Κάλλατις / Παγκάλια

1. Ονομασία

Η Κάλλατις ιδρύθηκε στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, πάνω σε έναν ισθμό μεταξύ της θάλασσας και μιας λιμνοθάλασσας. Μεγάλο μέρος του ανατολικού τμήματος της πόλης βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως αποτέλεσμα ισχυρών σεισμών. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η πόλη αρχικά ονομαζόταν Acerbatis ή μόνο Cerbatis. Σε ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα και σε επιγραφές η πόλη απαντά ως «Κάλλατις» και «Callatis». Από τα τέλη του 14ου αιώνα σε ιταλικούς ναυτικούς χάρτες και πορτολάνους αναφέρονται οι ονομασίες Παγκάλια, Πανκάλια, Μάγκαλα και παράγωγα αυτών, για να συγχωνευθούν αργότερα στο σημερινό ρουμανικό όνομα Μαγκάλια.

2. Ίδρυση, Ελληνιστική εποχή

Η Κάλλατις ιδρύθηκε από την Ηράκλεια Ποντική και η πρώτη συγκεκριμένη αναφορά σε αυτή σχετίζεται με μια εξέγερση εναντίον του Θράκα βασιλιά Λυσιμάχου, το 313 π.Χ. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης ένα μέρος των κατοίκων, περίπου 1.000, έφυγαν από την πολιορκούμενη πόλη διά θαλάσσης και εγκαταστάθηκαν στη Χερσόνησο (κοντά στη σημερινή Σεβαστούπολη στην Κριμαία), στο βασίλειο του Βοσπόρου. Οι δε κάτοικοι που έμεναν στην Καλλάτιδα ήρθαν σε στενές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Το 260 π.Χ. η Κάλλατις και η Ίστρια διεξήγαγαν έναν ανεπιτυχή πόλεμο εναντίον του Βυζαντίου για την οικονομική κυριαρχία επί της γειτονικής πόλης Τόμοι/Τόμις (Constanţa). Από το β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. η Κάλλατις σημείωσε αξιόλογη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη που διήρκεσε μέχρι το τέλος της Ελληνιστικής περιόδου. Όπως καταδεικνύουν τα πλούσια ευρήματα αμφορέων, κεραμικής και νομισμάτων, η Κάλλατις είχε αναπτύξει σημαντική εμπορική δραστηριότητα όχι μόνο με την ενδοχώρα, αλλά και διά θαλάσσης με πολλές πόλλεις όπως, την Ηράκλεια Ποντική, τη Σινώπη, την Αθήνα, τη Ρόδο, τη Θάσο κ.ά. Η κοπή νομισμάτων (χάλκινων, αργυρών και χρυσών) ξεκίνησε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Τα νομίσματα έφεραν ελληνική επιγραφή και τη μορφή του Ηρακλή, κατεξοχήν θεού και προστάτη της πόλης, καθώς επίσης και εκείνες του Διονύσου, του Απόλλωνα, της Δήμητρας, της Κυβέλης και άλλων θεοτήτων.

3. Ρωμαϊκή περίοδος και Μέσοι χρόνοι

Το 72 π.Χ. η Κάλλατις κατακτήθηκε από τις λεγεώνες του Μάρκου Λουκούλλου, αλλά υποτάχθηκε οριστικά μόλις το 29-28 π.Χ., όταν εντάχθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρά την ήδη υπάρχουσα συμφωνία και συμμαχία, όπως μαρτυρείται σε μία λίθινη επιγραφή. Για σύντομο χρονικό διάστημα περί τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. η πόλη προσαρτήθηκε από το βασιλιά των Γετών Βυρεβίστα (Bourebista). Στις κοπές των νομισμάτων πλέον εμφανίζονται και οι μορφές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και έως την εποχή του Φιλίππου Α΄ Άραβα (244-249) / Marcus Julius Philippus / (περ. 204-249), όταν οι επιδρομές των Γότθων κατέστρεψαν την πόλη. Από τότε η Κάλλατις αρχίζει να παρακμάζει, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο μη ελληνικός πληθυσμός της.

