Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ιεραποστολική δράση των Βυζαντινών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου

Συγγραφή : Khrushkova Liudmila (24/10/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη , Μπάνεβ Γκέντσο

Για παραπομπή: Khrushkova Liudmila, «Ιεραποστολική δράση των Βυζαντινών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12559>

Les missions byzantines dans la région de la mer Noire du Nord (4/1/2012 v.1) Ιεραποστολική δράση των Βυζαντινών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου (13/1/2012 v.1) Byzantine missionary activity in the north littoral Black sea area (13/1/2012 v.1) 
 

1. Η πρόσφατη έρευνα

Η δράση των Bυζαντινών ιεραποστόλων, από θεωρητική άποψη όσο και από την πλευρά των πρακτικών, αποτελεί το κύριο θέμα του έργου του S.A. Ivanov, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα.1 Όσον αφορά τις έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου, συνήθως εντάσσουμε τις βυζαντινές αποστολές στο ιστορικό πλαίσιο της διάδοσης του χριστιανισμού σε αυτούς τους τόπους.

2. Η αποστολική παράδοση

Ο παράδοση θέλει την ιστορία της ιεραποστολικής δραστηριότητας στα παράλια της Μαύρης θάλασσας να αρχίζει στους Αποστολικούς χρόνους. Η βυζαντινή ιδέα περί της ίδρυσης της κωνσταντινουπολίτικης έδρας από τον Απόστολο Ανδρέα διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια του 8ου αιώνα· η δε ιστορική έρευνα έχει καταδείξει τη σχέση ανάμεσα σ'αυτή τη ιδέα και τα θρυλούμενα για την ιεραποστολική δραστηριότητα του απόστολου Ανδρέα. Ο μοναχός Επιφάνιος από τη μονή Καλλιστράτου στην Κωνσταντινούπολησυνέγραψε ένα Βίο του αποστόλου Ανδρέα μεταξύ των ετών 815 και 843,2καταγράφοντας την πορεία του σύμφωνα με μια παράδοση που έχει αρχίσει ήδη να καταγράφεται από τον 4ο αιώνα.Μεταξύ άλλων, ο Βίος του αποστόλου από τον 9ο αι. περιγράφει και τη δραστηριότητα του Ανδρέα στη Σκυθία, στη χώρα των Κοσογδιανών (Σογδιανών), πιθανότατα κατοίκων της πόλης Σουγδαίας (το σημερινό Sudak στην Κριμαία), στην Κολχίδα, στους «Αιθίοπες» (κατοίκους της έσω Κολχίδας) και στους «Γορσίνους» (Γεωργιανούς;), καθώς και στη «Σεβαστούπολη τη μεγάλη» (το σημερινό Sukhum στην Αμπχαζία), στο οχυρό της Αψάρου (σημ. Gonio στην Αζαρία), και στις όχθες του ποταμού Φάσιδος, όπου κατοικούσαν Ίβηρες, Σούσοι, Φούστοι και Αλανοί.3Σύμφωνα με την παράδοση οΑνδρέας τάφηκε στην Ελλάδα, στην Πάτρα, αλλά τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων, καθίδρυμα του Κωνσταντίνου Α΄. Οι Πράξεις Ανδρέου, που ανάγονται στον 7ο αιώνα και έχουν διασωθεί σε διάφορες γλώσσες, καταγράφουν την ιεραποστολική του δραστηριότητα στην Κριμαία και στην ανατολική ακτή της Μαύρης θάλασσας.4

Οι διαδρομές που φέρεται να ακολούθησε ο Απόστολος αποτυπώνουν τρεις μεγάλες περιοχές: τη Σκυθία (την Κριμαία και τα γειτονικά εδάφη της στο βορρά), την Κολχίδα και, τέλος, την παράλια ζώνη της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης του Βυζαντίου με τα περίχωρά της. Οι λατινικές πηγές που αναφέρονται στη δραστηριότητα του Ανδρέα στη Σκυθία είναι αρχαιότερες: οι μαρτυρίες του Αρνοβίου (μεταξύ του 3ου και του 4ου αιώνα), του Τερτυλλιανού (πρώτο ήμισυ του 3ου αιώνα) και του Ωριγένη (+ 253). Ο Ευσέβιος Καισαρείας δανείστηκε από τον Ωριγένη μια φράση, σύμφωνα με την οποία η Σκυθία ήταν προορισμένη για τον Ανδρέα.5

