Κουμάνοι

1. Εμφάνιση και μετακινήσεις των Κουμάνων

Οι Κουμάνοι είναι ένα από τα τελευταία κύματα της τουρκικής επέκτασης προς τη δύση. Στις βυζαντινές πηγές από τον 11ο έως το 13ο αιώνα πολύ συχνά αναφέρονται ως Σκύθες, η τουρκική ονομασία τους είναι Κιπτσάκ (Qipčak) και η σλαβική Πολόβτσυ (Polovci). Πρόκειται για μια ιδιόμορφη κοινοπολιτεία ευρωασιατικών νομαδικών και ημινομαδικών φύλων τα οποία εκδίωξαν και αντικατέστησαν τους Πετσενέγους στις ανατολικοευρωπαϊκές στέπες γύρω στα 1050-1060. Η ιστορία τους ξεκίνησε στην Ασία και έκλεισε τον κύκλο της στην Ευρώπη και την Αφρική. Οι Κουμάνοι διαδραμάτισαν στις στέπες της Μαύρης θάλασσας σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα και οι σχέσεις τους με τους Γκρουζίνους, τους Ρώσους, τους Ούγγρους, τους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους άφησαν βαθιά ίχνη στην ιστορία των λαών αυτών.

Οι απαρχές της μετακίνησης των Κουμάνων από τα βόρεια τμήματα των στεπών της κεντρικής Ασίας τοποθετείται στον 9ο αιώνα και εξελίχθηκε προς τα δυτικά. Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, πιθανόν λόγω των μετακινήσεων διάφορων λαών εξαιτίας της δημιουργίας του ισχυρού κράτους των Κινέζων στην κεντρική Ασία, οι Κουμάνοι από τις βόρειες περιοχές των στεπών της κεντρικής Ασίας, δηλαδή του άνω ρου του Ιρτίς, κατευθύνθηκαν προς το νότο, προς το Τουρκεστάν, απωθώντας από τη νότια λωρίδα των στεπών της κεντρικής Ασίας τον εθνικά συγγενικό τους λαό των Ούζων. Στη διάρκεια του 1030 οι Κουμάνοι κυριάρχησαν στις στέπες της κεντρικής Ασίας μέχρι τα σύνορα με τον ισλαμικό κόσμο. Καθώς οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν, οι Κουμάνοι τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 του 11ου αιώνα διείσδυσαν στην Ευρώπη και μέσα σε 10-15 χρόνια επικράτησαν σε όλες τις στέπες μέχρι τα σύνορα του Βυζαντίου και της Ουγγαρίας. Στην πραγματικότητα αποτελούσαν μόνο έναν κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων μετακινήσεων του 11ου αιώνα, από τα σύνορα της Κίνας έως την ανατολική Ευρώπη.

2. Πηγές για τους Κουμάνους

Ο Αρμένιος ιστορικός Matija Edeski αναφέρει πως το 1050/1051 «ο λαός του δράκου» εισέβαλε στην περιοχή των Κουμάνων, τους διέλυσε και τους έδιωξε· κατόπιν αυτοί απώθησαν τους Ούζους και τους Πετσενέγους και όλοι αυτοί οι λαοί έστρεψαν την οργή τους κατά των Βυζαντινών.1 Πιθανώς η ονομασία «λαός του δράκου» υπονοεί τους Κινέζους ή κάποιο μογγολικό φύλο. Συνέπεια αυτής της επιδρομής ήταν να κατευθυνθούν πολλοί Κουμάνοι προς τις στέπες της Μαύρης θάλασσας όπου, περίπου το 1054, επιτέθηκαν στους Ούζους. Καθώς κατατροπώθηκαν από τους Κουμάνους, οι Ούζοι κινήθηκαν προς τις παραμεθόριες περιοχές του Βυζαντίου, της Ρωσίας και της Ουγγαρίας, όπου άλλοτε έβρισκαν καταφύγιο, άλλοτε την οριστική καταστροφή. Οι Κουμάνοι που κινήθηκαν προς τα δυτικά μετά το πλήγμα του 1050/1051 έφτασαν στα δασώδη Καρπάθια, τις Σιδηρές Πύλες του Δουνάβεως και τον ορεινό όγκο των Βαλκανίων· πίσω από αυτά βρίσκονταν το Βυζάντιο και η Ουγγαρία. Είναι γνωστό ότι το 1114 έφθασαν έως το Βιντίν. Αλλά το 1050/1051 δε σήμανε την ολοκληρωτική καταστροφή των Κουμάνων στην Ασία: Μέρος αυτών παρέμεινε εκεί, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η εξάπλωσή τους κάλυπτε έναν ευρύτατο χώρο από το Τουρκεστάν έως το Δούναβη.

