέγκο, εναντίον του Ναπολέοντα, που διεξήχθη στις 14 Ιουνίου 1800.
3

Ο ηπειρωτικός κλάδος της οικογένειας Μελά φαίνεται ότι εμφανίζεται με αυτό το όνομα στις αρχές του 18ου αιώνα και ο αρχικός γεωγραφικός πυρήνας προέλευσής της ήταν η Παλιά Πογδοριανή, όπου αναφέρεται και η ύπαρξη ερειπίων των πύργων των Μελάδων.4 Το 17ο αιώνα, μετά την εξέγερση του επισκόπου Άρτης Διονυσίου του Σκυλοσόφου και τις αλλαγές που επέφερε η καταστολή της στην περιοχή της Ηπείρου, οι Μελάδες φαίνεται ότι απώλεσαν σημαντικό μέρος της έγγειας ιδιοκτησίας τους.5

2. Η εμπορική δράση της οικογένειας Μελά

2.1. Ο 18ος αιώνας

Στα μέσα του 18ου αιώνα βρίσκουμε την οικογένεια Μελά εγκατεστημένη σε Κωνσταντινούπολη και Ρωσία να ασχολείται με το εμπόριο γουναρικών. Οι Μελάδες, μαζί με άλλους εμπόρους της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας εντάσσονται σε αυτό το ρεύμα των ορθόδοξων Βαλκάνιων εμπόρων (όπου κεντρική φιγούρα αποτελούσε ο Έλληνας ή εξελληνισμένος έμπορος), που, από τα μέσα του 18ου αιώνα κυρίως, διείσδυσαν στο εσωτερικό της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης καθώς και της Ρωσίας και διακινούσαν κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν το εμπόριο των χωρών αυτών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.6 Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι οι Μελάδες είχαν έδρες των εργασιών τους τη Νίζνα, κέντρο γουνεμπορίου, και τη Μόσχα, επεκτεινόμενοι ωστόσο και στις Οδησσό, Πετρούπολη και φυσικά στην Κωνσταντινούπολη.7 Η οργάνωση του δικτύου αυτού ήταν τυπικό δείγμα εμπορικού δικτύου της εποχής, βασιζόμενου στην πίστη μεταξύ των συνεργατών των διάφορων κέντρων, που απέρρεε από τους δεσμούς συγγένειας ή κοινής καταγωγής.8

2.2. Το εμπορικό δίκτυο των Μελάδων

Το εμπορικό δίκτυο των Μελάδων στήθηκε από τους αδελφούς Πάνο (Ιωάννινα 1730-Ρωσία 1816), Αναστάσιο (Ιωάννινα 1733-Κων/πολη 1801) και Λέοντα (Ιωάννινα 1738-Κων/πολη 1811), τους γιους του Δημητρίου. Ο μεγαλύτερος αδελφός Πάνος πέθανε άγαμος. Ο Αναστάσιος απέκτησε δύο γιους, τον Δημήτριο (Ιωάννινα 1770-1842) και τον Πέτρο (Ιωάννινα 1792-Βραΐλα 1855), ενώ ο Λέων, ή καλύτερα γνωστός ως Λεοντάρης, απέκτησε 5 γιους και μία κόρη: τον Δημήτριο (Ιωάννινα 1772-1850), τον Θεοδόσιο ή Θεόδωρο9 (1775-;), το Γεώργιο (Ιωάννινα 1785-Κων/πολη 1856), τον Ιωάννη (Ιωάννινα 1787-Σαλαμίνα 14/5/1833), τον Παύλο (1790-Μεσσολόγγι 1826, στην πολιορκία της πόλης) και την Αγγελική, για την οποία γνωρίζουμε μόνο ότι παντρεύτηκε τον Ιωάννη Α. Πάνο.