Στην Κριμαία, τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο για ιδιαίτερη λατρεία του Ανδρέα (όπως και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη). Αντίθετα, στην ανατολική ακτή της Μαύρης θάλασσας, η παράδοση που απέδιδε τον εκχριστιανισμό του τόπου στον Ανδρέα είχε βαθύτατες ρίζες. Στα μέσα του 17ου αιώνα πιστοποιείται από τους Ρώσους πρέσβεις στoυς Μιγκρέλιους6 και από ένα μοναχό, ιεραπόστολο του Βατικανού, τον Christoforo Castelli. Αυτός ο τελευταίος γράφει ότι η μεγάλη εκκλησία στον Πιτυούντα ήταν αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα, που θεωρούνταν ευαγγελιστής σε αυτόν τον τόπο.7

3. Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος

Στο έργο«Ιστορία των εν Χερσώνι επισκοπευσάντων αγίων ιερομαρτύρων» ή «Μαρτύριο των επτά επισκόπων της Χερσώνος», που πιθανότατα ανάγεται στον 4ο αιώνα, διασώζονται πληροφορίες για την πρώιμη ιστορία του εκχριστιανισμού της Χερσονήσου.8 Το 299, επί Ερμώνος, επισκόπου Ιεροσολύμων, οργανώθηκε ιεραποστολή στην Κριμαία. Ο ένας από τους δύο επισκόπους, ο Βασίλειος (Βασιλεύς), είχε σταλεί να κηρύξει στην πόλη της Χερσονήσου, ενόσω ο δεύτερος, ο Εφραίμ, έπρεπε να διαδώσει τη χριστιανική πίστη ανάμεσα στους βαρβάρους («Ταυροσκύθες») στα περίχωρα. Και οι δύο μαρτύρησαν. Αργότερα μια δεύτερη ομάδα, αποτελούμενη από τρεις επισκόπους (τον Ευγένιο, τον Αγαθόδωρο και τον Ελπίδιο), έφθασε στη Χερσόνησο, αλλά και η δική τους αποστολή απέτυχε. Τελικά, επί Κωνσταντίνου Α΄, και μετά το μαρτυρικό τέλος του Αιθερίου, ο επίσκοπος Καπίτων κατόρθωσε να πείσει τους κατοίκους της Χερσώνας να δεχτούν το βάπτισμα. Η αντιπαραβολή αυτών των δεδομένων με ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια έχει προκαλέσει μακροσκελείς συζητήσεις.9 Ορισμένες τροποποιήσεις στο κείμενο του Μαρτυρίου προδίδουν την πρόθεση, επί Θεοδοσίου Α΄, να υπογραμμιστεί ο αποφασιστικός ρόλος της έδρας της Κωνσταντινούπολης. Ο επίσκοπος Χερσώνος Αιθέριος, ιστορικό πρόσωπο, έχει συμμετάσχει στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το έτος 381.

Όσον αφορά στο Κιμμέριο Βόσπορο, βρίσκουμε αντικείμενα χριστιανικής λατρείας σε τάφους που χρονολογούνται στον 3ο-4ο αιώνα. Ο επίσκοπος Κάδμος συμμετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για τον εκχριστιανισμό της περιοχής είναι περισσότερες. Στο δεύτερο ήμισυ του 4ου και στη διάρκεια του 5ου αιώνα χρονολογούνται τάφοι που διασώζουν ζωγραφικό διάκοσμο με χριστιανικά σύμβολα. Στην ανατολική περιοχή της Κριμαίας, οι πολυάριθμες εβραϊκές κοινότητες αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση του χριστιανισμού. Κατάλοιπα ενός βαπτιστηρίου που χρονολογείται στον 6ο αιώνα αποκαλύφτηκαν κοντά στην εκκλησία των μέσων χρόνων στο Βόσπορο (Kerch).10

Για την ανατολική ακτή της Μαύρης θάλασσας διασώζεται η καταγραφή της παράδοσης για άλλη μία ομάδα επτά μαρτύρων. Αυτή τη φορά πρόκειται για επτά αδέλφια, στρατιώτες και μάρτυρες, που είχαν καταδικαστεί σε εξορία στον Πιτυούντα επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (286-310). Ο Βίος του Αγίου Ορεντίου, πηγή που ανάγεται στον 6ο αιώνα, περιγράφει αυτό το ταξίδι από την Τραπεζούντα στον Πιτυούντα με τη μορφή ενός περίπλου. Οι έξι από τους επτά πεθαίνουν σε διάφορες παράλιες πόλεις και μόνο ο Λογγίνος καταφέρνει να φτάσει στον Πιτυούντα.11 Άλλη μια ομάδα χριστιανών στρατιωτών καταδικάζεται σε εξορία στον Πιτυούντα, οι οποίοι στη συνέχεια μαρτύρησαν στην πυρά στην Τραπεζούντα· πρόκειται για τους αγίους Ευγένιο, Βαλεριανό, Κανίδιο και Ακύλα. Ο πιο γνωστός εξόριστος στον Πιτυούντα κατά την περίοδο αυτή ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που καταδικάστηκε σε εξορία εκεί το 406. Ωστόσο δεν κατάφερε να φθάσει στον Πιτυούντα και πέθανε στα Κόμανα του Πόντου το Σεπτέμβριο του 407.12

