Ηράκλεια Ποντική (Αρχαιότητα)

1. Ανθρωπογεωγραφία

1.1. Γεωγραφική τοποθέτηση

Η Ηράκλεια ταυτίζεται με τη σύγχρονη πόλη Ereğli. Σύμφωνα με τις πηγές, χτίστηκε στη χώρα των Μαριανδυνών, η οποία δυτικά έφτανε έως τον ποταμό Σαγγάριο,1 κοντά στη χερσόνησο της Αχερουσίας και κοντά στους ποταμούς Παρθένιο, Ύπιο και στον πλωτό Λύκο, ο οποίος είχε πλάτος 60 μ. περίπου.2 Η πόλη διέθετε φυσικό λιμάνι,3 που υποδηλώνεται και από την επωνυμία της «Σωοναύτης», αυτή που σώζει τους ναυτικούς.4

1.2. Ετυμολογία τοπωνυμίου

Η Ηράκλεια πήρε την ονομασία της από τον Ηρακλή, υποδηλώνοντας ότι οι πρώτοι ιδρυτές της πόλης τιμούσαν ιδιαίτερα τον ήρωα. Η περιοχή γύρω από την πόλη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τους μυθολογικούς άθλους του Ηρακλή και συγκεκριμένα με την κάθοδό του στον Άδη, προκειμένου να πάρει τον Κέρβερο.5 Σύμφωνα με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, η Ηράκλεια ονομαζόταν και «Σωοναύτης», αυτή που σώζει τους ναυτικούς, ονομασία που της δόθηκε από τους ιδρυτές της, οι οποίοι κατέφυγαν στο φυσικό λιμάνι της προκειμένου να σωθούν από μια τρικυμία.6

1.3. Χρόνος ίδρυσης

Καθώς οι ανασκαφές συνεχίζονται στην περιοχή, τα αρχαιολογικά ευρήματα βοηθούν όλο και περισσότερο στην κατανόηση του χρόνου ίδρυσης και της ιστορίας της πόλης. Σύμφωνα με τις πηγές, η Ηράκλεια ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ.7

1.4. Δημογραφικά – Εθνολογικά στοιχεία

Η Ηράκλεια ιδρύθηκε από Έλληνες στη «χώρα των Μαριανδυνών».8 Στην περιοχή ζούσαν ήδη γηγενείς πληθυσμοί, οι Μαριανδυνοί, απόγονοι του Μαριανδυνού, ο οποίος είχε έρθει από τη Θράκη και κατέλαβε την περιοχή.9 Αρχικά οι Μαριανδυνοί ήταν ελεύθεροι, μια και το 480 π.Χ. έστειλαν στον Ξέρξη στρατιώτες για την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας.10 Όμως, ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και γηγενών πληθυσμών,11 οι Μαριανδυνοί έχασαν και αναγκάστηκαν να συνάψουν μια ιδιαίτερη συνθήκη με τους νέους αποίκους. Συμφώνησαν να γίνουν υποτελείς τους, με την ιδιομορφία ότι οι Έλληνες κύριοί τους δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν έξω από τη γενέτειρά τους.12 Είναι μάλλον αναμενόμενο ότι οι Μαριανδυνοί εξελληνίστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω της επαφής που είχαν με τους Έλληνες. Γενικά, ο πληθυσμός της Ηράκλειας αυξήθηκε αρκετά σύντομα, ώστε η πόλη να έχει τη δυνατότητα να ιδρύσει τη Χερσόνησο στις βόρειες και την Καλλάτιδα στις δυτικές ακτές του Ευξείνου Πόντου.

2. Ιστορία

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ηράκλεια δεν υπήρξαν συστηματικές. Η αρχαία πόλη βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολες τις διαδικασίες ανασκαφής της. Όμως, η ιστορία της πόλης διαφαίνεται μέσα από τις ιστορικές πηγές, τα νομισματικά και τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα.

Σύμφωνα με το Στράβωνα, η Ηράκλεια ιδρύθηκε από τη Μίλητο, κάτι που γίνεται δεκτό από ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς.13 Καθώς πολλές αποικίες του Ευξείνου Πόντου εμφανίζονται με διπλή ημερομηνία ίδρυσης,14 η Ηράκλεια πιθανόν να δημιουργήθηκε από τους Μιλησίους πριν από τις επιδρομές των Κιμμερίων(8ος αι. π.Χ.) και να επανιδρύθηκε αργότερα.

