Οικογένεια Παππούδωφ

1. Καταγωγή και δίκτυα συγγένειας

Η οικογένεια Παππούδωφ αποτελεί μια τυπική περίπτωση οικογένειας μεγαλεμπόρων της Διασποράς που δραστηριοποιήθηκε στο διεθνές εμπόριο και σε άλλες παράπλευρες δραστηριότητες σε όλα τα σημαντικά κέντρα της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα στοιχεία για την καταγωγή της οικογένειας είναι ελλιπή και περιορίζονται στο ότι πρόκειται για οικογένεια Κουτσοβλάχων από τα Ιωάννινα.1 Κατά πάσα πιθανότητα ακολούθησαν την τυπική διαδρομή των Ηπειρωτών και άλλων εμπόρων του ελλαδικού χώρου την περίοδο μεταξύ του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, αρχικά προς την Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια προς τη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι, βρίσκουμε τον Γεώργιο Παππούδογλου με το εκρωσισμένο όνομα Παππούδωφ ανάμεσα στα ονόματα των εμπόρων της πρώτης γκίλντας (τάξη) της Οδησσού το 1812, εγκατεστημένο στην πόλη ήδη από το 1810. Η γρήγορη προαγωγή, μέσα σε δύο χρόνια, του Γεωργίου Παππούδωφ στην πρώτη γκίλντα, η απόκτηση της ρωσικής υπηκοότητας και ο γάμος του με την Αλεξάνδρα Βαρβάκη, κόρη του Μάρκου Βαρβάκη και της Σοφίας Αλφιεράκη, σημαντικής εμπορικής οικογένειας από το Ταϊγάνιο, δείχνουν ότι ο Γεώργιος Παππούδωφ μάλλον διέθετε ήδη σημαντική οικονομική δύναμη όταν εγκαταστάθηκε στην Οδησσό.2

Η ακμαία πορεία του οίκου συνεχίστηκε από το γιο του Γεωργίου Κωνσταντίνο (Κων/πολη 1798-Οδησσός 1879), ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της επιχείρησης το 1819 και επεξέτεινε το γεωγραφικό εύρος της.3 Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης των ελληνικών επιχειρηματικών οίκων την περίοδο της δεκαετίας του 1820 να ιδρύουν εμπορικά παραρτήματα στα σημαντικότερα κέντρα και λιμάνια της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και της βορειοδυτικής Ευρώπης. Τα δίκτυα αυτά των Ελλήνων εμπόρων της Διασποράς προσπαθούν να ελέγξουν τη διακίνηση των προϊόντων, ιδιαίτερα των σιτηρών, μέσα από τη δημιουργία ενός δικτύου αντιπροσώπων συγκροτημένου από πρόσωπα εμπιστοσύνης, που στηρίζονταν στη συγγένεια, τη φιλία ή την κοινή καταγωγή.4

Ο οίκος Παππούδωφ, εκτός από την Οδησσό, επεκτάθηκε και σε άλλα κέντρα εξαγωγής σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα, όπως το Ροστόφ5 και το Ταϊγάνιο, με τον οίκο Παππούδωφ-Λασκαρίδη.6 Εκτός από τη Μαύρη Θάλασσα είχαν δημιουργηθεί καταστήματα σε σημαντικά κέντρα του εμπορίου, όπως η Κωνσταντινούπολη, το Λιβόρνο και η Μασσαλία. Στην Κωνσταντινούπολη ήταν εγκατεστημένοι οι αδελφοί Θεοδόσιος και Φώτιος Παππούδωφ.7 Στο Λιβόρνο τη διεύθυνση του καταστήματος την είχαν οι αδελφοί Ιωάννης (Κων/πολη 1801-Φλωρεντία 1862) και Κωνσταντίνος.8 Στη Μασσαλία, βάσει μνείας σε μία πηγή χωρίς περαιτέρω αναφορά, οι αδελφοί Παππούδωφ φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος του δικτύου των Παππούδωφ μέχρι το 1846, οπότε τη διεύθυνση του καταστήματος την αναλαμβάνουν έμπιστα πρόσωπα του Ιωάννη Παππούδωφ του Λιβόρνου, οι Κων. Σωτηρήκος και Giorgio Grimanelli.9 Από άλλη πηγή βρίσκουμε τους Κωνσταντίνο, Ιωάννη και Αλέξανδρο Παππούδωφ εγγεγραμμένους στους εμπορικούς οίκους της Μασσαλίας το 1860.10

Δυστυχώς από τα διαθέσιμα δημοσιευμένα στοιχεία δεν μπορούμε να αποκαταστήσουμε πλήρως ή έστω σε ικανοποιητικό βαθμό το οικογενειακό δένδρο και τις συγγενικές σχέσεις των Παππούδωφ των διαφόρων εμπορικών κέντρων. Το μοναδικό στοιχείο που προκύπτει με αρκετή βεβαιότητα είναι ότι η αφετηρία για την εξάπλωση των μελών της οικογένειας υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, όπως αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις του Γεωργίου στην Οδησσό και του Ιωάννη στο Λιβόρνο.