Ο Ιωάννης Χρυσόστομος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση της χριστιανικής πίστης στους Γότθους που κατοικούσαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοδώρητος Κύρου (5ος αιώνας) συγκρίνει το Χρυσόστομο με τους αποστόλους. Η παράδοση αποδίδει στον λόγιο ιεράρχη πλούσιο ιεραποστολικό έργο στις περιοχές όπου ζούσαν οι Αβασγοί, οι Αλανοί, οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) και άλλοι λαοί. Η δραστηριότητά του αυτή προβάλλεται ανάγλυφα στο Βίο του Ιωάννη Χρυσόστομου, που γράφτηκε τον 7ο αιώνα, ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.13

Τον 6ο αιώνα η δράση των Βυζαντινών ιεραποστόλων στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου μαρτυρείται από τους ιστορικούς Προκόπιο της Καισαρείας, Μαλάλα και από άλλους. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο Ιουστίνος Α΄ βάπτισε στην Κωνσταντινούπολη τον πρίγκιπα των Λάζων Τζάθης («πνευματικό τέκνο» του αυτοκράτορα) το 522.14 Αυτή η τελετή της βάπτισης των «βάρβαρων» πριγκίπων από Βυζαντινούς αυτοκράτορες, που πραγματοποιήθηκε στο βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας, θα αποτελέσει παράδοση της αυτοκρατορικής πολιτικής και διπλωματίας. Κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο, η βυζαντινή ιεραποστολή γίνεται και κρατική αποστολή. Ο εκχριστιανισμός των Αβασγών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Προκόπιος γράφει ότι αυτός ο λαός του Καυκάσου λάτρευε ακόμη στην εποχή του τα δέντρα ως θεότητες. Πράγματι, τα σημερινά αμπχαζικά τοπωνύμια το τεκμηριώνουν. Έτσι, μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα διάφορα τοπωνύμια που περιλαμβάνουν τη λέξη “anykha” (περιοχή ή ιερό αντικείμενο) και μια λέξη που σημαίνει ονομασία δέντρου, π.χ. “akhash-nykha” («ιερός τόπος της αχλαδιάς»). Στις αρχές της πέμπτης δεκαετίας του 6ου αιώνα, ο Ιουστινιανός Α' έστειλε στην Αβασγία τον παλατινό του ευνούχο Ευφρατά, αβασγικής καταγωγής, με μία συνοδεία από ιερείς. Ο Ευφρατάς κατόρθωσε να πείσει τους πρίγκιπες της Αβασγίας να εγκαταλείψουν την πρακτική του ευνουχισμού. Την ίδια εποχή ανεγέρθηκε και ο ναός της Θεοτόκου,15 ο οποίος ταυτίστηκε με τη βασιλική του Tsandripsh, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Γκάγκρα (την αρχαία Νιτική).16 Το 527 ο Ιουστινιανός Α' βάπτισε στην Κωνσταντινούπολη τον Γορδά (Grod ή Gord), ηγεμόνα των Ούννων, που κατοικούσαν κοντά στο Κιμμέριο Βόσπορο. Την πέμπτη δεκαετία του 6ου αιώνα, οι Γότθοι «Τετραξίται», που κατοικούσαν στην κοιλάδα του ποταμού Ύπανη ή Κουμπάν (Kuban), ζήτησαν από τον Ιουστινιανό να τους στείλει έναν επίσκοπο. Ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε πρόθυμα σε αυτό το αίτημά τους.17

Έτσι, ο εκχριστιανισμός των «βαρβαρικών» φύλων από τους ιεραποστόλους που στέλνονταν από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ενεγράφη σαφώς στο ίδιο πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο με τους ιουστινιάνειους πολέμους.

