Κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων στα βαλκανικά οθωμανικά παράλια του Ευξείνου Πόντου

1. Εισαγωγικά

Το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα όλα τα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας περιήλθαν στην οθωμανική κυριαρχία και o Εύξεινος Πόντος έγινε εσωτερική θάλασσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για μια περίοδο περίπου τριών αιώνων. Αυτό το γεγονός μείωσε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και, ιδιαίτερα, την οικονομική σημασία της περιοχής, καθώς οι δεσμοί των παραθαλάσσιων πόλεων με ιταλικά λιμάνια (Βενετία, Γένοβα) υποβαθμίστηκαν. Οι πόλεις γνώρισαν επίσης, κατά τους επόμενους αιώνες, σημαίνουσες εθνολογικές και δημογραφικές αλλαγές λόγω της εγκατάστασης μουσουλμάνων αλλά και της θέσης που κατέλαβαν μερικές από αυτές στην οθωμανική διοικητική δομή και στο εσωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας.

2. Εθνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις κατά το 15ο-19ο αιώνα

Μετά την κατάκτηση των δυτικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας οι πόλεις γνώρισαν διαφορετική τύχη. Μερικές από αυτές παρήκμασαν, όπως η μεσαιωνική Καρβούνα (Carbona), η οποία έναν αιώνα αργότερα, με το όνομα Μπαλτσίκ, είχε αποκλειστικά μουσουλμανικό πληθυσμό. Άλλες όμως, όπως η Βάρνα, και ιδιαίτερα οι οικισμοί της νότιας ακτής, αναπτύχθηκαν οικονομικά και ο πληθυσμός τους αυξήθηκε, τόσο ο μουσουλμανικός όσο και ο χριστιανικός. Ξεχωριστή ήταν η ακμή που γνώρισε η Αγχίαλος, η οποία ήταν γνωστή για τον πλούτο της. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ήταν απόγονοι των οικογενειών των Βυζαντινών ευγενών που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί από αυτούς κατάφεραν να αναρριχηθούν στην οθωμανική ιεραρχία.1

Κατά το 17ο και 18ο αιώνα η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει. Ο χριστιανικός πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά, όπως πιστοποιείται και από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Οι αιτίες για τη μείωση αυτή ήταν ποίκιλες – επιδημίες, επιθέσεις από τους Κοζάκους στη Βάρνα, τη Σωζόπολη
, την Κωνστάντζα και το Μπαλτσίκ. Ένας άλλος παράγοντας ήταν η επιδίωξη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας να προσελκύσει χριστιανικούς πληθυσμούς, κυρίως Έλληνες και Βούλγαρους, και να εποικίσει τις νότιες ρωσικές περιοχές.2 Παράλληλα παρατηρείται και μια πορεία αύξησης του μουσουλμανικού στοιχείου.

Είναι δύσκολο να διευκρινισθεί η εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, επειδή τα οθωμανικά έγγραφα, τα οποία συνήθως είναι οι μοναδικές πηγές, δεν έκαναν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, καθώς και οι δύο εθνοτικές ομάδες ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ένα άλλο είδος πηγών είναι οι αναφορές των ξένων περιηγητών και επισκεπτών, οι οποίοι περνούσαν από τις περιοχές αυτές. Ωστόσο και αυτοί δεν επισήμαναν πάντα τη διαφορά και γενικά οι πληροφορίες τους δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Παρά το γεγονός ότι αρκετοί Βούλγαροι έμεναν σε πόλεις, είναι αναμφισβήτητο το ότι οι περισσότεροι κατοικούσαν κυρίως στα χωριά. Στις πόλεις, και ιδιαίτερα στις πόλεις νότια του ακρωτηρίου Εμινέ, ήταν εγκατεστημένο κατεξοχήν το ελληνικό στοιχείο. «Καθαρά» ελληνικές πόλεις θεωρούνται η Μεσημβρία
, η Αγχίαλος, η Σωζόπολη, ο Βασιλικός και η Αγαθούπολη. Μία από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν το Μπουργκάς, όπου το ελληνικό στοιχείο στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν περίπου ισάριθμο με το βουλγαρικό. Ας σημειωθεί επίσης ότι, κατά το δεύτερο μισό του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, πάρα πολλοί Έλληνες αλλά και Βούλγαροι μετανάστευσαν. Είναι χαρακτηριστικό το ότι μετά τη μεγάλη μετοίκηση το 1829-1830 στη Μεσημβρία φέρεται να έμειναν μόνο επτά οικογένειες.3

Η μεγαλύτερη πόλη των δυτικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας ήταν η Βάρνα, η οποία γνώρισε επίσης αλλαγές κατά το 19ο αιώνα. Στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829) ο πληθυσμός της διασκορπίστηκε, αργότερα κάποιοι γύρισαν πίσω, ενώ μετοίκησαν και πολλοί Έλληνες εκεί
από τα νησιά και τη Στερεά Ελλάδα. Στο βόρειο μέρος των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας (της σημερινής Ρουμανίας) η πιο σημαντική πόλη ήταν η Κωστάντζα. Μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) οι περισσότεροι περιηγητές περιγράφουν την πόλη ως έναν μικρό και φτωχό ταταρικό οικισμό. Μετά τα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Τσέρνα βοντά-Κωστάντζα, όμως, και την κατασκευή του λιμανιού, αυξήθηκε η οικονομική σημασία της πόλης και εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Έλληνες: 130 σπίτια με περίπου 750 άτομα, οι οποίοι ήταν κυρίως μετανάστες από τον Βασιλικό, την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά.4

3. Εκκλησιαστική και κοινοτική οργάνωση

Η οθωμανική κατάκτηση άφησε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου την πνευματική καθοδήγηση των ορθόδοξων χριστιανών και αυτό επέτρεψε την πολιτιστική επιβίωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης ως κοινής παράδοσης διαφορετικών εθνοτήτων Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Ρουμάνων.5


Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τέσσερις από τις πόλεις στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ήταν έδρες μητροπολιτών – η Βάρνα
, η Σωζόπολη, η Μεσημβρία και η Αγχίαλος. Αυτό το γεγονός επηρέαζε όχι μόνο τη θρησκευτική ζωή του χριστιανικού, ελληνικού, βουλγαρικού και γκαγκαουζικού πληθυσμού, αλλά και την εκπαιδευτική, την πολιτιστική καθώς και την κοινοτική ζωή τους, στην οποία οι μητροπολίτες έπαιζαν δυναμικό ρόλο. Εξαιτίας της παντελούς απουσίας πηγών κάθε είδους, δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη δραστηριότητα, την οργάνωση και τη λειτουργία των χριστιανικών κοινοτήτων στις πόλεις της δυτικής Μαύρης Θάλασσας μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Κάνοντας όμως έναν παραλληλισμό με άλλα αστικά και ημιαστικά κέντρα, όπως η Φιλιππούπολη (Πλόβντιφ), η Αδριανούπολη κ.ά., μπορούμε να υποθέσουμε ότι και στις παραθαλάσσιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου οι μητροπολίτες θα πρέπει να ήταν επικεφαλής των τοπικών δημογεροντιώνκαι να εκπροσωπούσαν το χριστιανικό πληθυσμό ενώπιον των οθωμανικών αρχών.6

Ως τα μέσα του 19ου αιώνα οι ορθόδοξες κοινότητες ήταν μεικτές και σε αυτές συμμετείχαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Βούλγαροι. Η ανάπτυξη όμως του βουλγαρικού εθνικού κινήματος οδήγησε σε συγκρούσεις, το πρώτο αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο διαχωρισμός των χριστιανικών κοινοτήτων και η ίδρυση βουλγαρικών κοινοτήτων και βουλγαρικών σχολείων ανεξάρτητων από τα ελληνικά. Η πορεία αυτή, που ενδυναμώθηκε τις επόμενες δεκαετίες, αναπτύχθηκε και σε μερικές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, αν και με κάποια καθυστέρηση, και προκάλεσε ένταση μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού πληθυσμού. Η πρώτη τέτοια εκδήλωση συνέβη στο Μπαλτσίκ το 1847-1848, όταν για πρώτη φορά στην πόλη εισήχθη η βουλγαρική γλώσσα στην εκκλησιαστική λειτουργία.7
Αυτή η ενέργεια, όμως, ήταν μεμονωμένο γεγονός και παρέμεινε μοναδική περίπτωση για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια στις παραθαλάσσιες πόλεις. Μέχρι τη δεκαετία του 1860 δεν τέθηκε το ζήτημα των βουλγαρικών εκκλησιών και των Βούλγαρων ιερέων. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1860 το εκκλησιαστικό ζήτημα οξύνθηκε, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870. Μία από τις εξαρχικές επαρχίες ήταν της Βάρνας και Πρεσλάβας και έτσι η Βάρνα έγινε πόλη με δύο μητροπολιτικές έδρες – της πατριαρχικής ελληνικής και της εξαρχικής βουλγαρικής.8

Στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, σε μια σχετικά μικρή περιοχή, υπήρχαν μητροπολιτικές έδρες σε τρεις πόλεις (Μεσημβρία, Αγχίαλος, Σωζόπολη). Το Πατριαρχείο είχε εδώ πολύ ισχυρές παραδόσεις και μεγάλο κύρος στο βουλγαρικό πληθυσμό. Για αυτόν το λόγο η εθνική κίνηση και η βουλγαρική εκκλησιαστική κίνηση αναπτύχθηκαν αργότερα και κυρίως στα χωριά. Η μόνη πόλη στην οποία ιδρύθηκε βουλγαρική κοινότητα ήταν το Μπουργκάς.

4. Εκπαιδευτική και πολιτισμική ζωή

Κατά την Οθωμανική περίοδο η εκπαιδευτική ζωή στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου ήταν κυρίως αποτέλεσμα της δράσης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και των κατά τόπους μητροπόλεων. Εκπαιδευτική κίνηση υπήρχε στην Αγχίαλο ήδη από τις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Από τις αρχές του 18ου αιώνα στην πόλη λειτουργούσε ελληνικό σχολείο, το οποίο απέκτησε και δικό του κτήριο στο τέλος του αιώνα.9 Για την περίοδο μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα διαθέτουμε αποσπασματικές πληροφορίες όσον αφορά την εκπαιδευτική ζωή στα μοναστήρια της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως γύρω από τη Σωζόπολη.10 Στις περισσότερες πόλεις, όμως, η σχολική ανάπτυξη δεν ξεπερνάει το επίπεδο των γραμματοδιδασκαλείων και η ελληνική παιδεία δε γνωρίζει καμία σημαντική πρόοδο.

Στη μεγαλύτερη από τις πόλεις, τη Βάρνα, το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο άνοιξε τη δεκαετία του 1840.11
Στη Μεσημβρία, παρά τις προσπάθειες που έγιναν, αυτό συνέβη μόνο στην αρχή της δεκαετίας του 1850.12 Στο Μπαλτσίκ και στην Καβάρναάνοιξαν σχολεία το 1855-56.13 Στη Σωζόπολη η αλληλοδιδακτική μέθοδος εισήχθη μόλις το 1859. Αργότερα άνοιξαν ελληνικά σχολεία στον Βασιλικό, στο Μπουργκάς και στην Αγαθούπολη.14 Τέλος, το 1867 άρχισε να λειτουργεί ελληνικό αλληλοδιδακτικό σχολείο στην Κωστάντζα.

Στις δεκαετίες του 1860 και 1870 σχεδόν σε όλες τις πόλεις ιδρύθηκαν και παρθεναγωγεία. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα ελληνικά σχολεία στις παραλιακές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας ήκμαζαν και μετεξελίχθηκαν σε ελκυστικά κέντρα, όχι μόνο για τους ντόπιους Έλληνες, αλλά και για τα παιδιά του υπόλοιπου μη μουσουλμανικού πληθυσμού – δηλαδή των Βουλγάρων και κυρίως των Γκαγκαούζων
(τουρκόφωνων ορθόδοξων χριστιανών που δεν είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική εξαρχία). Από τα 35 ελληνικά σχολεία στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα 27 ήταν βορείως της Βάρνας, κατεξοχήν στα χωριά των Γκαγκαούζων.15

Εκτός από την ορθόδοξη εκκλησία, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι διάφοροι σύλλογοι οι οποίοι ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1870 και μετά (μια εξαίρεση είναι ο σύλλογος «Φιλόμουσος», ο οποίος ιδρύθηκε στη Βάρνα τη δεκαετία του 1840 με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για την ίδρυση ελληνικού παρθεναγωγείου)16 έχοντας ως κύριο σκοπό να υποβοηθούν τα σχολεία συγκεντρώνοντας χρήματα για τη συντήρηση και τη βελτίωσή τους, για την πρόσληψη δασκάλων και την οικοδόμηση κτηρίων.

Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878) και τη συνθήκη του Βερολίνου, με την οποία συστάθηκαν το Βουλγαρικό Πριγκιπάτο και η Αυτόνομη Επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879), οι δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας διαιρέθηκαν μεταξύ τριών κρατών. Οι βόρειες πόλεις Κωστάντζα και Μαγκάλια
βρέθηκαν στη Ρουμανία. Στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας έμειναν το Μπαλτσίκ, η Καβάρνα και η Βάρνα. Στην Ανατολική Ρωμυλία, και μετά την προσάρτησή της στη Βουλγαρία, η Μεσημβρία, η Αγχίαλος και η Σωζόπολη. Ο Βασιλικός και η Αγαθούπολη έμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, οπότε προσαρτήθηκαν στη Βουλγαρία.

Οι ελληνικές κοινότητες σταδιακά παρακμάζουν. Με την ίδρυση του Βουλγαρικού Πριγκιπάτου η κατάσταση του ελληνικού πληθυσμού άλλαξε ριζικά. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες ήταν ένα από τα δυνατότερα μιλλέτ. Στο βουλγαρικό εθνικό κράτος, όμως, αυτοί έγιναν εθνική μειονότητα.17Το αποτέλεσμα της συνεχούς πολιτικής, οικονομικής και εθνικιστικής πίεσης ήταν να περιοριστούν οι εκπαιδευτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και οικονομικές λειτουργίες των ελληνικών κοινοτήτων και να μειωθεί ο ελληνικός πληθυσμός.




1. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 35.

2. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 38.

3. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 49.

4. Теплов, В. (επιμ.), Материалы для статистики Болгарии, Фракии и Македонии с приложением карты распределения народонаселения по вероисповеданиям (Санкт Петербург 1877), σελ. 205.

5. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 53.

6. Για τις χριστιαvικές κοινότητες βλ. Κοντογιώργης, Γ., Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας (Αθήνα 1982). 

7. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 206.

8. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 239.

9. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 256-257.

10. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 140.

11. Νικολάου, Ιω., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 94.

12. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 161.

13. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 160.

14. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 161.

15. Тонев, В., Българското Черноморие през Възраждането (София 1995), σελ. 163.

16. Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού (Θεσσαλονίκη 1999), σελ. 397.

17. Тодоров, В. Либератос, А. (επιμ.), Опис на архивните колекции и книги на гръцки език в град Варна (София 2006).