2. Στρατηγικές Συμμαχίες – Ένταξη στο «Χιώτικο Δίκτυο»

Στο πλαίσιο της επιχειρηματικής τους δράσης οι Παππούδωφ εντάχθηκαν σε αυτό που ονομάστηκε «Χιώτικο Δίκτυο».11 Ο γάμος του Κωνσταντίνου Παππούδωφ της Οδησσού το 1830 με τη Δέσποινα, κόρη του Παντολέοντα Ροδοκανάκη και πρώτη εξαδέλφη του Θεοδώρου Ροδοκανάκη, του ισχυρότερου επιχειρηματία της Οδησσού, αλλά και ο δεύτερος γάμος του το 1844, μετά το θάνατο της Δέσποινας, με την Αριάννη, κόρη τού επίσης Χιώτη μεγαλεμπόρου της Οδησσού Ευστράτιου Σεβαστόπουλου, αναδεικνύουν ξεκάθαρα τις στρατηγικές επιλογές των Παππούδωφ για συμμαχία και ένταξη στο χιώτικο δίκτυο, τον ισχυρότερο άτυπο εμπορικό-επιχειρηματικό σύνδεσμο της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας την εποχή εκείνη.12 Ανάλογες στρατηγικές ανέπτυξε και ο Ιωάννης Παππούδωφ στο Λιβόρνο, επίσης μέσα από την οικογένεια των Σεβαστόπουλων, αφού ο Κάρολος, διευθυντής του καταστήματος των Σεβαστόπουλων στο Λιβόρνο, βάπτισε το μεγαλύτερο και το μικρότερο από τα παιδιά τού Ιωάννη Παππούδωφ το 1847 και το 1859.13

3. Τύποι επιχειρηματικής δράσης: Το εμπόριο σιτηρών

Τα σιτηρά αποτέλεσαν τη σημαντικότερη και πιο κερδοφόρα δραστηριότητα των Παππούδωφ, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1860, όπως ήταν και για τους περισσότερους Έλληνες επιχειρηματίες της περιόδου που είχαν συστήσει παραρτήματα στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Κωνσταντίνος Παππούδωφ της Οδησσού συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους τρεις σημαντικότερους Έλληνες εξαγωγείς σιτηρών της πόλης, μαζί με το Ζαννή Στ. Ράλλη και το Θεόδωρο Ροδοκανάκη. Οι τρεις τους διεξήγαν το 1/5 των συνολικών εξαγωγών της Οδησσού την περίοδο 1833-1860. Επιπλέον, οι τρεις αυτοί μεγαλέμποροι, μαζί με τους οίκους των Ζαρίφη και Μαύρου, την ίδια περίοδο κατείχαν το 62% του εξωτερικού εμπορίου από το σύνολο των ελληνικών εμπορικών οίκων της Οδησσού.14 Αντίστοιχα, οι Παππούδωφ της Μασσαλίας συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους σημαντικότερους ελληνικούς οίκους εισαγωγών σιτηρών τα έτη 1847 και 1857, με ποσοστά επί του συνόλου των εισαγωγών 5,94% και 6,95% αντίστοιχα. Το 1847 κατείχαν την τέταρτη θέση, μετά τους οίκους Ροδοκανάκη, Ζαρίφη και Basily M., ενώ το 1857 ήταν ο δεύτερος οίκος μετά τους Ράλλη-Σκυλίτση-Αργέντη.15 Στο Λιβόρνο οι Αφοί Παππούδωφ συγκαταλέγονται επίσης ανάμεσα στους σημαντικότερους ελληνικούς εμπορικούς οίκους που ασχολούνται με τις εισαγωγές σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα.16 Ως ένδειξη της οικονομικής ευρωστίας του καταστήματος του Λιβόρνου μπορεί να εκτιμηθεί η τρίτη θέση, μετά τους Ανιψιούς Μαύρου και τους Ροδοκανάκη Υιοί & Σία, στον κατάλογο των εισφορών των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων στη Συναδελφότητα της Αγίας Τριάδας στο διάστημα 1821-1848.17

