Γρηγόριος Κούππας

1. Οικογένεια – Εγκατάσταση στην Αζοφική

Ο Γρηγόριος Κούππας (1843-1916) γεννήθηκε στην πόλη της Μυτιλήνης, στο νησί της Λέσβου. Ήταν πρωτότοκος γιος του Σπυρίδωνα Κούππα, πλοιοκτήτη και εμπόρου από τα Ιόνια νησιά που είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Οι οικονομικές δυσκολίες της πολυμελούς οικογένειάς του ώθησαν το Σπυρίδωνα να ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα σε αναζήτηση φορτίων σιτηρών. Η νέα ανάπτυξη που έλαβε το εμπόριο σιτηρών μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856) τον βρήκε μόνιμο υπάλληλο στο σιτεμπορικό γραφείο των Μάρκου και Αλεξάνδρου Σεβαστόπουλου στην Οδησσό. Ο αιφνίδιος θάνατος της γυναίκας του και η ανάγκη συντήρησης της πολυμελούς οικογένειάς του τον έφεραν πίσω στη Μυτιλήνη (1864).

Οι φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη Λέσβο, όπως η «μεγάλη καμάδα», δηλαδή ο παγετός που κατέστρεψε τις καλλιέργειες το 1851, αλλά και ο σεισμός του 1867, έπληξαν την οικογένεια Κούππα και οι γιοι του Σπυρίδωνα αναγκάστηκαν να μετοικήσουν. Ο Γρηγόριος, που είχε μαθητεύσει στο ελληνικό γυμνάσιο της Μυτιλήνης, στάλθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1850 στην Αζοφική, και συγκεκριμένα στο Ταϊγάνιο, στο υποκατάστημα των Αδελφών Σεβαστόπουλου, όπου δούλευε και ο πατέρας του. Από τους άλλους τρεις γιους ο μεν Επαμεινώνδας στάλθηκε και αυτός στη Ρωσία, ενώ ο Πανάρετος στη Σμύρνη, για να ακολουθήσει το ιερατικό επάγγελμα, και ο μικρότερος Αχιλλέας, ο μετέπειτα ιδρυτής του μηχανουργείου «Αχ. Κούππας και Σία» στην Αθήνα και το Μάντσεστερ.

Όταν έκλεισε το εμπορικό γραφείο στο Ταϊγάνιο ο Γρηγόριος μετοίκησε στη Μαριούπολη, όπου μαθήτευσε για πέντε χρόνια στον γαλλικό εμπορικό οίκο του Henri Pelagatti. Στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του πατέρα του στην Οδησσό ως υπεύθυνος της αποθήκης των Αδελφών Σεβαστόπουλου στο προάστιο Μολδοβάνκα.

2. Η ζωή του εμποροϋπαλλήλου και το εμπόριο σιτηρών

Στο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα η εξεύρεση «αξιοπρεπούς εργασίας» στη νότια Ρωσία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η μετοίκηση από τα νησιά του Αιγαίου προς τη Μαύρη θάλασσα και την Αζοφική αποτελούσε επιλογή μόνο στην περίπτωση που ο υποψήφιος μέτοικος, στερημένος από μέσα παραγωγής και εργασίας στο γενέθλιο τόπο του, προτίθετο να ρισκάρει και να ταλαιπωρηθεί προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Το εμπόριο σιτηρών και η υπαλληλία απαιτούσαν συνεχείς μετακινήσεις για αναζήτηση των παραγωγών, των καλύτερων ποιοτήτων σιτηρών και των πλέον συμφερουσών τιμών. Ο Γρηγόριος Κούππας ήταν από τους λίγους Έλληνες που συνέχισαν να αναζητούν για λογαριασμό των αφεντικών τους τους Ρώσους χωρικούς στην ενδοχώρα, ενώ την ίδια εποχή τα περισσότερα σιτεμπορικά εξαγωγικά γραφεία αγόραζαν από μεσάζοντες, κυρίως Εβραίους.