Είναι ευρύτερα αποδεκτό ότι η Ηράκλεια οικοδομήθηκε περίπου το 560 π.Χ., όταν ο Κύρος Β΄ κατέκτησε τη Λυδία,15 αλλά οι αρχαίες πηγές δε συμφωνούν απόλυτα για το ποια ελληνική πόλη την ίδρυσε. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ήταν μια αποικιακή προσπάθεια Βοιωτών και Μεγαρέων,16 άλλες υποστηρίζουν ότι την ίδρυσαν μόνοι τους οι Βοιωτοί,17 ενώ άλλες υποδεικνύουν τους Μεγαρείς ως τους μόνους αποίκους της Ηράκλειας.18 Σύμφωνα με τον Burstein,19 οι βοιωτικές πόλεις Θήβα και Τανάγρα οργάνωσαν την αποικιακή προσπάθεια και οι πρώτοι κάτοικοι της Ηράκλειας ήταν κυρίως Βοιωτοί. Έτσι ερμηνεύεται η ονομασία της πόλης20 και η ένταξη του μήνα Ηρακλείου στο ημερολόγιό της,21 προς τιμήν του Ηρακλή, του οποίου η λατρεία στη Βοιωτία ήταν σημαντική, καθώς και η σύνδεση με τη θηβαϊκή φυλή. Όμως, οι βοιωτικές πόλεις ζήτησαν τη βοήθεια των Μεγάρων, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των αποίκων, γεγονός που εξηγεί το όνομα του ιδρυτή της πόλης, του Γνησιόχου του Μεγαρέως, καθώς και τη μεγαρική διάλεκτο της πόλης.

Ο Στράβωνας περιγράφει συνοπτικά την πολιτειακή εξέλιξη της Ηράκλειας, λέγοντας ότι η πόλη ήταν αρχικά αυτόνομη, μετά είχε τυραννικό πολίτευμα, στη συνέχεια ελευθερώθηκε από την τυραννία και αργότερα ανέλαβαν τη διοίκησή της οι Ρωμαίοι.22 Στην πραγματικότητα, η Ηράκλεια παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς και ένας από τους λόγους είναι ότι έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την πολιτειακή εξέλιξή της απ’ ό,τι για άλλες αποικίες στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου.

Το σχόλιο του Στράβωνα ότι η Ηράκλεια ήταν αρχικά αυτόνομη,23 σε συνδυασμό με την πολιτειακή οργάνωση των μητροπόλεών της, υποδηλώνει ότι η πόλη τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της είχε δημοκρατικό πολίτευμα, κατά το οποίο οι Μαριανδυνοί ζούσαν ελεύθεροι και καλλιεργούσαν τη γη τους.24 Όμως, τον 6ο αι. π.Χ., εξόριστοι Ηρακλειώτες επέστρεψαν στην πόλη και εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό πολίτευμα.25 Μια απόπειρα επανεγκαθίδρυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, γύρω στο 480 π.Χ., κράτησε μόνο 60 χρόνια. Εκείνη την περίοδο η δύναμη της Εκκλησίας του Δήμου αυξήθηκε, ενώ θεσπίστηκε αμοιβή για τους πολίτες που ασκούσαν τα πολιτειακά και στρατιωτικά τους καθήκοντα.26 Η ολιγαρχία επανήλθε γύρω στο 370 π.Χ., ενώ το 364 π.Χ. επιβλήθηκε η τυραννίδα του Κλεάρχου.

Το 364 π.Χ. ο τύραννος Κλέαρχος ανακηρύχτηκε στρατηγός αυτοκράτορας27 και κατάφερε να συνάψει φιλικές σχέσεις με τους κυριότερους εξωτερικούς εχθρούς της Ηράκλειας, την Αθήνα και την Περσία. Ήδη, γύρω στο 425 π.Χ., η Ηράκλεια είχε αρνηθεί να πληρώσει φόρο υποτέλειας στην Αθήνα, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της πολλές από τις πόλεις του Ευξείνου Πόντου. Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν εναντίον της πόλης με 10 τριήρεις, αλλά μια καταιγίδα κατέστρεψε τα σχέδιά τους και μέρος του στόλου τους.28 Παρά την καλή άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του, η αλαζονία και ο εξεζητημένος τρόπος ζωής του Κλεάρχου29 τον έκαναν μισητό. Ο Χίων, ένας συγγενής του, τον δολοφόνησε το 352 π.Χ.,30 αλλά η διακυβέρνηση της Ηράκλειας δεν άλλαξε ουσιαστικά. Τον Κλέαρχο διαδέχτηκε ο αδερφός του Σάτυρος ως επίτροπος των δύο ανήλικων γιων του, του Τιμοθέου και του Διονυσίου. Ο Σάτυρος ακολούθησε τον τρόπο διακυβέρνησης του Κλεάρχου31 τόσο πιστά, ώστε ο Μέμνων τον περιέγραψε ως τον πιο κακοήθη όλων των τυράννων.32

Όταν στην εξουσία ανέβηκε ο γιος του Κλεάρχου Τιμόθεος, γύρω στο 346 π.Χ., ο τρόπος διοίκησης άλλαξε. Ο Τιμόθεος κήρυξε γενική αμνηστία για όλους τους φυλακισμένους, χάρισε τα χρήματα που είχε δανείσει ο ίδιος, πρόσφερε δάνεια χωρίς επιτόκιο για εμπορικούς σκοπούς και αποκήρυξε τις θεϊκές ιδιότητες που του είχε αποδώσει ο πατέρας του. Αυτές του οι πράξεις τον έκαναν αγαπητό στους Ηρακλειώτες και η εκκλησία του δήμου τον επονόμασε ευεργέτη και σωτήρα.33 Επίσης, βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης ενισχύοντας το εμπόριο, αναδιοργανώνοντας τις λιμενικές εγκαταστάσεις και υποστηρίζοντας την ανάπτυξη εργαστηρίων, ιδιαίτερα κεραμικής.34 Παράλληλα, ο Τιμόθεος οργάνωσε έναν ισχυρό στρατό35 ισχυροποιώντας την εξουσία του στην περιοχή36 και επέκτεινε την επιρροή του σε άλλες πόλεις του Ευξείνου Πόντου. Αυτό υποδηλώνουν νομισματικά ευρήματα από την Αμισό,37 την Κρώμνη38 και τον Κερκινίτη, περίπου του364 π.Χ., τα οποία αναπαριστούν το κεφάλι μια γυναίκας σύμφωνα με τον ηρακλειώτικο τύπο κοπής.39

Ο Τιμόθεος όρισε τον αδερφό του Διονύσιο αντιβασιλέα και διάδοχό του και για να τονίσει τη σημασία της απόφασής του έκοψε νομίσματα, στα οποία η επιγραφή «ΗΡΑΚΛΕΙΑ» είχε αντικατασταθεί από τα ονόματα του ιδίου και του Διονυσίου.40 Πραγματικά, μετά το θάνατο του Τιμοθέου, το 337 π.Χ., τον διαδέχτηκε ο Διονύσιος, ο οποίος διοίκησε την Ηράκλεια όταν η πολιτική κατάσταση στη Μικρά Ασία ήταν ιδιαίτερα ασταθής και υποδήλωσε την απολυταρχική εξουσία του με κοπές που έφεραν το όνομά του αντί γι’ αυτό της πόλης.41 Ο Διονύσιος επωφελήθηκε από την πτώση της Περσικής Αυτοκρατορίας και επέκτεινε τα εδάφη της Ηράκλειας έως την πόλη Κύτωρο ανατολικά και έως τον ποταμό Ρίβα στη Βιθυνία δυτικά.42 Παράλληλα διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Αλέξανδρο και στη συνέχεια με το διάδοχό του Περδίκκα. Αυτό υποδηλώνεται από το γεγονός ότι αν και οι εξόριστοι Ηρακλειώτες ζήτησαν τη βοήθεια του Αλεξάνδρου43 και του Περδίκκα,44 προκειμένου να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους, ο Διονύσιος κατάφερε να μην εισακουστούν τα διαβήματά τους. Γύρω στο 320 π.Χ., ο Διονύσιος επωφελήθηκε από τις διαφορές των Επιγόνων και επέκτεινε τις εδαφικές κτίσεις της Ηράκλειας με την προσθήκη των πόλεων Τίου, Κρώμνης, Σήσαμου και Κυτώρου. Το 315 π.Χ. σύναψε συμμαχία με τον Αντίγονο Α' και του πρόσφερε στρατιωτική βοήθεια κατά την πολιορκία της Τύρας.45 Η συμμαχία αυτή όμως δεν κράτησε πολύ και, γύρω στο 305 π.Χ., ο Διονύσιος βρέθηκε να υποστηρίζει το Λυσίμαχο. Αυτό υποδηλώνεται όταν το 306/305 π.Χ. ο Διονύσιος πήρε τον τίτλο «βασιλιάς», πιθανόν αμφισβητώντας τον ανάλογο τίτλο που πήρε ο Αντίγονος Α΄ μετά τη νίκη του στη Σαλαμίνα της Κύπρου την ίδια χρονιά.46