4. Λοιπές δραστηριότητες: Πλοιοκτησία – Ασφάλειες – Μεταποίηση – Τραπεζικά

Εκτός από το εμπόριο, οι Παππούδωφ, όπως οι περισσότεροι Έλληνες μεγαλέμποροι της εποχής, αναμείχθηκαν και στην πλοιοκτησία, με σκοπό να εξυπηρετήσουν καλύτερα τις ανάγκες των εμπορικών επιχειρήσεών τους. Στην κατοχή του οίκου της Οδησσού βρίσκουμε δύο ιστιοφόρα: το «Σωτήρ» (ελληνικής σημαίας) και το «Κωνσταντίνος» (ρωσικής σημαίας), 240 και 481 τόνων αντίστοιχα, ναυπηγημένα το πρώτο στη Σκόπελο το 1839 και το δεύτερο στη Μάλτα το 1854, και ιδιοκτησίας το πρώτο Γ. Παππούδωφ και το δεύτερο Κωνσταντίνου Παππούδωφ & Σία.18 Ακόμα, από την εφημερίδα Le Sémaphore de Marseille πληροφορούμαστε ότι οι Παππούδωφ της Μασσαλίας κατείχαν 6 πλοία (μάλλον ιστιοφόρα) των 1.663 κόρων καθαρής χωρητικότητας (κ.κ.χ.) το 1850 και 19 των 4.592 κ.κ.χ. το 1860. Συνεπώς οι Παππούδωφ συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες πλοιοκτήτες της Μασσαλίας, μαζί με τους Ράλλη, Ροδοκανάκη, Δρομοκαΐτη, Ζιζίνια, Σπάρταλη κ.λπ.19 Επιπλέον γνωρίζουμε ότι οι Παππούδωφ της Μασσαλίας κατείχαν το 1850 τρία ιστιοφόρα: τα «Constantinos», «Pandias» και «Catingo», 347, 416 και 150 τόνων αντίστοιχα.20 Παρά ταύτα, από τα διαθέσιμα στοιχεία δε φαίνεται ότι οι Παππούδωφ έκαναν τη μετάβαση από το εμπόριο και την πλοιοκτησία στον εφοπλισμό στο β΄μισό του 19ου αιώνα, όπως συνέβη με άλλες περιπτώσεις μεγαλεμπόρων, κυρίως του Ιονίου, όπως οι Βαλλιάνοι.21

Εκτός από το εμπόριο σιτηρών και την πλοιοκτησία, οι Παππούδωφ ασχολήθηκαν και με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπως και πολλοί άλλοι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι της εποχής τους. Γνωρίζουμε χωρίς πολλές λεπτομέρειες ότι δρούσαν στο Λιβόρνο είτε ως ανεξάρτητοι ασφαλιστές είτε ως μέτοχοι στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία «Società Anonima di Assicurazione Marittima».22 Ένας άλλος τομέας όπου δραστηριοποιήθηκαν οι Παππούδωφ του Λιβόρνου ήταν και η μεταποίηση, καθώς ο Ιωάννης έγινε το 1845 μέτοχος σε ζυθοποιείο της Λούκα στην Ιταλία.23

Ωστόσο, παρά τη σημασία των παραπάνω δραστηριοτήτων, οι τραπεζικές-χρηματιστικές δραστηριότητες το 19ο αιώνα θεωρούνταν από τις πιο επικερδείς ενασχολήσεις των μεγαλεμπόρων, γι' αυτό σχεδόν όλοι ενεπλάκησαν στον ένα ή τον άλλο βαθμό με αυτές. Έτσι, και οι Παππούδωφ του Λιβόρνου συμμετείχαν στη «Società Borica Stravelese» ως μέτοχοι της Banca Industriale, ενώ ο Ιωάννης Παππούδωφ διετέλεσε και πρόεδρος της τράπεζας «Cassa di Sconto».24 Παράλληλα, ο εγκατεστημένος στην Αθήνα Αριστείδης Παππούδωφ, γιος του Θεοδοσίου από την Κωνσταντινούπολη, θα αναμειχθεί ενεργά ως μέτοχος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Γενικής Πιστωτικής Τράπεζας του Συγγρού και στο γνωστό ζήτημα των τραπεζών της περιόδου 1871-1873.25