Οι πηγές αναφέρουν για τους Κουμάνους ότι ήταν ψηλοί, εύσωμοι, με ωραία κορμοστασιά, όμορφοι και ξανθοί. Αρκετά έχουν γραφτεί και για την ομορφιά των γυναικών τους. Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος γράφει για τους Κουμάνους: «Οι Σκύθες (=Κουμάνοι) είναι λαός που δεν παραμένει σε ένα μέρος, αλλά βρίσκεται σε διαρκή μετακίνηση, και για το λόγο αυτό στερείται και θεσμών. Τριγυρίζουν (οι Κουμάνοι) σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης περιπλανώμενοι ασταμάτητα, χωρίς να ξεκουράζονται ποτέ. Πραγματικά είναι άνθρωποι ιπτάμενοι και φευγαλέοι, και κανείς δεν μπορεί ποτέ να τους συλλάβει, αφού ούτε πόλεις κατοικούν, ούτε χωριά γνωρίζουν, αλλά κινούνται συνεχώς σαν τα άγρια θηρία».2

Ο Ροβέρτος του Κλαρί, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ΄ Σταυροφορία, αναφέρει ότι μετά τη Βουλγαρία βρίσκεται η γη των Κουμάνων και προσθέτει: «Οι Κουμάνοι είναι λαός αγρίων που ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν: Δεν έχουν ούτε καλύβες ούτε σπίτια, αλλά ογκώδεις σκηνές κατασκευασμένες από δέρμα κάτω από τις οποίες βρίσκουν καταφύγιο, ενώ ζουν αποκλειστικά από το γάλα, το τυρί και το κρέας. Τα καλοκαίρια μαζεύονται τόσο πολλές μύγες και κουνούπια, ώστε ούτε καν τολμούν να βγουν από τις σκηνές τους για να κάνουν επιδρομή κατά των χωρών που θέλουν να λεηλατήσουν».3

3. Εγκαταστάσεις και οργάνωση των Κουμάνων

Η βασική ασχολία των Κουμάνων ήταν η νομαδική κτηνοτροφία. Ωστόσο, το 12ο αιώνα μεταξύ αυτών αρχίζουν να εμφανίζονται και τεχνίτες διάφορων ειδικοτήτων όπως σιδηρουργοί, γουναράδες, υποδηματοποιοί, οπλουργοί –ιδίως κατασκευαστές βελών– και ράφτες. Όπως και για άλλους νομάδες, έτσι και για τους Κουμάνους σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς τους αποτελούσαν οι επιδρομές για λεηλασία· επομένως είχαν αποκτήσει τη φήμη πολύ καλών πολεμιστών. Εκτός αυτού, οι Κουμάνοι είχαν κάποια ανάμειξη σε εμπορικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα στο δουλεμπόριο, σε λιμάνια της Κριμαίας όπως η Σουγδαία και η Χερσώνα. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι στους Κουμάνους υπήρχε ο θεσμός της βεντέτας.

Τα καλοκαίρια οι Κουμάνοι διέμεναν κυρίως στις βόρειες περιοχές των εδαφών που καταλάμβαναν, δηλαδή στην περιοχή νότια από την οροσειρά των Καρπαθίων· και το χειμώνα, λόγω του αφιλόξενου κλίματος, κατέβαιναν νοτιότερα, φθάνοντας μέχρι την περιοχή κάτω από τον κάτω Δούναβη, δηλαδή στα βυζαντινά και βουλγαρικά εδάφη. Στο βορρά τα εδάφη τους έφθαναν έως την περιοχή Μπουκοβίνα. Κουμάνοι ήταν εγκατεστημένοι και στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου και της Αζοφικής θάλασσας, στη χερσόνησο της Κριμαίας, αλλά μόνο στα βόρεια εδάφη της, διότι τα νότια ήταν ακατάλληλα για τους νομάδες. Η πρωτεύουσά τους βρισκόταν κοντά στη σημερινή πόλη Χάρκοβο στην Ουκρανία.