4. Η εποχή της Εικονομαχίας

Η περίοδος της Εικονομαχίας συνέβαλε στη διάδοση του χριστιανισμού, χάρη στους εικονόφιλους που αναγκάζονταν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα και άλλες σημαντικές πόλεις. Ο μάρτυρας Στέφανος ο Νέος, περί το 754, σε έναν λόγο του προς τους διωκόμενους εικονόφιλους μοναχούς και τους συμβουλεύει να καταφύγουν στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου που βρίσκονταν στην πλευρά της επαρχίας της Ζιχίας, στη Χερσώνα, στο Βόσπορο, στη Νίκοψη και στη Γοτθία.18

Σημαντική ιεραποστολική δραστηριότητα στην Κριμαία ανέπτυξε ο άγιος Στέφανος Σουγδαίας. Σύμφωνα με το Βίο του, που έχει διασωθεί σε ελληνική, σλαβική και αρμενική εκδοχή, πρέπει να στάλθηκε στη Σουγδαία από τον πατριάρχη Γερμανό της Κωνσταντινουπόλεως (715-730) περί το 729. Ως επίσκοπος εκεί κατάφερε να βαπτίσει πολλούς ειδωλολάτρες (Αντιγούς, Χαζάρους και άλλους) που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πόλης. Για 35 χρόνια, όσο έμεινε στον επισκοπικό θρόνο, χειροτόνησε πολλούς ιερείς και διακόνους.19 Μετά το θάνατό του το 764, οι δύο μαθητές του συνέχισαν τη διάδοση του χριστιανισμού, ο ένας στη Χαζαρία και ο άλλος στη Σουγδαία.

Στις αρχές του 9ου αιώνα, ο εικονόφιλος Ιωάννης Ψυχαΐτης εξορίστηκε στην Κριμαία. Πραγματοποίησε τον εκχριστιανισμό ειδωλολατρών που κατοικούσαν στα περίχωρα του Βοσπόρου.20 Από το Βίο του Ιωάννου της Γοτθίας, που γράφτηκε μεταξύ των ετών 815 και 843, μπορούμε να συναγάγουμε την πολυπλοκότητα της κατάστασης στην Κριμαία: προς τα μέσα του 8ου αιώνα, η Γοτθία είχε τακτικούς επισκόπους που ήταν εικονομάχοι, ενώ την ίδια στιγμή ο Ιωάννης ήταν ένας «αιρετικός» εικονόφιλους επίσκοπος.21

Το τακτικό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το επονομαζόμενο «του De Boor» ή «εικονομαχικό» (Cod. Par. 1555A, № 3 σύμφωνα με τον J. Darrouzès), που χρονολογείται στα τέλη του 8ου-αρχές του 9ου αιώνα, αναφέρει την επαρχία της Γοτθίας, όπου ανήκει η μητρόπολη Δόρος, και επτά επισκοπές, μεταξύ των οποίων είναι η πόλη Ταμάταρχα και το οχυρό Αστήλ, κέντρο του χαγανάτου των Χαζάρων. Αυτή η μητρόπολη κάλυπτε μια τεράστια περιοχή: την Κριμαία, ένα τμήμα του βόρειου Καυκάσου κι ένα μέρος των βορειοανατολικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας.22 Στο τακτικό αυτό διαφαίνονται μάλλον οι προθέσεις του Πατριαρχείου να επεκτείνει τη δικαιοδοσία του στις παρακείμενες περιοχές του Εύξεινου Πόντου.

5. Η Μεσοβυζαντινή και η Παλαιολόγεια περίοδος

Η Χερσώνα της Ταυρικής αποτέλεσε ένα σημαντικό σταθμό στην ιεραποστολική δραστηριότητα του Κωνσταντίνου-Κυρίλλου, του ενός από τους δύο αδελφούς από τη Θεσσαλονίκη που έμειναν γνωστοί ως απόστολοι των Σλάβων (περί το 860).23 Ο Κύριλλος επισκέφθηκε «το λαό των Φούλλων», μιας πόλης που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Κριμαίας,24 κι έπεισε τους κατοίκους της να κόψουν το ιερό δέντρο που λάτρευαν μέχρι τότε. Κατά τη διαμονή του Κυρίλλου στη Χερσώνα, το χειμώνα του 860/861, ανακαλύφθηκαν τα λείψανα του αγίου Κλήμεντα στο νησί που ονομαζόταν “Kazatchij” («των Κοζάκων»). Η περιγραφή του δρομολογίου αυτής της αποστολής είναι πολύ πλούσια σε λεπτομέρειες που αφορούν την τοπογραφία της πόλης και τη θέση ορισμένων σημαντικών ιερών,25 καθώς και το λειτουργικό τυπικό.26