Μετά το θάνατο του Διονυσίου, το 305 π.Χ., τον διαδέχτηκε η σύζυγός του Άμαστρις, την οποία είχε παντρευτεί γύρω στο 324 π.Χ. Από το 305 έως το 300 π.Χ., η Ηράκλεια δέχτηκε αρχικά την προστασία του Αντιγόνου Α΄ και έπειτα την προστασία του Λυσιμάχου, ως νέου συζύγου της Αμάστριδος. Κατά την απουσία εκείνης, ο γιος της Κλέαρχος ανέλαβε την εξουσία, κάτι που δημιούργησε προβλήματα όταν η Άμαστρις επέστρεψε στην Ηράκλεια το 300 π.Χ. Προκειμένου να αποφύγει τις αψιμαχίες με τους γιους της Κλέαρχο και Οξάρθη, έφυγε από την Ηράκλεια και ίδρυσε την πόλη Άμαστρη.47 Όπως η μητέρα του, έτσι και ο Κλέαρχος συνέχισε να είναι σύμμαχος του Λυσιμάχου, αν και αυτό τον έκανε να χάσει την Κίερο στα μέσα του 280 π.Χ.48 Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Λυσίμαχο, όταν του δόθηκε η ευκαιρία, να στραφεί εναντίον του Κλεάρχου. Η Άμαστρις πέθανε το 284 π.Χ. κάτω από περίεργες συνθήκες.49 Μετά το θάνατό της, ο Λυσίμαχος πήγε στην Ηράκλεια δήθεν για να βοηθήσει τον Κλέαρχο, αλλά όταν έφτασε εκεί πήρε τον έλεγχο της πόλης, κατηγόρησε τα δύο αδέρφια για μητροκτονία και τα σκότωσε.50

Για μερικά χρόνια κράτησε ο ίδιος τον έλεγχο της Ηράκλειας, η οποία διατήρησε μια σχετική αυτονομία, χωρίς να αλλάξει το διοικητικό σύστημα που είχε υιοθετήσει η Άμαστρις. Το 280 π.Χ., όμως, παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στη βασίλισσά του Αρσινόη, η οποία διόρισε τον Ηρακλείδη από την Κύμη κυβερνήτη της πόλης.51 Ο Ηρακλείδης άσκησε ως τύραννος την εξουσία που του δόθηκε, για δύο χρόνια περίπου, αφού και μετά την ήττα του Λυσιμάχου στο Κουροπέδιο, το 281 π.Χ., έχασε τους προστάτες του. Αν και οι Ηρακλειώτες τού πρόσφεραν δώρα για να φύγει,52 αυτός αρνήθηκε. Τότε, οι κάτοικοι της Ηράκλειας συμφώνησαν με το φρούραρχο της πόλης να συλλάβει τον Ηρακλείδη και να τον ελευθερώσει μόνο αφού συγκροτηθεί κυβερνητικό σώμα, όπως και έγινε.53

Έπειτα από 83 σχεδόν χρόνια τυραννίας και «προστασίας», η Ηράκλεια είχε πάλι την ελευθερία της να εκλέγει τους εκπροσώπους της. Προκειμένου να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της, έστειλε πρεσβευτές στο Σέλευκο Α΄, ο οποίος όμως τους δέχτηκε ψυχρά και αδιάφορα.54 Εγκαταλείποντας το Σέλευκο, συμμάχησαν με την πόλη του Βυζαντίου, τη Χαλκηδόνα και το Μιθριδάτη Α΄.55

Κατά τον πόλεμο του Ευμένη Β' εναντίον του Φαρνάκη Α΄ (περίπου 180 π.Χ.) η Ηράκλεια έστειλε δύο τριήρεις, προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική δύναμη του Ευμένη.56 Επίσης ενίσχυσε με άλλες δύο τριήρεις το ρωμαϊκό ναυτικό εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄.57 Όμως, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Μιθριδάτη ΣΤ΄ εναντίον των Γαλατών (περίπου 107 π.Χ.), οι Ηρακλειώτες βοήθησαν τον πρώτο στέλνοντας τρόφιμα στην Αμισό που την πολιορκούσαν οι Γαλάτες. Ως αντίποινα οι Γαλάτες στράφηκαν εναντίον της Ηράκλειας, αλλά πρεσβευτές της πόλης τούς έπεισαν να υποχωρήσουν δίνοντάς τους πλούσια δώρα.58

Κατά τον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο (73-63 π.Χ.), οι Ηρακλειώτες συμμάχησαν με το Μιθριδάτη ΣΤ΄,59 κάτι που επέφερε την οργή των Ρωμαίων. Το 72 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Κόττας επιτέθηκε εναντίον της Ηράκλειας και όταν την κατέλαβε την πυρπόλησε.60 Μετά το τέλος του Γ΄ Μιθριδατικού πολέμου, η Ηράκλεια εντάχθηκε στη Ρωμαϊκή Επαρχία της Βιθυνίας και λίγο αργότερα στου Πόντου-Βιθυνίας.61

Σύμφωνα με το Στράβωνα,62 ο Ιούλιος Καίσαρας επανίδρυσε την πόλη ως ρωμαϊκή αποικία, την οποία κατέστρεψε ο Γαλάτης αρχηγός Αδιατόριξ. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Μάρκο Αντώνιο να αποδώσει στο Γαλάτη αρχηγό μέρος των εδαφών της πόλης. Δυστυχώς, τα στοιχεία που δίνουν οι πηγές για την ιστορία της Ηράκλειας σταματούν περίπου το 70 π.Χ., κάτι που υποδηλώνει ότι η πόλη ποτέ δεν μπόρεσε να ανακτήσει την αλλοτινή της οικονομική και στρατιωτική δύναμη.

3. Οικονομία

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ηράκλεια έγινε μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις στις νότιες ακτές του Ευξείνου Πόντου και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η ευρύτερη περιοχή της Ηράκλειας, χάρη στις εύφορες κοιλάδες των ποταμών Λύκου, Κάλητος και Υπίου, ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε αγροτικά προϊόντα. Σιτάρι, κριθάρι, οπωροκηπευτικά, κεχρί, σουσάμι, αμπέλια, ελιές, φουντουκιές, ρίγανη63 και το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο,64 το οποίο είχε φαρμακευτικές ιδιότητες, είναι ορισμένα από τα φυσικά προϊόντα που παρήγε ο τόπος. Η περιοχή ήταν επίσης πλούσια σε πεύκα, έλατα και οξιές,65 κάτι που υποδηλώνει την ανάπτυξη της υλοτομίας. Βέβαια, όπως και στις περισσότερες πόλεις στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων είχαν επεκταθεί και στην αλιεία, από το ψάρεμα και τη ναυπήγηση των ψαράδικων πλοίων έως τα επαγγέλματα που ήταν συνδεδεμένα με την κατασκευή διχτυών, το πάστωμα και τη συσκευασία των ψαριών, για παράδειγμα, του τόνου που αφθονούσε στη θάλασσα της Ηράκλειας.66

Τα φυσικά προϊόντα και το λιμάνι της πόλης βοήθησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου.67 Επίσης, ο τύραννος Τιμόθεος συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης ενισχύοντας το εμπόριο, αναδιοργανώνοντας τις λιμενικές εγκαταστάσεις και υποστηρίζοντας την ανάπτυξη εργαστηρίων, ιδιαίτερα κεραμικής.68 Αυτό υποδηλώνεται από το πλήθος των ηρακλειώτικων αμφορέων που βρέθηκαν σε πόλεις των βόρειων ακτών του Ευξείνου Πόντου.69 Οι αμφορείς μπορεί να περιείχαν ηρακλειώτικο κρασί, το οποίο ήταν «δυνατό και ευωδιαστό»,70 ή κάποιο άλλο από τα προϊόντα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Όμως το εμπόριο συμπεριλαμβάνει και εισαγωγές και είναι πιθανόν η Ηράκλεια να εισήγε αλάτι από τη Χερσόνησο.71 Ο μεγάλος αριθμός Ηρακλειωτών που έζησαν και πέθαναν στην Αττική, τη Δήλο και τη Ρόδο72 πιθανόν υποδηλώνει την έκταση των εμπορικών συναλλαγών της Ηράκλειας με το Αιγαίο.

4. Θρησκεία

Η περιοχή στην οποία ιδρύθηκε η Ηράκλεια είχε ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία για τους Έλληνες. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής έφτασε εκεί προκειμένου να κατέβει στον Άδη, να πάρει τον Κέρβερο και να τον πάει στον Ευρυσθέα. Όταν τα σάλια του Κέρβερου, ο οποίος αντίκρισε το φως του ήλιου για πρώτη φορά, έπεσαν σε ένα φυτό, αυτό μεταμορφώθηκε στο δηλητηριώδες ακόνιτο, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα γνωστή η Ηράκλεια.73 Στην περιοχή υπήρχε ένα από τα τέσσερα νεκρομαντεία74 του αρχαίου ελληνικού κόσμου, το οποίο πιθανόν να προϋπήρχε της πόλης, στην οποία έδωσε το όνομά της.75

Στην Ηράκλεια ο τύραννος Κλέαρχος ήταν πιθανόν ο πρώτος θνητός της ευρύτερης περιοχής του Ευξείνου Πόντου που υποστήριξε ότι είχε θεϊκή καταγωγή, όντας γιος του Δία, θεοποίησε τον εαυτό του και απαίτησε να του αποδίδονται τιμές όμοιες με αυτές προς τους ολύμπιους θεούς.76

Όμως, όταν οι Έλληνες άποικοι ίδρυσαν την πόλη, στην περιοχή ζούσαν ήδη οι Μαριανδυνοί με τις δικές τους λατρευτικές δοξασίες. Οι άποικοι αφομοίωσαν πολλά στοιχεία από τη λατρεία των Μαριανδυνών και αυτό υποδηλώνεται από την επιβίωση της λατρείας ορισμένων γηγενών θεοτήτων, όπως του Αγαμέστορος,77 του Λύκου,78 της Μεγάλης Μητέρας 79 και ορισμένων νυμφών.80 Επίσης, η πόλη είχε θεσπίσει και ετήσιες γιορτές προς τιμήν των γηγενών θεοτήτων Βόρμου και Βορίνου.81

5. Οικοδομήματα

Ο Hoepfner82 ταύτισε το νεκρομαντείο της Ηράκλειας με το Αχερούσιο σπήλαιο, τις φυσικές σπηλιές που υπάρχουν βόρεια της πόλης. Στο βάθος του σπηλαίου ρέει ο σύγχρονος ποταμός Baba Burnu, πιθανόν ο μυθολογικός Αχέροντας. Η είσοδος του σπηλαίου είναι μικρή, περίπου 1 μ., και ακολουθεί ένας φαρδύς πέτρινος διάδρομος, ο οποίος οδηγεί στο εσωτερικό του. Έπειτα από μια στριφογυριστή σκάλα, ο επισκέπτης βρίσκεται σε ένα τετραγωνισμένο δωμάτιο. Δύο πέτρινες κολόνες στηρίζουν την οροφή στην ανατολική πλευρά του δωματίου. Στη δυτική πλευρά η οροφή ακολουθεί τη φυσική πορεία του βράχου και είναι τόσο χαμηλή που κάποιος χρειάζεται να σκύψει προκειμένου να συνεχίσει. Στο δωμάτιο υπάρχει μια λίμνη, περίπου 1 μ. βαθιά, πιθανόν η μυθολογική Αχερουσία, ενώ ένας ιδιαίτερα χαμηλός διάδρομος οδηγεί σε ένα δωμάτιο, στο οποίο βρέθηκαν ανθρώπινα οστά.

Τα τείχη από ασβεστόλιθο του 4ου και 3ου αι. π.Χ. στα ΝΑ της πόλης πιθανόν να είναι αυτά που αναφέρει ο Ξενοφώντας.83 Έχουν μήκος 2,86 χλμ., κάτι που υποδηλώνει ότι η έκταση της πόλης ήταν μικρότερη σε σύγκριση με άλλες πόλεις της ίδιας περιόδου, όπως η Πριήνη ή η Κνίδος.84 Επίσης, υποδηλώνει ότι η αγορά ήταν έξω από τα τείχη της πόλης.85

Αρχαιολογικές μελέτες στο λιμάνι της πόλης έδειξαν ότι είχε σχήμα τραπεζοϊδές, ήταν αρκετά μεγάλο, παρόμοιο με αυτό της Σινώπης, και δεν περιστοιχιζόταν ολόκληρο από τα τείχη της πόλης.86

Στην ακρόπολη της Ηράκλειας υπάρχει ένα βυζαντινό φρούριο, όπου πιθανόν να ήταν το παλάτι του Κλεάρχου. Το κτήριο κάηκε περίπου το 281 π.Χ.,87 τη χρονιά που η Ηράκλεια αποκατέστησε το δημοκρατικό της πολίτευμα. Στην ακρόπολη βρέθηκε και ιερό του 250 π.Χ., πιθανόν αφιερωμένο στον Ηρακλή, φτιαγμένο από μάρμαρο της Προκοννήσου.88

