Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Θέσεις στην ορεινή ΝΔ Κριμαία κατά τη μεσαιωνική περίοδο

Συγγραφή : Kazanski Michel (10/9/2007)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη , Μπάνεβ Γκέντσο

Για παραπομπή: Kazanski Michel, «Θέσεις στην ορεινή ΝΔ Κριμαία κατά τη μεσαιωνική περίοδο»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12336>

Les sites rupestres de Crimée du Sud-Ouest à l’époque médiévale (11/9/2009 v.1) Sites on the mountainous areas of the SW Crimea in the medieval period (1/10/2010 v.1) Θέσεις στην ορεινή ΝΔ Κριμαία κατά τη μεσαιωνική περίοδο (12/9/2009 v.1) 
 

1. Ρωμαϊκή περίοδος και Ύστερη Αρχαιότητα

Στα τέλη της Ρωμαϊκής περιόδου ο πληθυσμός της περιοχής διαιρούνταν σε δύο ομάδες: τους ιρανόφωνους, που ενίοτε προσδιορίζονταν ως Αλανοί και έχουν αφήσει νεκροταφεία όπως αυτό στο Inkerman, και τους γερμανόφωνους, που αποτελούσαν τη μειονότητα και εκπροσωπούνται με νεκροταφεία όπως αυτό του Aj-Todor, στη νότια ακτή της χερσονήσου. Κατά τη διάρκεια του 5ου και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, πιθανότατα, οι δύο πληθυσμιακές ομάδες λίγο πολύ συγχωνεύονται, έτσι ώστε, γύρω στον 6ο αιώνα, η ορεινή περιοχή της νοτιοδυτικής Κριμαίας κατοικείται από πληθυσμό ομοιογενή από πολιτισμική άποψη, που θεωρείται ότι είναι Γότθοι. Η χώρα ονομάζεται Δόρυ και περιγράφεται από τον Προκόπιο Καισαρείας. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, οι Γότθοι που ζουν στο Δόρυ είναι χριστιανικός λαός με περιορισμένη κοινωνική διαστρωμάτωση, ο οποίος ζει από την καλλιέργεια της γης. Ο στρατός τους αποτελείται από 3.000 μάχιμους άνδρες, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη σημαντικού συνολικού πληθυσμού, πάνω από 15.000 άτομα (αν υπολογίσουμε μια βιολογική οικογένεια 5 ατόμων). Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που σχετίζονται με τον πληθυσμό αυτό προέρχονται κυρίως από νεκροταφεία, όπως αυτά στο Suuk-Su ή στο Loutchistoe. Ο υλικός πολιτισμός φανερώνει εκγερμανισμό της ενδυμασίας, καθώς και ισχυρή επιρροή του υστερορωμαϊκού-πρωτοβυζαντινού πολιτισμού.

2. Βυζαντινή περίοδος: Ιστορία

Η βυζαντινή κυριαρχία στην ορεινή Κριμαία ενισχύθηκε επί Ιουστινιανού, ο οποίος, σύμφωνα με τον Προκόπιο, οχύρωσε το Δόρυ («τειχίσμασι μακροῖς τὰς εἰσόδους περιβαλών», Προκόπιος, Περί Κτισμάτων ΙΙΙ 7.13). Πρόκειται ασφαλώς για οχυρώσεις στα περάσματα που οδηγούσαν από τη στέπα της Κριμαίας προς το εσωτερικό της ορεινής περιοχής. Κατάλοιπα τέτοιων οχυρώσεων αποκαλύφθηκαν κοντά στο Mangup (Θεοδωρώ), στην περιοχή που ονομάζεται Karalez. Πρόκειται για ένα τμήμα περιβόλου μήκους 150 μ., κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο. Από την άλλη, ο Ιουστινιανός έχτισε πάνω στην ακτή δύο κάστρα, το Άλουστον (σημ. Alušta) και τους Γορζουβίτες (τη σημερινή πόλη Gurzuf) (Προκόπιος, Περί Κτισμάτων ΙΙΙ 7.11). Στο Άλουστον οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως ένα κάστρο με στρατώνες και κινητά ευρήματα του 6ου-7ου αιώνα, κυρίως αμφορείς και ενσφράγιστη κεραμική (terra sigillata). Στους Γορζουβίτες, πάνω στο βράχο του Dženevez-Kaja, βρέθηκαν επίσης ερείπια των βυζαντινών στρατώνων του 6ου-7ου αιώνα. Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, η απειλή της στέπας γίνεται πιο έντονη στη χερσόνησο· περί το 580, τουρκικά φύλα εμφανίζονται μπροστά στα τείχη της Χερσώνας, της κυριότερης βυζαντινής βάσης στη βόρεια Μαύρη θάλασσα. Έτσι, και αναμφίβολα με τη συμμετοχή Βυζαντινών αρχιτεκτόνων, κατασκευάστηκαν κατά το δεύτερο ήμισυ του 6ου αιώνα οχυρά στις θέσεις Mangup, Eski-Kermen, Bakla, Čufut-Kale, Tepe-Kermen. Η ανέγερση των εκκλησιών στις ορεινές περιοχές μαρτυρά τον εκχριστιανισμό της χώρας με το όνομα Δόρυ.