Όλοι οι απόγονοι ακολούθησαν την ίδια τυπική διαδρομή: αφού έπαιρναν τη βασική για την εποχή εκπαίδευση στα Ιωάννινα, στη συνέχεια πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν το πρώτο σημαντικό κατάστημα των Μελάδων, ίσως και για να έρθουν σε μια πρώτη επαφή με τις εμπορικές υποθέσεις, και αργότερα έφευγαν για τη Ρωσία, για να ολοκληρώσουν τη μαθητεία τους ως έμποροι και να ενισχύσουν τις εκεί δουλειές του καταστήματος ή και να αναλάβουν τη σύσταση ενός νέου καταστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστούν οι γιοι του Λεοντάρη: ο μεν Δημήτριος ανέλαβε το κατάστημα της Μόσχας, αφού θήτευσε δίπλα στο θείο του Πάνο, ο Θεόδωρος ή Θεοδόσιος το κατάστημα της Οδησσού, οι Ιωάννης και Παύλος της Λειψίας, ενώ ο Γεώργιος της Κωνσταντινούπολης.
10 Πάντως πρέπει να ειπωθεί ότι το σχήμα αυτό δεν ήταν άκαμπτο, αφού προϊόντος του χρόνου ο Δημήτριος κατέβαινε ολοένα και συχνότερα στο κατάστημα της Οδησσού, το οποίο έφερε την επωνυμία Θεοδόσιος Λ. Μελάς και Αδελφοί.

2.3. Η εμπορική δράση των απογόνων του Γεωργίου Λ. Μελά

Η συνέχεια της επιτυχούς ενασχόλησης με το εμπόριο για τον οίκο των Μελά οφείλεται στους απογόνους του Γεωργίου Λ. Μελά. Σε σημαντικό βαθμό διαφοροποιείται η περίπτωση του γιου του Πέτρου Μελά, του Αναστασίου (1822-1890), ο οποίος διακρίθηκε αρχικά στο εμπόριο, ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη με την υποστήριξη του θείου του Γεωργίου Σταύρου. Στη συνέχεια πήγε στη Ρωσία μέχρι το 1850. Εγκαταστάθηκε στη Βραΐλα της Βλαχίας και έχοντας τη ρωσική υπηκοότητα διατέλεσε πρόξενος της Ρωσίας. Μολονότι ασχολήθηκε και με το εμπόριο, υπήρξε παράλληλα από τους πλέον αξιόλογους παράγοντες της ελληνικής κοινότητας της πόλης.11

Ο γάμος του Γεωργίου Λ. Μελά με την κόρη του μεγαλεμπόρου Μιχαήλ Βασιλείου από το Αργυρόκαστρο, τη Σμαράγδα,12 αποτέλεσε στρατηγική επιτυχία, γιατί αφενός ο οίκος Βασιλείου θεωρούνταν από τους πιο σημαντικούς στην Κωνσταντινούπολη, αφετέρου συγγένευε και με τον ισχυρό μεγαλέμπορο της Οδησσού Σπυρίδωνα Μαύρο, σύζυγο της άλλης θυγατέρας του Μιχαήλ Βασιλείου, της Ευφροσύνης. Ωστόσο, η συμμετοχή του στη Φιλική Εταιρεία και τα αντίποινα των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη κατά την Επανάσταση τον οδήγησαν σε ένα μεγάλο κύκλο διαδρομών (Οδησσό-Αγκόνα-Φιούμε-Ύδρα-Σύρο-Αθήνα) μέχρι την τελική επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη και την επαναλειτουργία του οίκου του το 1835.13 Κατά το πέρασμά του από το υπό σύσταση ελληνικό κράτος (1828-1835) ανέλαβε διάφορα αξιώματα, όπως του προέδρου του Εμπορικού Δικαστηρίου Ερμούπολης το 1831. Ο Γεώργιος Λ. Μελάς απέκτησε τέσσερις γιους και δύο κόρες: τους Λέοντα (Κων/πολη 30/11/1812-Αθήνα 27/10/1879), Κωνσταντίνο (Κων/πολη 1814-Μασσαλία 1905), Βασίλειο (Κων/πολη 1818-Παρίσι 1884), Μιχαήλ (Σύρος 2/4/1833-Αθήνα 17/6/1897), Ευφροσύνη, που παντρεύτηκε τον Ανδρέα Βαλλιάνο, και Σμαράγδα, που παντρεύτηκε τον Εμμανουήλ Βικέλα, πατέρα του Δημητρίου Βικέλα.

