Πατραεύς

1. Άλλες ονομασίες

Η πόλη αναφέρεται από τους Εκαταίο Μιλήσιο και Στέφανο Βυζάντιο ως Πάτρασυς, από τον Ψευδο-Σκύλακα ως Πάτους, ενώ ο Στράβων την ονομάζει Πατραεύς.1

2. Τοπογραφία

Ο αρχαίος Πατραεύς ταυτίζεται με τα λείψανα μεγάλου οικισμού στη χαμηλή βόρεια ακτή του κόλπου του Ταμάν, στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Γαρκούσα, που βρίσκεται στην περιοχή Τεμριούκ της περιφέρειας Κρασνοντάρ. Κατά την Αρχαιότητα η πόλη βρισκόταν στη νήσο Κιμμερίδα, η οποία αργότερα ενώθηκε με τη χερσόνησο Ταμάνσκι, λόγω της γεωμορφολογικής δραστηριότητας του ποταμού Κουμπάν και της αλλαγής της στάθμης της Μαύρης Θάλασσας.

3. Έρευνα

Ο οικισμός ανασκάφθηκε την περίοδο 1926-1927 από αρχαιολογική ομάδα της Ρωσικής Ένωσης Ερευνητικών Ινστιτούτων Κοινωνικών Σπουδών (A. Bashkirov), το 1948 και 1950 από αρχαιολογική ομάδα της Κρατικής Ακαδημίας Ιστορίας Υλικού Πολιτισμού (Yu. Krushkol) και αργότερα από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ακαδημίας Επιστημών (1964-1968 M. Sokolsky, 1985-1989 B. Peters, έως σήμερα A. Abramov).2 Το 1991 ξεκίνησε και μέχρι σήμερα διεξάγεται η υποβρύχια ανασκαφική έρευνα της λεγόμενης «Κάτω πόλης», η οποία καλύφθηκε από το νερό. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι κάτω από το νερό βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της πόλης του 6ου-5ου αι. π.Χ., η οποία καταλάμβανε περίπου 80 στρέμματα.3

4. Ιστορικά στοιχεία

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η ίδρυση του Πατραέως χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ.4 Η μητρόπολη της αποικίας παραμένει άγνωστη, αλλά η ιωνική κεραμική και οι εγχάρακτες αφιερώσεις στον Απόλλωνα Ιατρό σε όστρακα μαρτυρούν την ίδρυσή του από τους Ίωνες, με πιθανή συμμετοχή της Μιλήτου.

Η αρχαιότερη πόλη καταλάμβανε τη δυτική περιοχή του οικισμού, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε προς ανατολάς. Η έρευνα των θεμελίων των κτηρίων στο υποβρύχιο τμήμα της πόλης, στη λεγόμενη «Κάτω πόλη», έδειξε ότι τα πρώτα κτίσματα του Πατραέως στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. ήταν από ωμόπλινθο, ενώ στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. διαδόθηκε ο τρόπος κατασκευής των κτισμάτων πάνω σε θεμέλια από εναλλασσόμενες στρώσεις πηλού και λίθων.

Το σχέδιο πόλης καθοριζόταν από το ανάγλυφο της περιοχής. Οι οικίες, διάφορων διαστάσεων, τοποθετούνταν κατά το αυστηρά διαγώνιο σύστημα, ακολουθώντας τη γραμμή του γκρεμού, ο οποίος χώριζε την Κάτω από την Άνω πόλη. Εάν κρίνουμε από τα λείψανα ενός μεγάλου κτηρίου με γραπτό κονίαμα, καθώς και από την εξαιρετική λιθόστρωση ενός από τους δρόμους της πόλης, κατά τον 2ο-1ο αι. π.Χ. η πόλη ήταν ανεπτυγμένη και καλοδομημένη.

Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. η πόλη καταστράφηκε, πιθανότατα από μεγάλη πυρκαγιά, που συνοδεύτηκε από εξόντωση τμήματος του πληθυσμού. Από τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. με αρχές του 1ου αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε το οχυρωματικό σύστημα του Πατραέως, το οποίο μαζί με όλη την πόλη καταστράφηκε από πυρκαγιά στις αρχές του 2ου αιώνα, αλλά ανοικοδομήθηκε μετά την πάροδο λίγων ετών, επί των προγενέστερων θεμελίων. Στα τέλη του ίδιου αιώνα η πόλη ανακατασκευάστηκε. Σε αντίθεση με τα παλιά λιθόκτιστα, τα νέα κτήρια κατασκευάστηκαν από ωμοπλίνθους πάνω σε λίθινα θεμέλια.

Στα μέσα του 3ου αιώνα η πόλη καταστράφηκε ξανά, πιθανότατα κατά τη διάρκεια επιδρομών κάποιων βαρβαρικών φυλών. Η τελική ωστόσο πτώση του αρχαίου Πατραέως συνδέεται με την εκστρατεία των Ούννων, μεταξύ του 360 και 370.

