Αλιεία στον Εύξεινο Πόντο στην Αρχαιότητα

1. Η αλιεία στον Εύξεινο Πόντο σύμφωνα με την αρχαία γραμματεία

Οι αρχαίοι συγγραφείς από τον Ιπποκράτη (περ. 400 π.Χ.)1 και έπειτα τόνισαν, σε διαφορετικές περιπτώσεις ο καθένας, τον εξαιρετικό πλούτο σε ψάρια της λεκάνης του Εύξεινου Πόντου, καθώς και την επίδραση αυτής της φυσικής πηγής πλούτου στην ευημερία των παράκτιων πόλεών του. Η άφθονη τροφοδότηση του Εύξεινου Πόντου με γλυκό νερό από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ευρώπης (Ίστρος/Δούναβης, Τύρας/Δνείστερος, Ύπανις/Μπουγκ, Βορυσθένης/Δνείπερος, Τάναϊς/Ντον) είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς τεράστιος αριθμός θαλάσσιων και ποταμίσιων ειδών ψαριού ζούσαν και στα δύο περιβάλλοντα.2

Ο Αιλιανός Κλαύδιος δίνει συνολική αναφορά για τα ψάρια του Εύξεινου Πόντου: «Ο Εύξεινος Πόντος έχει πολλά ψάρια, γιατί δεν τρέφει μεγάλα θηλαστικά. Τα ψάρια είναι προστατευμένα από όλα τα άλλα θηλαστικά, αν και υπάρχουν πολύ λίγες φώκιες και δελφίνια κατά τόπους».3 Ο Πόντος ήταν επίσης ιδεώδες μέρος για την αναπαραγωγή πολλών ειδών ψαριών στη διάρκεια του χειμώνα. Οι Αιλιανός, Οππιανός και Αμμιανός Μαρκελλίνος4 τόνισαν το γεγονός ότι ο Εύξεινος Πόντος πρόσφερε πολύ καλά φυσικά καταφύγια και προστατευμένα σημεία για τα ψάρια. Καραβίδες, καβούρια και πολύποδες, που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο άλλα είδη ψαριών, δεν υπήρχαν.

Πολλά είδη είναι κοινά και σε ποτάμια και σε θαλάσσια περιβάλλοντα. Ο Αμμιανός αναφέρει ότι μεγάλα κοπάδια ψαριών εισέρχονται στη Μαύρη θάλασσα για να εναποθέσουν τα αυγά τους στα καθαρότερα νερά των βαθιών κοιλοτήτων της.5 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος λέει καθαρά ότι τα ψάρια αναπτύσσονται γρήγορα στον Εύξεινο Πόντο χάρη στο γλυκό νερό που έφερναν τα μεγάλα ποτάμια.6 Ο Σώπατρος ο Πάφιος7 αναφέρεται στον «ημίπαστο μεγάλο οξύρρυγχο» που τον φέρνουν από τις εκβολές του Δούναβη, ονομάζοντάς τον «η απόλαυση των Σκυθών».

Οι αρχαίοι συγγραφείς έχουν καταγράψει έναν εντυπωσιακό αριθμό ειδών ψαριών τα οποία ζούσαν στη Μαύρη θάλασσα και στις εκβολές των ποταμών: παλαμίδες (παλαμίς), τόνοι (τόννοι, θύννοι), ξιφίες (ξιφίαι), λευκές τσίχλες (κόσσυφοι λευκοί), μυλοκόπια (κορακίνοι), μαύροι κυπρίνοι (μέλανες κυπρίνοι), οξύρρυγχοι μπελούγκα (αντακαίοι), φώκαινες (φώκαινα). Ο Οππιανός8 και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος9 κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στον τόνο (θυννίς), την παλαμίδα (παλαμίς), το σκουμπρί (σκόμβρος) και ένα ιδιαίτερο είδος ψαριού, την τριχίδα (κοιν. φρίσσα). Η μετανάστευση των ψαριών από ένα περιβάλλον σε ένα άλλο ήταν ευρέως γνωστή εκείνη την εποχή.

Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε αλιεία στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού,10 μια πληροφορία που υποστηρίζεται και από την αρχαιολογική έρευνα. Έχουν βρεθεί εγκαταστάσεις του 2ου αι. π.Χ. για εμπορικές δραστηριότητες, στις οποίες εξέχουσα θέση κατείχε το εμπόριο ψαριών στη θέση Elizavetovka.11 Ο Ηρόδοτος αναφέρει κάποιο είδος ψαριού που ονομάζεται αντακαίος, το οποίο δεν έχει αγκαθωτά κόκαλα και είναι καλό για πάστωμα, ενώ ο Στράβωνας καταγράφει την αλιεία του ίδιου είδους θαλάσσιου ζώου στη Μαιωτίδα (Αζοφική θάλασσα).12 Ο Αιλιανός καταγράφει έντονη αλιεία στην περιοχή της Ίστριας.13 Το 2ο αιώνα η αλιευτική δραστηριότητα στην Ίστρια ήταν επίσημα ελεγχόμενη από τις ρωμαϊκές αρχές, που «το θεωρούσαν σωστό να διατηρούν, σύμφωνα με την παράδοση, την άδεια αλιείας στις εκβολές εκατέρωθεν του νησιού της Πεύκης και να φέρνουν ξύλο για πυρσούς για τις ανάγκες του καθενός […]».14

2. Η αλιεία τομέας της οικονομίας

Η αλιεία ήταν βασικός τομέας της οικονομίας για όλα τα κέντρα του Πόντου. Αυτό είναι ολοφάνερο από τη μεγάλη ποσότητα ψαροκόκαλων, οστρέων και εργαλείων αλιείας (αγκίστρια, βαρίδια ψαρέματος) που βρέθηκαν σε σημαντικές ποσότητες κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Η αλιεία και η επεξεργασία του ψαριού στις μεγάλες πόλεις του Πόντου μπορεί να είχαν φτάσει σε βιομηχανική κλίμακα κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους. Η τεράστια ποσότητα αμφορέων που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών και η χρήση τους ως δοχείων για τη μεταφορά ψαριών υποδεικνύουν ότι αυτές οι εργασίες εκτελούνταν σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα. Θαλάσσια θηλαστικά που αναπαρίστανται σε κοπές νομισμάτων, όπως «ο αετός και το δελφίνι» στην Ίστρια και τη Σινώπη, δελφίνια που αναπηδούν στην Ολβία ή ο κάβουρας στην Απολλωνία παρέχουν ενδείξεις για την εξαιρετική σημασία της αλιευτικής οικονομίας και φέρουν πολλαπλούς μυθολογικούς και θρησκευτικούς συμβολισμούς.

3. Τεχνικές αλιείας

Η αλιευτική τεχνική άλλαξε λίγο στην Aρχαιότητα, και μόνο λίγα περιβάλλοντα δείχνουν πιθανόν μια προσέγγιση ψαρέματος διαφορετική από τις παραδοσιακές. Ο Αιλιανός Κλαύδιος προσφέρει μία από τις πιο ζωντανές εικόνες της αλιείας μεγάλων ψαριών στον Ίστρο ποταμό δίπλα στον Εύξεινο Πόντο. Ο συγγραφέας αφηγείται πώς ένας Ίστριος ψαράς χρησιμοποιεί ένα δυνατό καλάμι ψαρέματος (σχοινί) και βαρίδι πετονιάς με ένα μεγάλο συμπαγές αγκίστρι στο οποίο έχει στερεωθεί ένας πνεύμονας ταύρου και τραβάει τα ψάρια έξω με μία άμαξα δύο βοδιών ή αλόγων.15 Η πρακτική αυτή πρέπει να ήταν διαδεδομένη κοντά στις εκβολές των μεγάλων ποταμών όσον αφορά την αλιεία μεγάλων ψαριών.

Η αλιεία σε τρύπες μέσα στον πάγο ήταν διαδεδομένη μέθοδος στην περιοχή του Πόντου. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι στο Παντικάπαιο οι αλιείς έπιαναν τους αντακαίους (μπελούγκα ή οξύρρυγχος της Μαύρης θάλασσας) με ένα ιδιαίτερο είδος διχτυού, που λεγόταν γάγγαμο (γαγγάμη), αφού έκαναν τρύπα στον πάγο.16 Η ίδια τεχνική περιγράφεται με λεπτομέρεια από τον Αιλιανό στην περίπτωση της αλιείας στον πάγο στον Ίστρο ποταμό.17 Η πρόσφατη ερμηνεία του όρου dæda ως πυρσοί στο κείμενο των συνοριακών κανονισμών στην Ίστρια, χρονολογούμενο στο 100 μ.Χ., αποκαλύπτει τη συνήθεια της νυχτερινής αλιείας, μιας μεθόδου που καταγράφεται από τον Οππιανό και τον Κουίντο της Σμύρνης.18

4. Η επεξεργασία του ψαριού

Τα ψάρια στην περιοχή του Πόντου τα επεξεργάζονταν είτε μέσω παστώματος, στεγνώματος και αρμυρίσματος ή καπνίσματος, όπως καταγράφεται σε γραμματειακές πηγές και επιβεβαιώνεται από μεγάλο και αυξανόμενο όγκο επιγραφικών και αρχαιολογικών στοιχείων.19 Στη θέση Elizavetovka έχουν αναγνωριστεί τα κατάλοιπα ενός εργαστηρίου καπνιστών προϊόντων. Φρέσκα ψάρια επίσης αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίου κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προετοιμασία και κατανάλωση παστωμένου ψαριού (garum, τάριχος) ήταν διαδεδομένη κατά μήκος των ακτών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Ατλαντικό Ωκεανό έως τον Εύξεινο Πόντο. Σώζεται μεγάλος αριθμός αμφορέων για παστωμένα ψάρια, που είναι κατάλληλοι για τη μακροχρόνια διατήρηση και τη μεταφορά ψαριών. Βαρέλια άρμης μεγάλης χωρητικότητας βρέθηκαν πρόσφατα στη Χερσόνησο (2.000 κυβικά μέτρα), στο Μυρμήκιο και την Τυριτάκη (457 κυβικά μέτρα).

