Μπαλτσίκ

1. Ανθρωπογεωγραφία - Ιστορία

Το Μπαλτσίκ είναι λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο και βρίσκεται στη βορειοανατολική Βουλγαρία, στην περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς, 15 μίλια βορειότερα της Βάρνας.

Κατά την αρχαιότητα είχε ιδρυθεί εκεί η ελληνική αποικία Διονυσόπολις, ενώ αργότερα κατέστη γενοβέζικη «σκάλα» με την ονομασία «Carbona». Την οθωμανική περίοδο το Μπαλτσίκ ήταν πλέον ένα μικρό αστικό κέντρο, όπου κατοικούσαν χριστιανοί ορθόδοξοι, Βούλγαροι, Έλληνες και Γκαγκαούζοι, καθώς και πολλοί μουσουλμάνοι. Φαίνεται ότι η παρουσία των Ελλήνων στην πόλη είχε γερές ρίζες, καθώς ήταν ένα από τα λίγα αστικά κέντρα της βόρειας Βουλγαρίας όπου κάποιοι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά στα μέσα του 19ου αιώνα.1

Τα στατιστικά στοιχεία είναι ελλιπή, αλλά γνωρίζουμε πάντως ότι το 1876 κατοικούσαν στην επαρχία του Μπαλτσίκ 15.000 μουσουλμάνοι, 5.000 Βούλγαροι και 1.500 Έλληνες. Αντίθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ι. Νικολάου κατοικούσαν 6.723 μουσουλμάνοι και 3.166 χριστιανοί.2 Σημαντικότατη ήταν αναμφίβολα η παρουσία των μουσουλμάνων, όπως άλλωστε παντού στην επαρχία, και το 1873 λειτουργούσαν 11 τζαμιά.3

Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, την εκδίωξη του οθωμανικού στρατού και την ίδρυση της αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας, ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής της Βάρνας, όπου και εντασσόταν το Μπαλτσίκ, έμεινε στάσιμος, ενώ ο βουλγαρικός αυξήθηκε, λόγω και της μετεγκατάστασης Βουλγάρων από τη βόρεια Δοβρουτσά. Το 1903 400 Έλληνες, Βούλγαροι μάλλον υπήκοοι, και 43 Έλληνες υπήκοοι κατοικούσαν στην πόλη.4 Το 1914 ο συνολικός πληθυσμός έφτανε τους 6.618 κατοίκους, εκ των οποίων πολλοί, ίσως η πλειονότητα, ήταν Έλληνες, ενώ το 1940 είχαν μείνει μόλις 43 οικογένειες.5

Το 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το Μπαλτσίκ, όπως άλλωστε και όλη η νότια Δοβρουτσά ενσωματώθηκε στη Ρουμανία.6 Η περιοχή γύρω από το Μπαλτσίκ αποτέλεσε το νομό της Caliacra. Το 1940 η περιοχή αποδόθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία.7

Παρά το γεγονός ότι στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας το βουλγαρικό κίνημα για εκκλησιαστική αυτονομία ήταν πολύ αδύναμο, στο Μπαλτσίκ η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων ήταν πρώιμη και οξεία. Συγκεκριμένα το 1847 ο πατριαρχικός μητροπολίτης Βάρνας επέβαλε την ελληνική γλώσσα σε όλες τις εκκλησίες της πόλης, προκαλώντας έντονες αντιπαραθέσεις με μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού.8 Η ενίσχυση του βουλγαρικού εθνικισμού στα χρόνια μετά το 1878 και την ίδρυση της αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας κατέστησε τις σχέσεις ακόμη πιο οξυμένες, όπως καταδείχθηκε από την αρπαγή, «συναινούσης τῆς ἐγχωρίου ἀρχῆς», το 1882, του ελληνικού (πατριαρχικού) ναού της Αγίας Τριάδας από τις βουλγαρικές αρχές. Οι Έλληνες αναγκάζονταν πλέον να εκκλησιάζονται στο ναό του Ευαγγελισμού, που βρισκόταν ωστόσο έξω από την πόλη.9 Αυτή η εκκλησία καταλήφθηκε το 1906 στα πλαίσια των γενικευμένων ανθελληνικών διώξεων.10

