1. Βορειοδυτικός Εύξεινος Η περιγραφή των λειψάνων των αρχαίων οχυρωματικών κατασκευών του βορείου Ευξείνου ακολουθεί την οδό, που προτιμούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς των «», από τα ανατολικά προς τα δυτικά. 1.1. Τύρα Από τις οχυρώσεις της πόλης Τύρας έχουν σήμερα αποκαλυφθεί δύο τμήματα, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους. Ο συσχετισμός τους δεν είναι εφικτός αφού, όπως άλλωστε και η ίδια η πόλη, καταστράφηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους, κατά την οικοδόμηση του μεσαιωνικού κάστρου Άκκερμαν. Με τα σημερινά δεδομένα, η πρώτη οχύρωση της πόλης χρονολογείται στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Σ’ αυτήν ανήκει το τμηματικά σωζόμενο βόρειο και νότιο τείχος (πάχους 2,20 μ.). Οι παρειές του τείχους κατασκευάστηκαν από ορθογώνιους μεσαίων διαστάσεων, χωρίς συνδετικό υλικό, με γέμιση από αργούς λίθους και πηλό. Υπάρχει η άποψη ότι το νότιο τείχος κατέληγε σε πύλη, που δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί.1 Τα τείχη, που φέρουν ίχνη επισκευών, παρέμειναν σε χρήση έως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.2 Στη δεύτερη οικοδομική φάση (α΄ μισό του 3ου-2ος αι. π.Χ.), το οχυρωματικό σύστημα επεκτάθηκε προς τα νοτιοανατολικά, λόγω της διεύρυνσης της πόλης. Το τείχος και αυτής της περιόδου σώζεται τμηματικά το ίδιο και ο κυκλικός σε κάτοψη πύργος, η διάμετρος του οποίου είναι 11,25 μ. Ο πύργος κατασκευάστηκε σε ισοπεδωμένο βράχο, κατά το , από καλά επεξεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες, το μήκος των οποίων έφτανε τα 4 μ. Σώζεται η είσοδος του πύργου, πλάτους 0,73 μ. Το πάχος των τειχών στα διάφορα τμήματα κυμαίνεται από 1,30 έως 2,25 μ.3 1.2. Ολβία Αν και ο Ηρόδοτος4 αναφέρει την ύπαρξη στην Ολβία οχυρώσεων κατά τον 5ο αι. π.Χ., έως σήμερα τα λείψανά τους δεν έχουν αποκαλυφθεί. Η πόλη διέθετε αναπτυγμένο οχυρωματικό σύστημα, η οικοδόμηση του οποίου άρχισε κατά τον 4ο αι. π.Χ. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις του βορείου Ευξείνου, οι οχυρώσεις της Ολβίας διέθεταν θεμελίωση από επάλληλες στρώσεις πηλού και χαλικιών, στοιχείο χαρακτηριστικό όλων γενικά των οικοδομημάτων της πόλης. Από τις πρωιμότερες οχυρώσεις της Ολβίας σώζονται η βόρεια και η δυτική πύλη, που χρονολογούνται αντίστοιχα στα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ. και στις αρχές 4ου αι. π.Χ., καθώς και ορισμένα τμήματα τειχών. Η διπλή βόρεια πύλη, της οποίας σώζεται μόνο η θεμελίωση, διέθετε προπύργια αυλή και ήταν ενισχυμένη από τέσσερις πύργους. Στο πλάι υπήρχε παραπύλιο (βοηθητική πόρτα) για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Το πάχος των τειχών σ’ αυτό το τμήμα ήταν κατά προσέγγιση 4,30 μ. Από το σύμπλεγμα της δυτικής πύλης σώζονται ελάχιστα λείψανα μεταπυργίων και δύο προστατευτικών πύργων της πύλης, που κατασκευάστηκαν από ωμοπλίνθους, χωρίς θεμελίωση. Η δυτική πύλη καταστράφηκε σε πυρκαγιά στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. και στη θέση της χτίστηκε πρόχειρο τείχος, το οποίο αντικαταστάθηκε με νέο, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Το υστερότερο τείχος ήταν λιθόκτιστο, με πάχος 3,50 έως 4,50 μ. από καλά επεξεργασμένους λίθους και ενισχυμένο με πύργους. Το μήκος των μεταπυργίων έφτανε τα 60 μ. Οι διαστάσεις των τετράπλευρων πύργων ήταν 14,5Χ14 και 15,7Χ16,6 μ. Η καταστροφή των πρώιμων οχυρώσεων και οι επεμβάσεις που ακολούθησαν συνδέονται πιθανότατα με την πολιορκία της Ολβίας από το Ζωπυρίωνα, το 331-330 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Ζωπυρίων δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη, πράγμα που σημαίνει ότι η Ολβία ήταν καλά οχυρωμένη. Το συγκεκριμένο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου παρέμεινε σε χρήση έως τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες. Το 2ο αι. μ.Χ, όταν στην Ολβία τοποθετήθηκε ρωμαϊκή λεγεώνα, στην άνω πόλη χτίστηκε ακροπύργιο, αποτελούμενο από σύστημα τειχών, πύργων και τάφρο. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από λιθοπλίνθους μεγάλων διαστάσεων, η πρόσοψη των οποίων ήταν επενδεδυμένη από καλά επεξεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες. 2. Δυτική Ταυρική 2.1. Καλός Λιμήν Από τις πρωιμότερες οχυρώσεις του Καλού Λιμένα σώζονται ελάχιστα τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, τα οποία χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.-α΄ τρίτο του 3ου αι. π.Χ. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από ωμόπλινθους στη βάση και είχαν δύο παρειές, πάχους 1,10-1,60 μ., από καλά επεξεργασμένους λίθους. Το μεσοδιάστημα των παρειών είχε γέμισμα από πέτρες και πηλό. Ιδιαιτερότητα αυτού του οχυρωματικού συστήματος ήταν η μεγάλη απόσταση μεταξύ των πύργων, που έφτανε τα 100-150 μ. Ο αριθμός των πύργων δεν ξεπερνούσε τους 6 ή 7. Οι πύργοι ήταν πιθανότατα τετράπλευροι, σχετικά μικρών διαστάσεων (5Χ5 μ. περίπου) και ως προς τον τρόπο κατασκευής δε διέφεραν από τα τείχη. Τον 3ο αι. π.Χ. στο ανατολικό τμήμα του τείχους κατασκευάστηκε η κύρια πύλη της οχύρωσης (πλάτους 3,20 μ.), για την προστασία της οποίας χτίστηκε ένας επιπλέον πύργος. Η πύλη οδηγούσε κατευθείαν στην κεντρική οδό της πόλης. Στα τέλη του α΄-αρχές του β΄ τρίτου του 3ου αι. π.Χ. ο Καλός Λιμήν δέχτηκε επίθεση στη διάρκεια της εκστρατείας των Σκυθών κατά της χώρας της Χερσονήσου, με αποτέλεσμα οι οχυρώσεις του να καταστραφούν εν μέρει. Ακολούθως, μετά την ομαλοποίηση των πραγμάτων, οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν. Στη βορειοδυτική γωνία της οχύρωσης, πάνω σε βάση από ογκολίθους μεγάλων διαστάσεων χτίστηκε ισχυρό ακροπύργιο, με τείχος με δύο λιθόκτιστες παρειές. Το πάχος του τείχους ήταν 2,80-2,95 μ. και το μεταπύργιο διάστημα κυμαινόταν από 25 έως 40 μ. Οι διαστάσεις των δύο σωζόμενων πύργων, με υψηλή, λιθόκτιστη, βαθμιδωτή βάση και άνω τμήμα από ωμόπλινθο, ήταν 7,25Χ10,25 μ και 9,80Χ10,25 μ. αντίστοιχα. Το ακροπύργιο διέθετε δύο πύλες προς την πλευρά της πόλης και ένα παραπύλιο, που οδηγούσε εκτός του περιβόλου. Ένας από τους πύργους, ήταν ενισχυμένος με πυραμοειδές αντίκριο μνημειακού χαρακτήρα, από τεράστιες καλά κατεργασμένες, ασβεστολιθικές πλάκες, με περιταίνια στην πρόσοψη. Το πάχος της βάσης του αναλήμματος κυμαινόταν από 1,85 έως 2,0 μ, ενώ του άνω τμήματος από 0,80 έως 2,0 μ. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. την πόλη κατέλαβαν οι Σκύθες, οι οποίοι και επισκεύασαν τις οχυρώσεις, που είχαν τμηματικά καταστραφεί στη διάρκεια της κατάληψης της πόλης. Κατά τη δεύτερη περίοδο της σκυθικής κατοχής, οι συμπληρώσεις του οχυρωματικού συστήματος ήταν ουσιαστικότερες, αφού οι Σκύθες περιέβαλλαν την πόλη με τάφρο και ανάχωμα. Με μικρές αλλαγές, αυτό το οχυρωματικό σύστημα παρέμεινε σε χρήση έως τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες.5
2.2. Κερκινίτις Οι οχυρώσεις της Κερκινίτιδας άρχισαν να χτίζονται κατά τον 5ο αι. π.Χ. Σώζονται δύο τμήματα του τείχους του οχυρωματικού περιβόλου, μήκους 11,5 μ. και 25,5 μ. και πάχους 1,25-148 μ. και 1,56-158 μ. αντίστοιχα. Το πρώτο τμήμα του τείχους, με δύο παρειές, το οποίο χρονολογείται στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. έχει πρόσοψη χτισμένη κατά το , η οποία αποτελείται από τρεις σειρές λίθινων πλακών με , ύψους 0,76-0,78 μ. και εσωτερική παρειά από αργούς λίθους. Το διάστημα μεταξύ των παρειών είχε γέμισμα από πέτρες και πηλό. Η σωζόμενη τοιχοποιία αποτελεί τη βάση του τείχους, πάνω στην οποία υψωνόταν το άνω τμήμα του από ωμόπλινθους. Παρόμοιος ήταν και ο τρόπος κατασκευής του δεύτερου σωζόμενου τμήματος του περιβόλου, που χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., με μόνη διαφορά ότι οι λιθόπλινθοι της πρόσοψης έφεραν . Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μετά τη διεύρυνση της πόλης, οικοδομήθηκε νέος οχυρωματικός περίβολος, με λιθόκτιστα τείχη με δύο παρειές, πάχους 1,60-1,80 μ. Οι πύργοι ήταν τετράπλευροι, διαστάσεων 6Χ6 μ., το δε πάχος της τοιχοποιίας τους ήταν μόνο 0,70-0,75 μ. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. τα ασθενέστερα για την άμυνα σημεία του περιβόλου ενισχύθηκαν με πλάγια αντίκρια αναλήμματα και το πάχος του τείχους στη βάση έφτασε τα 2,5–3 μ. Ταυτόχρονα, στο μέσο της οχύρωσης υψώθηκε ισχυρό εγκάρσιο τείχος δύο παρειών, πάχους έως 2,70 μ., κατά το ισόδομο ορθογώνιο σύστημα δόμησης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, τον 4ο αι. π.Χ. η περίμετρος του οχυρωματικού περιβόλου της Κερκινίτιδας ήταν 1,2 χλμ. Οι πύργοι ήταν δώδεκα, το δε ύψος τους έφτανε τα 10-12 μ.6
2.3. Χερσόνησος η Ταυρική Το οχυρωματικό σύστημα της Χερσονήσου είναι εξαιρετικά περίπλοκο από άποψη χρονολόγησης και συσχετισμού των τμημάτων του, λόγω των πολλών αλλαγών που υπέστη στη διάρκεια της Αρχαιότητας και κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Ήδη στα τέλη του 5ου-α΄μισό 4ου αι. π.Χ. η πόλη διέθετε οχυρώσεις, αν και σχεδόν κανένα ίχνος τους δεν έχει έρθει έως σήμερα στο φως, πλην ενός μικρού τμήματος στο κεντρικό σημείο της πόλης, που αποκαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Με τον πρωιμότερο οχυρωματικό περίβολο της Χερσονήσου συσχετίζονται πιθανότατα τα λείψανα ορθογωνίου σε κάτοψη πύργου, διαστάσεων 6Χ8 μ. Αργοί λίθοι και πηλός συνθέτουν τον πύργο, του οποίου το πάχος της τοιχοποιίας είναι 1,2 μ.7 Ο περίβολος αυτός προστάτευε το λιμάνι, το σημαντικότερο τμήμα της πόλης. Στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., δυτικότερα του πρώτου, οικοδομήθηκε νέος οχυρωματικός περίβολος, με τετράπλευρους και κυκλικούς πύργους, ο οποίος περιέβαλλε την πόλη από δυτικά και βόρεια στην περιοχή της παράκτιας ζώνης και στο νότιο τμήμα του ακολουθούσε το ρέμα που υπήρχε στο νότιο τμήμα της πόλης. Η συνολική περίμετρος τоυ περιβόλου έφτανε τα 3,5 χλμ., ενώ το ύψος των τειχών και των πύργων ήταν 10 μ. και 12 μ. αντίστοιχα. Τον 3ο αι. π.Χ. οι οχυρώσεις ενισχύθηκαν στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, που ήταν και το ασθενέστερο από αμυντικής άποψης, αφού παραπλεύρως υπήρχε ύψωμα. Εδώ κατασκευάστηκε ο ισχυρότερος αμυντικός κόμβος της οχύρωσης, ο οποίος αποτελείτο από την πύλη, από περισσότερους των δέκα πύργους και ένα ισχυρό τείχος. Το τείχος, με δύο παρειές, στη βάση του ήταν κατασκευασμένο από τεράστιους λιθοπλίνθους εξαιρετικής επεξεργασίας, με περιταίνια, χωρίς συνδετικό υλικό. Αργότερα, πιθανότατα στα Ρωμαϊκά χρόνια, σ΄ αυτό το τμήμα του αμυντικού μετώπου, προστέθηκε . Στο ίδιο τμήμα βρίσκεται και η κύρια πύλη-είσοδος της πόλης. Πρόκειται για το ισχυρότερο σημείο του τείχους, με πάχος έως 4 μ. Η πύλη, από καλής επεξεργασίας λιθοπλίνθους με περιταίνια, έχει πλάτος 2,87 μ. Πίσω από την πύλη, στην εσωτερική πλευρά του περιβόλου κατασκευάστηκαν δύο πυλώνες, διαστάσεων 4,80Χ3,14 μ, με κλίμακα στο πλάι, που οδηγούσε στις επάλξεις του τείχους.8 Κατά το 2ο αι. π.Χ. το νοτιοανατολικό τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, συμπεριλαμβάνοντας το πρωιμότερο ανατολικό τείχος. Μετά την επέκταση δημιουργήθηκε εκ των πραγμάτων ένα είδος ακροπυργίου, στη νοτιοανατολική γωνία του οποίου χτίστηκε κυκλικός πύργος, με διάμετρο 8 μ. Τον 5ο-6ο αι. μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο πύργος αυτός περιβλήθηκε με νέα τοιχοποιία, ενώ τον 9ο-10 αιώνα, με τρίτη σειρά τοιχοποιίας και έτσι η συνολική διάμετρος του πύργου έφτασε τα 23 μ. Το οχυρωματικό σύστημα της Χερσονήσου, με κάποιες αλλαγές, χρησιμοποιήθηκε έως το 15ο αιώνα και καταστράφηκε τελικά κατά την εισβολή των Τατάρων. 3. Κιμμέριος Βόσπορος 3.1. Ευρωπαϊκός Βόσπορος α. Θεοδοσία Αν κρίνουμε από την πληροφορία του Πολύαινου,9 στα τέλη του 5ου-στις αρχές 4ου αι. π.Χ. η Θεοδοσία διέθετε ισχυρά οχυρωματικά τείχη, που της επέτρεψαν ν’ αντέξει τη μακρόχρονη πολιορκία των τυράννων του Βοσπόρου. Τα λείψανα των οχυρώσεων δεν έχουν προς το παρόν αποκαλυφθεί, επειδή η αρχαία πόλη δεν έχει ουσιαστικά ανασκαφεί. β. Κιμμερικόν Το πρωιμότερο οχυρωματικό σύστημα του Κιμμερικού παραμένει άγνωστο. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, η πόλη εκτεινόταν σε ύψωμα και περιεβάλλετο από κυκλώπειο τείχος από τη νότια, την ανατολική και τη βόρεια πλευρά της. Το τείχος ήταν χτισμένο από ακατέργαστους ογκολίθους τεραστίων διαστάσεων, με μικρότερες πέτρες ενδιάμεσα. Παρόμοιο τείχος, πάχους 2,5 μ., υπήρχε και στην περιοχή του λιμανιού της πόλης. Στο ανατολικό άκρο του οροπεδίου Οπούκ, την πόλη προστάτευε φρούριο από λιθόπλινθους, με ακροπύργιο στο βόρειο τμήμα του. Το πάχος των τειχών του ακροπυργίου ήταν 4 μ. Η ανέγερση του φρουρίου, που παρέμεινε σε χρήση έως τον 3ο αι. μ.Χ.,10 χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ. γ. Κύταια Στην Κύταια, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. χτίστηκαν οχυρωματικά τείχη με δύο παρειές (πάχος τείχους: 2,20-2,50 μ.), εκ των οποίων η μεν εξωτερική κατασκευάστηκε από άτεχνα επεξεργασμένους λίθους, η δε εσωτερική, από ακατέργαστους λίθους, με γέμιση από πέτρες αρκετά μεγάλων διαστάσεων. Τα τείχη ενισχύθηκαν με πύργους, ενώ κατασκευάστηκε και τάφρος πλάτους έως 6 μ. Τα πλέον ισχυρά τείχη βρίσκονταν στην παραθαλάσσια, ανατολική και στη βόρεια πλευρά της πόλης (με πάχος έως 3,20 και 2,90 μ. αντίστοιχα). Κατά τον 2ο αι. π.Χ. κατασκευάστηκε το δυτικό τείχος, πλάτους 1,7 μ., που σώζεται τμηματικά. Ο δυτικός πύργος που προστάτευε τη βόρεια πύλη ήταν κατασκευασμένος από μεγάλους, καλά επεξεργασμένους από την εμπρόσθια πλευρά λιθοπλίνθους από ασβεστόλιθο. Οι αρχικές διαστάσεις του πύργου ήταν 5,00Χ4,20 μ. Τον 1ο αι. μ.Χ. το αρχικό τείχος ενισχύθηκε με πρόσχτισμα, πάχους έως 3 μ., από ογκώδεις, ακατέργαστες ασβεστολιθικές πλάκες, με γέμιση από πέτρες. Κατά τον 3ο-α΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ., ο πύργος περιβλήθηκε με αντίκριο ανάλημμα, πάχους 1,50-2,50 μ, ενώ κατά μήκος της γραμμής της βόρειας πύλης κατασκευάστηκε προτείχισμα.11
δ. Νυμφαίον Στο Νυμφαίο η ύπαρξη των οχυρώσεων πιστοποιείται για τον 4ο αι. π.Χ. Σώζονται κυρίως τα θεμέλια του οχυρωματικού τείχους του β΄ μισού του 4ου αι. π.Χ., σε μήκος 98 μ. Το τείχος με δύο παρειές, πάχους 2,36 μ. ήταν κατασκευασμένο από αργούς λίθους. Το διάστημα ανάμεσα στις παρειές είχε γέμιση από μικρότερους λίθους και πηλό. Η προεξέχουσα κάτω σειρά της τοιχοποιίας της εμπρόσθιας παρειάς αποτελείτο από μεγάλες ακατέργαστες λίθινες πλάκες, μήκους έως 1 μ. και λειτουργούσε ως ένα είδος βάσης. Σε ορισμένα σημεία το τείχος υποστηριζόταν από αντερείσματα. Το τείχος διέθετε άνοιγμα-πύλη, πλάτους 1,16 μ., ενώ σε απόσταση 3,36 μ. από την πύλη υπήρχε παραπύλιο, πλάτους 0,63 μ.12
ε. Τυριτάκη Η πόλη διέθετε οχυρωματικό περίβολο ήδη κατά τον 5ο αι. π.Χ. Στη νότια πλευρά της πόλης αποκαλύφθηκαν δύο τμήματα του τείχους αυτής της περιόδου. Πρόκειται για τείχος επίσης με δύο παρειές, από άτεχνα επεξεργασμένους λίθους και γέμιση από πέτρες και πηλό. Στο μεταίχμιο του 4ου-3ου αι. π.Χ. οι οχυρώσεις ανακατασκευάζονται. Για την ανέγερση των τειχών χρησιμοποιούνται πλέον μεγάλων διαστάσεων λιθόπλινθοι πλάτους έως 1 μ., με περιταίνια. Ο περίβολος ενισχύεται με ορθογωνίους και τραπεζοειδείς πύργους, από τετραγωνισμένους λιθοπλίνθους. Στο βόρειο τμήμα της πόλης αποκαλύφθηκε ακόμα ένα τμήμα αυτού του περιβόλου, με πύργους. Το πάχος του τείχους έφτανε εδώ τα 2,30 μ. Η τοιχοποιία αποτελείτο από μεγάλους λιθοπλίνθους με συνδετικό κονίαμα και ήταν επενδεδυμένη με δεύτερη εξωτερική τοιχοποιία, πάχους 1,60 μ. Σ’ έναν από τους πύργους αποκαλύφθηκε ορθογώνια πολεμίστρα, ύψους 0,15 και πλάτους 0,24 μ. Η κατασκευή των πύργων δε διέφερε από αυτή του τείχους, πλην του ότι η εσωτερική τοιχοποιία αποτελείτο από αργούς λίθους. Το οχυρωματικό σύστημα της Τυριτάκης παρέμεινε σε χρήση έως και τους Πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες.13