Προς τα τέλη του 6ου αιώνα η πόλη αναφέρεται ήδη ως κέντρο επισκοπής, αλλά, λόγω των μετακινήσεων και των επιδρομών των Αβάρων και των Σλάβων, παύει να έχει το χαρακτήρα του αρχαίου πολιτισμού της.

Βαθμιαία ερημώνεται και μετατρέπεται σε ασήμαντο λιμάνι. Από τα τέλη του 13ου έως περίπου το 15ο αιώνα αποτελεί απλώς ενδιάμεσο σταθμό για τα πλοία και τους εμπόρους σίτου, κυρίως από τη Γένοβα. Στο αρχειακό υλικό της εποχής εκείνης, τους ναυτικούς χάρτες, τους πορτολάνους και τα εγχειρίδια ναυσιπλοΐας, σε αρχεία και συμβόλαια το λιμάνι-οικισμός αναφέρεται ως Παγκάλια, ενώ σήμερα διατηρείται η ρουμανική εκδοχή του ονόματος Μαγκάλια.

4. Στοιχεία για τη ζωή στην πόλη

Η διοίκηση της Καλλάτιδος, όπως και των υπόλοιπων αποικιών του Εύξεινου Πόντου, αποτελούνταν από τη βουλή και το συμβούλιο των δικαστών.

Ο οικισμός ήταν οχυρωμένος με τείχη. Το πρώτο οχυρωματικό τείχος ανεγέρθηκε περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., το δεύτερο χτίστηκε εν μέρει πάνω στο πρώτο κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (περ. τέλη 2ου αι. μ.Χ.) και είχε τρεις πύλες και τέσσερις τετράγωνους προμαχώνες. Εκτός από το τείχος η οχύρωση περιλάμβανε τάφρο και ανάχωμα. Τα απομεινάρια από το καλά χτισμένο αρχαίο λιμάνι βρίσκονται σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Έξω από τα τείχη της πόλης υπήρχαν αρκετά νεκροταφεία, στα οποία έχουν ταφεί κάτοικοι της πόλης ελληνικής, ρωμαϊκής και ντόπιας καταγωγής. Έχουν βρεθεί ταφές σε λίθινα μνήματα, καθώς και σε ξύλινες σαρκοφάγους ή απευθείας σε λάκκους, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για καύσεις νεκρών. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών έχουν βρεθεί διάφορα κτερίσματα, που τοποθετούνταν στους τάφους και μαρτυρούν την ποικίλη εθνική σύνθεση του πληθυσμού της πόλης. Σε ένα σκυθικό τάφο ανακαλύφθηκε το 1959 τμήμα παπύρου, γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, που είναι και το μοναδικό μέχρι στιγμής παρόμοιο εύρημα από την ευρύτερη αυτή περιοχή της Ευρώπης.

Η κεντρική οδός έτεμνε την αρχαία πόλη στη μέση και εκατέρωθεν αυτής υπήρχαν τα μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα. Την εικόνα αυτή την αποκομίζουμε από τα πολλά τμήματα κιόνων, επιστυλίων, κιονόκρανων και λίθινων θεμελίων, που έχουν βρεθεί εντός της πόλης και έξω από τα τείχη προς το ανατολικό μέρος. Επίσης, οι κεραμικοί σωλήνες που έχουν εντοπιστεί αποτελούν ένδειξη για το ότι η πόλη διέθετε σύστημα ύδρευσης.

Μετά τη διάδοση του χριστιανισμού, περί τον 3ο αιώνα, αρχίζει η ανέγερση βασιλικών κατά το πρώιμο βυζαντινό πρότυπο.

Ωστόσο σήμερα, παρά τα διάφορα ενάλια και επίγεια αρχαιολογικά ευρήματα, κινητά και ακίνητα, και τις επιγραφές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων φυλάσσεται στο τοπικό μουσείο, η ιστορία της Καλλάτιδος δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως.