Μεσαία στρώματα της ελληνικής διασποράς στις παροικίες της νότιας Ρωσίας

1. Εισαγωγικά

Η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στη Ρωσία και ειδικότερα ο εποικισμός της νότιας Ρωσίας και η σύνδεσή της με το διεθνές εμπόριο πραγματοποιήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στη μετοίκηση ελληνικών πληθυσμών από τον ελληνικό χώρο –που βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία– και αργότερα και από περιοχές του ελληνικού κράτους. Η κίνηση αυτή άρχισε στα τέλη του 18ου αιώνα και συνεχίστηκε έως τον ύστερο 19ο αιώνα. Η εμπλοκή των Ελλήνων στα Ορλωφικά ήταν η κύρια αιτία των μεταναστευτικών πληθυσμιακών μετακινήσεων. Οι επαναστατημένοι ή υπό διωγμό Έλληνες ανταποκρίθηκαν θετικά στα προνόμια που εκχώρησε η Μεγάλη Αικατερίνη στους υπό μετακίνηση πληθυσμούς. Οι πληθυσμοί αυτοί, ύστερα από ένα διάστημα προσαρμογής και στρατιωτικής οργανωτικής συγκρότησης, αποτέλεσαν τα μεσαία στρώματα των λιμανιών του ρωσικού νότου. Καθώς ήταν κυρίως έμποροι, πλοιοκτήτες και μαγαζάτορες, έπαιξαν το ρόλο της «μεσαίας τάξης» και συνέβαλαν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη των τόπων υποδοχής και στη μεταφορά των ρωσικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Έφεραν κεφάλαια και επιχειρηματικές πρακτικές στην ανοργάνωτη από άποψη υποδομών νότια Ρωσία και υποκατέστησαν την αδύναμη, έως την επανάσταση του 1905, μεσαία ρωσική τάξη.

Η μελέτη της κοινωνικής ιστορίας της Ρωσίας επισημαίνει την έλλειψη ρωσικής μεσαίας τάξης στην κοινωνική συγκρότηση. Η αδυναμία αυτή οφείλεται αφενός μεν στην ύπαρξη του συστήματος των soslovie (κοινωνικές κατηγορίες κληρονομικού χαρακτήρα, με βάση τις οποίες χωρίζονταν οι Ρώσοι υπήκοοι σε ευγενείς, κλήρο, εμπόρους, αστούς, αγρότες) και της δουλοπαροικίας (έως το 1861), αφετέρου δε στην εθνική ανομοιογένεια και στην άνιση οικονομική ανάπτυξη των περιφερειών του ρωσικού κράτους. Οι παράγοντες αυτοί απέτρεπαν την κοινωνική κινητικότητα και τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό. Ειδικότερα, η απαξίωση της ρωσικής κουλτούρας προς το εμπορικό επάγγελμα και η κοινωνική αναγνώριση της φεουδαρχίας και των γαιοκτημόνων ανέστελλαν τη δημιουργία μεσαίας ρωσικής τάξης.

2. Η περίπτωση της Οδησσού στα 1897

Η Πρώτη Γενική Απογραφή του Πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1897 και τα αναλυτικά απογραφικά δελτία που βρέθηκαν στο Κρατικό Αρχείο Οδησσού (G.A.O.O.) είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για την κατανόηση της συγκρότησης των μεσαίων στρωμάτων. Επιπλέον, η Οδησσός είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα γιατί αποτελεί την πόλη με την πυκνότερη ελληνική παρουσία. Στα 1897 διαμένουν στην πόλη 5.086 άτομα που μιλούν την ελληνική μητρική γλώσσα σε σύνολο 403.768 κατοίκων.1

Σημαντική συνεισφορά της απογραφής είναι τα στοιχεία που αφορούν την απασχόληση των εθνικών ομάδων. Τα στοιχεία αυτά είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά, γιατί μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από το ασαφές πλέγμα των κοινωνικών κατηγοριών (soslovie) κληρονομικού χαρακτήρα, οι οποίες καθορίζονται από τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις τους έναντι του κράτους, και να ανιχνεύσουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση. Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια εποχή αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δυνάμεων και μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας, με ερευνητικά ζητούμενα το σχηματισμό ή μη μεσαίας τάξης και τη διεύρυνση της προλεταριοποίησης του πληθυσμού.

Στα απογραφικά δελτία καταγράφεται η πηγή άντλησης του εισοδήματος για κάθε μέλος που απογράφεται· στην περίπτωση των οικονομικά εξαρτώμενων μελών της οικογένειας, όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά, τις συζύγους και τους υπερήλικες, καταγράφεται η σχέση και ο βαθμός εισοδηματικής εξάρτησης από τον οικογενειάρχη.

Ως προς τα επαγγέλματα της ελληνικής παροικίας, οι εισοδηματίες αποτελούν το 8,78% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της ελληνικής παροικίας, ποσοστό μεγάλο, αν συγκριθεί με το αντίστοιχο των Εβραίων (3,97%). Οι εργαζόμενοι στην κρατική διοίκηση, το στρατό, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τα ελεύθερα και καλλιτεχνικά επαγγέλματα (δάσκαλοι, γιατροί, δικηγόροι, καλλιτέχνες) καθώς και οι τραπεζικοί και εμπορικοί υπάλληλοι αποτελούν το 7,40%. Οι έμποροι και καταστηματάρχες το 35,04%. Οι βιοτέχνες το 0,61%. Η μεσαία τάξη, δηλαδή, ανέρχεται στο 43,05%. Οι υπηρέτες, οι εργάτες/εργάτριες των εργαστηρίων έτοιμων ενδυμάτων, όσοι εργάζονται στις οικοδομές, οι καραγωγείς και οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν το 36,01%, ενώ οι αγρότες το 2,19%. Όσοι συντηρούνται από τη φιλανθρωπία ιδρυμάτων ή ατόμων αποτελούν το 2,30%. Οι κατώτερες κοινωνικές ομάδες φτάνουν, επομένως, το 40,50%. Στο ποσοστό αυτό θα μπορούσαμε δυνητικά να προσθέσουμε και το 80% από τα 104 άτομα (2,98%) που εργάζονται σε χερσαίες, θαλάσσιες και ποτάμιες μεταφορές χωρίς να διευκρινίζεται αν είναι ιδιοκτήτες ή εργαζόμενοι. Θεωρούμε ότι το ποσοστό αυτό μπορεί να προστεθεί στην τελευταία κοινωνική κατηγορία, με δεδομένο ότι οι Έλληνες ναύτες, αμαξηλάτες και βαρκάρηδες εργάζονται με τις ίδιες μικρές απολαβές με τις οποίες δούλευαν οι Ρώσοι συνάδελφοί τους. Θα έπρεπε επίσης να προσθέσουμε στην κατώτερη κοινωνική κατηγορία, από το υποσύνολο 7, τις πόρνες, τους άεργους (μέρος όσων δεν έχουν δηλώσει απασχόληση) και μέρος όσων εργάζονται σε πλυσταριά και λουτρά. Όμως οι πληροφορίες μας είναι ασαφείς και δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ακριβείς αριθμούς.

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε ότι σε αντίθεση με τις άλλες εθνικές ομάδες –πλην των Εβραίων– οι Έλληνες παρουσιάζουν σημαντική πύκνωση στα μεσαία στρώματα, αλλά και αυξανόμενη τάση προλεταριοποίησης, που αποτελεί γενικό γνώρισμα της κοινωνικής και οικονομικής διάρθρωσης του πληθυσμού της Οδησσού αυτή την περίοδο. Είναι δεδομένο ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι παλιές κατηγορίες-κάστες (soslovie) δεν έχουν πια νόημα για την κατανόηση της ταξικής δομής της κοινωνίας παρά μόνο ως δείκτες κοινωνικής προέλευσης, καθότι βρισκόμαστε σε περίοδο έντονης κινητικότητας και ταξικού ανασχηματισμού. Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο πεδίο της οικονομίας (βιομηχανική ανάπτυξη, αλλαγές στις μεταφορές, ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς) έχουν αποδεσμεύσει δυνάμεις που κινούνται για να καταλάβουν είτε το μεσαίο χώρο είτε την κατώτατη κοινωνική κατηγορία.

Από την επαγγελματική σύνθεση της εβραϊκής και ελληνικής κοινότητας με βάση την απογραφή του 1897 διαφαίνεται ο ανταγωνισμός που υπάρχει στα μεσαία επαγγέλματα, ειδικά στις ασχολίες που σχετίζονται με το εμπόριο (32,65% των Εβραίων και 38% των Ελλήνων). Στις νέες συνθήκες που δημιούργησαν κοσμογονικές αλλαγές στη Ρωσία, με την κατάργηση της δουλοπαροικίας και την έλευση των σιδηροδρόμων, ο παλιός τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου, που ασκούσαν οι ελληνικοί εξαγωγικοί οίκοι, κατέρρευσε και νέες ανάγκες δημιουργήθηκαν, στις οποίες ανταποκρίθηκε ευκολότερα το εβραϊκό εμπόριο με τη στρατηγική του γρήγορου κύκλου του τζίρου και του μικρότερου κέρδους. Οι διαφορετικές πρακτικές ανάμεσα στις δύο εθνότητες ίσχυαν όχι μόνο για τα σιτηρά αλλά και για το εμπόριο αποικιακών ειδών, στο οποίο επίσης υπήρχε δριμύς ανταγωνισμός. Οι Εβραίοι παντοπώλες είχαν εισέλθει και στο εμπόριο λαδιού και ελιάς, που αποτελούσε αποκλειστικό ελληνικό προνόμιο, διαφημίζοντας την ωφέλεια του καταναλωτή από τη μείωση του ασβέστη και του αλατιού στα βαρέλια. Οι επαγγελματικές διαφορές και ανακατατάξεις που δημιούργησε η κατάργηση της δουλοπαροικίας, η μαζική μετανάστευση του εβραϊκού στοιχείου στην Οδησσό και οι χωροταξικές διαφορές που προκλήθηκαν υπήρξαν οι αιτίες ενός υφέρποντος ανταγωνισμού, που οδηγούσε συχνά σε κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και συγκρούσεις.