Τον 8ο αιώνα το Βυζάντιο έχασε τον έλεγχο της περιοχής, που πλέον αποτελούσε τμήμα του βασιλείου των Χαζάρων, αν και οι ντόπιοι άρχοντες διατηρούσαν την εξουσία τους στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, το Βυζάντιο προσπαθούσε να διατηρήσει την επιρροή του, κυρίως μέσω της Εκκλησίας. Έτσι, εμφανίστηκε η επισκοπή της Γοτθίας. Ο επίσκοπος Γοτθίας Ιωάννης οργάνωσε το 787 την εξέγερση του πληθυσμού της χώρας ενάντια στους Χαζάρους, η οποία όμως καταπνίγηκε. Η χαζαρική εξουσία ευνοούσε τη μετανάστευση τουρκοβουλγαρικών πληθυσμών στην Κριμαία. Την ίδια περίοδο, ο «εκβυζαντινισμός» της Γοτθίας συνεχίστηκε, κάτι το οποίο εν μέρει συνδέεται με το μεταναστευτικό ρεύμα που πιθανότατα σημειώθηκε εκείνη την εποχή από τη Μικρά Ασία λόγω της Εικονομαχίας. Αυτός ο εκβυζαντινισμός φαίνεται κυρίως στα βυζαντινά ταφικά έθιμα (ενταφιασμοί σε τάφους χτισμένους από ογκόλιθους), αλλά και στον υλικό πολιτισμό, π.χ. στην ενδυμασία. Τον 8ο-9ο αιώνα εμφανίζονται στη νοτιοδυτική Κριμαία αρκετά υπόσκαφα μοναστήρια στις θέσεις Inkerman, Čilter, Šuldan, Kači-Kalion. Συνήθως συγκρίνονται με αυτά της Μικράς Ασίας και δεν αποκλείεται να έλκουν την καταγωγή τους από μοναστικές κοινότητες που ήρθαν από το Βυζάντιο.

Τον 9ο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποκατέστησε την κυριαρχία της στην κριμαϊκή Γοτθία, που έκτοτε αποτελούσε το θέμα των Κλιμάτων, με επίκεντρο τη Χερσώνα. Η περιοχή παρέμεινε βυζαντινή μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Η εξάπλωση των Τατάρων στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα είχε αποτέλεσμα αφενός την υπαγωγή της νοτιοδυτικής Κριμαίας στην κυριαρχία της Χρυσής Ορδής, αφετέρου υπήρξε ουσιαστικά η αιτία της εμφάνισης στην περιοχή ενός νέου ιρανόφωνου φύλου, των Άσσων, και πιθανόν των Αλανών, που ήρθαν από το Βόρειο Καύκασο. Κατά το 14ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Κριμαία καραϊτικές ιουδαϊκές κοινότητες. Παρ’ όλα αυτά, οι γραπτές πηγές μιλούν συνεχώς για Γοτθία και για πληθυσμό με «γοτθική» γλώσσα. Το 14ο αιώνα δημιουργήθηκε στη νοτιοδυτική Κριμαία το πριγκιπάτο της Θεοδωρώς, απομεινάρι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα το Mangup. Κυβερνήθηκε από μια δυναστεία που αρχικά εμφανιζόταν αφομοιωμένη στο ταταρικό χανάτο κι αργότερα εξελληνίστηκε. To 1475 η περιοχή πέρασε στον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

3. Θέσεις

3.1. Mangup (Θεοδωρώ)

Η τοποθεσία του Mangup έχει ταυτιστεί με την πόλη Δόρυ, που αναφέρεται στις αρχές του 6ου αιώνα, κι αργότερα με την πόλη Δόρος του 8ου αιώνα. Βρίσκεται σε ένα οροπέδιο σε υψόμετρο 200-300 μ. Εκεί αποκαλύφθηκαν τρεις αμυντικές γραμμές. Πρόκειται για οχυρωματικά έργα βυζαντινού τύπου, με περιβόλους πάχους 1,8 μ. και υπόγειες θολωτές σήραγγες. Αυτές οι κατασκευές χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα, πιθανόν προς το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού. Αποκαλύφθηκαν τα ερείπια οικιών και ταφικών θαλάμων από τον πρώιμο Μεσαίωνα, ενώ μια επιγραφή με το όνομα του Ιουστινιανού βρέθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Πιθανόν προέρχεται από κάποια βασιλική του 6ου αιώνα: αν και η προέλευσή της από κάποια εκκλησία έχει αμφισβητηθεί, ωστόσο ο διάκοσμος σε βυζαντινό μάρμαρο του 6ου αιώνα, που επίσης προέρχεται από το Mangup, θα μπορούσε να προέρχεται από κάποια εκκλησία της εποχής αυτής. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως τα κατάλοιπα μιας βασιλικής. Πρόκειται για μια εκκλησία αρχικά μονόκλιτη και στη συνέχεια τρίκλιτη. Η βασιλική του Mangup συνοδεύεται από ένα βαπτιστήριο, με μία επιγραφή που κατά καιρούς έχει θεωρηθεί ύστερη. Τα αρχαιολογικά στρώματα πάχους έως 3 μ. περιλαμβάνουν υλικό από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα, ιδιαιτέρως δε νομίσματα από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, αμφορείς και πίθους. Ένας μικρός θησαυρός του 7ου αιώνα, που περιλαμβάνει χρυσά κοσμήματα, αποκαλύφθηκε στο ακρωτήριο Techkli-Bourun, πάνω στο υψίπεδο. Ήδη τον 5ο και τον 6ο αιώνα το Mangup αποτελούσε το επίκεντρο μιας εγκατάστασης, κάτι το οποίο μαρτυρείται από τις κατοικίες και τα νεκροταφεία. Έτσι, ένα νεκροταφείο του 5ου αιώνα αποκαλύφθηκε στο Almalyk-Dere και μία τρίκλιτη βασιλική έχει εντοπιστεί και μελετηθεί στην περιοχή που ονομάζεται Karalez, κοντά στο Mangup.

Τον 8ο και τον 9ο αιώνα η εγκατάσταση στο υψίπεδο συρρικνώθηκε, τα τείχη επιδιορθώθηκαν, και κατασκευάστηκαν νέες οχυρώσεις. Σε γενικές γραμμές, η επονομαζόμενη χαζαρική περίοδος δε μας είναι πολύ γνωστή από άποψη αρχαιολογικών ευρημάτων. Το 10ο και τον 11ο αιώνα το Mangup αποτελούσε χωρίς αμφιβολία τον τόπο κατοικίας του Βυζαντινού κυβερνήτη της Γοτθίας. Αυτή την εποχή το μεγαλύτερο μέρος του υψιπέδου παρέμενε χωρίς οικοδομήματα. Σημειώνουμε την ανοικοδόμηση της βασιλικής το 10ο αιώνα, στην οποία προστέθηκε ένα βαπτιστήριο κατά το πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα. Καινούριες υπόσκαφες εκκλησίες εμφανίστηκαν στο υψίπεδο, καθώς και ένας σταυρόσχημος ναός. Στα μέσα του 11ου αιώνα σημειώθηκαν σημαντικές καταστροφές, των οποίων η φύση δε μας είναι σαφής. Από το 12ο και το 13ο αιώνα πολύ λίγα είναι γνωστά για το Mangup.

Το 14ο και το 15ο αιώνα το Mangup αποτέλεσε την πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Θεοδωρώς (στις πηγές εμφανίζεται και ως «του Θεοδώρου»). Πρόκειται για έναν οικισμό αστικού τύπου. Η ακρόπολη της πόλης ξαναχτίστηκε το 1360, και το παλάτι του πρίγκιπα της Θεοδωρώς κατασκευάστηκε το 1425. Η πόλη καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1475 και στη συνέχεια έγινε οθωμανικό φρούριο που εγκαταλείφθηκε οριστικά στη διάρκεια της δεκαετίας του 1770, τον καιρό της κατάληψης της Κριμαίας από τους Ρώσους.

3.2. Bakla

Ο οικισμός του Bakla, άλλη μια σημαντική βραχώδης εγκατάσταση, βρίσκεται επίσης σε υψίπεδο, σε υψόμετρο 15-20 μ., σε μια επιφάνεια 0,8 τ.χλμ. Τα πιο παλιά στρώματα περιλαμβάνουν κεραμική που χρονολογείται από τον 5ο/6ο μέχρι τον 8ο αιώνα. Υποθέτουμε ότι ένας ανοχύρωτος οικισμός υπήρχε εκεί στις αρχές του 5ου αιώνα. Αποκαλύφθηκαν ορισμένα θεμέλια κτηρίων με κεραμική από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα, καθώς και τα ίχνη μιας ακρόπολης χτισμένης πιθανότατα τον 5ο αιώνα, η οποία ανακαινίστηκε στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι σημαντικές αλλαγές επήλθαν τον 8ο-9ο αιώνα. Η ακρόπολη κατασκευάστηκε εκ νέου, με περιβόλους μεγαλύτερου πάχους και μια καινούρια επένδυση από ογκόλιθους. Η αρχιτεκτονική των κτηρίων που χρησιμοποιούνταν ως οικίες αυτή την εποχή είναι χαρακτηριστική του πολιτισμού Saltovo-Majackaja των στεπών, κάτι που θα μπορούσε να υπονοεί μια σχετική διείσδυση Τουρκοβουλγάρων. Τον 9ο-10ο αιώνα το Bakla αποτελεί σημαντικό κέντρο· υποθέτουμε μάλιστα ότι το διοικητικό κέντρο του βυζαντινού θέματος των Κλιμάτων ενδεχομένως βρισκόταν κάποιο διάστημα στον οικισμό αυτό. Από τον 11ο μέχρι το 13ο αιώνα το Bakla είναι αναμφισβήτητα ένα κέντρο αστικού τύπου. Η ακρόπολη χρησιμοποιούνταν πλέον για την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων, σιταριού και παστών ψαριών, κάτι που ενδεχομένως σημαίνει ότι υπήρχε σημαντική στρατιωτική φρουρά. Οι αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν την οικία του άρχοντα –η οποία καταστράφηκε το 13ο αιώνα– με 8 κτήρια, αυλή και παρεκκλήσιο. Από την περίοδο αυτή μας είναι γνωστά 90 υπόγεια σπήλαια, η πλειονότητα των οποίων χρησιμοποιούνταν ως στάνες. Κοντά στην ακρόπολη αναπτύχθηκε ένα προάστιο, στο οποίο έχουν εντοπιστεί πολλοί αύλειοι χώροι που σχηματίζουν οικοδομικά τετράγωνα. Επίσης έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη αρκετών εκκλησιών τόσο μέσα στην ακρόπολη όσο και στο προάστιο.