Ωστόσο, μία άλλη εκκλησία, εκείνη των «Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης» παρέμεινε υπό ελληνικό έλεγχο, για την ακρίβεια υπό τον έλεγχο της ελληνικής πρεσβείας. Η εκκλησία αυτή χτίστηκε το 1894 σε οικόπεδο που είχε δωρίσει το 1890 στο ελληνικό δημόσιο ο ομογενής Παναγιώτης Χριστόπουλος. Η βουλγαρική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει αυτή τη δωρεά όπως και το νομικό καθεστώς της εκκλησίας, που παρέμεινε και κατά τη μεσοπολεμική περίοδο υπό τον έλεγχο των ελληνικών αρχών. Για πολλά χρόνια ωστόσο η πρεσβεία δεν είχε αποστείλει Έλληνα ιερέα. Στις 10 Οκτωβρίου του 1940, μετά την εκ νέου ενσωμάτωση της νότιας Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία, ο ναός καταλήφθηκε από τις βουλγαρικές αρχές.11

2. Οικονομία

Η φιλελευθεροποίηση του οθωμανικού εμπορίου με τη Δυτική Ευρώπη και η κατάργηση της απαγόρευσης εξαγωγών σιτηρών οδήγησε στην ενσωμάτωση του Μπαλτσίκ στην ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς μετατράπηκε σε ένα αξιοσημείωτο λιμάνι εμπορίου δημητριακών, όπου οι 'Ελληνες έμποροι είχαν τον κυρίαρχο ρόλο. Η οικονομική σημασία της πόλης στηριζόταν στην πλούσια παραγωγή δημητριακών στην ενδοχώρα, όπου είχαν συγκροτηθεί μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες, που όχι σπάνια ανήκαν σε Έλληνες μεγαλέμπορους σιτηρών.12 Πάντως, παρά το γεγονός ότι το λιμάνι του Μπαλτσίκ ήταν ένα από τα ασφαλέστερα των βουλγαρικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας,13 οι εξαγωγές, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ασήμαντες, σε σχέση μάλιστα με εκείνες της Βάρνας, ενώ οι εισαγωγές ήταν ανύπαρκτες. Κάποιοι 'Ελληνες έμποροι δραστηριοποιούνταν πάντως σε αυτό τον τομέα.14 Η πόλη ναυτιλιακά είχε σύνδεση με τη Βάρνα, αλλά σπάνια πλέον με άλλα λιμάνια.

Στα μεσοπολεμικά χρόνια το Μπαλτσίκ αναπτύχθηκε όχι τόσο ως εμπορικό κέντρο όσο ως τουριστικό. Άλλωστε, παρόμοια αναπτύχθηκαν και άλλες μικρές πόλεις-λιμάνια της Δοβρουτσάς (π.χ. η Μαγκάλια). Το παλάτι της βασίλισσας της Ρουμανίας Μαρίας κατέστησε ευρύτερα γνωστή την πόλη. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πλουσιότατος βοτανικός κήπος του άλλοτε παλατιού αποτελεί το κυριότερο τουριστικό αξιοθέατο.