Στη Χερσώνα το 988 έλαβαν το βάπτισμα ο Ρώσος πρίγκιπας Βλαδίμηρος με τους στρατιώτες του (“druzhina”) από τον επίσκοπο της πόλης. Η εκκλησία όπου πραγματοποιήθηκε η τελετή δεν έχει ταυτιστεί. Έχουν προταθεί η μεγαλύτερη βασιλική Ουβαρώφ (“Ouvarovskaya”), ο σταυρικός ναός στο κυριότερο νεκροταφείο ή ακόμη και ο σταυρικός ναός που βρίσκεται στην αγορά.27 Τα λείψανα του αγίου Κλήμεντα και του μαθητή του μαζί με λειτουργικά σκεύη, σταυρούς και εικόνες από τη Χερσώνα ήταν το δώρο του Βλαδίμηρου στον καθεδρικό ναό του Κιέβου, την αρχαιότερη εκκλησία στη Ρωσία, την επονομαζόμενη “Desiatinnaia”.28 Σε ανάμνηση του προσηλυτισμού του στο χριστιανισμό στη Χερσώνα, ο Βλαδίμηρος ανήγειρε εκεί ναό (ενδεχομένως πρόκειται για τη «βασιλική στο λόφο» στη δυτική πλευρά της πόλης).29

Στις αρχές του 10ου αιώνα, η αυτοκρατορία ήταν απασχολημένη με πολιτικά προβλήματα στα εδάφη που γειτνίαζαν με τα βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης θάλασσας, που κατοικούνταν από τους Αβασγούς, τους Αλανούς, τους Χαζάρους. Η Αβασγία ήταν «πεδίον επιχειρήσεων» για τον εκχριστιανισμό των Αλανών του Καυκάσου του βορρά. Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός έστελνε επιστολές στον Κωνσταντίνο Γ΄, ηγεμόνα («εξουσιαστή») της Αβασγίας (επιστολή 51, χρονολογούμενη το 914-916), στο γιο του Γεώργιο Β΄ (επιστολή 46, χρονολογούμενη το 916-917) και στον επίσκοπο της Χερσώνας (επιστολή 106, χρονολογούμενη το 920), στις οποίες αναφέρεται στον εκχριστιανισμό των Αλανών, του «άρχοντά» τους κι ενός λαού που δεν κατονομάζεται.30 Η διάδοση του χριστιανισμού στους Αλανούς δεν ήταν απρόσκοπτη. Μια επιστολή του Θεοδώρου, επισκόπου της Αλανίας, που την απηύθυνε το έτος 1225 στον πατριάρχη Νίκαιας Γερμανό, μαρτυρεί την πληθώρα των δυσκολιών που συνάντησε ο χριστιανισμός σε αυτή τη χώρα.31

Η Παλαιολόγεια περίοδος ήταν ο τελευταίος σταθμός της δραστηριότητας των Βυζαντινών ιεραποστόλων στην Κριμαία. Προς τα τέλη του 13ου αιώνα, γραπτές πηγές τεκμηριώνουν τον εκχριστιανισμό των Τατάρων. Το 14ο-15ο αιώνα βρίσκουμε στη Σουγδαία έναν επίσκοπο με ταρταρική καταγωγή.32

1. Иванов, С. A., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003).

2. Επιφάνιος Μοναχός και Πρεσβύτερος, «Περί του βίου και των πράξεων και του τέλους του Αγίου κα Πανευφήμου και Πρωτοκλήτου των Αποστόλων Ανδρέου», Dressel, A. (εκδ.), Epiphanii monachi et presbyteri edita et inedita (Leipzig 1843), σελ. 45-82 [=PG 120, στήλ. 215–260].

3. Πολλοί από τους τόπους αυτούς καταγράφονται ήδη από τον Επιφάνιο, επίσκοπο Σαλαμίνος της Κύπρου (4ος αιώνας). Επιφάνιος Σαλαμίνος, «Τα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων που εκήρυξαν το ευαγγέλιο Χριστού και πώς ετελειώθησαν», εκδ. T. Schermann, Prophetarum vitae fabulosae (Leipzig: Teubner, 1907), σελ. 107-117: «βʹ. Ἀνδρέας δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ πρὸ ἡμῶν παραδεδώκασιν, ἐκήρυξε Σκύθαις καὶ Σογδιανοῖς καὶ Γορσίνοις καὶ ἐν Σεβαστοπόλει τῇ μεγάλῃ, ὅπου ἐστὶν ἡ παρεμβολὴ Ἄψαρος καὶ Ὕσσου λιμὴν καὶ Φᾶσις ποταμός, ἔνθα οἰκοῦσιν Αἰθίοπες, θάπτεται δὲ ἐν Πάτραις τῆς Ἀχαίας σταυρῷ προσδεθεὶς ὑπὸ Αἰγέα τοῦ βασιλέως Πατρῶν»
[http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/epiphanios_apostoloi-12-70.htm].