3.3. Eski-Kermen

Το Eski-Kermen είναι μία από τις καλύτερα διατηρημένες θέσεις. Βρίσκεται, όπως και οι άλλοι οικισμοί, σε υψίπεδο με μήκος μεγαλύτερο από 1 χλμ. και πλάτος περί τα 200 μ. Η επιφάνεια του υψιπέδου που καλύπτεται από τον οικισμό είναι περίπου 82.000 τ.μ. Έχουν μελετηθεί τα οχυρωματικά έργα, που πιθανώς χτίστηκαν στα τέλη του 6ου αιώνα, στη νότια και στη βόρεια πλευρά της θέσης. Οι απότομες πλαγιές του οροπεδίου ενισχύθηκαν με περιτοιχίσματα αποτελούμενα από δύο σειρές ογκόλιθων από ασβεστόλιθο, ύψους μέχρι και 5 μ., μαζί με τους πύργους. Έχουμε εντοπίσει τις εισόδους. Η αρχιτεκτονική των οχυρώσεων είναι χαρακτηριστική των Βυζαντινών κατά την περίοδο από τον 6ο μέχρι τον 9ο αιώνα, και παράλληλά της απαντώνται ιδιαίτερα στη Χερσώνα. Ο δρόμος, λαξευμένος μέσα στο βράχο, οδηγούσε στην κύρια είσοδο της νότιας πλευράς. Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός συστήματος δρόμων στον οικισμό, με μία κύρια οδό και μία πλατεία στην οποία βρισκόταν η βασιλική. Η βασιλική είναι τρίκλιτη και χρονολογείται στα τέλη του 6ου ή στον 7ο αιώνα. Στο Eski-Kermen έχουν βρεθεί περισσότερα από 400 σπήλαια σκαλισμένα στο βράχο, διάφορων εποχών, μεταξύ των οποίων και 6 υπόσκαφες εκκλησίες. Ένα σύστημα ανεφοδιασμού νερού φτιαγμένο με κεραμικούς αγωγούς απλώνεται σε μήκος 2 χιλιομέτρων. Επίσης έχουν βρεθεί ένα πηγάδι και το μυστικό πέρασμα προς την πηγή του νερού, μαζί με μία κλίμακα μέσα στο βράχο η οποία έχει 89 σκαλοπάτια. Αρχαιολογικά στρώματα μέχρι τα 4 μ. σώζονται μόνο δίπλα στις οχυρώσεις. Περιλαμβάνουν θραύσματα αμφορέων του 6ου-7ου αιώνα, κάτι που αποτελεί ένδειξη για τη χρονολόγηση της πρώτης κατοίκησης του οροπεδίου. Εξάλλου έχει ανακαλυφθεί το εργαστήριο ενός υαλουργού του 7ου αιώνα. Το νεκροταφείο, με τάφους διάφορων τύπων, περιλαμβάνει κινητά ευρήματα που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει τις χρονολογήσεις των στρωμάτων κατοίκησης. Από τον 11ο έως το 13ο αιώνα, το Eski-Kermen αποτελεί πραγματικό αστικό κέντρο. Το μεγαλύτερο μέρος του οροπεδίου καλύπτεται από κτίσματα που σχηματίζουν ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα, με το καθένα να αποτελείται από δύο ή τρεις ενότητες. Γνωρίζουμε σήμερα την ύπαρξη περίπου 600 αυλών, κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε πληθυσμό της τάξεως των 2.500-3.000 ατόμων. Το Eski-Kermen είναι επίσης γνωστό για τις υπόσκαφες εκκλησίες που κατασκευάστηκαν από τον 11ο έως το 13ο αιώνα, οι οποίες διασώζουν τοιχογραφίες.

3.4. Čufut-Kale

Η θέση του Čufut-Kale (το επονομαζόμενο Kyrk-Or του 14ου αιώνα) βρίσκεται επίσης σε οροπέδιο με απότομες πλαγιές. Οι οχυρώσεις δε σώζονται, εκτός από ορισμένα ίχνη στη νότια πλευρά. Ορισμένες υπόγειες σπηλιές και τα θεμέλια εγκάρσιων τειχών, που αποκόπτουν τη δίοδο προς το οροπέδιο, πιθανόν ανάγονται στον 6ο-7ο αιώνα. Κρίνοντας από τα κιονόκρανα από προκοννήσιο μάρμαρο, είναι πιθανό να υπήρχε κάποια παλαιοχριστιανική εκκλησία. Η ανακάλυψη ενός νομίσματος του Ιουστινιανού και μιας βυζαντινής πόρπης, ενός τύπου που απαντάται στα Βαλκάνια από τα μέσα ή το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, δείχνουν να επιβεβαιώνουν αυτήν τη χρονολόγηση. Ορισμένα κτίσματα του πρώιμου Μεσαίωνα περιλαμβάνουν υλικό από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα. Ένα νεκροταφείο δίπλα στο Čufut-Kale χρονολογείται στον 6ο αιώνα. Η θέση εξακολουθούσε να αποτελεί οικισμό μέχρι το 19ο αιώνα. Το 13ο-14ο αιώνα καταλήφθηκε από τους Άσσους, ιρανόφωνο πληθυσμό που ήρθε από το Βόρειο Καύκασο, πιθανώς μαζί με τους Τατάρους· αργότερα εγκαταστάθηκε εκεί μια κοινότητα Καραϊτών· τα αρχιτεκτονικά ίχνη των κτισμάτων τους είναι σήμερα ορατά στην περιοχή.