στ. Παντικάπαιον Είναι μια από τις ελάχιστες πόλεις του βορείου Ευξείνου, που διέθετε ακρόπολη, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά οροπεδίου, στο υψηλότερο σημείο του λόφου Μιθριδάτη, γνωστό ως «Πέρβογιε κρέσλο». Η οχύρωση της ακρόπολης, που πιθανότατα χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ., με τείχος και πύργους καταλάμβανε σημαντική από αμυντικής άποψης θέση, επιτρέποντας τον έλεγχο ολόκληρου του οροπεδίου και των προσβάσεων στο λόφο. Στο υψηλότερο σημείο της ακρόπολης υπήρχε ακροπύργιο, με πύργο χτισμένο επί του φυσικού βράχου. Τη βορειοδυτική γωνία του οροπεδίου προστάτευε τεράστιος πύργος, με εμβαδό πάνω από 400 τ.μ. Η βάση ενός παρόμοιου πύργου αποκαλύφθηκε σε απόσταση 150 μ. βορειότερα του πρώτου πύργου, αλλά το τείχος που ένωνε τους δύο πύργους δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί. Δυτικά της ακρόπολης οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών αποκάλυψαν τα λείψανα οχυρωμένου οικοδομήματος του 4ου αι. π.Χ., το οποίο ταυτίζεται με το παλάτι των Σπαρτοκιδών του Βοσπόρου. Το ανατολικό τμήμα του οροπεδίου, όπου βρισκόταν το συγκεκριμένο οικοδόμημα, χωριζόταν από την ακρόπολη με λιθόκτιστο τείχος με πύργους. Κατά τον 3ο αι. π.Χ. το οχυρωματικό σύστημα του λόφου Μιθριδάτη επεκτάθηκε, συμπεριλαμβάνοντας το υπόλοιπο, ανοχύρωτο τμήμα του οροπεδίου, γνωστό ως «Βτορόγιε κρέσλο». Σ΄αυτό το τμήμα του οχυρωματικού τείχους υπήρχαν δύο πύλες, από τις οποίες ξεκινούσαν δύο οδικοί άξονες, ένας προς τη Θεοδοσία και ένας προς την Τυριτάκη. Τα τείχη, με πάχος έως 3 μ. ήταν ενισχυμένα με κυκλικούς σε κάτοψη πύργους. Τον 2ο αι. π.Χ. το οχυρωματικό σύστημα της ακρόπολης και του παλατιού των Σπαρτοκιδών υπέστη καταστροφές δύο φορές και κατόπιν επισκευάστηκε, με κάποιες αλλαγές. Αργότερα, κατά την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ΄, στο αμυντικό σύστημα της ακρόπολης προστέθηκαν ορισμένα φυλακτήρια. Οχυρώσεις διέθετε και η κάτω πόλη, όπου εντοπίστηκε τμήμα τείχους από καλά κατεργασμένους λιθοπλίνθους με περιταίνια. Ορισμένοι λιθόπλινθοι είχαν μήκος έως 3 μ.14
ζ. Μυρμήκιο Το Μυρμήκιο διέθετε ένα από τα πρωιμότερα οχυρωματικά συστήματα του βορείου Ευξείνου, από το οποίο σώζεται τμήμα τείχους, μήκους 12 μ. περίπου και πάχους 3-3,2 μ. Πρόκειται για τείχος με δύο παρειές, από αργούς λίθους άτεχνης επεξεργασίας στην εμπρόσθια πλευρά τους. Το διάστημα ανάμεσα στις παρειές είχε γέμιση ανά στρώσεις, από πέτρες και πηλό. Η ανέγερση αυτού του τείχους χρονολογείται περί το 470 π.Χ.15
Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. το Μυρμήκιο περιβλήθηκε από οχυρωματικό περίβολο με πύργους, τμήμα του οποίου αποκαλύφθηκε στο βόρειο άκρο της πόλης. Το πάχος του τείχους του περιβόλου ήταν 2,50 μ. Βρέθηκαν επίσης τα λείψανα ενός από τους πύργους του περιβόλου, διαστάσεων 6,0Χ6,20 μ. Πρόκειται για τετράπλευρο πύργο με τοιχοποιία με δύο παρειές, στην κατασκευή της οποίας χρησιμοποιήθηκαν πελεκημένοι από την εμπρόσθια πλευρά λίθοι μεγάλων διαστάσεων και πηλός ως συνδετικό υλικό. Στο ανατολικό τμήμα της πόλης επίσης εντοπίστηκε τμήμα τείχους του 4ου αι. π.Χ., το οποίο κατεδαφίστηκε στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και στη θέση του χτίστηκε νέο τείχος, πάχους 3,80 μ.16
η. Πορθμεία Οι έρευνες των τελευταίων ετών αποκάλυψαν στην Πορθμεία τα λείψανα ενός από τα πρωιμότερα στον Κιμμέριο Βόσπορο οχυρωματικά συστήματα. Αποκαλύφθηκε τμήμα της βάσης του ανατολικού οχυρωματικού τείχους, που αποτελείτο από ασβεστολιθικές πλάκες μεγάλων διαστάσεων (διαστάσεις τείχους: μήκος περί τα 13 μ., πλάτος 1-1,1 μ., σωζόμενο ύψος έως τα 1,2 μ). Το άνω τμήμα του τείχους οικοδομήθηκε πιθανότατα από ωμόπλινθους. Λείψανα παρόμοιου τείχους του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ, αλλά σε πολύ κακή κατάσταση, αποκαλύφθηκαν και στο νότιο τμήμα του οικισμού.17