Τον 11ο αιώνα η κοινωνική οργάνωση των Κουμάνων βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο. Από το πρώιμο φυλετικό σύστημα συγκρότησης σε γένη αναδυόταν μια ισχυρότερη κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα γένη συγκροτούνταν από περισσότερες από μία οικογένειες, περισσότερα γένη συγκροτούσαν ορδές, και μερικές ορδές σχημάτιζαν φύλα, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν οι χάνοι. Ο στρατός τους αποτελούνταν από ελαφρύ και βαρύ ιππικό το οποίο χαρακτηριζόταν από μεγάλη ευκινησία. Στις μάχες συμμετείχαν και γυναίκες. Όσον αφορά τη θρησκεία τους, είναι γνωστό ότι πίστευαν στα κακά πνεύματα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που σχετίζονται με τους Κουμάνους δεν είναι πολλά και οι ταφές τους δύσκολα διακρίνονται από αυτές των εθνικά συγγενών τους Πετσενέγων. Στους τάφους χρησιμοποιούσαν ως σήματα πέτρινα αγάλματα.

4. Στις παραδουνάβιες στέπες. Σχέσεις με Ρως και Ούγγρους

Κατά τη μετακίνησή τους από την Ασία, οι Κουμάνοι έφτασαν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, του Βυζαντίου και της Ουγγαρίας και τους επόμενους δύο αιώνες οι σχέσεις τους με τα κράτη αυτά χαρακτηρίζονταν από μεγάλες εντάσεις. Οι πρώτες επιδρομές τους στις προαναφερόμενες χώρες υπήρξαν απάντηση στις προκλήσεις των ίδιων των κρατών αυτών. Οι πρώτες αυτές συγκρούσεις χάραξαν την πορεία που θα ακολουθούσε η διείσδυση των μεταγενέστερων κυμάτων της εξάπλωσής τους.

Με τους Ρώσους συγκρούστηκαν πρώτη φορά το 1054 και από τότε εισέβαλαν επανειλημμένα στα ρωσικά εδάφη και κατήγαγαν σημαντικές νίκες επί των στρατών των πριγκίπων του Κιέβου (1068, 1092, 1093, 1096). Όμως, στις αρχές του 12ου αιώνα οι πρίγκιπες του Κιέβου Svjatopolk Izjaslavič και Βλαδίμηρος ο Μονομάχος κατόρθωσαν να οργανώσουν σειρά νικηφόρων εκστρατειών κατά των Κουμάνων (κατά τα έτη 1103, 1106, 1107, 1109, 1111 και 1116). Αποτέλεσμα των επιτυχιών αυτών ήταν να παραμείνει μόνο μια μικρή ορδή –εκείνη του χάνου Sarčak– εγκατεστημένη στην περιοχή γύρω από τον ποταμό Ντον. Ο αδελφός του Otrok με 40.000 Κουμάνους έφυγε το 1118, εγκαταστάθηκε στον Καύκασο και τέθηκε στην υπηρεσία του βασιλιά της Γεωργίας Δαβίδ Β΄ (1089-1125). Εκείνος αξιοποίησε τις υπηρεσίες τους τόσο στους πολέμους κατά των Σελτζούκων όσο και στις εσωτερικές έριδες με την απείθαρχη αριστοκρατία.