4. Prieur, J., Acta Andreae (Corpus Christianorum, Series Apocryphorum 6, Turnhout 1989), σελ. 443-549, 684-703· Vinogradov, A., “Die zweite Rezension der Actorum Andreae et Matthiae apud anthropophagos [BHG 110B]”, Христианский Восток 3 (IX), (2002), σελ. 11-105· van Esbroeck, M., “Les Actes d’André d’après la tradition attribuée à Ephrem”, Христианский Восток 3 (IX), (2002), σελ. 106-151·Деяния апостола Андрея, Предисловие, перевод и комментарий А. Ю. Виноградова. (Москва 2004) (Scrinium Philocalicum; 2)· Виноградов, А. Ю., Греческие предания о св. апостоле Андрее: Жития (Москва-Санкт-Петербург 2005)· Dvornik, F., The Idea of Apostolicity in Byzantium and the Legend of the Apostle Andrew (Cambridge Mass. 1958), σελ. 173-1890, 208-109· Виноградов, А. Ю., “Апостол Андрей и Черное Море: проблемы источниковедения”, στο Подосинов, А. В. (επιμ.), Древнейшие государства Восточной Европы, 1996-1997 (Москва 1999), σελ. 348-367· Reallexikon für Antike und Christentum XXII (Stuttgart 2007), σελ. 96-97, βλ. λ. “Krim” (L. Khrushkova).

5. von Harnack, A., Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten I-II (Leipzig 1924, ανατ. 1965), σελ. 539 κ.ε., και στα γαλλικά Mission et expansion du christianisme aux trois premiers siècles, μτφρ. M. Tardieu (Paris 2004). Παρόλο που ο Harnack θεωρεί ότι όντως πραγματοποιήθηκε μια αποστολή του Ανδρέα σε αυτή την περιοχή, άλλοι συγγραφείς πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο ανήκει ολοκληρωτικά στη σφαίρα του θρύλου, βλ. Зубарь, В. М. – Хворостяный, А. И., От язычества к христианству, Начальный этап проникновения и утверждения христианства на юге Украины (вторая половина III– первая половина VI в.) (Киев 2000), σελ. 54.

6. Лихачев, Д. С. (επιμ.), Путешествия русских послов XVI-XVII вв., Статейные списки (Москва-Ленинград 1954), σελ. 218.

7. Guiorgazze, B. (επιμ.), Don Cristoforo De Castelli, Relazione e album dei schizzi sulla Georgia del secolo XVII (Tbilisi 1976), εικ. 466, σελ. 177-178.

8. Η πηγή αυτή είναι γνωστή σε τρεις εκδοχές: ελληνική, γεωργιανή και ρωσική, βλ. Латышев, В. В., “Жития св. епископов херсонских, Исследования и тексты”, Записки императорской Академии наук по историко-филологическому отделению VIII 3 (1906), σελ. 7-37, 58-62· Шестаков, С. П., Очерки по истории Херсонеса в IV-X вв. по Р. Х. (Памятники христианского Херсонеса III, Москва 1908), σελ. 13-25, 139-141· Лавров, П., Жития херсонских святых в греко-славянской письменности (Памятники христианского Херсонеса II, Москва 1911), σελ. 1-153· Латышев, В. В. – Кекелидзе, К., “Житие святых епископов Херсонских в грузинской минее”, Известия императорской археологической комиссии 49 (1913), σελ. 75-88· Ηalkin, F., “La passion des sept évêques de Cherson (Crimée)”, Analecta Bollandiana 102 (1984), σελ. 253-261, έκδοση του ανέκδοτου κειμένου BHG 265z σύμφωνα με τον κώδικα της Πάτμου,  Patmiacus 736, του 14ου αιώνα.

9. Завадская, Е. А., “Христианизация ранневизантийского Херсонеса (IV-VI вв.)”, στο Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии X (Симферополь 2003), σελ. 405-406· Reallexikon für Antike und Christentum XXII (Stuttgart 2007), σελ. 95-96, βλ. λ. “Krim” (L. Khrushkova). Ο C. Zuckerman προτείνει μια νέα αποκατάσταση της πηγής που θα εδραιώσει μια πιο πιθανή χρονολογία για τις αποστολές των επισκόπων Χερσώνος: Zuckerman, C., “The Early Byzantine Strongholds in Eastern Pontus”, Travaux et Mémoires 11 (1991), σελ. 548-549· Цукерман, К., “Епископы и гарнизон Херсона в IV в.”, στο Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии IV (Симферополь 1994-1995), σελ. 545-561. Αυτή η νέα ανάγνωση μοιάζει αρκετά επισφαλής, καθώς δε βρίσκει επαρκή επιβεβαίωση στις πηγές: Хрушкова, Л. Г., “Современная раннехристианская и византийская археология в Крыму: проблемы и дискуссии”, στο Симонов, В. В. (επιμ.), Раннее христианство в Северном Причерноморье (Москва 2008), σελ. 1215-1220.