Στα μέσα του 3ου αι. π.Χ., ταυτόχρονα με την εκ νέου κατασκευή του αστικού ιστού, η πόλη περιβλήθηκε από νέο οχυρωματικό περίβολο, με πάχος τοιχοποιίας 2,4-2,5 μ. Τα τείχη κατασκευάστηκαν από ασβεστολιθικούς πρόχειρα πελεκημένους στην πρόσοψη ογκολίθους και πηλό ως συνδετικό υλικό, κατά το ακανόνιστο τοιχοδομικό σύστημα. Στο μεσοδιάστημα των παρειών υπήρχε γέμιση από πέτρες και πηλό. Στη βορειοδυτική γωνία του οχυρωματικού συστήματος εντοπίστηκαν τα λείψανα ορθογωνίου σε κάτοψη πύργου, που προστάτευε τη μικρή πύλη-είσοδο. Ο τρόπος κατασκευής του πύργου, διαστάσεων 9,75Χ9,0 μ., δε διέφερε από εκείνον του τείχους. Ο εξωτερικός βόρειος τοίχος του πύργου είχε πάχος 2,5 μ., ενώ το πάχος των υπολοίπων ήταν 2,25 μ. Ο πύργος διέθετε αντίκριο ανάλημμα, πλάτους 0,6 μ. Ο εσωτερικός χώρος του πύργου ήταν πλακόστρωτος. Εσωτερικά του τείχους, πλησίον της πύλης υπήρχε προπύλια αυλή, επίσης πλακόστρωτη, με επικάλυψη από στρώση οστράκων (θραύσματα αγγείων) με πηλό. Ίδιου τύπου λιθόστρωτος χώρος, με περίβολο και εμβαδό περί τα 50 τ.μ., εκτείνετο μπροστά σπό την πύλη.18
3.2. Ασιατικός Βόσπορος α. Κήποι Για τις οχυρώσεις των Κήπων οι πηγές δε δίνουν πληροφορίες. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, τον 1ο αι. μ.Χ. η πόλη περιβλήθηκε στα βόρεια με οχυρωματικό ανάχωμα, το οποίο κατασκευάστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, για λόγους πιθανότατα κάποιας έκτακτης ανάγκης. β. Πατραεύς Στο μεταίχμιο του 1ου αι. π.Χ.-1ου αι. μ.Χ., περιμετρικά της πόλης σκάφτηκε τάφρος και από το χώμα της εκσκαφής κατασκευάστηκε αμυντικό ανάχωμα, ύψους 2,60 μ. Πάνω σ’ αυτό το ανάχωμα, από ωμοπλίνθους διαστάσεων 0,52Χ0,52Χ0,07 μ., χτίστηκε οχυρωματικό τείχος, πλάτους 3,60 μ. Η οχύρωση ήταν πιθανότατα ορθογώνια σε κάτοψη. Η πύλη της εισόδου, πλάτους 3,65 μ., βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα του τείχους και ήταν ενισχυμένη με δύο πυλώνες, διαστάσεων 6,70Χ1,90 μ. γ. Φαναγόρια Οι πρωιμότερες οχυρώσεις της Φαναγόριας, των οποίων σώζονται τμήματα των βάσεων του τείχους, από τεράστιες ακατέργαστες πλάκες αμμόλιθου και άνω τμήμα πάχους 1 μ. από ωμόπλινθο, χρονολογούνται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Αποκαλύφθηκε το κατώφλι της κύριας πύλης της πόλης. Το πλάτος της πύλης ήταν 2,55 μ.19 Στη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. η πόλη πιθανότατα δεν είχε οχύρωση. Το παλαιότερο τείχος φαίνεται να κατεδαφίστηκε και να επικαλύφθηκε από τον αστικό ιστό.20
Τον 3ο αι. π.Χ., η πόλη περιβλήθηκε εκ νέου με οχυρωματικό περίβολο, πάχους έως 4 μ. Από το τείχος της περιόδου σώζονται τα θεμέλια από αργούς λίθους, τοποθετημένους υπό κλίση. Τον 1ο αι. π.Χ. το τείχος αυτό κατεδαφίστηκε.21 Οι πηγές μαρτυρούν την παρουσία στην πόλη κατά τον 1ο αι. π.Χ. ξύλινης οχύρωσης, η οποία κάηκε κατά τη στάση των Φαναγοριτών εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα.22 Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης ανοικοδομήθηκε και εξακολούθησε πιθανότατα να χρησιμοποιείται έως τον 4ο αι. μ.Χ.23 δ. Γοργιππία Στις πρώιμες οχυρώσεις της Γοργιππίας ανήκει πιθανότατα τμήμα τείχους του 5ου αι. π.Χ., του οποίου τμηματικά σώζεται μόνο η βάση, σε μήκος 18 μ. Το τείχος είχε πάχος 1 μ. και κατασκευάστηκε στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. σε χώρο, τον οποίο παλαιότερα καταλάμβαναν κατοικίες, οι οποίες και ισοπεδώθηκαν. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η πόλη οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, πάχους 2,4 μ., που σώζεται σε μήκος μόνο 5 μ.24
Στον 3ο αι. π.Χ. ανήκει τμήμα οχυρωματικού περιβόλου (πάχος 1,8 μ., σωζόμενο μήκος 15 μ.), που αποκαλύφθηκε στη νοτιοανατολική περιοχή της πόλης. Πρόκειται για τείχος με δύο παρειές, από άτεχνα κατεργασμένους λιθοπλίνθους μεγάλων διαστάσεων (1,0Χ0,5Χ0,3 μ.), με περιταίνια στην πρόσοψη, που ήταν πιθανότατα λιθόκτιστο σ’ όλο του το ύψος.25
Όπως τεκμηριώνει επιγραφή της περιόδου του βασιλιά Σαυρομάτου Α΄ (93-123 μ.Χ.), οι οχυρώσεις της Γοργιππίας κατασκευάστηκαν εκ νέου στα τέλη του 1ου-στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ.26