Χάρη στην ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου επιτεύχθηκε η σύνδεση των παραγωγικών περιοχών του εσωτερικού της νότιας Ρωσίας με τα εξαγωγικά λιμάνια και άλλαξε ο τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου, «σκορπίζοντας τα στάρια», κατά την προσφιλή έκφραση του Γρηγορίου, στους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο Γρηγόριος Κούππας, επιχειρώντας να ανατρέψει τη συγκυρία των κακών σοδειών, από τις οποίες πλήττονταν συχνά η περιοχή της Οδησσού, αναγκαζόταν να μετακινηθεί μέσα σε δυσοίωνες κλιματολογικές συνθήκες και με πενιχρά μεταφορικά μέσα. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από είκοσι χρόνια για να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια ενός αξιοπρεπούς καταλύματος σε ξενοδοχείο, και δώδεκα για να πραγματοποιήσει το πρώτο ταξίδι επιστροφής στο γενέθλιο τόπο.

3. Η γεωγραφία των μετακινήσεων

Με την κινητικότητα του «περιπλανώμενου Ιουδαίου», όπως ο ίδιος σχολίαζε, αρχίζει η περιπλάνηση του Γρηγορίου από τη σιταποθήκη της Οδησσού (1864) στις αγορές της ρωσικής ενδοχώρας. Το Πάσχα του 1865 βρίσκεται στο Άκκερμαν της Βεσσαραβίας, το Μάιο του 1868 και το Πάσχα του 1869 επιστρέφει στη Βεσσαραβία για αγορές σιτηρών. Το Φεβρουάριο του 1872 επισκέπτεται τον αδελφό του τον Αχιλλέα στην Αθήνα, ενώ ο αδελφός του ο Επαμεινώνδας βρίσκεται στη Βεσσαραβία και την Οδησσό ασκώντας το σιτεμπόριο. Το 1873 η κακή σοδειά τον ωθεί στην Πολωνία και τη βόρεια Βεσσαραβία για αγορές. Την άνοιξη του 1874 ταξιδεύει στο Άκκερμαν και ο Επαμεινώνδας στο Ελισάβετγκραντ. Το Νοέμβριο του 1874 η καταστροφή της σοδειάς στην Οδησσό τον αναγκάζει να εγκατασταθεί για ενάμιση χρόνο στο Ταϊγάνιο της Αζοφικής και φέρνει τον Επαμεινώνδα στη Θεοδοσία.

Η μετάβαση από τις πηγές του Προύθου στις όχθες της Αζοφικής συνοδεύτηκε από μικρότερες μετακινήσεις στο Μπερντιάνσκ, το Ροστόφ, το Αικατερινοδάρ και στη χώρα του Καυκάσου, από όπου άντλησε πολύτιμες πληροφορίες για τους κατοίκους, τις συνήθειές τους και τον τρόπο οργάνωσης του σιτεμπορίου. Η κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878) τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη, επιστρέφοντας από τη Μυτιλήνη, και η απραξία στα εξαγωγικά λιμάνια της νότιας Ρωσίας τον οδηγεί στις χερσαίες αγορές της Ρουμανίας, στο Ιάσιο, το Βουκουρέστι και το Γαλάτσι, αναζητώντας μεγάλες ποσότητες σιτηρών για την προμήθεια του τσαρικού στρατού.

4. Ο ανταγωνισμός Ελλήνων και Εβραίων στο ρωσικό σιτεμπόριο

Ο Γρηγόριος Κούππας βιώνει τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων στο ρωσικό σιτεμπόριο, έναν ανταγωνισμό που αφορά τις μεθόδους άσκησης του εμπορίου, τα κεφάλαια που κάθε εθνοτική ομάδα κινητοποιεί και τις εθνοθρησκευτικές τους διαφορές. Από την Οδησσό στέλνει επανειλημμένα περιγραφές των ταραχών μεταξύ Ελλήνων και Εβραίων, με επίκεντρο την ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία βρισκόταν, λόγω της μαζικής μετανάστευσης των Εβραίων προς την πόλη αυτή, σε γειτονιά κατοικούμενη κυρίως από Εβραίους. Η επιστολογραφία του έχει διασώσει μια σπάνια και εναργέστατη περιγραφή των διήμερων ταραχών που συγκλόνισαν την Οδησσό το Μάρτιο του 1871, κατά τις οποίες Έλληνες, Ρώσοι και ο λοιπός πληθυσμός, υπό την εφεκτική στάση της αστυνομίας, ενώθηκαν κατά των Εβραίων. Οι Εβραίοι υπήρξαν τα εξιλαστήρια θύματα για τη συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης που μάστιζε την πόλη.1