10. Diatroptov, P. D., “The spread of Christianity in the Bosporus in the 3rd-6th centuries”, Ancient Civilizations from Scythia to Siberia 5.3 (1999), σελ. 215-244· Зубарь, В. М. – Хворостяный, А. И., От язычества к христианству, Начальный этап проникновения и утверждения христианства на юге Украины (вторая половина III– первая половниа VI в.) (Киев 2000), σελ. 104-130· Reallexikon für Antike und Christentum XXII (Stuttgart 2007), σελ. 103-106, βλ. λ. “Krim” (L. Khrushkova).

11. Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington 1985), σελ. 166-169, 325-327.

12. Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie, IVe-XIVe siècles (Bibliothèque de l’Antiquité Tardive 9, Turnhout 2006), σελ. 24-25.

13. Иванов, С. A., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 65-69.

14. Αγαθίας, Ιστορίαι III.15.3, Keydell, R. (επιμ.), Agathiae Myrinaei Historiarum Libri quinque (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 2, Berlin 1967), σελ. 103· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie, IVe-XIVe siècles (Turnhout 2006), σελ. 22.

15. Προκόπιος, Υπέρ των Πολέμων VIII 3, 14-21, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopius Caesarensis, Opera omnia, De bellis libri I-VIII, τόμ. 2 (Leipzig 1962-1963), σελ. 498-500. Τις ίδιες πληροφορίες παραδίδει και ο Ευάγριος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, IV 22, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), Evagrius, The Ecclesiastical History, with the Scholia (Amsterdam 1964), σελ. 170. Ο Προκόπιος και ο Ζωναράς αναφέρουν ότι οι πρίγκιπες της Αβασγίας και της Λαζικής εφάρμοζαν ευρύτατα την πρακτική του ευνουχισμού στα αγόρια, για να τα πωλούν ως δούλους. Πολλοί ευνούχοι αναλάμβαναν σημαντικό ρόλο στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης, βλ. Guilland, P., “Les eunuques dans l’Empire byzantin”, στο Recherches sur les institutions byzantines I (Berlin – Amsterdam 1967), σελ. 166-167. Ο Ευφρατάς κατείχε το πόστο του πριμικηρίου των κοιτώνων (επικεφαλής των ευνούχων του παλατιού), στους οποίους περιλαμβάνονταν και πολλοί ομοεθνείς του, βλ. Martindale, J. R. (επιμ.), The Prosopography of the Late Roman Empire III A (Cambridge 1992), σελ. 465· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie, IVe-XIVe siècles (Turnhout 2006), σελ. 23· Иванов, С. A., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 82-87.

16. Хрушкова, Л. Г., Раннехристианские памятники Восточного Причерноморья, IV-VII вв. (Москва 2002), σελ. 137-184.

17. Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 88.

18. Auzépy, M.-F., La Vie d’Étienne le Jeune par Étienne le Diacre (Aldershot 1997)· Auzépy, M.-F., L’hagiographie et l’iconoclasme byzantin, le cas de la Vie d’Étienne le Jeune (Birmingham Byzantine and Ottoman Monograph 5, Aldershot 1999)· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 120. Για το θέμα του εικονομαχικού ή εικονολατρικού προσανατολισμού της Κριμαίας, βλ. Auzépy, M.-F., “Gothie et Crimée de 750 à 830 dans les sources ecclésiastiques et monastiques grecques”, Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии 7 (2000), σελ. 324-327· Reallexikon für Antike und Christentum XXII (Stuttgart 2007), σελ. 100-102, βλ. λ. “Krim” (L. Khrushkova).

19. Πρόσφατες εκδόσεις σχετικά με το Βίο του Αγίου Στεφάνου: Bozoyan, A., “La Vie arménienne de saint Ėtienne de Sougdaia”, στο Zuckerman, C. (επιμ.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat Khazar (Centre de recherches d’Histoire et Civilisation de Byzance, Monographies 25, Paris 2006), σελ. 87-108· Ivanov, S. A., “The Slavonic Life of Saint Stefan of Surozh”, στο Zuckerman, C. (επιμ.), ό.π., σελ. 109-170· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 121-127.

20. van den Ven, P., “La Vie grecque de Jean le Psichaïte, confesseur sous le règne de Léon l’Arménien (813-820)”, Le Muséon III, Nouv. Sér. (1902), σελ. 97-125.