ε. Ερμώνασσα Για τις οχυρώσεις της Ερμώνασσας υπάρχει μόνο μία επιγραφική μαρτυρία27 σχετικά με την ανακατασκευή κάποιου πύργου, πράγμα που τεκμηριώνει την παρουσία οχύρωσης στα τέλη του 1ου – στις αρχές 2ου αι. μ.Χ. και νωρίτερα. 4. Γενικές παρατηρήσεις Η εξέλιξη των οχυρώσεων στις αρχαίες ελληνικές αποικίες του βορείου Ευξείνου ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με τις αλλαγές του φυλετικού τοπίου της περιοχής, το βαθμό της οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων και τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις. Στη διάρκεια του αποικισμού της περιοχής, σημαντικό ρόλο έπαιζε αναμφίβολα η επιλογή στρατηγικής θέσης για την ίδρυση των πόλεων. Συχνότερα ωστόσο, οι αποικίες του βορείου Ευξείνου ιδρύονταν σε περιοχές χωρίς μόνιμο πληθυσμό, όπου οι νομαδικές φυλές σπάνια έκαναν την εμφάνισή τους. Οι περισσότερες αποικίες του βορείου Ευξείνου ιδρύθηκαν περί τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ οι πρώτες οχυρώσεις εμφανίστηκαν μετά την πάροδο μισού περίπου αιώνα από την ίδρυση των αποικιών, στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Δύο βασικές αιτίες οδήγησαν στην ανέγερση οχυρώσεων. Αφενός μεν, η εμφάνιση των Σκυθών, η παρουσία των οποίων στις στέππες του βορείου Ευξείνου γίνεται μόνιμη από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Αφετέρου, η ανάπτυξη των ίδιων των αποικιών, που έφτασαν σ’ ένα βαθμό οικονομικής ευημερίας, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αστικού ιστού και την εφαρμογή νέας οικοδομικής πρακτικής.28 Η πρωιμότερη φάση των οχυρώσεων χαρακτηρίζεται από κάποια προχειρότητα κατασκευής, που οφείλεται γενικά στο σχετικά χαμηλό οικονομικό δυναμικό των πόλεων. Παρ’ όλα αυτά, ήδη στα πρώιμα χρόνια, ευδιάκριτες στην οχυρωματική αρχιτεκτονική ορισμένων περιοχών του βορείου Ευξείνου είναι κάποιες τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως το ότι οι λιθόκτιστες οχυρώσεις εμφανίζονται αρκετά νωρίς σε περιοχές πλούσιες σε πετρώματα ενώ, όπου παρατηρείται έλλειψη πετρωμάτων, χρησιμοποιείται ωμόπλινθος. Γενικά, οι κάτοικοι των αποικιών έκαναν χρήση των γενικών αρχών της ελληνικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, συνεχίζοντας τις ελληνικές οικοδομικές παραδόσεις, τις οποίες ωστόσο προσάρμοσαν στις συνθήκες του νέου νομαδικού περιβάλλοντος και μιας διαφορετικής πολεμικής τακτικής των φυλών. Μετά την απόκτηση πλούτου και την αύξηση του πληθυσμού, που σημειώθηκε προς τα τέλη του 5ου π.Χ. αι., ιδίως δε κατά τον 4ο αι. π.Χ., την περίοδο της ακμής των πόλεων, επιχειρήθηκε η περαιτέρω ανάπτυξη των οχυρωματικών συστημάτων. Οι παλιές οχυρώσεις ανακατασκευάστηκαν, ενώ χτίστηκαν και νέες. Σ’ αυτό το στάδιο, κάποιο ρόλο στο ζήτημα της ανακατασκευής ή της κατεδάφισης των οχυρώσεων έπαιζε ενίοτε και ο πολιτικός παράγοντας, αφού πρόκειται για την εποχή της δημιουργίας ισχυρών κρατών, όπως το κράτος της Χερσονήσου ή το κράτος του Κιμμερίου Βοσπόρου. Κατά τον 3ο αι. π.Χ., με την εμφάνιση στο βόρειο Εύξεινο των σαρματικών φυλών, ο πολεμικός κίνδυνος έγινε ιδιαίτερα αισθητός, πράγμα που αποτυπώθηκε άμεσα στην ανοικοδόμηση των οχυρωματικών συστημάτων των πόλεων και στην οχύρωση των αγροτικών οικισμών, στην οποία έλαβαν υπόψη και την εμφάνιση νέων πολιορκητικών όπλων. Στα τέλη του 1ου και στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. για τις υπάρχουσες στο βόρειο Εύξεινο πόλεις αρχίζει μια νέα εποχή αναταράξεων, με την οποία συνδέεται το δεύτερο κύμα μετακινήσεων των σαρματικών φυλών. Μ’ αυτό το στάδιο συσχετίζεται η κατασκευή οχυρώσεων πρωτίστως στην ανατολική αμυντική γραμμή του Κιμμερίου Βοσπόρου. Ωστόσο οι πόλεις αδυνατούσαν πλέον να συγκρατήσουν τις συνεχείς πιέσεις των νομάδων και καταστράφηκαν τελικά οι περισσότερες από τους Ούννους, στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. |