Αντίθετα, το τμήμα των Κουμάνων που απείλησε τους Βουλγάρους στο Βόλγα το 1117 ηττήθηκε. Μετά το θάνατο του Βλαδίμηρου του Μονομάχου (1125) οι Κουμάνοι στον Ντον ενώθηκαν. Πολλοί Ρώσοι πρίγκιπες νυμφεύθηκαν με επιφανείς Κουμάνες, εγκατέστησαν Κουμάνους σε ρωσικά εδάφη και αξιοποίησαν τις πολεμικές τους ικανότητες. Παρά τις αυξημένες πιέσεις κατά των ρωσικών εδαφών κατά την όγδοη και ένατη δεκαετία του 12ου αιώνα, οι Ρώσοι αντιστάθηκαν. Οι μάχες του ρωσικού λαού κατά των Κουμάνων έχουν καταγραφεί σε χρονικά και στο γνωστό έπος Slovu o polku Igoreve (Το έπος της εκστρατείας του Ιγκόρ).

Από τις παραδουνάβιες στέπες οι Κουμάνοι διενεργούσαν επιδρομές στην Ουγγαρία και αναμειγνύονταν στις εσωτερικές υποθέσεις της. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με την Πολωνία. Στις πηγές γίνεται μνεία στις κουμανικές επιθέσεις κατά της Ουγγαρίας το 1070, το 1091 και το 1094. Είναι γνωστό ότι στα μέσα του 12ου αιώνα η Ουγγαρία οχύρωνε τα σύνορά της στην Τρανσιλβανία εξαιτίας των Κουμάνων. Έγγραφα Ούγγρων βασιλέων μαρτυρούν ότι οι Κουμάνοι το 1211-1212 απειλούσαν τα ουγγρικά σύνορα.

5. Στη Βαλκανική χερσόνησο. Σχέσεις με το Βυζάντιο

5.1. 11ος-12ος αιώνας

Οι επιδρομές των Κουμάνων στις βόρειες περιοχές της χερσονήσου του Αίμου άρχισαν μετά το 1060, ακολουθώντας τον εθνικά συγγενικό με αυτούς λαό των Ούζων, οι οποίοι το 1064-1065 πέρασαν τον κάτω Δούναβη και διείσδυσαν βαθιά στις βυζαντινές περιοχές. Επίσης μερίδα Κουμάνων εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, ένας από τους διεκδικητές του βυζαντινού θρόνου, προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Πετσενέγους και τους Κουμάνους, οι οποίοι το 1078 έφτασαν μέχρι την Αδριανούπολη πραγματοποιώντας στο δρόμο τους λεηλασίες. Παρόμοια επίθεση επαναλήφθηκε το 1087. Οι Κουμάνοι συνέδραμαν τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στη μάχη στους πρόποδες του όρους Λεβούνιο, την άνοιξη του 1091, που κατέληξε σε συντριβή των Πετσενέγων. Ωστόσο η συμμαχία αυτή υπήρξε βραχυχρόνια και οι επιδρομές των Κουμάνων συνεχίστηκαν. Έτσι, το 1095, Κουμάνοι βρέθηκαν στο στρατό του σφετεριστή Λέοντα Διογένη, ο οποίος παρουσιαζόταν ως γιος του πρώην αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη. Μετά την ήττα τους όμως από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και επί περίπου μισό αιώνα, οι επιθέσεις τους σταμάτησαν. Το 1146, το 1154 και το 1160 επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο Δούναβη. Εικάζεται ότι οι Κουμάνοι κατέστρεψαν τη Δινογέτεια (σημερινό Garvăn στη Ρουμανία) περί το 1122. Την ίδια εποχή άρχισαν να εγκαθίστανται σε βυζαντινά εδάφη.

Οι Κουμάνοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στην εξέγερση στη Βουλγαρία κατά των Βυζαντινών το 1186, καθώς και στην ίδρυση του Δεύτερου Βουλγαρικού Βασιλείου. Οι αδελφοί Πέτρος και Ασάν, ιδρυτές του νέου κράτους, συχνά χρησιμοποιούσαν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Στο Βυζάντιο, μεταξύ των προνοιαρίων το 12ο αιώνα υπήρχαν και Κουμάνοι, κάτι το οποίο μαρτυρείται σε ορισμένα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία μονών του Αγίου Όρους. Τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα οι Κουμάνοι ήταν μισθοφόροι των Βούλγαρων ηγεμόνων Ιβάν Β΄ «Καλοϊωάννη» και Ιβάν Ασέν Β΄.