3. Η περίπτωση του Ταϊγανίου και του Ροστόφ στα 1897

Σχετικά με το Ταϊγάνιο και το Ροστόφ, παρά την πρώιμη ίδρυση του πρώτου από το Μεγάλο Πέτρο στα τέλη του 17ου αιώνα, αυτά τα λιμάνια της Αζοφικής θάλασσας αναπτύχθηκαν μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Υπήρξαν προχωρημένα φυλάκια για την αναζήτηση σιτηρών και την τροφοδοσία των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Το ελληνικό στοιχείο εγκαταστάθηκε πρώτα στο Ταϊγάνιο και, στη συνέχεια, μετακινήθηκε προς το Ροστόφ, όταν τα μεταφορικά μέσα και ο σιδηρόδρομος επέτρεψαν την αγροτική εκμετάλλευση της ενδοχώρας. Χαρακτηριστικό των Ελλήνων του Ταϊγανίου, πέραν της εμπορικής τους ιδιότητας, ήταν η πλοιοκτησία. Οι περισσότεροι έμποροι διέθεταν φορτηγίδες για τη μεταφορά των προϊόντων τους κατά μήκος των ποταμών και διαμέσου της αβαθούς Αζοφικής προς τη Μαύρη θάλασσα. Τα πρώτα αυτά πλοία ήταν ιστιοφόρα, ξύλινα ή σιδερένια, χωρητικότητας περί τους 60-70 τόνους, έφεραν συνήθως ελληνικά ονόματα και είχαν κατασκευαστεί σε καρνάγια της περιοχής. Στα τέλη του 19ου αιώνα, αντικαταστάθηκαν με ατμοκίνητες φορτηγίδες τριπλάσιας χωρητικότητας.

Στο Ταϊγάνιο και το Ροστόφ δηλώνονται συχνά στην απογραφή επαγγέλματα όπως έμποροι και μεταπράτες σιτηρών, εξαγωγικοί οίκοι και γραφεία που αναλάμβαναν μεσιτικές εργασίες. Το Ροστόφ, το οποίο αναπτύχθηκε μετά το 1870, θεωρούνταν το «Σικάγο» της Ρωσίας. Ήταν η πόλη των ευκαιριών, στην οποία οι σιτεμπορικές εργασίες αλλά και ο τραπεζικός τομέας αναπτύσσονταν ραγδαία. Γύρω από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της περιοχής αλλά και της ευρύτερης ενδοχώρας, που έφτανε στις παρυφές του Καυκάσου, είχαν δημιουργηθεί επαγγέλματα που σχετίζονταν με την απευθείας εμπορία και διακίνηση αλλά και με τη μεσιτεία. Έλληνες, Αρμένιοι και Ρώσοι ανέπτυξαν σημαντική επιχειρηματική δράση στον τομέα της διακίνησης των προϊόντων αυτών και της σύνδεσής τους με τις ευρωπαϊκές αγορές, τις αγορές της Περσίας, της Ασίας και της Τουρκίας. Εκτός των διάφορων ποικιλιών σιτηρών, η περιοχή εξήγε λινόσπορο, κριθάρι, μαλλί, μαύρο και κόκκινο χαβιάρι.

Τα στοιχεία για την επαγγελματική απασχόληση και στις δύο πόλεις επιβεβαιώνουν τα απογραφικά δεδομένα της Οδησσού. Παρόλο που οι Έλληνες το 1897 είναι αισθητά λιγότεροι σε σχέση με την Οδησσό, 700 στο Ταϊγάνιο και 1.100 στο Ροστόφ, η πύκνωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού γύρω από επαγγέλματα που υποδηλώνουν τα μεσαία στρώματα είναι εμφανής. Έμποροι δημητριακών και άλλων αγροτικών προϊόντων, μαγαζάτορες, εστιάτορες, ξενοδόχοι, ιδιοκτήτες ταβερνών και πανδοχείων αλλά και εργαζόμενοι στις θαλάσσιες μεταφορές συνθέτουν την επαγγελματική εικόνα των μεσαίων στρωμάτων των Ελλήνων του Ταϊγανίου και του Ροστόφ. Από την ομάδα αυτή εξαιρούνται άτομα που ανήκουν σε ανώτερη κοινωνική τάξη, όπως οι εισοδηματίες, οι στρατιωτικοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι, αλλά και όσοι εντάσσονται σε κατώτερη κοινωνική θέση, όπως οι βιομηχανικοί εργάτες και οι υπηρέτες.




1. Για την απογραφή βλ. Σιφναίου, Ε. – Παραδεισόπουλος, Σ., «Οι Έλληνες της Οδησσού στα 1897. Ξαναδιαβάζοντας την πρώτη επίσημη ρωσική απογραφή», Τα Ιστορικά 44 (2006), σελ. 81-122.