Αγαθούπολη

1. Εισαγωγικά

Η Αγαθούπολη (Ахтопол στη βουλγαρική γλώσσα) είναι σήμερα η μικρότερη πόλη στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η ιστορική της πορεία την ξεχωρίζει από τις άλλες πόλεις της περιοχής, όπως η Μεσημβρία, η Αγχίαλος, η Σωζόπολη. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης –βρίσκεται σε ένα μικρό κόλπο ανάμεσα στους πρόποδες του όρους Στράντζα και τη θάλασσα– και της αρχαίας ιστορίας της, είναι σήμερα ένα από τα τουριστικά θέρετρα των βουλγαρικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας.

2. Ιστορία της Αγαθούπολης (15ος-αρχές 20ού αιώνα)

Για πρώτη φορά η Αγαθούπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1396, αλλά έπειτα από είκοσι χρόνια προσαρτήθηκε εκ νέου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.1 Τους μήνες πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Πορθητής έστειλε τον Καρατζά Μπέη, ο οποίος κατέκτησε τα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Το φρούριο της Αγαθούπολης κατακτήθηκε έπειτα από σκληρή αντίσταση στις 15 Απριλίου 1453.2 Κατά την Οθωμανική περίοδο υπήρξε κέντρο του ομώνυμου ναχιγιέ Ahtebolu (όπως ονομαζόταν η πόλη στα οθωμανικά τουρκικά) και υπάχθηκε διοικητικά στον καζά της Αγχιάλου. Όπως και πολλές άλλες πόλεις των νότιων παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, η Αγαθούπολη υπέστη ζημιές από τις πειρατικές επιθέσεις των Κοζάκων, ιδιαίτερα το διάστημα από το 1611 μέχρι το 1623.3

Σε ολόκληρη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας η ναυπηγική και η ναυτιλία ήταν πολύ σημαντικές για τους Αγαθουπολίτες. Τα δύο τρίτα από τους άνδρες της πόλης ήταν ναυτικοί και κατείχαν δικά τους πλοία, με τα οποία εξήγαγαν και εισήγαγαν διάφορα εμπορεύματα στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας και όλης της Μεσογείου. Στο ναυπηγείο της Αγαθούπολης (περιοχή Τρούλος) κατασκευάζονταν πλοία χωρητικότητας μέχρι 100 τόνων. Την Οθωμανική περίοδο κατασκευάζονταν εκεί σκάφη και για τον οθωμανικό πολεμικό στόλο και για αυτό το λόγο οι κάτοικοί της είχαν κάποια προνόμια, όπως το δικαίωμα να φέρουν οπλισμό και να φορούν σελάχι.4

Η δεύτερη σε σημαντικότητα πηγή βιοπορισμού για τους Αγαθουπολίτες ήταν η αλιεία. Στην πόλη υπήρχαν 6-7 νταλιάνια, δηλαδή δικτυωτές ιχθυοπαγίδες, με 10 μεγάλα πεζόβολα (δίχτυα) για το ψάρεμα της παλαμίδας και της λακέρδας. Μεγάλο μέρος του αλιεύματος πωλούνταν στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και στις ρουμανικές χώρες.5 Πολύ ανεπτυγμένο ήταν το εμπόριο, κυρίως των δασικών προϊόντων και των παστών ψαριών. Στην Κωνσταντινούπολη εξάγονταν μεγάλες ποσότητες καυσόξυλων και ξυλοκάρβουνων προς τις ρουμανικές χώρες – κορμοί δρυός και τραβέρσες.6 Συνήθως τα ταξίδια των αγαθουπολίτικων πλοίων διαρκούσαν έξι έως εννιά μήνες, αλλά οι ναυτικοί γύριζαν στην πόλη υποχρεωτικά για τη γιορτή του αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου. Για το δυναμικό εμπόριο, το οποίο διεξαγόταν μέσω του λιμανιού της, αντλούνται πληροφορίες και από τα ποίκιλα νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και κάποια από την Αργεντινή, το Μεξικό και τη Βραζιλία.7

Η Αγαθούπολη υπήρξε από το Μεσαίωνα έδρα μητροπολίτη. Ο πιο γνωστός ήταν ο Άνθιμος στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ο οποίος μετέπειτα έγινε μητροπολίτης Αγχιάλου και στη συνέχεια Οικουμενικός Πατριάρχης. Μετά το Ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, κατά τον οποίο η πόλη και η τοπική μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου καταλήφθηκαν από τους Ρώσους, πολλοί κάτοικοι των παραθαλάσσιων πόλεων εγκατέλειψαν την περιοχή μαζί με το ρωσικό στρατό και μετανάστευσαν στη νότια Ρωσία. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο μητροπολίτης Αγαθούπολης. Το αποτέλεσμα της μετανάστευσης αυτής ήταν η συγχώνευση των μητροπόλεων της Αγαθούπολης και της Σωζόπολης υπό το όνομα μητρόπολη της Σωζοαγαθουπόλεως, η οποία υπήρχε μέχρι το 1906.8 Η Αγαθούπολη υπέστη ζημιές και κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο του 1853-1856, όταν βομβαρδίστηκε από το ρωσικό στόλο.9

Μετά το Ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1877-1878 και τη συνθήκη του Βερολίνου η Αγαθούπολη δεν ενσωματώθηκε στην αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, άλλα παρέμεινε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη ήταν το κέντρο του ομώνυμου καζά στο βιλαέτι της Αδριανούπολης. Οι βασικές πηγές βιοπορισμού κατά την περίοδο αυτή ήταν οι ίδιες όπως τους προηγούμενους αιώνες. Οι μεγαλύτεροι έμποροι της Αγαθούπολης, και ταυτόχρονα προύχοντες της πόλης, ήταν ο Κυργεώργης Χατζηγεωργίου, ο Χριστοδουλάκης Σαρόγλου, ο Χατζηαλέξανδρος Χατζηγεωργίου, οι αδελφοί Θεοφανίδη κ.ά.10 Στην πόλη υπήρχαν και πλούσιοι πλοίαρχοι ιστιοφόρων, υπερπόντιων σκαφών και ατμόπλοιων. Η αμπελουργία ήταν πολύ ανεπτυγμένη και το κρασί κάλυπτε όχι μόνο την τοπική κατανάλωση, αλλά εξαγόταν στην Οδησσό της Ρωσίας και την Κριμαία.11

Το καλοκαίρι του 1903, όταν ξέσπασε η εξέγερση του Ίλιντεν σε Μακεδονία και Θράκη (ημέρα του προφήτη Ηλία, 20 Ιουλίου 1903), οι Βούλγαροι αντάρτες μπήκαν στην Αγαθούπολη στις 6 Αυγούστου και κατέλαβαν τα γραφεία των οθωμανικών υπηρεσιών. Η πόλη παρέμεινε στα χέρια τους μέχρι τις 10 Αυγούστου.12

Μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο υπογράφτηκε η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με την οποία η Αγαθούπολη και η περιφέρειά της ενσωματώθηκαν στη Βουλγαρία. Στις 13 Νοεμβρίου 1913 αξιωματικοί του τουρκικού και του βουλγαρικού στρατού υπέγραψαν πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής της πόλης, όπου εγκαταστάθηκαν οι βουλγαρικές αρχές, ενώ και ο δήμαρχος της πόλης, ο Στυλιανός Μακρίδης, αντικαταστάθηκε από Βούλγαρο.13 Κατά τους επόμενους μήνες στην Αγαθούπολη εγκαταστάθηκαν εκατοντάδες Βούλγαροι – πρόσφυγες κυρίως από την περιοχή του Μπουνάρ Χισάρ και των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης.

Στις 18 Οκτωβρίου 1918 στην πόλη ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά, που, σύμφωνα με κάποιες πηγές, προκλήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές, στην οποία κάηκε ολοσχερώς, συμπεριλαμβανομένης και της μητροπολιτικής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.14 Διασώθηκαν μόνο τρία κτήρια – ένα σπίτι, γνωστό σήμερα ως «το ελληνικό σπίτι», το ελληνικό σχολείο και η εκκλησία της Αναλήψεως. Το σχολείο, το οποίο βρίσκεται στο νότιο μέρος του κόλπου της Αγαθούπολης, έχει κηρυχθεί σήμερα μνημείο πολιτισμού.