21. Auzépy, M.-F., “La Vie de Jean de Gothie (BHG 891)”, στο Zuckerman, C. (επιμ.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat Khazar (Paris 2006), σελ. 69-86· Auzépy, M.-F., “Gothie et Crimée de 750 à 830 dans les sources ecclésiastiques et monastiques grecques”, Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии 7 (2000), σελ. 327-331.

22. Darrouzès, J., Notitiae episcopatuum ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 20-22, 31, και Τακτικό 3.37 (σελ. 241)· Vasiliev, A., The Goths in the Crimea (Cambridge 1936), σελ. 97-104· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 146-149· Zuckerman, C., “Byzantium’s pontic policy in the Notitiae episcopatuum”, στο Zuckerman, C. (επιμ.), La Crimée entre Byzance et le Khaganat Khazar (Paris 2006), σελ. 202-218.

23. Vita cum Translatione S. Clementis, στο Лавров, П., Жития херсонских святых в Греко-славянской письменности (Памятники христианского Херсонеса 2, Москва 1911), σελ. 142-147· “Моравско-паннонские Жития Константина и Мефодия, 1. Житие Константина Философа (по рукописи бывшей Моск. Духовной академии, хранящейся в Отделе рукописей Рос. Гос. Биб-ки, ф. 173, № 19)”, στο Лавров, П. А., Материалы по истории возникновения древнейшей славянской письменности (Труды Славянской комиссии 1, Ленинград 1930), σελ. 1-36· “Житие Константина Философа (текст, комментарии)”, στο Флори, Б. Н. (μτφρ.), Сказания о начале славянской письменности (Москва 1981)· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 149-152.

24. Η θέση της πόλης με το όνομα «Φούλλαι» δεν έχει εντοπιστεί, ενώ έχουν γίνει αρκετές προτάσεις. Το οροπέδιο του Tepsen φαίνεται η επικρατέστερη πρόταση, βλ. Майко, В. В., Средневековое городище на плато Тепсень в Юго-Восточном Крыму (Киев 2004)· Reallexikon für Antike und Christentum XXII (Stuttgart 2007), σελ. 83, βλ. λ. “Krim” (L. Khrushkova).

25. Беляев, С. А., “Христианская топография Херсонеса, постановка вопроса, история изучения и современное положение”, στο Церковные древности, Сборник докладов секции, VII международные Рождественские образовательные чтения, 28-29 янв. 1999 г. (Москва 1999), σελ. 3-49· Сорочан, С. Б., Византийский Херсон (вторая половина VI – первая половина X вв.), Очерки истории и культуры 2 (Харьков 2005), σελ. 1.449-1.455.

26. Уханова, Е. В., “Обретение мощей в византийской церкви (по материалам Слова Константина Философа на обретение мощей св. Климента Римского)”, στο Лидов, А. М. (επιμ.), Восточнохристианские реликвии (Москва 2003), σελ. 132-150· Акентьев, К. К., “О структуре богослужебного последования, описанного в Слове на перенесение мощей св. Климента Римского”, στο Византия в контексте мировой культуры, Научная конференция, посвященная столетию со дня рождения А. В. Банк (1906-1984), Тезисы докладов [Περιλήψεις] (Санкт-Петербург 2008), σελ. 4.

27. Беляев, С. А., “Крещальня в Корсуни”, Наше Наследие 4 (1988), σελ. 28-33· Сорочан, C. Б. – Зубарь, В. М. –Марченко, Л. В., Жизнь и гибель Херсонеса (Харьков 2001), σελ. 294-295, 298-299.

28. Повесть временных лет (Санкт-Петербург 1996), σελ. 50-52· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 217-219.

29. Беляев, С. А., “«Базилика на холме» в Херсонесе и «Церковь на горе» в Корсуни, построенная князем Владимиром”, Byzantinorussica 1 (1994), σελ. 7-47.

30. Jenkins, R. J. H. – Westerink, L. G. (επιμ.), Nicolas I Patriarch of Constantinople, Letters (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 6, Washington 1973), σελ. 278-281, 548-549, 265-267, 547· Obolensky, D., The Byzantine Commonwealth, Eastern Europe, 500-1453 (London 1971), σελ. 32-33, 164-165· Малахов, С. Н., “Христианизация Алании в 912-922 гг. (по письмам Николая Мистика)”, Мир православия 3 (Волгоград 2000), σελ. 30· Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 181-190, 254-261· Khroushkova, L., Les monuments chrétiens de la côte orientale de la mer Noire, Abkhazie, IVe-XIVe siècles (Turnhout 2006), σελ. 93-95.

31. Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 264-275.

32. Иванов, С. И., Византийское миссионерство, Можно ли сделать из «варвара» христианина? (Москва 2003), σελ. 282-283.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>