Τα ψάρια είχαν και φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως δείχνει το έργο του διάσημου ιατρού της Αρχαιότητας Γαληνού.




1. Περιεκτική περιγραφή των πρώιμων σκυθικών κοινοτήτων και των ασχολιών τους, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας, γύρω από τη Μαιωτίδα λίμνη (Αζοφική θάλασσα) και τη βόρεια Μαύρη θάλασσα: Ιππ. 17-19· Στράβ., Γεωγρ. 7.4.6. Για τα είδη των ψαριών βλ. Ovid., Trist. 3.10.44-45, 3.10.48-49· Plin., HN 9.15, 15.3, 32.11. Βλ. επίσης Claud. Ael., De Nat. Anim. 4.9. Ο συγγραφέας τονίζει ότι δεν υπήρχαν αρπακτικά στη Μαύρη θάλασσα για να θέσουν σε κίνδυνο αυτά τα είδη και υποδεικνύει κάποιες διαδρομές που ακολουθούσαν τα διάφορα είδη, εφόσον εισέρχονταν στη θάλασσα. Μερικά, λέει ο συγγραφέας, ποτέ δεν επέστρεφαν στη Μεσόγειο, όπως είναι η περίπτωση ενός συγκεκριμένου είδους σκουμπριού (Clupea harengus)· Solin. 12.3.

2. Ηρ. 4.47· Plin., HN 9.15.49: “[...] causa multitudo amnium dulces inferentium aquas [...]”.

3. Claud. Ael., De Nat. Anim. 4.9.

4. Claud. Ael., De Nat. Anim. 4.9· Οππ., Αλ. 3. 57· Plin., HN 32.11.152· Amm. Marc. 22.8.43: “[…] et constat ab ultimis nostri finibus maris agminatim ad hunc secessum pariendi gratia petere pisces, ut aquarum suavitate salubrius fetus educant in receptaculis cavis –quae sunt ibi densissima– securi voracium beluarum: nihil enim in Ponto huius modi aliquando est visum, praeter innoxios delphinas et paucos […]”.

5. Amm. Marc. 22.8.43.

6. Plin., NH  9.15.49: “[…] pisces genus omne precipua celebritate adolescit [...]”.

7. Αθήν., Δειπν. 3.19.

8. Οππ., Αλ. 3.79.

9. Plin., HN 32.11.52: “[…] animalia quae apud neminem alium reperiuntur, sed fortassis in Ponto nascentia […]”.

10. Ηρ. 4.53.

11. Gavriljuk, N., “Fishery in the Life of the Nomadic Population of the Northern Black Sea Area in the Early Iron Age”, στο Bekker-Nielsen, T. (ed.), Ancient Fishing and Fish Processing in the Black Sea Region (Black Sea Studies 2, Århus 2005), σελ. 105‑113.

12. Ο Στράβων (Γεωγρ. 7.4.6) αναφέρει έντονο εμπόριο ψαριού στην περιοχή της Μαιωτίδος λίμνης λέγοντας ότι «[…] σε ακόμη πρωιμότερες εποχές οι Έλληνες εισήγαγαν τις προμήθειες των σιτηρών τους από εδώ, όπως ακριβώς εισήγαγαν τις προμήθειές τους σε ψάρια από τη λίμνη […]». Ο ίδιος συγγραφέας μιλάει για δύο σημαντικές αγορές στον Κιμμέριο Βόσπορο: τη Φαναγόρεια για τα προϊόντα γύρω από τη Μαιώτιδα θάλασσα και το Παντικάπαιο γι’ αυτά που έρχονταν από τη Μαύρη θάλασσα. Σε αυτό το περιβάλλον, όπου κυριαρχούσαν τα γλυκά νερά ποταμών και οι θάλασσες, τα ψάρια έγιναν ένα βασικό προϊόν και για να τα εμπορεύονται επιτόπου και για να αποστέλλονται αργότερα σε άλλους προορισμούς (Γεωγρ. 11.2.4).

13. Claud. Aelian., De Nat. Anim. 14.25.

14. ISM 1.67-68.

15. Claud. Aelian., De Nat. Anim. 14. 25.

16. Στράβ., Γεωγρ. 7.3.18.

17. Claud. Aelian., De Nat. Anim. 14.26.

18. Pippidi, D.M., “Peşti şi pescari la Istros şi la Odessos”, Studii Clasice 7 (1965), σελ. 324‑329· Opp., H. 3.81.

19. Για την αρχαιολογική πλευρά βλ. τον τόμο Ancient Fishing and Fish Processing in the Black Sea Region (Black Sea Studies 2), Århus 2005.