3. Οι Έλληνες της Αγαθούπολης

Σύμφωνα με πληροφορίες από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα, το 1498 στην πόλη υπήρχαν 13 συνοικίες, 135 χριστιανικές οικογένειες, όπως και 23 χριστιανικά νοικοκυριά με επικεφαλής χήρες.15 Το 1652-1653, επίσης σε ένα φορολογικό κατάστιχο, καταγράφηκαν 336 μη μουσουλμανικές οικογένειες, των οποίων οι περισσότεροι άνδρες ήταν έμποροι, μπακάληδες, βαρκάρηδες, ράφτες και ψαράδες.16 Στο τέλος του 18ου αιώνα, ο W. von Brognard βρήκε στην Αγαθούπολη πάνω από 200 οίκους με αποκλειστικά ελληνικό πληθυσμό (δηλαδή η πόλη είχε περίπου 1.000 κατοίκους).17 Αλλά και ο A.O. Duhamel ανέφερε ότι οι κάτοικοί της είναι μόνο Έλληνες, συγκεκριμένα 1.136 άτομα που διέμεναν σε 304 σπίτια.18 Στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τη στατιστική του πληθυσμού του βιλαετιού της Αδριανούπολης του 1904, στην Αγαθούπολη υπήρχαν 400 ελληνικές οικογένειες (επομένως γύρω στα 2.000 άτομα) και 10 βουλγαρικές.19 Μετά την προσάρτησή της στη Βουλγαρία η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της πόλης υπέστη αλλαγές. Σε αυτή εγκαταστάθηκαν πολλοί Βούλγαροι πρόσφυγες, κυρίως από την Ανατολική Θράκη. Τον Ιούλιο του 1914 από την πόλη αναχώρησαν τα πρώτα εννιά σκάφη με Έλληνες. Με τη μέριμνα και τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Έλληνες μετανάστες επιβιβάστηκαν στο πλοίο Περσέπολις και έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Άλλη μία ομάδα Ελλήνων μεταφέρθηκε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, μέσω του Πύργου και από εκεί στάλθηκε στην Ελλάδα.20

Οι πρώτες επίσημες βουλγαρικές πληροφορίες είναι από την απογραφή του πληθυσμού αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στις 31 Δεκεμβρίου 1920 στην Αγαθούπολη κατοικούσαν 163 Έλληνες σε σύνολο 771 κατοίκων.21 Πολλοί από αυτούς έπειτα μετανάστευσαν στη Σωζόπολη, τον Πύργο ή την Ελλάδα.22Το 1920 στη Θεσσαλονίκη συστήθηκε ο σύλλογος Σύνδεσμος Θρακών «Η αλύτρωτος Αγαθούπολις» από τους Έλληνες πρόσφυγες. Λίγο αργότερα εκατό οικογένειες Αγαθουπολιτών αποφάσισαν να ιδρύσουν συνοικισμό. Έτσι το 1926 στο λιμένα του Ελευθεροχωρίου δημιουργήθηκε και η πόλη Νέα Αγαθούπολη, σήμερα στο νομό Πιερίας.23

Δε διαθέτουμε πληροφορίες για το πόσοι Έλληνες διέμεναν στην Αγαθούπολη μετά την ανταλλαγή του πληθυσμού μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Σήμερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες των τοπικών παραγόντων, ο αριθμός των Ελλήνων της Αγαθούπολης υπολογίζεται σε 150 άτομα.
24

4. Εκπαιδευτική και πολιτιστική ζωή

Η Αγαθούπολη διέθετε αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο πριν από το 1873.25 Την επόμενη δεκαετία, με τη χορηγία της Εκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητας Κωνσταντινουπόλεως, η πόλη απέκτησε και παρθεναγωγείο,26 το οποίο στεγαζόταν σε ένα διώροφο οίκημα της μητρόπολης. Πολύ εντυπωσιακό ήταν το κτήριο του αρρεναγωγείου, το οποίο χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα με δαπάνες της κοινότητας και με τη συνδρομή του συλλόγου «Υιοί της Αγαθουπόλεως» στην Αμερική. Το σχολείο διαμορφώθηκε έτσι ώστε να δίνονται εκεί και θεατρικές παραστάσεις, ενώ για τη διακόσμησή του μεταφέρθηκαν από τη Μασσαλία ιδιαίτερα κόκκινα τούβλα.27 Τα σχολεία συντηρούνταν από τη σχολική εφορεία, η οποία αντλούσε τα εισοδήματά της από τις εισπράξεις των εκκλησιών, την ιδιοκτησία της κοινότητας, τα δίδακτρα κ.ά. Υπήρχε επίσης και ένα νηπιαγωγείο, το οποίο ήταν ιδιωτικό.