3.5. Kyz-Kermen, Tepe-Kermen, Kalamita, Partenites

Ο οικισμός Kyz-Kermen, πάνω σε οροπέδιο, χρονολογείται ουσιαστικά στον 8ο-9ο αιώνα. Αποκαλύφθηκαν εκεί οικίες και οχυρώσεις που ανήκουν στο δεύτερο ήμισυ του 8ου αιώνα, κεραμική χαρακτηριστική του πολιτισμού Saltovo-Majackaja, καθώς και χριστιανικά αντικείμενα, όπως σιδερένιοι σταυροί και ένα δαχτυλίδι με χριστόγραμμα. Ο οικισμός υπήρχε και σε μεταγενέστερους χρόνους: στη δυτική πλευρά της εγκατάστασης έχουν ανακαλυφθεί μια μικρή μονόκλιτη εκκλησία με αψίδα, πιθανώς του 14ου αιώνα, και τάφοι της ίδιας περιόδου.

Δίπλα στο Kyz-Kermen, ο οικισμός Tepe-Kermen βρίσκεται σε ένα απομονωμένο οροπέδιο, με απότομες πλαγιές 8-12 μέτρων. Έχουν διαπιστωθεί τα ίχνη ενός δρόμου λαξευμένου στο βράχο, καθώς και φυλάκια στις υπόγειες σπηλιές. Στη θέση αυτή αποκαλύφθηκε μία εκκλησία μέσα σε σπήλαιο, συγκρίσιμη με τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες της Εγγύς Ανατολής. Η κεραμική από το Tepe-Kermen χρονολογείται από τον 5ο μέχρι το 12ο αιώνα· ειδικά οι αμφορείς είναι του 5ου-6ου αιώνα. Την περίοδο από τον 11ο έως το 13ο αιώνα αποτελούσε αστικό κέντρο. Εκτός από τις οικίες που καταλαμβάνουν το οροπέδιο, μας είναι γνωστή η ύπαρξη περισσότερων από 250 σπηλαίων της περιόδου αυτής, μεταξύ των οποίων και μία υπόσκαφη εκκλησία με ένα βαπτιστήριο.

Η θέση Kalamita βρίσκεται κοντά στο Inkerman, στην εκβολή του ποταμού Tchernaya. Εδώ έχουν βρεθεί δομές που χρονολογούνται στον πρώιμο Μεσαίωνα, όπως ένας δρόμος λαξευμένος στο βράχο και τα υπολείμματα μιας θύρας. Στη συνέχεια, το 1427, κατασκευάστηκε ένα κάστρο σε αυτή τη θέση. Το υπόσκαφο μοναστήρι του Αγίου Κλήμεντος βρίσκεται την ίδια εποχή.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τη θέση Partenites, στη νότια ακτή, παρότι δεν πρόκειται για βραχώδη τοποθεσία, διότι γεωγραφικά ανήκει στην ίδια περιοχή, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κριμαίας. Οι οικίες του 7ου αιώνα, με δύο ή τρία δωμάτια, συχνά με όροφο και με πλακόστρωτες αυλές, βεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμού σε αυτή τη θέση. Εδώ βρίσκεται το μοναστήρι των Αγίων Πέτρου και Παύλου, μία μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με τρεις αψίδες και διάκοσμο με ψηφιδωτά και μάρμαρο, που χτίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα. Στις αρχές του 8ου αιώνα επεκτάθηκε. Η στάση του επισκόπου Γοτθίας Ιωάννη υπήρξε πιθανώς η αιτία των καταστροφών στη θέση αυτή τον 8ο αιώνα. Νέες προσθήκες έγιναν στη βασιλική κατά τον 9ο και το 10ο αιώνα. Όμως στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα καταστράφηκε και τελικά χτίστηκε εν νέου το 1427.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>