3. Εκπαίδευση - Σύλλογοι

Λίγα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την εκπαίδευση στο Μπαλτσίκ. Γνωρίζουμε πάντως ότι το 1854 συστάθηκε ελληνικό αλληλοδιδακτικό σχολείο.15

Φαίνεται ωστόσο ότι η εκπαίδευση οργανώθηκε συστηματικότερα μετά το 1870 και, όπως άλλωστε σχεδόν παντού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνδέθηκε με τη δράση διαφόρων φιλεκπαιδευτικών συλλόγων. Συγκεκριμένα, το 1878 λειτουργούσαν δύο αλληλοδιδακτικά (πιθανότατα μεικτά) σχολεία. Η τοπική κοινότητα δε διέθετε τους αναγκαίους πόρους, για να λειτουργεί δύο σχολεία και γι' αυτό ο Φιλόμουσος Σύλλογος της Βάρνας, από τους πλέον δραστήριους ελληνικούς συλλόγους στην περιοχή, ίδρυσε ένα σχολείο στην «άνω συνοικία» της πόλης, διαθέτοντας και το μισό μισθό του δασκάλου, ενώ χορηγούσε δωρεάν τα βιβλία στους άπορους μαθητές και μαθήτριες «τῆς ἐν τῇ κάτω συνοικίᾳ σχολῆς».16 Πρέπει να σημειωθεί ότι στα τέλη του 1872 ή στις αρχές του 1873 είχε ιδρυθεί στο Μπαλτσίκ ο σύλλογος «Βιζώνη», ο οποίος, μολονότι είχε αναλάβει να συντηρεί το αλληλοδιδακτικό σχολείο αλλά και τον ελληνικό ναό, είχε μάλλον αδρανήσει ήδη από το τέλος του 1873.17 Την ίδια περίοδο λειτουργούσε στην πόλη και ένα ημιγυμνάσιο για τους μουσουλμάνους, όπως και κάποια κατώτερα τουρκικά σχολεία.18

Μετά τη συγκρότηση της αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των ελληνικών κοινοτήτων λειτουργούσαν, εξαιτίας της κρατικής πολιτικής, σε συνθήκες όχι σπάνια δυσχερείς. Πάντως, στο Μπαλτσίκ τα προβλήματα του μοναδικού ελληνικού σχολείου, κατώτερης παιδείας φυσικά, ήταν κυρίως οικονομικής υφής και γι' αυτό οι έφοροι της κοινότητας ζήτησαν, στα 1903, τη βοήθεια του ελληνικού κράτους.19 Πιθανότατα όταν έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία στη Βουλγαρία έκλεισε και εκείνο του Μπαλτσίκ, ενώ κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια λειτουργούσε ελληνικό δημοτικό σχολείο στη γειτονική πόλη του Παζαρτζίκ (σημερινό Dobrich).20




1. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 78/1, 1876, Υποπροξενείο της Ελλάδας εν Βάρνη, προς Υπουργείον Εξωτερικών, αρ. 23, 26 Φεβρουαρίου 1876.

2. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 78/1, 1876, Υποπροξενείο της Ελλάδας εν Βάρνη, προς Υπουργείον Εξωτερικών, αρ. 23, 26 Φεβρουαρίου 1876.

3. Şimşir, Bilâl N., The Turks of Bulgaria (1878-1985) (London 1988), σελ. 15.

4. Κοτζαγεώργη, Ξ. – Καζαμίας, Γ.Α., «Οι Έλληνες της Βουλγαρίας σε αριθμούς, 1879-1934», στο Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 148-151, 225.

5. Anuarul Statistic al României pe anul 1914-1915 (Bucureşti 1919), σελ. 18· Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 116/3, 1948· Προξενείο της Ελλάδος εν Βάρνῃ [Ιω. Πετρίδης], 774/Α.5, 18 Οκτωβρίου 1940, προς Υπουργείον Εξωτερικών/Πρεσβείαν Σόφιας.

6. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/10 Αυγούστου 1913) τερματίστηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ της Βουλγαρίας και των υπολοίπων βαλκανικών κρατών, τα οποία κατά βάση ήταν η Σερβία και η Ελλάδα, και δευτερευόντως η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία που επενέβησαν αργότερα. Ανάμεσα στους όρους της συνθήκης ήταν η απόδοση της Νότιας Δοβρουτσάς στη Ρουμανία. Η περιοχή ενσωματώθηκε στη Ρουμανία, όχι για εθνολογικούς λόγους, καθώς κατοικείτο κατά πλειοψηφία από Βούλγαρους, αλλά για στρατηγικούς λόγους. Βλ. γενικά για τη συνθήκη τις μελέτες στον τόμο Η συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα. Συμπόσιο: 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη 1990).

7. Βλ. πρόχειρα Hitchins, K., Rumania, 1866-1947 (Oxford 1996), σελ. 153, 448.

8. Tonev, V., "From the Past of Bulgarian-Greek relations on the Western Black Sea coast", Balkan Studies 25/2 (1984), σελ. 568.

9. Ανώνυμος, «Ειδήσεις», Εκκλησιαστική Αλήθεια 3 (1881-1882), σελ. 710. Στις 25 Μαρτίου 1883 καταλήφθηκε προσωρινά ο ελληνικός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πρβ. ανώνυμος, «Βουλγαρικά τερατουργήματα», Εκκλησιαστική Αλήθεια 4 (1882-1883),  σελ. 412.

10. Ανώνυμος, «Διωγμός Ορθοδόξων εν Βουλγαρία και Αν. Ρωμυλία», Εκκλησιαστική Αλήθεια 33 (1909), σελ. 116-118.  Γενικά για τους διωγμούς βλ. Σφέτας, Σ., «Οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρωμυλία κατά το έτος 1906 στα πλαίσια της βουλγαρικής κρατικής πολιτικής», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5-6 (1993-1994), σελ. 77-91.

11. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 116/3, 1948· Προξενείον της Ελλάδος εν Βάρνῃ [Ιω. Πετρίδης], 774/Α.5, 18 Οκτωβρίου 1940, προς Υπουργείον Εξωτερικών/Πρεσβείαν Σόφιας.

12. Crampton, R.J., Bulgaria 1878-1918. A History (New York 1983), σελ. 350.

13. Πρβ. Foreign Office Annual Series, 20, Report on British Trade abroad for the year 1872-1873, σελ. 700.

14. Foreign Office Annual Series. 1886, 1, Report on the Trade of Varna for the year 1885 (London 1886), σελ. 3. Πρβ. και Παρασκευόπουλος, Γ. Π., Η Μεγάλη Ελλάς (Αθήνα 1898), σελ. 416.

15. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ., Η Ελληνική εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-1914). Η ιστορία, οι δομές και ο ρόλος της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 58.

16. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ., Η Ελληνική εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-1914). Η ιστορία, οι δομές και ο ρόλος της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 58-59· Συνέδριον των ελληνικών συλλόγων. Πρακτικά της πρώτης αυτού συνόδου συγκροτηθείσης εν Αθήναις εν έτει 1879 (Αθήνα 1879), σελ. 224. Για το Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο της Βάρνας βλ. Κοτζαγεώργη, Ξ., «Σωματειακή οργάνωση – κοινωνικός βίος – πολιτισμός (μέσα 19ουαι. – αρχές 20ού)», στο Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 398-400.

17. Κοτζαγεώργη, Ξ., «Σωματειακή οργάνωση – κοινωνικός βίος – πολιτισμός (μέσα 19ου αι. – αρχές 20ού)», στο Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 404. «Βιζώνη» ήταν η ονομασία της γειτονικής πόλης Καβάρνα κατά την αρχαιότητα.

18. Şimşir, Bilâl N., The Turks of Bulgaria (1878-1985) (London 1988), σελ. 15.

19. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξ., Η Ελληνική εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-1914). Η ιστορία, οι δομές και ο ρόλος της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 76.

20. Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 116/3, 1948· Consulat Royal de Grèce à Constantza (Νεγρεπόντης), 2146, 16 Σεπτεμβρίου 1940, προς Πρεσβεία Βουκουρεστίου.