5. Οικονομία

Απ’ ό,τι φαίνεται, στα Αρχαϊκά χρόνια η κύρια ασχολία των κατοίκων του Πατραέως ήταν η γεωργία. Ήδη μεταξύ του 550 και 520 π.Χ., στην αγροτική περιφέρεια της πόλης ιδρύθηκαν έξι αγροτικοί οικισμοί, ενώ στα τέλη του 6ου με αρχές του 5ου αι. π.Χ. ο αριθμός τους έφτασε στους 31 συνολικά.5 Προφανώς, ο όγκος της παραγωγής σιτηρών επέτρεψε πλέον την εξαγωγή τους και η πόλη εντάχθηκε στον κύριο τομέα της βοσποριανής οικονομίας, δηλαδή στο εμπόριο σιτηρών. Το ίδιο μαρτυρούν τόσο ο μεγάλος αριθμός σιταποθηκών για τη φύλαξη των σιτηρών του 5ου-4ου αι. π.Χ., όσο και οι μεγάλες αποθήκες αμφορέων, συνολικά πάνω από 30, οι πρωιμότερες από τις οποίες χρονολογούνται στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ. Μετά την εκφόρτωσή τους από τα πλοία και πριν από την αποστολή τους στους οικισμούς της ενδοχώρας ή στα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου, οι αμφορείς τοποθετούνταν σε ειδικούς λάκκους, σκαμμένους στο πηλώδες έδαφος.

Ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. η πόλη απέκτησε τη σημασία ενός αξιόλογου εμπορικού κέντρου σε γεωγραφική θέση που επέτρεπε τον έλεγχο σημαντικού μέρους του εμπορίου με τους οικισμούς του ασιατικού Βοσπόρου. Το 1965 στον Πατραέα αποκαλύφθηκε μεγάλων διαστάσεων κλίβανος, με διάμετρο 3 μ., που χρονολογείται στο 2ο-3ο αι. μ.Χ. και προοριζόταν για την παραγωγή αμφορέων και μεγάλων σκευών.6

6. Μνημεία

6.1. Οχυρώσεις

Περιμετρικά της πόλης, στο μεταίχμιο του 1ου αι. π.Χ. και 1ου αι. μ.Χ. σκάφτηκε τάφρος και από το χώμα της εκσκαφής κατασκευάστηκε ανάχωμα με ύψος 2,60 μ. Πάνω σε αυτό το ανάχωμα, κτίστηκε οχυρωματικό τείχος, πλάτους 3,60 μ, από ομωπλίνθους διαστάσεων 0,52 × 0,52 × 0,07 μ. Η οχύρωση ήταν πιθανότατα ορθογώνια σε κάτοψη. Η πύλη της εισόδου, πλάτους 3,65 μ., βρισκόταν στο ανατολικό τείχος και ήταν οχυρωμένη με δύο πυλώνες, διαστάσεων 6,70 × 1,90 μ. Εσωτερικά της οχύρωσης, σε υπερυψωμένη πλατφόρμα, κτίστηκαν από τον ίδιο ωμόπλινθο συμπλέγματα κτηρίων πάνω σε λίθινα θεμέλια και με ενιαίο σχέδιο. Τα κτίσματα χωρίζονταν με στενά δρομάκια στρωμένα με όστρακα αγγείων και κεράμων.

6.2. Νεκροταφείο

Το πρώιμο νεκροταφείο του Πατραέως βρίσκεται κάτω από την ελληνιστική πόλη, όπου αποκαλύφθηκαν μερικές ταφές, από τις οποίες η αρχαιότερη χρονολογείται στο β΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Ήταν λακκοειδείς ή παιδικές σε αμφορείς. Οι ταφές των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων εντοπίστηκαν στα βόρεια και ανατολικά της πόλης. Πρόκειται για ταφές σε απλούς λάκκους και για λαξευμένους στο έδαφος τάφους, οι οποίοι αποτελούνταν από το δρόμο και έναν κυκλικό σε κάτοψη θάλαμο.




1. Στέφ. Βυζ., βλ. λ. «Πάτρασυς»· Ψ.-Σκύλ. 72· Στράβ. 11.2.8.

2. Για εκτεταμένη αναφορά στην ιστορία της έρευνας της πόλης βλ. Abramov, A.P. – Zavoykin, A.A., “Patraeus-Cimmeris-Achilleon”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 1108-1131.

3. Абрамов, A.Π. – Паромов, Я.М., “Раннеантичные поселения Таманского полуострова”, Боспорский сборник 2 (1993), σελ. 48.

4. Abramov, A.P. – Zavoykin, A.A., “Patraeus-Cimmeris-Achilleon”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 1132.

5. Паромов, Я.М., “Принципы изучения эволюции системы расселения на Таманском полуострове в античное и средневековой время”, στο Древние памятники Кубани (Краснодар 1990), σελ. 47.

6. Сокольский, Н.И., “О гончарном производстве в азиатской части Боспора”, КСИА 116 (1969), σελ. 63-66.