1. Οι απαρχές της μητρόπολης Βάρνας
Η μητρόπολη Βάρνας (Οδησσού) είναι μία από τις αρχαιότερες μητροπόλεις του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πρώτος επίσκοπος αναφέρεται ο απόστολος Αμπλίας, ένας από τους εβδομήκοντα μαθητές του Χριστού. Ο Αμπλίας ήταν μαθητής και του αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος μάλιστα περιηγήθηκε την περιοχή, σύμφωνα με τις απόκρυφες «Πράξεις Ανδρέου». Η μνήμη του αποστόλου Αμπλία εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου και στο απολυτίκιό του αναφέρεται η Βάρνα με την ονομασία που είχε κατά την Αρχαιότητα, δηλαδή Οδησσός· «Ἰσχύϊ τοῦ Θείου δυναμούμενος πνεύματος τοὺς κατοικοῦντας Ὀδησσὸν υἱοὺς ἀπέδειξας φωτός, Ἀμπλία Ἀπόστολε, ἐπιτελῶν θαυμάτων ἔργα παράδοξα, καὶ καταργῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας».1
2. Η Βυζαντινή περίοδος
Κατά τη Βυζαντινή εποχή μαρτυρούνται αρκετά ονόματα επισκόπων Οδησσού (Βάρνας). Σε επιστολή της Συνόδου της επαρχίας Μοισίας προς τον αυτοκράτορα Λέοντα υπογράφει και ο «Δίττας, επίσκοπος της πόλεως Οδησσού της Μοισίας». Μεταξύ των υπογραφών στην αναφορά της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως προς τον Πατριάρχη Ιωάννη «περί του Σεβήρου του Αντιοχέως και άλλων ομοίων αιρετικών καθαιρετέων και της επαναφοράς εις τους ιερούς καταλόγους των ονομάτων Ευφημίου και Μακεδονίου των Πατριαρχών» υπάρχει και το όνομα του Ιωάννη, «επισκόπου των Οδηττών». Με τον τίτλο «επίσκοπος Βάρης» σημειώνονται τρεις ιεράρχες ως το 17ο αιώνα. Ο Ι. Νικολάου υποστηρίζει ότι υπήρχε πόλη με το όνομα Βάρνα /Βάρη/Βάρις κοντά στην Οδησσό, η οποία καταποντίστηκε κατά τη διάρκεια σεισμού ή πλημμύρας (περίπου 545 μ.Χ.) και οι κάτοικοί της μετοίκησαν στην Οδησσό, που μετονομάστηκε σε Βάρνα στα τέλη του ίδιου αιώνα. Κατά τη γνώμη του, αυτό δικαιολογεί το ότι δεν αναφέρεται ξανά επίσκοπος Οδησσού, αλλά μητροπολίτης Βάρνης. Ο τίτλος του μητροπολίτη ήταν «Υπέρτιμος και έξαρχος Μαύρης Θαλάσσης και Πρόεδρος Ρουχτσουκίου». 2
3. Η μητρόπολη Βάρνας κατά την Οθωμανική περίοδο
Οι πληροφορίες για τη μητρόπολη Βάρνας κατά τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες είναι σχετικά λίγες. Γνωρίζουμε ότι τον Ιανουάριο του 1605, σύμφωνα με πατριαρχική και συνοδική απόφαση, ο μητροπολίτης Βάρνας Θεόληπτος «ἐγένετο ἔκπτωτος τοῦ ἀρχιερατικοῦ αὐτοῦ θρόνου, προσελθόντων αὐτοπροσώπως τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ καὶ πολλὰ κατηγορησάντων αὐτῶν τῶν κληρικῶν Βάρνης Παπὰ Κυριακοῦ Σακελαρίου, Παπὰ Δανιὴλ σκευοφύλακος καὶ Παπὰ Ἀλεξίου χαρτοφύλακος ἐπὶ ἀντικανονικαῖς πράξεσιν, οἷον χειροτονίας παρ’ἐνορίαν ἱερέων, χωρὶς γνώμης τῶν κατὰ τόπους ἀρχιερέων, τετραγαμίας ἐπὶ χρηματισμῷ κ.ἄ.». Οι κατηγορίες αποδείχτηκαν βάσιμες μετά από εξέταση που διεξήγαγε επιτοπίως επιτροπή μητροπολιτών.3 Το 1652, η πατριαρχική εξαρχία της Καβάρνης ενώθηκε με τη μητρόπολη Βάρνας και κατακυρώθηκε στον τότε αρχιερέα Άνθιμο.
Περισσότερα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την ιστορία της μητρόπολης Βάρνας κατά το 19ο αιώνα. Το 1819, αναφέρεται ο μητροπολίτης Ζαχαρίας, που φέρεται να δηλητηριάστηκε από τους προύχοντες της Βάρνας. Κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29, ο μητροπολίτης Φιλόθεος τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος των Ρώσων. Όταν ο ρωσικός στρατός αποχώρησε, ο Φιλόθεος τούς ακολούθησε στην Οδησσό, παίρνοντας τα πολυτιμότερα κοσμήματα και αναθήματα από τους ναούς της Βάρνας, ενώ εξαπέλυσε ανάθεμα στους κατοίκους που ήθελαν να παραμείνουν στην πόλη.4
Αντίθετα με το Φιλόθεο, ο διάδοχός του Ιωσήφ ο Σερραίος (1830-1849), έμεινε ονομαστός για την αυστηρότητα και την ορθότητα στην εκκλησιαστική διοίκηση, αλλά και για την πλούσια εκπαιδευτική του δράση. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε Ελληνική Σχολή και αλληλοδιδακτικό σχολείο στη Βάρνα, ενώ χτίστηκε ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου.5
Στη συνέχεια, μητροπολίτης Βάρνας έγινε ο Πρεσλάβας Πορφύριος (1849-1864) και κατόπιν ο Ιωακείμ (1864-1874), μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄. Ο Ιωακείμ κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια για ειρηνική συμβίωση των Βουλγάρων και των Ελλήνων στην περιοχή.
4. Δικαιοδοσία και ναοί της μητρόπολης Βάρνας
Η μητρόπολη Βάρνας περιλάμβανε τις πόλεις Βάρνα, Μπαλτσίκ, Καβάρνα, Ντόμπριτς, Γαλατά και τα χωριά Άσπρος, Κεστρίτσι, Καρά-Χουσεΐν, Ταπτίκι, Κότζακος κ.ά.6
Στην πόλη της Βάρνας υπήρχαν πέντε εκκλησίες. Η σημαντικότερη ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Αθανασίου, που οι Βούλγαροι ονομάζουν «Ζλάτνα τσέρκβα» (Zlatna Cerkva), δηλαδή «χρυσή εκκλησία», προφανώς λόγω της μεγαλοπρέπειάς του. Χτίστηκε το 1828 αλλά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1836. Ανοικοδομήθηκε το 1838 επί μητροπολίτη Ιωσήφ. Όπως αναφέρει η επιγραφή στο υπέρθυρο του εξωνάρθηκα, «ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων περικαλλὴς ὡς ὁρᾶται ἀξίως καὶ τὴν Βάρναν τοῖς ἔργοις καυχάσθαι ἀνδρῶν φιλοκάλων καὶ φιλοχρήστων αὐτοχθόνων καὶ ἀλλοδήμων…» στις 29 Αυγούστου 1838. Ο Άγιος Αθανάσιος, με τις θαυμάσιες εικόνες, λειτουργούσε ως μουσείο μέχρι το 1990, οπότε αποδόθηκε ξανά στη λατρεία.
Ένας άλλος αξιόλογος ναός ήταν του Αγίου Νικολάου, για την ανέγερση του οποίου ο εγκατεστημένος στην Οδησσό Βαρναίος Παρασκευάς Νικολάου κληροδότησε 50.000 αργυρά ρούβλια το 1862. Μία από τις παλαιότερες εκκλησίες ήταν εκείνη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που η οικοδόμησή της χρονολογείται στο 16ο αιώνα. Οι τρεις ναοί που αναφέρθηκαν ήταν ενοριακοί, ενώ στην πόλη υπήρχαν και άλλοι δύο, της Αγίας Παρασκευής (οικοδομήθηκε το 18ο αιώνα) και του Αγίου Γεωργίου, που δε λειτουργούσαν κανονικά.7
5. Μοναστήρια της μητρόπολης Βάρνας
Στη μητρόπολη Βάρνας υπάγονταν δύο μοναστήρια, τα οποία είχαν τεθεί υπό τον άμεσο έλεγχο της ελληνικής κοινότητας της Βάρνας. Η παλαιότερη μονή ήταν εκείνη του Αγίου Κωνσταντίνου, που χτίστηκε το 17ο αιώνα και ανακαινίστηκε από την ελληνική κοινότητα την περίοδο 1865-1870, επί μητροπολίτη Ιωακείμ. Είχε σημαντική κτηματική περιουσία και βρισκόταν σε απόσταση 10 χλμ. από την πόλη. Κάθε χρόνο, η γιορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης εορταζόταν πανηγυρικά. Την παραμονή, μετά τον εσπερινό, οι χωρικοί που συγκεντρώνονταν οργάνωναν διάφορα αγωνίσματα και αγώνες πάλης, τα οποία επαναλάμβαναν το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία. Επίσης πρόσφεραν στη μονή διάφορα δώρα, κερί, σιτάρι, αρνιά κ.λπ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ελληνική κοινότητα κατηγορήθηκε από τις βουλγαρικές αρχές ότι κατέχει παράνομα αυτό το μεγάλο και πλούσιο μοναστήρι. Μετά από μακρόχρονο και πολύ δαπανηρό δικαστικό αγώνα, η μονή επιδικάστηκε στο βουλγαρικό επαρχιακό συμβούλιο Βάρνας και η ελληνική κοινότητα καταδικάστηκε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, καθώς και στην καταβολή των εσόδων από δεκαετή επικαρπία της μονής. Η κοινότητα, για να βρει το υπέρογκο ποσό των 2.000 χρυσών εικοσόφραγκων, αναγκάστηκε να υποθηκεύσει, και αργότερα να πουλήσει, στο Βούλγαρο Μιχαήλ Φιλίππωφ, την πιο προσοδοφόρα ιδιοκτησία της, το Λουτρό της Βάρνας, τα έσοδα του οποίου κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συντηρούσε.