Ως ελληνική πόλη είναι πιθανόν να είχε θέατρο και στάδιο και αρχαιολογικές μελέτες υποδηλώνουν την ύπαρξή τους λίγο πιο χαμηλά από την ακρόπολη της πόλης.89 Επίσης, είναι γνωστό ότι ο Κλέαρχος οργάνωσε βιβλιοθήκη στην πόλη,90 αν και δεν έχει βρεθεί κανένα ανάλογο κτήριο ακόμα.





1. Ψευδ.-Σκύμν. 936.

2. Σκύλαξ 91· Ξεν., Αν. 6.2.2.

3. Στράβ. 12.3.6.

4. Απολλ. Ρ. 2.746· Σχόλ. Απολλ. Ρ. 746, 845.

5. Ξεν., Αν. 6.2.2· Διόδ. Σ. 4.31.3.

6. Απολλ. Ρ. 2.746· Σχόλ. Απολλ. Ρ. 746, 845.

7. Ψευδ.-Σκύμν. 972.

8. Σκύλαξ 91· Ξεν., Αν. 6.2.2· Στράβ. 12.3.6.

9. Στράβ. 12.3.4. Οι αρχαίες πηγές δεν είναι ξεκάθαρες ως προς την καταγωγή των Μαριανδυνών. Για μια περιεκτική αναφορά των διάφορων θεωριών βλ. Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1404-1406.

10. Ηρ. 7.72.

11. Πλίν. 6.1· Παυσ. 5.24.7· Ιουστ. 16.3.7-8.

12. Στράβ. 12.3.4, 12.3.6· Ποσειδών., FGrH 2A, 87F8.

13. Στράβ. 12.3.4· Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 23-27.

14. Για παράδειγμα, βλ. Αμισός (Ψευδ.-Σκύμν. 917-918, Στράβ. 12.3.14), Κύζικος (RE 12.1, στήλη 229).

15. Ψευδ.-Σκύμν. 968-975.

16. Ψευδ.-Σκύμν. 972· Παυσ. 5.24.7.

17. Ιουστ. 16.3· Σχόλ. Απολλ. Ρ. 155 ad 2.351-352a.

18. Ξεν., Αν. 6.2.1, Αρρ., Περίπλους 18· Διόδ. Σ. 14.31.3.

19. Burstein, S., Outpost of Hellenism. The Emergence of Heraclea on the Black Sea (Berkeley 1976), σελ. 17.

20. Ιουστ. 16.3.4-7.

21. Hannel, K., Megarische Studien (Lund 1934), σελ. 202.

22. Στράβ. 12.6.

23. Στράβ. 12.6.

24. Αριστλ., Πολιτ. 5.4.2.

25. Αριστλ., Πολιτ. 5.4.2-3· Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1408.

26. Ψευδ.-Αριστ., Οικ. 2.2.8, 1347b3-14.

27. Ιουστίνος 16.4.16.

28. Θουκ. 4.75.2· Διόδ. 12.72.4· Ιουστίνος 16.3.9.

29. Μέμνων, FGrH 3B 434F1.1.

30. Ιουστ. 16.5.13.

31. Ιουστ. 16.5.17-18.

32. Μέμνων, FGrH 3B 434F1-2.

33. Μέμνων, FGrH 3B 434F3.1.

34. Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 142-143.

35. Αριστλ., Πολιτ. 7.5.7 1327b15-16.

36. Μέμνων, FGrH 3B 434F3.2.

37. Rec. Gen.1, 45, νούμ. 1.

38. Rec. Gen.1, 157-159, νούμ. 1-9.

39. Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1411.

40. Rec. Gen.2, 350, νούμ. 33-37· Μέμνων, FGrH 3B 434F3.1· Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1411.

41. Rec. Gen.1, 350, νούμ. 38-41.

42. Μέμνων, FGrH 3B 434F4.1.

43. Μέμνων, FGrH 3B 434F4.1.

44. Μέμνων, FGrH 3B 434F4.3.

45. Μέμνων, FGrH 3B 434F4.6.

46. Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 142-143.

47. Μέμνων, FGrH 3B 434F4.9· Στράβ. 12.3.10.