1. Tolstikov, V.P., “Descriptions of Fortifications of the Classical Cities in the Region to the North of the Black Sea”, Ancient Civilizations from Scythia to Siberia 4:3 (Leiden 1997), σελ. 190-193. 2. Самойлова, Т.Л., Тира в 6-1 вв. до н.э. (Киев 1988), σελ. 14-18. 3. Самойлова, Т.Л., Тира в 6-1 вв. до н.э. (Киев 1988), σελ. 19-20· Tolstikov, V.P., “Descriptions of Fortifications of the Classical Cities in the Region to the North of the Black Sea”, Ancient Civilizations from Scythia to Siberia 4:3 (Leiden 1997), σελ. 193-194. 4. Ηρ. 4.78-79. 5. Уженцев, В.Б., Эллины и варвары в Прекрасной Гавани (Симферополь 2006), σελ. 36-59. 6. Кутайсов, В.А., Керкинитида (Симферополь 1992), σελ. 70-84. 7. Антонова, И.А., “Юго-восточный участок оборонительных стен Херсонеса: проблемы датировки”, ХС 7 (Севастополь 1996), σελ. 106. 8. Tolstikov, V.P., “Descriptions of Fortifications of the Classical Cities in the Region to the North of the Black Sea”, Ancient Civilizations from Scythia to Siberia 4:3 (Leiden 1997), σελ. 203-206. 9. Πολύαιν., Στρατ. 5.23. 10. Кругликова, И.Т., “Киммерик”, στο Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 71-72. 11. Maslennikov, A.A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο Βόρειο Εύξεινο Πόντο (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 85· Молев, Е.А., “Крепостные стены Китея”, Боспор Киммерийский и Понт в период античности и средневековья: Материалы II боспорских чтений (Керчь 2001), σελ. 91-96· Молев, Е.А., “Система обороны Китея”, Боспорские исследования 2 (Симферополь 2002), σελ. 297-312· Molev, Y.A., “Kyta”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 843 κ.ε. 12. Худяк, М.М., Из истории Нимфея 6-3 вв. до н.э. (Ленинград 1962), σελ. 32-35. 13. Шургая, И.Г., “Тиритака”, στο Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 68. 14. Tolstikov, V.P., “Descriptions of Fortifications of the Classical Cities in the Region to the North of the Black Sea”, Ancient Civilizations from Scythia to Siberia 4:3 (Leiden 1997), σελ. 214-223. 15. Виноградов, Ю.А. – Тохтасьев, С.Р., “Ранняя оборонительная стена Мирмекия”, ВДИ 1 (1994), σελ. 54-63. 16. Шургая, И.Г., “Мирмекий”, στο Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т. – Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 66. 17. Вахтина, М.Ю. – Виноградов, Ю.А., “Еще раз о ранней фортификации Боспора Киммерийского”, στο Боспорский феномен: колонизация региона – формирование полисов – образование государства 1 (Санкт-Петербург 2001), σελ. 42-44. 18. Vinogradov, Y.A. – Butyagin, A.M. – Vakhtina, M.Y., “Myrmekion – Porthmeus”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 824-825. 19. Кобылина, М.М., “Сооружения 5 в. до н.э. на южной окраине Фанагории”, КСИА 116 (Москва 1969), σελ. 98-102. 20. Кобылина, М.М., “Фанагория”, στο Кошеленко, Г.А. – Кругликова, И.Т., Долгоруков, В.С. (επιμ.), Античные города Северного Причерноморья (Москва 1984), σελ. 78-79. 21. Кобылина, М.И., “Фанагория”, МИА 57 (Москва 1956), σελ. 25-26. 22. Αππ., Μιθρ. 108· Οροσ., Ιστ. 6.5.2. 23. Блаватская, Т.В., “Фанагорийская надпись Савромата I”, КСИА 145 (Москва 1976), σελ. 92-97. 24. Alekseeva, E., “Gorgippia”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 959. 25. Alekseeva, E., “Gorgippia”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K., (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2 (Thessaloniki 2003), σελ. 977. 26. CIRB 1112. 27. CIRB 1052. 28. Παρατηρήθηκε ότι η διάρκεια της αρχικής περιόδου ανάπτυξης των περισσοτέρων αποικιών του βορείου Ευξείνου ήταν κατά μέσο όρο 70 έτη. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι κάτοικοι ζούσαν σε υπόσκαφες ή ημιυπόσκαφες κατοικίες και μόνο στο τέλος της περιόδου αρχίζει η λιθοδόμηση και η δημιουργία αστικού ιστού. Ο Y. Vinogradov ονόμασε αυτό το χρονικό διάστημα «περίοδο προσαρμογής». Βλ. Виноградов, Ю.А., “К проблеме становления древнегреческих городов в районе Боспора Киммерийского”, στο Буев В.Ю. (επιμ.), ΣΥΣΣΙΤΙΑ: Памяти Юрия Викторовича Андреева (Санкт-Петербург 2000), σελ. 230-231. |