5. Τα χρόνια της αλλαγής

Οι χρονιές 1846 και 1862 είχαν ιδιαίτερη σημασία για το δίκτυο επιχειρήσεων των Παππούδωφ. Το 1846 έγινε μάλλον αναδιάρθρωση των καταστημάτων και των διοικήσεών τους. Έτσι, από τα τέσσερα καταστήματα που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του δικτύου μέχρι εκείνη τη χρονιά της Οδησσού, της Κωνσταντινούπολης, της Μασσαλίας και του Λιβόρνου καταργείται ή διαφοροποιείται το κατάστημα της Κωνσταντινούπολης και διατηρούνται τα άλλα τρία, ενώ στη Μασσαλία αποστέλλονται ως νέοι διευθυντές του εκεί καταστήματος ο Κων. Σωτηρήκος, μέχρι τότε βοηθός του Ιωάννη Παππούδωφ στο Λιβόρνο, και ο Giorgio Grimanelli. Το 1862, με το θάνατο του Ιωάννη Παππούδωφ του Λιβόρνου διαλύεται το προηγούμενο εταιρικό σχήμα και η καινούργια εταιρεία «Παππούδωφ Κωνσταντίνος & Σία» φαίνεται να μην συνεργάζεται άμεσα με τα υπόλοιπα καταστήματα της Οδησσού και της Μασσαλίας.26 Εξάλλου είναι η εποχή κατά την οποία λαμβάνουν χώρα σημαντικές τομές στο διεθνές εμπόριο και οι Έλληνες χάνουν πλέον τον έλεγχο στη διακίνηση των σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη δυτική Ευρώπη, ενώ πολλοί από αυτούς στρέφονται προς άλλες δραστηριότητες.

6. Τα σημάδια της αναγνώρισης: Ακίνητη περιουσία και κοινωνική δράση

Ο τεράστιος πλούτος των Ελλήνων μεγαλεμπόρων της Διασποράς αποτυπωνόταν στο μεγάλο αριθμό των ακινήτων που διέθεταν στις πόλεις στις οποίες ζούσαν και εργάζονταν. Στην Οδησσό, ο Κωνσταντίνος Παππούδωφ είναι πέμπτος ανάμεσα στους Έλληνες, με ακίνητα συνολικής αξίας 243.046 ρουβλίων, μετά τους Στέφανο Ράλλη, Γρηγόριο Μαρασλή, Θεόδωρο Ροδοκανάκη και Αλεξανδρο Κουμπάρη.27 Για το Λιβόρνο δεν έχουμε συνολική εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των Παππούδωφ, γνωρίζουμε όμως ότι ο Κωνσταντίνος Παππούδωφ κατείχε σημαντική ακίνητη περιουσία στην περιοχή Scali delle Cerere. Τα ακίνητα αυτά χρησιμοποιούνταν είτε ως χώροι κατοικίας είτε ως εργασιακοί χώροι.28

Η οικονομική δύναμη των Ελλήνων μεγαλεμπόρων του 19ου αιώνα είχε και μια αντίστοιχη κοινωνική απήχηση, που συντελούσε στην άνοδο στην κοινωνική ιεραρχία μέσα από την κατάληψη θέσεων και αξιωμάτων στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιωάννης Παππούδωφ διετέλεσε πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λιβόρνου το 1845, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες μεγαλέμποροι της πόλης.29 Αλλά καθόλου τυχαία δεν πρέπει να θεωρείται και η ενασχόληση του Κων. Παππούδωφ με τα κοινά της Οδησσού, όπως και άλλων σημαντικών Ελλήνων επιχειρηματιών, που καταδεικνύεται από τη συμμετοχή του Παππούδωφ σε επιτροπή του 1863 η οποία υπέβαλε σχέδιο για μεταρρύθμιση σχετικά με τις αρμοδιότητες και τον τρόπο εκλογής των δημοτικών αρχών.30 Ωστόσο η ενσάρκωση της διαφορετικότητας και της ένταξης σε μια ανώτερη και ιδιαίτερη τάξη γινόταν μέσα από τη συμμετοχή στις λέσχες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι μεγαλέμποροι και επιχειρηματίες για ποικίλες συναθροίσεις. Έτσι, ο Ιωάννης Παππούδωφ αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος το 1837 του Casino di Commercio του Λιβόρνου, ανάμεσα σε σημαντικούς Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες, όπως οι Ροδοκανάκηδες, οι Τοσίτσα, οι Σκυλίτσηδες, οι Σεβαστόπουλοι και άλλοι. Ανάλογα, ο Κωνσταντίνος Παππούδωφ, αδελφός του Ιωάννη, συμμετείχε στα ιδρυτικά μέλη του Circolo L’ Unione το 1855. Η εξέλιξη των λεσχών αυτών σε αθλητικούς και επιμορφωτικούς ομίλους δεν άφησε αδιάφορους τους Παππούδωφ, όπως φαίνεται από τη συμμετοχή, το 1873, του Κωνσταντίνου (ο Ιωάννης είχε πεθάνει από το 1862) στη Società Livornese per le corse dei cavalli, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ιπποδρομίες, κατ΄ απομίμηση της βρετανικής ανώτερης τάξης, κερδίζουν ολοένα και περισσότερο σε κύρος.31

