Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ρως

Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (8/1/2009)

Για παραπομπή: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Ρως», 2009,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10661>

Ρως (4/1/2012 v.1) Rus (4/1/2012 v.1) 
 

1. Ονομασία και εθνογένεση

Η ονομασία Ρως αρχικά δήλωνε σκανδιναβικούς πληθυσμούς που κατά τον 9ο αιώνα μετανάστευσαν ανατολικά και νοτιοανατολικά της σκανδιναβικής χερσονήσου, στο χώρο της Aνατολικής Ευρώπης (σημ. Ρωσία και Ουκρανία), όπου και ίδρυσαν τις ηγεμονίες του Νόβγκοροντ προς βορρά και του Κιέβου προς νότο, υποτάσσοντας τους τοπικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Οι Ρως της ηγεμονίας του Κιέβου επρόκειτο να παίξουν στο εξής σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της βόρειας παρευξείνιας περιοχής και να αναπτύξουν πολυεπίπεδες σχέσεις με το Βυζάντιο.

Η εθνογένεση του ρωσικού λαού, που συντελέστηκε εντός αυτών των ηγεμονιών, παρουσιάζει ουσιαστικές ομοιότητες με αυτή των Βουλγάρων. Οι κατακτητές Σκανδιναβοί Ρως αρχικά διαφοροποιούνταν εθνολογικά από τους πολυπληθέστερους Σλάβους που είχαν υποτάξει, όμως η συνύπαρξη Σκανδιναβών και Σλάβων συντέλεσε σε αφομοιωτικές δυναμικές που, δεδομένου του μεγαλύτερου αριθμού των Σλάβων, οδήγησαν σε σταδιακό εκσλαβισμό των Ρως· οι τελευταίοι κληροδότησαν το όνομά τους στη σλαβική ρωσική εθνότητα που προέκυψε από αυτή την αφομοιωτική διαδικασία.1 Περί τα μέσα και κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, οι Ρως αποτελούσαν ακόμη διακριτή οντότητα σε σχέση με τους σλαβικούς πληθυσμούς της ηγεμονίας του Κιέβου, όπως αποκαλύπτει και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος καταγράφει τα ονόματα των σλαβικών φυλών που ήταν υποτεταγμένες στους Ρως.2 Ο σκανδιναβικός χαρακτήρας των τελευταίων δηλώνεται έμμεσα και από τις αναφορές των βυζαντινών πηγών στους Ρως που από τα τέλη του 10ου αιώνα υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στο βυζαντινό στρατό και επιπλέον στελέχωναν την αυτοκρατορική φρουρά (φρουρά των Βαράγγων). Όμως, η αφομοιωτική διαδικασία φαίνεται πως βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όπως δείχνουν και τα ονόματα των ηγεμόνων του Κιέβου, αφού τους Όλεγκ και Ιγκόρ, που φέρουν σκανδιναβικά ονόματα, ακολουθούν οι Σβιατοσλάβος και Βλαδίμηρος, των οποίων τα ονόματα είναι σλαβικά. Την αφομοίωση των Ρως από τους Σλάβους πρέπει να ενίσχυσε και ο εκχριστιανισμός της ηγεμονίας του Κιέβου, που εγκαινιάζεται το 988, αφού η κοινή θρησκεία συνιστούσε ενοποιητικό παράγοντα.

2. Παρουσία και δραστηριότητα των Ρως στη βόρεια παρευξείνια περιοχή

Οι Ρως είχαν εμπλοκή στις εμπορικές δραστηριότητες της βόρειας παρευξείνιας περιοχής, ενώ προσπάθησαν να επιβάλουν την πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία τους έναντι των άλλων δυνάμεων που έλεγχαν τμήματα του ευρύτερου αυτού χώρου. Οι Ρως δεν είχαν καταφέρει να επιβάλουν κυριαρχική παρουσία στις στέπες που παρεμβάλλονταν μεταξύ του Κιέβου και της βόρειας ακτής του Ευξείνου, οι οποίες γενικά ελέγχονταν από νομαδικούς λαούς, τους Πετσενέγους και στη συνέχεια τους Κουμάνους. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε τη δυνατότητα της εμπορικής επικοινωνίας τους με τα λιμάνια του Ευξείνου και την Κωνσταντινούπολη, η οποία πραγματοποιούνταν μέσω του διάπλου των ποταμών Δνείπερου και Δνείστερου.3

Ο έντονος εμπορικός προσανατολισμός των Ρως πρέπει να είχε διαφανεί ήδη από την εποχή της μετανάστευσης και αρχικής εγκατάστασής τους στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω σημαντικών ποτάμιων διαδρομών του εμπορίου του βορρά. Ήδη από την πρώτη επαφή τους με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο σφοδρής επιδρομής στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης το 860) διαφάνηκε το ενδιαφέρον τους για τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με το Βυζάντιο. Ακόμα και οι μετέπειτα προστριβές των δύο δυνάμεων, που παροδικά διατάρασσαν τις γενικά ειρηνικές σχέσεις τους (ρωσικές επιδρομές στην Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 907, 941, 1043, προσωρινή κατάληψη της Χερσώνας το 988), αποσκοπούσαν στη βελτίωση των όρων της εμπορικής παρουσίας των Ρως στη βυζαντινή επικράτεια.4 Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μετανάστευσή τους και την ίδρυση της ηγεμονίας του Κιέβου, οι Ρως εξελίχθηκαν σε βασικό παράγοντα του εμπορίου του βορρά και σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους του Βυζαντίου και των Αράβων. Η εμπορική αυτή επαφή των Ρως με το Βυζάντιο πραγματοποιούνταν στις υπό βυζαντινή επικυριαρχία πόλεις της Κριμαϊκής χερσονήσου (Χερσώνα, Σουγδαία, Θεοδοσία)5 και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου κατέπλεαν με τα μονόξυλά τους ακολουθώντας τη διαδρομή των ποταμών Δνείπερου και Δνείστερου και στη συνέχεια παραπλέοντας τις ακτές του Ευξείνου.6

3. Σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την ηγεμονία του Κιέβου

Οι σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την ηγεμονία του Κιέβου σχετίζονταν από ρωσικής πλευράς με το ζητούμενο των εμπορικών διευκολύνσεων, ενώ από βυζαντινής πλευράς με τη διατήρηση ισορροπίας ισχύος μεταξύ των διαφορετικών δυνάμεων της βόρειας παρευξείνιας περιοχής (Ρως, Πετσενέγοι, Βούλγαροι, Χαζάροι, Μαγυάροι), ώστε να αποφεύγεται η ιδιαίτερη ισχυροποίηση μιας εξ αυτών σε βαθμό που να εξελιχθεί σε απειλή για την ασφάλεια του Βυζαντίου.7 Το γεωπολιτικό αυτό σύστημα και ταυτόχρονα η «λεπτή» σχέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη ρωσική ηγεμονία του Κιέβου θα μπορούσε να διαταραχθεί από την επιδίωξη των Ρως να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη παρευξείνια περιοχή, όπως φάνηκε με έντονο τρόπο στις μέρες του ηγεμόνα Σβιατοσλάβου, όταν οι Ρως πέτυχαν να καταστρέψουν το χαζαρικό βασίλειο και να υποτάξουν προσωρινά τη Βουλγαρία. Η νίκη των Βυζαντινών στο μεγάλης κλίμακας πόλεμο που ακολούθησε επανέφερε τα πράγματα σε κατάσταση ισορροπίας, την οποία εμπέδωσε στη συνέχεια το βυζαντινό συνοικέσιο του ηγεμόνα Βλαδίμηρου (988) και ο εκχριστιανισμός των Ρως, που τους πρόσδεσε στη σφαίρα της βυζαντινής επιρροής από εκκλησιαστική και πολιτιστική πλευρά.

Τα χαρακτηριστικά της ρωσικής παρουσίας στην παρευξείνια περιοχή εντάσσονταν και κατά τους επόμενους αιώνες (11ο και 12ο) στο πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί μέχρι τον ύστερο 10ο αιώνα: έντονη εμπορική παρουσία και δραστηριοποίηση, άσκηση πολιτικής επιρροής και περιστασιακά πολιτικοστρατιωτικής κυριαρχίας σε αντιπαράθεση με τους νομαδικούς λαούς (Πετσενέγοι, Κουμάνοι). Οι μογγολικές επιδρομές του πρώτου μισού του 13ου αιώνα, που επέφεραν την καταστροφή της ηγεμονίας του Κιέβου, επέβαλαν τη μογγολική κυριαρχία στην παρευξείνια περιοχή και εξανέμισαν την έως τότε προϊούσα πολιτικοστρατιωτική πρωτοκαθεδρία των Ρως. Η μετατόπιση του ρωσικού κρατικού μορφώματος προς το βορρά, στη Μοσκοβία, σήμαινε ότι, αιώνες μετά, οι Ρώσοι δε θα έπαιζαν ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις και στους διαγκωνισμούς για κυριαρχία στην παρευξείνια περιοχή. Ωστόσο, η παρουσία τους μεταξύ των κυριότερων εθνοτήτων της περιοχής ήταν δεδομένη, αφού με το πέρασμα του χρόνου η ονομασία του Ρώσου είχε πλέον καθιερωθεί για τους σλαβικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής.

1. Με τον ίδιο τρόπο συντελέστηκε η εθνογένεση και του βουλγαρικού λαού. Σε αυτή την περίπτωση το ασιατικό τουρκογενές φύλο των Βουλγάρων αφομοιώθηκε από τους σλαβικούς πληθυσμούς των βορειοανατολικών Βαλκανίων που είχε υποτάξει.

2. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. (επιμ.), Jenkins, R.J.H. (αγγλ. μτφρ.), Constantine Porphyrogenitus, De administrando imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington, D.C. 1967), σελ. 62.

3. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. (επιμ.), Jenkins, R.J.H. (αγγλ. μτφρ.), Constantine Porphyrogenitus, De administrando imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington, D.C. 1967), σελ. 56-62.

4. Obolensky, D., The Byzantine Commonwealth. Eastern Europe, 500-1453 [London 1974 (1971)], σελ. 238-247, 293-294.

5. Νυσταζοπούλου, Μ. Η εν τη Ταυρική Χερσονήσω πόλις Σουγδαία από του ΙΓ΄μέχρι του ΙΕ΄ αιώνος. Συμβολή εις την ιστορίαν του μεσαιωνικού ελληνισμού της νοτίου Ρωσίας (Αθήναι 1965), σελ. 72.

6. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. (επιμ.), Jenkins, R.J.H. (αγγλ. μτφρ.), Constantine Porphyrogenitus, De administrando imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington, D.C. 1967), σελ. 56-62, 186.

7. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. (επιμ.), Jenkins, R.J.H. (αγγλ. μτφρ.), Constantine Porphyrogenitus, De administrando imperio (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington, D.C. 1967), σελ. 48-52.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>