5. Η συγκρότηση της εθνικής συνείδησης

Οι επιστολές του Γρηγορίου Κούππα επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία συγκρότησης της εθνικής συνείδησης στο χώρο της παροικίας της Οδησσού και τη διαφοροποίηση που συντελείται στη διάρκεια των χρόνων αυτών απέναντι στη θεωρούμενη a priori αλληλεγγύη της Ρωσίας. Με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων στο ελληνικό κράτος (1864) ο Γρηγόριος Κούππας γίνεται Έλληνας υπήκοος, υποστηρίζοντας τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και συμπαράστασης των παροίκων της Οδησσού προς τον αγώνα των αλύτρωτων περιοχών. Από το 1867 επισημαίνει τον κίνδυνο που ενέχει για τους Έλληνες η εξάπλωση του πανσλαβισμού στη Ρωσία και επιδίδεται με ιδιαίτερη επιμονή στη μεταστροφή των «φιλορωσικών» αισθημάτων των φίλων του, κυρίως των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων που βρίσκονται ακόμη στην υπό οθωμανική κυριαρχία Λέσβο.

Στην επιστολογραφία του είναι έκδηλη η σταδιακή απομυθοποίηση του ομόδοξου προστάτη αυτοκράτορα και η κριτική του ρωσικού δεσποτισμού, διατηρώντας όμως απόσταση και από τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις και απόπειρες.

6. Επιχειρηματικές προοπτικές και επενδύσεις

Ο Γρηγόριος Κούππας πέρασε από το καθεστώς της «επαχθεστάτης υπαλληλίας» στη θέση του ανεξάρτητου εμπόρου και συνεργάστηκε σε εμπορικές συμπράξεις με τον αδελφό του Επαμεινώνδα, που είχε εγκατασταθεί στο Νικολάιεφ. Οι «υποχρεώσεις» της πρωτοτοκίας που βάρυναν τον προϋπολογισμό του, όπως το να «αποκαταστήσει» τις αδελφές στη Μυτιλήνη, αλλά και η χρηματοδότηση των σπουδών του μικρότερου αδελφού στην Αθήνα και την Αγγλία, δεν επέτρεψαν τη γρήγορη συσσώρευση πλούτου. Ο Γρηγόριος εισήγαγε στην οικονομική λογική της οικογένειας την επένδυση σε βάρος της αποταμίευσης και συγκρότησε ένα ισορροπημένο χαρτοφυλάκιο από μετοχές και ομόλογα διάφορων χωρών για την κάλυψη των ετησίων εξόδων τους. Προς το τέλος της παραμονής του στη Ρωσία προσανατολίστηκε στην αγορά μεγάλης έκτασης γης για βοσκότοπο και καλλιέργεια.

Οι επενδυτικές βλέψεις του στράφηκαν και προς την Αθήνα, όπου μετά το 1870 αναδιπλώθηκαν κάποια από τα κεφάλαια της διασποράς. Η συζήτηση με τον αδελφό του Αχιλλέα, που δούλευε ως μηχανικός στο Λαύριο, οδήγησε στη βιομηχανική επένδυση. Επηρεασμένος από τη ρωσική εκβιομηχάνιση που αναπτυσσόταν ραγδαία χάρη στα ξένα κεφάλαια, ο Γρηγόριος πρότεινε το άνοιγμα μηχανουργείου στο Ροστόφ, ενώ ο Αχιλλέας, που γνώριζε πολύ καλά τον Πειραιά, θεωρούσε αναγκαία την εγκατάσταση στο ανερχόμενο βιομηχανικό κέντρο του ελληνικού κράτους. Ο Γρηγόριος συνέδραμε στην ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου, ερχόμενος στην Αθήνα το 1881 και καταθέτοντας 200.000 δρχ. ως μετοχικό κεφάλαιο στο μηχανουργείο. Παρέμεινε μετοχικός εταίρος στη βιομηχανία, με περιορισμένη ευθύνη, και ασχολήθηκε περισσότερο με την αξιοποίηση της κτηματικής περιουσίας του στη Μυτιλήνη όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Πέθανε στη Μυτιλήνη το 1916.




1. Για το πογκρόμ του 1871 βλ. στο δεύτερο παράθεμα περιγραφή του από το Γρηγόριο Κούππα.