Το άλλο μοναστήρι της μητρόπολης ήταν η μονή του Αγίου Δημητρίου, που βρισκόταν σε απόσταση 7 χλμ. από την πόλη. Το μοναστήρι χτίστηκε μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29 από έναν Κεφαλονίτη καπετάνιο που πλούτισε στον πόλεμο και άφησε κληροδότημα για την ανέγερσή της. Είναι αξιοσημειώτο ότι η ελληνική κοινότητα δώρισε τη μονή και τις ιδιοκτησίες της στον πρώτο ηγεμόνα της Βουλγαρίας, τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Μπάττενμπεργκ (Alexander Battenberg), ο οποίος ανήγειρε κοντά της το θερινό ανάκτορο του (Αλεξάντροβο, κατόπιν Ευξείνοφγκραντ). Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο ηγεμόνας δώρισε στην ελληνική κοινότητα 2.500 εικοσόφραγκα, που κατατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Οι τόκοι χρησιμοποιούνταν από την κοινότητα για τη συντήρηση των σχολείων και τη μισθοδοσία των δασκάλων.8
6. Η μητρόπολη της Βάρνας μετά τη σύσταση βουλγαρικής ηγεμονίας (1878-1914)
Το 1870 μετά τη σύσταση της βουλγαρικής Εξαρχίας, της αυτόνομης δηλαδή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικής οργάνωσης των Βουλγάρων, δεν έγινε διαχωρισμός της κοινοτικής περιουσίας μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών στη Βάρνα, καθώς τότε κατοικούσαν στην πόλη πολύ λίγες βουλγαρικές οικογένειες. Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Ρώσους, ωστόσο, και κυρίως με τη συνθήκη του Βερολίνου (1878) που αποφάσισε την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, η κοινότητα Βάρνας και 24 χωριά και πόλεις της περιοχής αναγνωρίστηκαν ως πατριαρχικά. Ο Έλληνας μητροπολίτης είχε τον τίτλο «Άγιος Βάρνης», ενώ ο Βούλγαρος μητροπολίτης τον τίτλο του «Αγίου Πρεσλάβας» και έδρα αρχικά τη Σούμλα. Αργότερα ο Βούλγαρος μητροπολίτης μετονομάστηκε σε «Άγιο Βαρνο-Πρεσλάβας».9
Ένας από τους τελευταίους πατριαρχικούς μητροπολίτες Βάρνας ήταν ο Πολύκαρπος, που πέθανε το 1905. Στις αρχές Ιουνίου 1906, ο νέος μητροπολίτης Νεόφυτος έφτασε με πλοίο στο λιμάνι της Βάρνας. Οι βουλγαρικές αρχές όμως του αρνήθηκαν την αποβίβαση, με την πρόφαση ότι το διαβατήριό του δεν ήταν εντάξει. Όταν ο μητροπολίτης επανήλθε, ανέβηκε στο πλοίο και θεώρησε το διαβατήριό του ένας Βούλγαρος αξιωματικός, ο οποίος επιβιβάστηκε μαζί του σε βάρκα για να βγουν στην προκυμαία. Αλλά πολλοί Βούλγαροι άρχισαν να λιθοβολούν και να αποδοκιμάζουν από την προκυμαία, με αποτέλεσμα ο Νεόφυτος να αναγκαστεί να επιστρέψει στο πλοίο και να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη. Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στη Βάρνα κατέστη αφόρητη για τους Έλληνες. Έγιναν μεγάλες ταραχές, καταλήφθηκαν και λεηλατήθηκαν οι ναοί του Αγίου Νικολάου, Αγίου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής, καθώς και το ελληνικό νοσοκομείο.10 Μετά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο οι Βούλγαροι αφαίρεσαν οριστικά από την ελληνική κοινότητα την κυριότητα όλων των ναών.
1. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 196. 2. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 197. 3. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 200. 4. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 201-202. 5. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 202. 6. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 14, 21· Μαυρομμάτης, Θ., Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (1878-1908) (Αθήνα 1966), σελ. 4. 7. Νικολάου, Ι., Η Οδησσός (Βάρνα) υπό αρχαιολογικήν και ιστορικήν έποψιν (Βάρνα 1894), σελ. 202. 8. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 16-17, 21-22. 9. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 14. 10. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1955), σελ. 18-19.
|
|
|