5.2. 13ος-14ος αιώνας

Το 1223 οι Μογγόλοι δύο φορές συνέτριψαν τους Κουμάνους: στο βόρειο Καύκασο και στην περίφημη μάχη στον ποταμό Κάλκα, όπου οι Κουμάνοι πολέμησαν ως σύμμαχοι των Ρώσων πριγκίπων. Μετά τη διείσδυση των Μογγόλων, μερίδα των Κουμάνων εντάχθηκε στη σύνθεση του νεοϊδρυθέντος κράτους της Χρυσής Ορδής, ενώ άλλο τμήμα τους μετακινήθηκε στην Ουγγαρία, όπου έλαβαν εδάφη για να εγκατασταθούν με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες.

Μετά την εισβολή των Μογγόλων, η εισροή των Κουμάνων σε βυζαντινές περιοχές αυξήθηκε. Το 1241 ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης εγκατέστησε δέκα χιλιάδες Κουμάνους στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, το δε 1259 τα κουμανικά στρατεύματα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη μάχη της Πελαγονίας. Οι Κουμάνοι είχαν τη φήμη ικανών πολεμιστών και ιδιαίτερα εύστοχων τοξοτών. Ωστόσο μερικές φορές η νομιμοφροσύνη τους ήταν αμφίβολη: το 1256 κοντά στο Διδυμότειχο οι Κουμάνοι αυτομόλησαν στους Βουλγάρους. Ένας από τους καλύτερους Βυζαντινούς στρατηγούς του 14ου αιώνα, ο Συργιάννης, ήταν κουμανικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Κουμάνους που είχε προσλάβει στην υπηρεσία του ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης.

6. Αποτίμηση

Μολονότι σημείωναν μεγάλες επιτυχίες στην επικράτεια του Βυζαντίου και της Ρωσίας, οι Κουμάνοι δεν προσπάθησαν ποτέ να ιδρύσουν εκεί δικό τους κράτος. Από την άποψη αυτή, έμοιαζαν να ακολουθούν τους όρκους των μεγάλων Τούρκων χάνων του 7ου και του 8ου αιώνα, όπως εξάλλου και οι Πετσενέγοι· οι τελευταίοι ορκίζονταν ότι δε θα αντικαταστήσουν τις στέπες στις οποίες γεννήθηκαν και ότι θα αντισταθούν στον πειρασμό της στενότερης επαφής με τον ελκυστικό, πολυτελή, αλλά και μαλθακό πολιτισμό των ντόπιων λαών. Με την έννοια αυτή, έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια του Otrok, ενός από τους επιφανέστερους αρχηγούς των Κουμάνων, ότι «καλύτερα να σκοτωθεί κανείς στη μάχη στην πατρίδα του, παρά να είναι ένδοξος σε ξένη». Τα λόγια αυτά μπορούν να αποτελέσουν ένα ιδιόμορφο σύνθημα της κουμανικής φιλοσοφίας της ζωής και ταυτόχρονα περίληψη ολόκληρης της ιστορίας δύο αιώνων του λαού αυτού στην περιοχή της ανατολικής Ευρώπης.

Η δυναστεία των Μαμελούκων στην Αίγυπτο, η οποία κυβέρνησε από το 1250 έως το 1517, μερικώς αποτελούνταν από πρώην δούλους (mamluk) κουμανικής καταγωγής. Οι Κουμάνοι άφησαν ίχνη σε τοπωνύμια της Βαλκανικής χερσονήσου, κατάλληλο δε παράδειγμα είναι η πόλη Κουμάνοβο στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.



1. Chronique de Matthieu d’Edesse, Dulaurier, E. (επιμ.), (Paris 1858), σελ. 89.

2. Eustathii Metropolitae Thessalonicensis Opuscula, Tafel, T. (επιμ.), (Frankfurt am Mainz 1832, ανατ. Amsterdam 1964), σελ. 44.

3. Robert de Clari, La conquête de Constantinople, Charlot, P. (επιμ.), (Paris 1939), 65, σελ. 138.