Το 1914 ιδρύθηκε το πρώτο βουλγαρικό σχολείο (τριτάξιο), η λειτουργία του οποίου διακόπηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και αποκαταστάθηκε το 1922. Εξαιτίας όμως της έλλειψης δικού του κτηρίου, τα μαθήματα διεξάγονταν σε εκείνο του πρώην ελληνικού σχολείου.
28 Το 1925 συστήθηκε και ο βουλγαρικός πολιτιστικός σύλλογος Χρίστο Μπότεβ.29

Για το αν ιδρύθηκαν πολιτιστικοί ή εκπαιδευτικοί
σύλλογοι στην Αγαθούπολη δε διαθέτουμε πληροφορίες. Υπήρχε όμως Σύλλογος Αγαθουπολίτων στην Αμερική, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στη ζωή της πόλης. Οι πρώτοι Αγαθουπολίτες έφυγαν για την Αμερική το 1904 και ίδρυσαν το Σύλλογο Αγαθουπολίτων «Ο Αυλαίας». Αργότερα ο ίδιος σύλλογος ονομάστηκε Σύλλογος των εν Νέα Υερσέϋ Αγαθουπολιτών «Οι Υιοί της Αγαθουπόλεως». Με τη μεγάλη του εισφορά οικοδομήθηκε το κτήριο του αρρεναγωγείου στην Αγαθούπολη. Το 1927 ο σύλλογος βοήθησε στην ίδρυση του πρώτου σχολικού κτηρίου, καθώς και της εκκλησίας της Άγιας Αναστασίας στη Νέα Αγαθούπολη, ενώ συνέχισε να παρέχει οικονομική βοήθεια στην εκεί κοινότητα.30

Το 1996, όπως και σε άλλες πόλεις της βουλγαρικής Μαύρης θάλασσας, στην Αγαθούπολη ιδρύθηκε ελληνοβουλγαρικός σύλλογος με το όνομα «Σύλλογος για την Ελληνοβουλγαρική Φιλία». Βασικός του σκοπός είναι η εμβάθυνση και η ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στους δύο λαούς και μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.31




1. Райчевски, Ст., Крайбрежна Странджа. Топоними и хидроними (София 2001), σελ. 14.

2. Долапчиев, Г., Ахтопол. Мит, история, природа и икономика до края на ХХ век (София 2000), σελ. 35.

3. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 354.

4. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 388.

5. Щерионов, Щ., Южното Черноморие през Възраждането (стопанско-историческа характеристика) (София 1999), σελ. 131.

6. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 373, 391.

7. Ганева, Св. – Койчев, Л. – Койчев, А. – Азманов, Б. – Мутафов В., Ахтопол. Културно-историческо изследване върху миналото на град Ахтопол (София 1990), σελ. 27.

8. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 369.

9. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 354.

10. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 391.

11. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 374.

12. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 362.

13. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 360.

14. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 364.

15. Грозданова, Е. – Андреев, Ст., Османотурски документи за южното българско Черноморие и прилежащия му район, Векове 6 (1980), σελ. 82.

16. Грозданова, Е. – Андреев, Ст., Османотурски документи за южното българско Черноморие и прилежащия му район, Векове 6 (1980), σελ. 82.

17. Ников, П., “Едно неизвестно описание на българския черноморски бряг от 18 век, Годишник на Софийския университет – Историко-филологически факултет 28/3 (1931), σελ. 16.

18. Руски пътешественици по българските земи XVII-XIX век (София 1986), σελ. 149.

19. Статистически сведения за населението на Одриниския вилает (София 1904), σελ. 66-67.

20. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 362.

21. Резултати от преброяване на населението в царство България на 31.XII.1920. Окръг Бургас 1 (София 1928).

22. Долапчиев, Г., Ахтопол. Мит, история, природа и икономика до края на ХХ век (София 2000), σελ. 53.

23. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 364-365.

24. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 101.

25. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 271.

26. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 289.

27. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 370.

28. Долапчиев, Г., Ахтопол. Мит, история, природа и икономика до края на ХХ век (София 2000), σελ. 114.

29. Райчевски, Ст., Крайбрежна Странджа. Топоними и хидроними (София 2001), σελ. 18.

30. Χατζηγεωργίου, Π., «Η Αγαθούπολις της Βορειοανατολικής Θράκης», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σελ. 376.

31. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 118.