48. Μέμνων, FGrH 3B 434F6.3, 9.4· Διόδ. Σ. 20.111.4· Στράβ. 12.3.41.

49. Μέμνων, FGrH 3B 434F5.2.

50. Μέμνων, FGrH 3B 434F5.3· Justin 16.3.3.

51. Μέμνων, FGrH 3B 434F5.4-5.

52. Μέμνων, FGrH 3B 434F5.3.

53. Μέμνων, FGrH 3B 434F6.

54. Μέμνων, FGrH 3B 434F7.1.

55. Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 163, σημ. 1.

56. Livy 42, 56.6.

57. Μέμνων, FGrH 3B 434F21.

58. Μέμνων, FGrH 3B 434F24.

59. Μέμνων, FGrH 3B 434F42.

60. Μέμνων, FGrH 3B 434F47, 49, 50-52.

61. Μέμνων, FGrH 3B 434F37.6.

62. Στράβ. 12.542.

63. Ξεν., Αν. 5.4.29, 6.2.3, 6.4.6, 6.5.1· Θεόφρ., Αθην. 2.53b-d· IG 2/3, 1013.

64. Ξεν., Αν. 6.2.2· Στράβ. 12.3.7· Θεόφρ. 9.14· Ovid, Met. 7· Plin., NH 6.1, 27.2.

65. Ξεν., Αν. 6.4.5.

66. Στράβ. 7.6.2· Αθήν. 8.331c· Plin., NH 9.176-178· Ael., NA 15.5.

67. Ξεν., Αν. 5.6.19, 6.4.23.

68. Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 142-143.

69. Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1406.

70. Θεόφρ. Αθην. 1.32b.

71. Στράβ. 7.4.7.

72. Saprykin, S.J., Heracleia Pontica and Tauric Chersonesus Before the Roman Domination. VI – I Centuries BC (Amsterdam 1997), σελ. 290-292.

73. Ξεν., Αν. 6.2.2· Στράβ. 12.3.7· Θεόφρ. 9.14· Ovid, Met. 7· Plin., NH 6.1, 27.2.

74. Amm. Marc. 22.8.16-17· Plin., NH 6.4· Pomp. Mela 1.103, Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 6.469-491· Απολλ. Ρ., Αργον. 2.727-748· Ξεν., Αν. 6.2.2· Πλούτ., Κίμ. 6, Ηθ. 555c· Παυσ. 3.17, Αριστόδημ., FGrH 104 F8 (Jacoby).

75. Ogden, D., Greek and Roman Necromancy (Princeton, Oxford 2001).

76. Ιουστ. 16.5.9-11.

77. Απολλ. Ρ. 2.844-847.

78. Σχόλ. Απολλ. Ρ. 184 ad 2.724, 185-186 ad 2.752.

79. Άνν., Περίπλους 8.5.13· Αρρ., Περίπλους 13.3.

80. Σχόλ. Απολλ. Ρ. 184 ad 2.724, 185-186 ad 2.752· Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 6.472.

81. Νύμφ., FGrH 3B, 432F5.

82. Hoepfner, W., Herakleia Pontike-Eregli: Eine baugeschichtliche Untersuchung, Forschungen an der Nordküste Kleinasiens, Erganzungsbande zu den Tituli Asiae Minoris 2,1 (Βιέννη 1966).

83. Ξεν., Αν. 6.2.

84. Hoepfner, W., Herakleia Pontike-Eregli: Eine baugeschichtliche Untersuchung, Forschungen an der Nordküste Kleinasiens, Ergänzungsbände zu den Tituli Asiae Minoris 2,1 (Βιέννη 1966), σελ. 21, 37-38.

85. Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1417.

86. Μέμνων, FGrH 3B 434F8.6· Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, τόμ. 2, σελ. 1418.

87. Hoepfner, W., Herakleia Pontike-Eregli: Eine baugeschichtliche Untersuchung, Forschungen an der Nordküste Kleinasiens, Ergänzungsbände zu den Tituli Asiae Minoris 2,1 (Βιέννη 1966), σελ. 24.

88. Hoepfner, W., Herakleia Pontike-Eregli: Eine baugeschichtliche Untersuchung, Forschungen an der Nordküste Kleinasiens, Ergänzungsbände zu den Tituli Asiae Minoris 2,1 (Βιέννη 1966), σελ. 25.

89. Erciyas, D.B., “Heracleia Pontica – Amastris”, στο Grammenos, D.V. –  Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek colonies in the Black Sea, σελ. 1418.

90. Μέμνων, FGrH 3B 434F1.2.