Η επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη και η επανίδρυση του οίκου οδήγησαν στην εξάπλωσή του και στη δημιουργία παραρτημάτων. Αρχικά, το 1849 ιδρύθηκε στο Λονδίνο ο οίκος Αδελφοί Μελά, που αποτέλεσε κλάδο του οίκου Μαύρου της Οδησσού. Ο οίκος του Λονδίνου διευθυνόταν από τους γιους του Γεωργίου, τους Βασίλειο και Λέοντα, οι οποίοι αργότερα (1854) αυτονομήθηκαν από τον οίκο Μαύρου και κατέστησαν τον οίκο του Λονδίνου κεντρικό κατάστημα του οίκου Μελά με παραρτήματα στη Μασσαλία το 1857, με διευθυντή τον αδελφό τους Κωνσταντίνο (μαζί με το Λέοντα που αποχώρησε από το Λονδίνο), και στο
Γαλάτσι της Ρουμανίας, με διευθυντή το μικρότερο αδελφό Μιχαήλ.14 Η επιχείρησή τους ωστόσο θεωρούνταν μεσαία επιχείρηση, που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τους μεγάλους οίκους των Ελλήνων του Λονδίνου, τους Ράλλη, Ροδοκανάκη, Ζαρίφη, Βαλλιάνου κ.ά.15 Ωστόσο, φαίνεται ότι ο κλάδος της Μασσαλίας είχε αξιοπρόσεκτη παρουσία στον τομέα των εισαγωγών από τα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, αφού το 1860 κατείχε την τέταρτη θέση μετά τους οίκους των Σπάρταλη, Ράλλη-Σκυλίτση-Αργέντη και Ροδοκανάκη, με 29 πλοία που έφεραν για λογαριασμό τους 6.156 τόνους σιτηρών. Το 1870 κατείχαν την πέμπτη θέση με 38 πλοία που μετέφεραν 10.448 τόνους φορτίου.16 Ο οίκος του Λονδίνου διαλύθηκε οριστικά το 1876 από τους τότε συνεταίρους, θείο και ανιψιό, Βασίλειο Μελά και Δημήτριο Βικέλα (ήδη συνέταιρος από το 1857).17

Για το κατάστημα των Μελάδων στην Οδησσό δε γνωρίζουμε πολλά, πέρα από το γεγονός ότι το διεύθυναν ο Θεοδόσιος, για τον οποίο δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, μαζί με το Δημήτριο, αδελφό του Γεωργίου. Ο Δημήτριος Λ. Μελάς, που φαίνεται ότι βρισκόταν στην κορυφή της οικογενειακής και επιχειρηματικής πυραμίδας, όντας και ο πρεσβύτερος αδελφός, αποφάσισε το 1848 μια αναδιοργάνωση της δομής του οίκου των Μελάδων μαζί με τον εξάδελφό του Ιωάννη Σ. Μελά, ζητώντας μάλιστα τη μετάβαση του Γεωργίου σε νέο παράρτημα στο Ταϊγάνιο, απόφαση με την οποία φαίνεται ότι ο Γεώργιος δε θέλησε να συμμορφωθεί. Ωστόσο, από άλλη πηγή προκύπτει ότι ο Γεώργιος Μελάς το 1839 αναχώρησε μαζί με την οικογένεια της κόρης του Σμαράγδας και του Εμμανουήλ Βικέλα, ο μεν για να διευθύνει το κατάστημα του Σ. Μαύρου στο Ταϊγάνιο, η δε οικογένεια της κόρης του για την Κωνσταντινούπολη.18

3. Λοιπή δραστηριότητα της οικογένειας Μελά

Τα μέλη της οικογένειας Μελά ωστόσο δεν περιόρισαν τη δράση τους μόνο στον τομέα του εμπορίου, αλλά διακρίθηκαν σε πολλούς τομείς, όπως η λογοτεχνία, η πολιτική, η διοικητική, η νομική και η στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο Λέων Γ. Μελάς, εκτός από συγγραφέας του Γεροστάθη και του Χριστοφόρου, διακρίθηκε σε μια σειρά αξιωμάτων που κατέλαβε στην Αθήνα. Πολύ νέος διατέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης το 1841, στην κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, εκπρόσωπος των Ηπειρωτών στη συντακτική εθνοσυνέλευση του 1843, ενώ μετά την οριστική επιστροφή του από τη Μασσαλία το 1859 και την απόσυρσή του από τον κόσμο των επιχειρήσεων ασχολήθηκε και πάλι με την πολιτική και διατέλεσε αντιπρόσωπος των Ελλήνων του Μάντσεστερ το 1862.19 Ο Κωνσταντίνος έγραψε ένα επίσης πολύ πετυχημένο εμπορικό εγχειρίδιο, ενώ ο Δημήτριος Βικέλας –Μελάς από την πλευρά της μητέρας του Σμαράγδας– κληροδότησε ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, με πιο γνωστό το μυθιστόρημα Λουκής Λάρας, ενώ επίσης είχε σημαντική συμβολή στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Μιχαήλ Γ. Μελάς, με νομικές σπουδές στο Παρίσι, διατέλεσε βουλευτής Αττικής το 1890 και δήμαρχος Αθηναίων το 1891. Γιος του Μιχαήλ υπήρξε ο μακεδονομάχος Παύλος Μελάς (γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 29/3/1870), αξιωματικός του ελληνικού στρατού που σκοτώθηκε σε μάχη με τον οθωμανικό στρατό στη Στάτιστα το 1904.20




1. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 35.

2. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 36-37.

3. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 36-37.

4. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 38.

5. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 45.

6. Stoianovich, T., “The Conquering Balkan Orthodox Merchant”, The Journal of Economic History 20/2 (1960), σελ. 234.

7. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 91.

8. Για τον ορισμό, τη δομή και τη λειτουργία ενός εμπορικού δικτύου βλ. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας,19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-151.

9. Ο Mihail-Dimitri Sturdza, Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, dAlbanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 342, τον αναφέρει ως Θεόδωρο, ενώ ο βιογράφος και απόγονος της οικογένειας Λέων Ι. Μελάς, Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 200, ως Θεοδόσιο.

10. Sturdza, M.-D.Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, dAlbanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 342.

11. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 122-124.

12. Ελένη, σύμφωνα με το Μελά, βλ. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μια οικογένεια, μια ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 201.

13. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 221· Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 220.

14. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 222· Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 149· Βικέλας, Δ., Λουκής Λάρας (Αθήνα 2000), εισαγωγή, σελ. 37-38.

15. Βικέλας, Δ., Λουκής Λάρας (Αθήνα 2000), εισαγωγή, σελ. 38· Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 221.

16. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), παραρτήματα 1.4, 1.5, σελ. 471-474.

17. Ο Βασιλείος Μελάς, θείος του Δημητρίου Βικέλα, παντρεύτηκε την Τερψιχόρη Γεραλοπούλου, σμυρναίικης καταγωγής αλλά εγκατεστημένη στη Σύρο, ενώ ο Βικέλας την αδελφή της Τερψιχόρης, την Καλλιόπη. Τέτοιου είδους γάμοι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, στο πλαίσιο της συνήθειας της ενδογαμίας της τάξης των μεγαλοαστών εμπόρων της εποχής, προκειμένου να διαφυλαχθεί η συνοχή και η περιουσία της οικογένειας. Βλ. Καρδάσης, Β.,  Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 204.

18. Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 198-199· Βικέλας, Δ., Η ζωή μου. Άπαντα τα ευρισκόμενα και η συμβολή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 (Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας 2004), σε μορφή Cd-Rom·  Χαρλαύτη, Τ.,  Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 149.

19. Βικέλας, Δ., Λουκής Λάρας (Αθήνα 2000), εισαγωγή, σελ. 47-50· Sturdza, M.-D.Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, dAlbanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 343.

20. Sturdza, M.-D.Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, dAlbanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 342-343· Μελάς, Λ.Ι., Ηπειρωτικές μελέτες. Μία οικογένεια, μία ιστορία (Αθήνα 1967), σελ. 292.