Κορωνίδα της κοινωνικής ανέλιξης ενός μεγαλεμπόρου/επιχειρηματία-μεγαλοαστού του 19ου αιώνα θεωρούνταν η απόκτηση ενός τίτλου ευγενείας, γεγονός που τον ενέτασσε πια στο «πάνθεον» της κοινωνικής ιεραρχίας. Οι Παππούδωφ του Λιβόρνου κατάφεραν και αυτή τη διάκριση, αφού απέκτησαν τίτλο ευγενείας στις 13 Φεβρουαρίου 1857 από τον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης, διάκριση που επικυρώθηκε αργότερα και από τον Βασιλιά της Ιταλίας με την απόδοση του τίτλου του Κόμη.32




1. Sturdza, M.D., Dictionnaire Historique et Généalogique des Grandes Familles de Grèce, d’ Albanie, et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 188.

2. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 140, 217-218.

3. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 201.

4. Για τη δημιουργία, τη δομή και τη λειτουργία του δικτύου αυτού, που είναι γνωστό ως «Χιώτικο Δίκτυο», βλ. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-168.

5. Ο Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 74, αναφέρει τον Γ. Παππούδωφ της Οδησσού ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες μεγαλεμπόρους του Ροστόφ.

6. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 142, πίνακας 3.7, όπου ο οίκος Παππούδωφ-Λασκαρίδης συμπεριλάμβάνεται ανάμεσα στους πιο δραστήριους εξαγωγείς σιτηρών του Ταϊγανίου προς τη Βρετανία τα έτη 1851-1852.

7. Αναφερόμενος σε αυτούς, ο Ανδρέας Συγγρός υποστηρίζει ότι ονομάζονταν Χατζηφωτίου και ότι, αφού ο  αδελφός τους Γεώργιος στην Οδησσό μετονομάστηκε σε Παππούδωφ, αποδέχτηκαν το όνομα αυτό τα παιδιά τους, ο γιος του Νικολάου Χατζηφωτίου Δημήτριος και του Θεοδοσίου Αριστείδης. Βλ. Συγγρός, Α., Απομνημονεύματα Α', Αγγέλου, Α.  Χατζηϊωάννου, Μ.Χ. (επιμ.) (Αθήνα 1998), σελ. 232-233. Πάντως ο Συγγρός δεν αναφέρει την ύπαρξη Φώτιου Παππούδωφ, όπως συναντάμε στη Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 189.

8. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 189.

9. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 189.

10. Mandilara, A., The Greek Business Community in Marseille, 1816-1900. Individual and Network Strategies (PhD Thesis, European University Institute, Florence 1998), σελ. 138.

11. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 129-168.

12. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 204.

13. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 453, 464.

14. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 205-206, πίνακας 7.4, σελ. 207, γράφημα 7.4.1.

15. Mandilara, A., The Greek Business Community in Marseille, 1816-1900. Individual and Network Strategies (PhD Thesis, European University Institute, Florence 1998), σελ. 218, 221, πίνακας 6.9.

16. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 149, πίνακας 24 και 151.

17. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 147, πίνακας 23.

18. Χαρλαύτη, Τζ.  Βλασσόπουλος, Ν., Ποντοπόρεια, 1830-1940. Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Αθήνα 2002).

19. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 135, πίνακας 3.3.

20. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 160, πίνακας 3.10.

21. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 197-208.

22. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 162, 164.

23. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 165.

24. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 175, 210.

25. Δερτιλής, Γ.Β., Το ζήτημα των Τραπεζών (1871-1873). Οικονομική και Πολιτική διαμάχη στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (Αθήνα 1989), σελ. 35-37, 160-161.

26. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 189-190, πίνακας 29.

27. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 224, πίνακας 7.8 και σελ. 274, παράρτημα 5.

28. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 231.

29. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 207, πίνακας 31.

30. Καρδάσης, Β.,  Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 95-96.

31. Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 222-223.

32. Sturdza, M.D., Dictionnaire Historique et Généalogique des Grandes Familles de Grèce, d’ Albanie, et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 188· Βλάμη, Δ., Το φιορίνι, το σιτάρι και η οδός του Κήπου. Έλληνες έμποροι στο Λιβόρνο 1750-1868 (Αθήνα 2000), σελ. 235.